Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πολύ συγκεχυμένες απόψεις και ιδέες για την παραψυχολογία, την ύπνωση και τον υπνωτισμό.
Όσοι ασχολούνται με την ύπνωση, είναι σαφές πως πέρα από την προσπάθεια να εισδύσουν στο απέραντο και σκοτεινό πεδίο της ψυχής, επιπλέον αγωνίζονται να καταπολεμήσουν την άγνοια, την ισχυρογνωμοσύνη, ακόμη και την κακοήθεια όλων όσοι δεν παραδέχονται αυτήν τη μέθοδο. Παρ’ όλα αυτά, η εφαρμοσμένη ψυχολογία, έστω και αργά, άρχισε να «επιβάλλεται» και να καταλαμβάνει μια θετική άποψη.
Η ύπνωση είναι μια μέθοδος πολύ παλιά, όσο και η ανθρωπότητα. Τα ιερογλυφικά που διατηρούνται στις χώρες του Τίγρη και του Ευφράτη, μαρτυρούν ότι ό πανάρχαιος λαός των Σουμερίων γνώριζε την τεχνική της ύπνωσης ήδη από την 4η χιλιετία προ Χριστού, με την ίδια έννοια που την γνωρίζουμε και σήμερα. Στη φημισμένη ιερατική σχολή του Ερέχ έχει βρεθεί ένα γραπτό έργο που διατηρείται μόνο ένα μέρος του, και το οποίο αναφέρεται στην ύπνωση που χρησιμοποιούσαν οι ιερείς-γιατροί της εποχής.
Επίσης, στην αρχαία Ινδία υπάρχουν τέτοιες αποδείξεις στο βιβλίο των νόμων του Μανού, όπου περιγράφει λεπτομερώς τα περί υπνώσεως. Ιδιαίτερα εδώ αναφέρεται για εγρήγορση-ύπνο, ύπνο με όνειρα και μακάριο ύπνο αγαλλιάσεως. Σε πολλές τεχνικές της γιόγκα, ρόλο παίζει και σήμερα η αυτοΰπνωση. Επίσης και στην αρχαία Αίγυπτο χρησιμοποιούσαν οι ιερείς την ύπνωση ως θεραπευτικό μέσο.
Στον πάπυρο Έμπερς περιγράφονται οι θεραπευτικές λεπτομέρειες που εφάρμοζαν οι ιερείς-γιατροί. Η ύπνωση ήταν οπωσδήποτε γνωστή και στην αρχαία Ελλάδα, ως «ύπνος εις τον ναό». Οι ασθενείς που επισκέπτονταν τους ναούς για θεραπεία, έκαναν για ένα διάστημα μία συγκεκριμένη δίαιτα. Ύστερα προετοιμάζονταν μέσα στο ναό για την κυρίως θεραπεία με αρωματικά μπάνια και τελετουργικές πλύσεις, ενώ ένας ιερέας μετά τους διηγιόταν τις θεραπείες, δημιουργώντας τους μια ένταση αναμονής, κι αμέσως μετά ξάπλωναν μέσα στον ναό για να κοιμηθούν.
Κατά τη διάρκεια του ύπνου των ασθενών, οι ιερείς τού ψιθύριζαν στ’ αυτί κάποιες υποβολές, ενεργοποιώντας έτσι κάτω από την ατμόσφαιρα του ναού τις δυνάμεις αυτοθεραπείας του ασθενή. Κι αυτά γίνονταν, αφού προηγουμένως οι ασθενείς υπόσχονταν να τηρήσουν ό,τι τους πρόσταζαν οι θεοί στον ύπνο τους. Όταν οι ασθενείς ξυπνούσαν, οι ιερείς επεξηγούσαν στον κάθε ασθενή το όνειρο που είδε ως συμβουλή των Θεών. Για ασθενείς που δεν μπορούσαν να κοιμηθούν και να υπνωτιστούν, υπήρχαν ιερείς που ενεργούσαν υπνωτισμένοι ως μέντιουμ.
