Πάει κάποιος μια μέρα στη θάλασσα για να κάνει μια βόλτα με το ιστιοφόρο του
και, ξαφνικά, ξεσπά μια δυνατή καταιγίδα και παρασύρει ανεξέλεγκτα το σκάφος του στ’ ανοιχτά. Μες στην καταιγίδα, ο άνθρωπος δεν βλέπει προς τα πού πάει το ιστιοφόρο. Με κίνδυνο να γλιστρήσει και να πέσει από το κατάστρωμα, ρίχνει την άγκυρα για να μη συνεχίσει να τον παρασύρει ο άνεμος, και καταφεύγει στην καμπίνα του μέχρι να κοπάσει λίγο η καταιγίδα. Όταν πέφτει ο αέρας, βγαίνει ο άντρας από το καταφύγιό του και επιθεωρεί το σκάφος από την πρύμνη ως την πλώρη. Το εξετάζει σπιθαμή προς σπιθαμή, και με χαρά διαπιστώνει ότι το σκάφος είναι ανέπαφο. Η μηχανή δουλεύει μια χαρά, το κύτος δεν έχει υποστεί την παραμικρή ζημιά, τα πανιά είναι άθικτα, το πόσιμο νερό δεν έχει χυθεί και το τιμόνι λειτουργεί σαν καινούριο.
και, ξαφνικά, ξεσπά μια δυνατή καταιγίδα και παρασύρει ανεξέλεγκτα το σκάφος του στ’ ανοιχτά. Μες στην καταιγίδα, ο άνθρωπος δεν βλέπει προς τα πού πάει το ιστιοφόρο. Με κίνδυνο να γλιστρήσει και να πέσει από το κατάστρωμα, ρίχνει την άγκυρα για να μη συνεχίσει να τον παρασύρει ο άνεμος, και καταφεύγει στην καμπίνα του μέχρι να κοπάσει λίγο η καταιγίδα. Όταν πέφτει ο αέρας, βγαίνει ο άντρας από το καταφύγιό του και επιθεωρεί το σκάφος από την πρύμνη ως την πλώρη. Το εξετάζει σπιθαμή προς σπιθαμή, και με χαρά διαπιστώνει ότι το σκάφος είναι ανέπαφο. Η μηχανή δουλεύει μια χαρά, το κύτος δεν έχει υποστεί την παραμικρή ζημιά, τα πανιά είναι άθικτα, το πόσιμο νερό δεν έχει χυθεί και το τιμόνι λειτουργεί σαν καινούριο.
Ο ιστιοπλόος χαμογελά και σηκώνει το βλέμμα του με την πρόθεση να ξεκινήσει το ταξίδι της επιστροφής προς το λιμάνι. Κοιτάζει από ψηλά ένα γύρω προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά παντού βλέπει μόνο θάλασσα. Συνειδητοποιεί πως η θύελλα τον έχει παρασύρει μακριά από την ακτή κι έχει χαθεί.
Αρχίζει ν’ απελπίζεται και να αγχώνεται.
Όπως συμβαίνει σε κάποιους ανθρώπους σε στιγμές υπερβολικά δυσάρεστες, ο άντρας αρχίζει να κλαίει και να παραπονιέται φωναχτά:
“Είμαι χαμένος, είμαι χαμένος…τι θ’απογίνω…”
Και ενθυμούμενος ότι είναι ένας άνθρωπος με θρησκευτική παιδεία- όπως συμβαίνει μερικές φορές, δυστυχώς μόνο σε τέτοιες στιγμές-, λέει:
Αν και μπορεί να φανεί ψέμα, γίνεται ένα θαύμα σ’αυτή την ιστορία: ανοίγει ο ουρανός, εμφανίζεται ένας διάφανος κύκλος ανάμεσα στα σύννεφα, περνάει μια ακτίνα ήλιου, όπως στις ταινίες, και ακούγεται μια βαθιά φωνή (του Θεού;) που λέει:
“Τι σου συμβαίνει;”
Μπροστά στο θαύμα, ο άντρας γονατίζει και παρακαλεί:
“Είμαι χαμένος, δεν ξέρω πού βρίσκομαι, είμαι χαμένος, φώτισέ με, Κύριε. Πες μου πού βρίσκομαι… Κύριε; Πού βρίσκομαι…;”
Εκείνη τη στιγμή η φωνή, απαντώντας στην απελπισμένη παράκληση, λέει:
“Βρίσκεσαι σε γεωγραφικό πλάτος 38 μοίρες νότια, γεωγραφικό μήκος 29 μοίρες δυτικά” κι αμέσως κλείνει ο ουρανός.
“Ευχαριστώ, ευχαριστώ…” λέει ο άντρας.
Μόλις, όμως, περνάει η πρώτη χαρά, το σκέφτεται λιγάκι και ξαναρχίζει να κλαίγεται ανήσυχος:
“Είμαι χαμένος, είμαι χαμένος…”
Συνειδητοποιεί ότι, ακόμα κι αν ξέρει πού βρίσκεται, πάλι χαμένος είναι. Γιατί το να ξέρεις πού βρίσκεσαι, δεν σου λέει τίποτα για να πάψεις να είσαι χαμένος.
