και, ξαφνικά, ξεσπά μια δυνατή καταιγίδα και παρασύρει ανεξέλεγκτα το σκάφος του στ’ ανοιχτά. Μες στην καταιγίδα, ο άνθρωπος δεν βλέπει προς τα πού πάει το ιστιοφόρο. Με κίνδυνο να γλιστρήσει και να πέσει από το κατάστρωμα, ρίχνει την άγκυρα για να μη συνεχίσει να τον παρασύρει ο άνεμος, και καταφεύγει στην καμπίνα του μέχρι να κοπάσει λίγο η καταιγίδα. Όταν πέφτει ο αέρας, βγαίνει ο άντρας από το καταφύγιό του και επιθεωρεί το σκάφος από την πρύμνη ως την πλώρη. Το εξετάζει σπιθαμή προς σπιθαμή, και με χαρά διαπιστώνει ότι το σκάφος είναι ανέπαφο. Η μηχανή δουλεύει μια χαρά, το κύτος δεν έχει υποστεί την παραμικρή ζημιά, τα πανιά είναι άθικτα, το πόσιμο νερό δεν έχει χυθεί και το τιμόνι λειτουργεί σαν καινούριο.
Ο ιστιοπλόος χαμογελά και σηκώνει το βλέμμα του με την πρόθεση να ξεκινήσει το ταξίδι της επιστροφής προς το λιμάνι. Κοιτάζει από ψηλά ένα γύρω προς όλες τις κατευθύνσεις, αλλά παντού βλέπει μόνο θάλασσα. Συνειδητοποιεί πως η θύελλα τον έχει παρασύρει μακριά από την ακτή κι έχει χαθεί.