Γνωστός σε όλους μας και ο ναός του Απόλλωνα ως το μαντείο των Δελφών, όπου μια ιέρεια αφιερωμένη στον Απόλλωνα, καθόταν σε ένα χρυσό τρίποδα πάνω από μία σχισμή στην πέτρα, απ’ όπου έβγαιναν ατμοί από κάποια βότανα. Η ιέρεια έπεφτε σε ύπνωση και έδινε απαντήσεις στα ερωτήματα κατόπιν συμβουλής των Θεών. Η εφαρμογή της ύπνωσης με την μορφή ύπνου διατηρήθηκε και από τον Χριστιανισμό μέχρι και τον 6ο αιώνα μ.Χ.. Ο Θεόφραστος Βόμβαστος του Χοχενχάιμ, ο επονομαζόμενος Παράκελσος (1443-1541), δίδασκε ότι η καλύτερη θεραπεία είναι ο εσωτερικός γιατρός διά της ύπνωσης και της υποβολής. Σύντομα όμως η Ιερά Εξέταση καταράστηκε και αφόρισε αυτή τη μορφή της θεραπευτικής τέχνης κι όποιος τολμούσε να της εξασκήσει, διέτρεχε τον κίνδυνο να καεί στην πυρά ως οπαδός του διαβόλου.
Το 1646, ο Ιησουίτης πάτερ Αθανάσιος Κίρχερ στο σύγγραμμά του «Θαυμαστό πείραμα, το μάγεμα ενός πετεινού», αναφέρεται στην ύπνωση των ζώων και στην επαφή με τα χέρια του ως μέσο θεραπείας. Αυτό ήταν ίσως η πρώτη αρχή της λεγόμενης υπνώσεως των ζώων και πρόδρομος του «ζωικού μαγνητισμού» του Μέσμερ, που μέχρι της μέρες μας εφαρμόζεται και ονομάζεται «Μεσμερισμός».
Ένας άλλος πατέρας Ιησουίτης, γνωστός αστρονόμος και καθηγητής, ο Μαξιμιλιανός Χελλ (1720 -1792), είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούσε συχνά την ύπνωση στις θεραπείες του. Οι μαγνητικές θεραπείες του, ήταν η κατασκευή μαγνητικών ομοιωμάτων του άρρωστου μέρους του σώματος, του ασθενούς που τα στερέωνε στο πονεμένο μέρος του σώματος του υπνωτισμένου ασθενή. Τα αποτελέσματα ήταν καταπληκτικά, αφού θεράπευε το 70% των ασθενών. Έτσι αυτή η μέθοδος διαδόθηκε. Μέσα απ’ αυτήν τη μέθοδο, ο Φρανς Άντον Μέσμερ (1720 – 1792), οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι ο ουράνιος μεταλλικός μαγνητισμός σιδήρου δεν χρειαζόταν κι αρκούσε απλά η ενέργεια του «ρευστού», που έβγαινε από τον ίδιο, για τον μαγνητισμό στη θεραπεία των ασθενών.
Με τον Μέσμερ, λοιπόν, άρχισε η σύγχρονη ιστορία και μελέτη της υπνώσεως και του μαγνητισμού. Ο ίδιος μετέδιδε αυτό το «ρευστό» μέσα αυτοΰπνωση, τρίψιμο των παλαμών και θωπευτικές κινήσεις από πάνω μέχρι κάτω στο σώμα των ασθενών. Οι πολύκροτες θεραπευτικές του επιτυχίες και ιδιαίτερα η θεραπεία μιας πιανίστριας που ήταν τυφλή από τεσσάρων ετών, δημιούργησε ζήλια και εχθρούς, ιδιαίτερα μέσα στον κόσμο της Ιατρικής˙ γι’ αυτό κι έφυγε από τη Βιέννη και πήγε στο Παρίσι, όπου εκεί βρήκε πλήθος φίλων και ενθουσιώδεις οπαδούς, ενώ παρέδιδε την τέχνη του στις Ακαδημίες μέσα σε 72 μαθήματα.
Σταδιακά απέρριψε την ύπνωση, δίνοντας μεγαλύτερη βαρύτητα στον μαγνητισμό. Στις θεραπείες του, οι ασθενείς κάθονταν γύρω από μια λεκάνη γεμάτη μαγνητικό νερό, από την οποία έβγαιναν πολλά σιδερένια ραβδιά. Οι ασθενείς έπρεπε να κρατάνε στα χέρια τους αυτά τα ραβδιά, όπου ο Μέσμερ με αυθυποβολή πλέον μετέδιδε το μαγνητικό ρεύμα στον καθένα τους. Έτσι ο ασθενής σταδιακά έπεφτε σε μια τέτοια κρίση που μεταδιδόταν και στους άλλους. Το 1784, με διαταγή του βασιλιά, σχηματίστηκε μια επιτροπή ιατρών κι άλλων μελών από την Γαλλική Ακαδημία Επιστημών για να ελέγξει τις διδασκαλίες του Μέσμερ, και αμέσως απέρριψαν κάθε θεωρία του ως αντιεπιστημονική δυσφημίζοντάς τον, καθώς ισχυρίστηκαν ότι οι θεραπείες του οφείλονταν στη δύναμη της ύπνωσης και της αυθυποβολής.