Ο ουρανός ανοίγει ακόμη μια φορά:
“Μα, τι σου συμβαίνει επιτέλους;”
“Να, στην πραγματικότητα δεν με εξυπηρετεί σε τίποτα να ξέρω πού βρίσκομαι… Αυτό που θέλω να ξέρω είναι πού πάω. Σε τι ωφελεί να ξέρω πού βρίσκομαι αν δεν ξέρω πού πάω; Αυτό που με κάνει να είμαι χαμένος είναι ότι δεν ξέρω πού πάω.”
“Ωραία” λέει η φωνή, “πας στο Μπουένος Άιρες” και αρχίζει πάλι να κλείνει ο ουρανός.
Τότε, πιο γρήγορα τώρα και πριν προλάβει να κλείσει τελείως ο ουρανός, λέει ο άντρας:
“Είμαι χαμένος, Θεέ μου, είμαι χαμένος και απελπισμένος…!”
Ανοίγει ο ουρανός για τρίτη φοράς:
“Τι τρέχει πάλι;”
“Να…εγώ, ξέροντας πού βρίσκομαι, και ξέροντας πού πάω, συνεχίζω να είμαι χαμένος όπως και πριν, γιατί στην πραγματικότητα δεν ξέρω καν πού βρίσκεται το μέρος όπου πάω.”
Η φωνή απαντάει:
“Το Μπουένος Άιρες είναι 38 μοίρες…”
“Όχι, όχι, όχι!” αναφωνεί ο άντρας. “Είμαι χαμένος, είμαι χαμένος… Ξέρεις ποιο είναι το πρόβλημα; Συνειδητοποιώ ότι δεν φτάνει να ξέρω πού βρίσκομαι και πού πάω. Χρειάζεται να ξέρω ποιος είναι ο δρόμος για να φτάσω εκεί. Χρειάζομαι τον δρόμο.”
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, πέφτει από τον ουρανό μια περγαμηνή δεμένη με μια κορδέλα.
Την ανοίγει ο άντρας και βλέπει έναν ναυτικό χάρτη. Επάνω αριστερά αναβοσβήνει ένα κόκκινο σημείο και από κάτω λέει:
“Βρίσκεστε εδώ.”
Και κάτω δεξιά, ένα γαλάζιο σημείο γράφει:
“Μπουένος Άιρες”.
Με χρώμα φούξια φωσφορίζον, ο χάρτης δείχνει μια πορεία με πολλές ενδείξεις:
δίνη
ύφαλος
βράχια…
και, φυσικά, σημειώνει την πλεύση που πρέπει να ακολουθήσει ο ήρωάς μας για να φτάσει στον προορισμό του.
Επιτέλους, ο άντρας είναι ευχαριστημένος. Γονατίζει, κάνει τον σταυρό του και λέει:
“Σ’ευχαριστώ, Θεέ μου…”
Ο άπειρος και άτυχος ήρωάς μας
Κοιτάζει τον χάρτη…
Βάζει μπροστά τη μηχανή…
Σηκώνει τα πανιά…
Κοιτάζει ολόγυρα…
Και λέει:
“Είμαι χαμένος, είμαι χαμένος!”
Ασφαλώς.
Ο κακομοίρης, συνεχίζει να είναι χαμένος.
Όπου κι αν κοιτάξει, παντού υπάρχει μόνο νερό, κι όλες μαζί οι πληροφορίες που έχει δεν του χρησιμεύουν σε τίποτα, αφού δεν ξέρει από πού ν’αρχίσει το ταξίδι.
Σ’αυτήν την ιστορία ο άντρας βλέπει πού βρίσκεται, ξέρει ποιος είναι ο προορισμός του, γνωρίζει τον δρόμο που συνδέει το σημείο όπου βρίσκεται με το μέρος όπου πηγαίνει, κι εντούτοις, κάτι του λείπει για να πάψει να είναι χαμένος.
Τι είναι αυτό που του λείπει;
Να ξέρει προς τα πού πάει.
Τι θα έκανε ο κυβερνήτης ενός πλοίου για να καθορίσει την πορεία του;
Θα κοίταζε μια πυξίδα. Γιατί μόνο μια πυξίδα μπορεί να του δώσει αυτή την πληροφορία.
Τώρα που ξέρει πού βρίσκεται, ξέρει πού πάει κι έχει και τον χάρτη που τον κατευθύνει, τώρα, του λείπει η πυξίδα. Γιατί αν δεν έχει πυξίδα, με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να ξέρει προς ποια κατεύθυνση θα κινηθεί.
Ευτυχία είναι η ικανοποίηση να ξέρεις ότι είσαι στον σωστό δρόμο.
Ευτυχία είναι η εσωτερική ηρεμία που νιώθει αυτός που ξέρει προς τα πού πάει η ζωή του.
Ευτυχία είναι η σιγουριά ότι δεν είσαι χαμένος.
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑ
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ opera