Ωστόσο, ενώ είχε απαγορευθεί η μέθοδός του σε όλους τους γιατρούς με απειλή στέρησης του διπλώματός του, ο Μέσμερ βρήκε συμμάχους άλλους βασιλείς, όπως τον Τσάρο, τον βασιλιά της Βαυαρίας και τον βασιλιά της Δανίας, οι οποίοι έδωσαν διαταγή στους γιατρούς της χώρας τους ν’ ασχοληθούν με τον Μεσμερισμό. Έτσι, έστω και κάτω από ίσως λανθασμένες προϋποθέσεις, κατάφερε να εξεταστεί επιστημονικά πλέον μέχρι και σήμερα η ύπνωση σε όλο τον κόσμο. Σήμερα ο Μέσμερ θεωρείται πρόδρομος της σύγχρονης ψυχοθεραπείας.
Την ώθηση πλέον προς τη σημερινή διδασκαλία της υποβολής και της ύπνωσης στην ψυχοθεραπεία, έδωσε ο αββάς Φαρία στο Παρίσι, το 1813, και άλλοι μέχρι και τον Σίγκμουντ Φρόιντ, ενώ ο μαθητής του ο Εμίλ Κουέ ανέπτυξε τη θεωρία της ύπνωσης ως αυθυποβολή και αναγνώρισε ότι η ύπνωση βασικά είναι πάντα μια αυτοΰπνωση. Η αλήθεια είναι πως ακόμα και σήμερα δεν είναι ακριβής η έννοια της ύπνωσης, αν και γνωρίζουμε πολύ καλά τα φαινόμενα και τα αποτελέσματά της. Οι άνθρωποι όμως έχουν εξακριβώσει ότι ανάμεσα στην κατάσταση της εγρήγορσης και στον ύπνο, υπάρχει κάτι σαν «μισοσυναίσθηση». Σ’ αυτήν την κατάσταση, οι σωματικές λειτουργίες βρίσκονται σε εκκρεμότητα, ενώ οι πνευματικές δραστηριοποιούνται.
Δηλαδή ή ύπνωση είναι μία παροδική κατάσταση αλλοιωμένης προσοχής του υποκειμένου, όπου μπορούν να εμφανιστούν πολλά αυθόρμητα φαινόμενα, ή σαν αντίδραση σε λεκτικά και άλλα ερεθίσματα. Αυτά τα φαινόμενα περιλαμβάνουν αλλοίωση της συναίσθησης και της μνήμης, αυξημένη ικανότητα υποβολής απαντήσεων και σκέψεις όπου δεν υπάρχουν στη συνηθισμένη πνευματική κατάσταση του ανθρώπου. Μεταξύ άλλων, στην κατάσταση της ύπνωσης, μπορεί να προκληθούν φαινόμενα όπως αναισθησία, παράλυση, μυϊκή ακαμψία και οι αγγειοκινητικές αλλοιώσεις να κατασταλούν.
Θα πρέπει όμως να δούμε ότι στην πορεία της ετεροΰπνωσης, επιβάλλεται και αφαιρείται από τον άνθρωπο μια κάποια παράσταση, ενώ στην αυτοΰπνωση μια κάποια παράσταση προξενείται και αίρεται από τον έναν και μοναδικό άνθρωπο. Χωρίς όμως αποδοχή της παράστασης, η επίδραση αποκλείεται. Οπότε αντιλαμβανόμαστε ότι η βάση κάθε ύπνωσης είναι η αυτοΰπνωση ή και η αυθυποβολή -και η όποια παράσταση, με τη συχνή επανάληψη, ανακλαστικά υπό όρους και στη συνέχεια ένα μέρος της, της προσωπικότητας του ανθρώπου. Για την διαρκή επίδραση, είναι σημαντική η επανάληψη.
Κατά το νόμο του σημειακού ανακλαστικού του Πάβλοφ, κάθε έντονο διαρκές ή μονότονο επαναλαμβανόμενο ερέθισμα που φτάνει από τις αντίστοιχες νευρικές οδούς σε ένα μέρος του φλοιού του εγκεφάλου, οδηγεί αργά ή γρήγορα σε μια καταναγκαστική νύστα, υπό την προϋπόθεση ότι η επίδρασή του δεν θα διαταραχθεί από ένα άλλο πιο έντονο ερέθισμα. Έτσι, ο κάθε ένας που εκτελεί την ύπνωση, αν είναι δυνατόν, πρέπει να βρίσκεται μέσα σε σκοτεινό και ήσυχο χώρο, ώστε να αποκλείει οιαδήποτε άλλα ερεθίσματα.
Αν κατορθωθεί λοιπόν ένα υπνογόνο ερέθισμα να επιδράσει με επανειλημμένη εφαρμογή, τότε μπορεί η επίδραση να επαναλαμβάνεται αργότερα κάθε φορά και πιο γρήγορα. Υπάρχει βέβαια και η άμεση ή κεραυνοβόλος ύπνωση, όμως στην πραγματικότητα σε αυτήν την περίπτωση δεν την επιβάλλει ο υπνωτιστής, αλλά ο υπνωτιζόμενος. Απόλυτη προϋπόθεση για όποια ύπνωση είναι να εντυπωθεί βαθιά στον υπνωτιζόμενο ότι το πείραμα είναι για το καλό του. Αυτή η εντύπωση εμπιστοσύνης καθορίζει και την επιτυχία του πειράματος. Η ύπνωση, θα πρέπει να γνωρίζουμε, ότι έχει βαθιές επιδράσεις σε ολόκληρο τον οργανισμό.
Έτσι η ύπνωση προκαλεί πάντα επιβράδυνση της αναπνοής και του σφυγμού. Μεταξύ άλλων, μπορεί να επηρεαστούν η έκκριση γαστρικών υγρών, να προκληθεί εφίδρωση, βήχας, εμετός, χασμουρητό, φτέρνισμα, ακόμα και να επηρεαστούν οι σεξουαλικές λειτουργίες, η εμμηνόρροια, η βασική κυκλοφορία, το πλάτος των βλεφάρων και η έκκριση ούρων ή και κένωση. Όλα αυτά, επειδή μπορεί να προκληθούν αρνητικές ή και θετικές αισθητικές απάτες.
Μια αρνητική αισθητική απάτη προκαλεί πάντα κίνδυνο, ιδιαίτερα όταν το υποκείμενο δεν αναγνωρίζει το χώρο ή εμφανιστούν τρομακτικές εικόνες, αντίθετα με την θετική αισθητική απάτη. Θα πρέπει εδώ βέβαια να αναφέρω τις διαφορές της ύπνωσης από τον ύπνο:
ΥΠΝΩΣΗ:
1. Στην ύπνωση χρειάζεται και υπάρχει πάντα αυξημένη προσοχή σε όποια δεδομένη υποβολή.
2. Ο υποβαλλόμενος ακούει κάθε λέξη και κάθε ψίθυρο.
3. Είναι ελάχιστα κριτικός.
4. Η συναίσθησή του είναι ελάχιστα περιορισμένη, αλλά ξύπνια.
5. Υπάρχει τοπικός και χρονικός προσδιορισμός.
6. Η δυνατότητα αναμνήσεως υπάρχει, όταν δεν έχει υποβληθεί ρητώς ή άρση της ύπνωσης.
7. Ο υπνωτισμένος μπορεί να μιλήσει, αντίθετα κατά τον ύπνο.
ΥΠΝΟΣ:
1. Στον ύπνο δεν υπάρχει προσοχή.
2. Η λήψη ερεθισμάτων είναι σχεδόν μπλοκαρισμένη.
3. Δεν υπάρχει κριτική θέση.
4. Η συναίσθηση είναι μπλοκαρισμένη.
5. Δεν υπάρχει προσανατολισμός.
6. Η δυνατότητα αναμνήσεως είναι μπλοκαρισμένη.
Εξηγώ κι επιμένω, τώρα, ότι η ύπνωση δεν έχει καμιά σχέση με υπερφυσικές λειτουργίες και μαγεία και δεν έχει καμιά σχέση και ίδια σημασία με τον τεχνητό ύπνο. Συνήθως η ύπνωση δεν είναι ταυτόσημη με την υποβολή, αν και αυξάνει πολύ την υποβολημότητα. Με την ύπνωση πιθανόν να μπορεί ο άνθρωπος να θεραπεύσει κάποιες οργανικές ή ψυχολογικές διαταραχές.
Οι σωματικές λειτουργίες βρίσκονται σε εκκρεμότητα, ενώ οι πνευματικές δραστηριοποιούνται…
ΥΠΟΒΟΛΗ – ΑΥΘΥΠΟΒΟΛΗ:
Η υποβολή έγκειται στο ότι προκαλείται μία παράσταση στο υποσυνείδητο του ιδίου ανθρώπου ή σ’ έναν άλλο άνθρωπο με οποιοδήποτε τρόπο, αποκτώντας έτσι μια κάποια επιρροή στα αισθήματά του, στην κρίση και στη βούλησή του. Όσο πιο καθαρά και έντονα προκληθεί αυτή η παράσταση, τόσο ευκολότερα θα μεταβιβαστεί στον άλλο. Αν η υποβολή προξενηθεί σε έναν άλλον, μιλάμε για ετεροϋποβολή. Μια ετεροϋποβολή για να επιδράσει, πρέπει να δημιουργηθεί μέσα μας παράσταση για να πετύχει.
Η υποβολή, βέβαια, δεν εκτελείται ποτέ με το συνειδητό και μπορεί να ενεργήσει μόνο αν μεταβληθεί σε δεσμευτική παράσταση με αυθυποβολή. Θα πρέπει να γνωρίζουμε όμως πάντα, ότι η σκέψη είναι η αρχή όλων των πραγμάτων. Από τη σκέψη προέρχεται κάθε δεσμευτική παράσταση. Υπάρχουν σίγουρα άτομα που έχουν έντονη υποβολή και μπορούν να επιβάλλονται στους άλλους. Υπάρχουν προσωπικότητες που κυριεύονται από τις ίδιες τις δυνατότητές τους και μπορούν να κυριεύουν και συνανθρώπους τους, οπότε λοιπόν προσοχή, αν αυτός ο άνθρωπος έχει στο μυαλό του κακές σκέψεις για να επηρεάσει τους συνανθρώπούς του… Η ζωή όλων μας σίγουρα καθορίζεται από συνειδητές και ασυνείδητες υποβολές και δεν επηρεαζόμαστε μόνο συνεχώς απ’ έξω, αλλά πιο πολύ επηρεαζόμαστε σταθερά από τον ίδιο τον εαυτό μας. Αυτή η αυθυποβολή, η αυτο-επιρροή από τον εαυτό μας, είναι βέβαιο ότι αποτελεί τη μεγαλύτερη σημασία για τον εαυτό μας.
Με κάθε σκέψη μας διαμορφώνουμε την προσωπικότητά μας και καθορίζουμε το μέλλον μας. Γι’ αυτό, δεν πρέπει ν’ αφήνουμε το νου μας να αναπτύσσει αρνητικές σκέψεις, ή ακόμα και να εκφράζουμε κάτι αρνητικό. Είναι καλό πάντα, να αντικαθιστούμε αμέσως μία αρνητική σκέψη με μία θετική, προτού μπορέσει η αρνητική σκέψη να μας προκαλέσει ζημιά. Θα πρέπει να πείσουμε τον εαυτό μας ότι αν δεν έχουμε τη σκέψη μας κάτω από έλεγχο και δεν διαισθανόμαστε τη δύναμη της σκέψης μας, παραδινόμαστε σε κάθε μορφής εξουσία. Θα πρέπει επίσης να γνωρίζουμε ότι η γλώσσα του υποσυνείδητού μας δεν είναι λόγος, αλλά εικόνα. Η ένταση της φαντασίας μας καθορίζεται από το συναίσθημά μας και μας ευνοεί πάντα. Ο ασφαλέστερος τρόπος για να αυξήσουμε την επιρροή στον εαυτό μας μέσω της αυθυποβολής, είναι η επανάληψη.
Επιμένω, λοιπόν, πως είναι στο χέρι μας να ρυθμίζουμε αυτή τη δύναμή μας, σύμφωνα με τις επιθυμίες μας και τις θετικές μας σκέψεις. Αυτή η γνώση έχει μεγάλη αξία για τη ζωή μας και το να ασκούμε συνειδητή υποβολή σημαίνει ότι εξαναγκάζουμε τον εαυτό μας να πιστέψει και να συνηθίσει στην πραγματοποίηση αυτού που θέλουμε να πετύχουμε. Όποιος γνωρίζει και κατέχει τους νόμους της υποβολής, δεν προστατεύει τον εαυτό του μόνο από τις ζημιές που μπορεί να του προκληθούν, αλλά μπορεί σίγουρα να επιτύχει την συνειδητή του επιτυχία!
Είναι γεγονός ότι επιδεκτικοί υπνώσεως οργανισμοί, έχουν ιδιαίτερα εξωτερικά χαρίσματα, τα οποία πιστεύω ότι δεν είναι πρέπον να αναφέρω, για λόγους προστασίας των συνανθρώπων μας από κάθε κακοπροαίρετο. Συνήθως η υποβολή για την επιτυχία της ύπνωσης πρέπει να διενεργείται από ειδικό, με ύφος πειστικό αλλά και με ταπεινή φωνή, ώστε το υποκείμενο να δείξει εμπιστοσύνη. Σίγουρα υπάρχουν πολλοί τρόποι που χρησιμοποιούνται από τον υπνωτιστή προς το υποκείμενο. Οι ορθόδοξοι οπαδοί της θεωρίας του μαγνητισμού θεωρούν πώς μόνο με τις διελεύσεις πραγματοποιείται το αποτέλεσμα.
Οι αρνούμενοι την ύπαρξη αυτού του αόρατου ρευστού της διέλευσης υπνωτίζουν με διάφορα μέσα, ενώ άλλοι οπαδοί της υποβολής υπνωτίζουν, αφού πείσουν το υποκείμενο ότι θα υπνωτιστεί διά λόγου. Το πρώτο όμως που θα πρέπει να γνωρίζει ο υπνωτιστής καλά, πρέπει να είναι η προδιάθεση για αφύπνιση, αλλά και η μέθοδος να αφυπνιστεί το υποκείμενο, δηλαδή ο υπνωτιζόμενος. Εάν με όλες τις απαραίτητες γνώσεις του υπνωτιστή και όλες του τις προφυλάξεις το υποκείμενο δεν ξυπνά, συμβουλεύω ένα πολύ καλό τρόπο αφύπνισής του: Με ταπεινή φωνή, ο υπνωτιστής να καθησυχάσει τον υπνωτιζόμενο και να τον αφήσει να ξυπνήσει μόνος του αφού, πολύ απλά, ο τεχνητός ύπνος μεταβάλλεται σε ύπνο φυσιολογικό.
Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που το υποκείμενο φαντάζεται ότι βλέπει διάφορα, μπορεί να τρομάζει, ή και να είναι ευχαριστημένος με αυτά που βλέπει και να μην θέλει να ξυπνήσει. Ο υπνωτιστής τότε είναι υποχρεωμένος να αντιδράσει και να κάνει το παν για να τον ξυπνήσει, κι αυτό επειδή στο παρελθόν έχει συμβεί ο υπνωτιζόμενος να εγκλωβιστεί στα οράματα και τις φαντασιώσεις του. Μια καλή μέθοδος σ’ αυτήν την περίπτωση, είναι και το ψυχρό ρεύμα που δρα πολύ αποτελεσματικό στην αφύπνιση.
Τα πειράματα του υπνωτισμού σίγουρα επέτρεψαν την επιστημονική έρευνα της τεράστιας δύναμης της υποβολής. Τέλος επισημαίνω ότι κατά το παρελθόν αλλά και σήμερα έγιναν πάρα πολλές θεραπείες μέσω της υποβολής και του υπνωτισμού κι αυτό επειδή η δύναμη της υποβολής του ζωικού μαγνητισμού έτσι κι αλλιώς από πολλών αιώνων πριν είναι γνωστή θεραπευτική μέθοδος.
(Σημείωση: Εφιστώ την προσοχή όλων στην επικινδυνότητα πειραματισμών σε όσα αναφέρω. Τα παραπάνω παρουσιάζονται αποκλειστικά και μόνο για ενημερωτικούς σκοπούς.)
Στέλιος Δ. Στυλιανού
Σκηνοθέτης-Λογοτέχνης