Στην Ελλάδα “θεοποιήθηκε” ο Λόγος ως υπέρτατη αξία φιλοσοφική και ο διάλογος ως αξία ιδιαίτερα κοινωνική.
Όπως είναι γνωστό, διάλογος είναι η ανταλλαγή σκέψεων και διερεύνηση αντιλήψεων για την εξεύρεση ενός σωστού συμπεράσματος πάνω σ’ ένα θέμα που προβληματίζει τους συζητητές.
Είναι η τελειότερη μορφή επικοινωνίας για την ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών, την επίλυση η προσωπικών διαφορών ή συναισθηματικών εξομολογήσεων (ψυχική προσέγγιση).
Μετατρέπει την μοναξιά και την αποστασιοποίηση σε συνύπαρξη και φιλία.
Κυρίως όμως ο διάλογος είναι σημαντικός όταν αφορά ένα ζωτικό θέμα, πολιτικό, κοινωνικό, ηθικό, θρησκευτικό κ.λπ.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η θεωρητική και πρακτική του αξία είναι μεγάλη, γιατί οι λύσεις στις οποίες θα οδηγήσει δεν αφορούν μόνον τους συνδιαλεγόμενους αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.
Οι προϋποθέσεις ενός γνήσιου και γόνιμου διαλόγου είναι:
Να είναι ελεύθερος και αντικειμενικός, ανεπηρέαστος και ειλικρινής, αδογμάτιστος και αφανάτιστος, σφαιρικός και πειστικός, ισότιμος προς όλους τους συζητητές (ο ένας να σέβεται την άποψη του άλλου).
Να είναι απαλλαγμένος από προκατάληψη, μισαλλοδοξία και ισχυρογνωμοσύνη.
Να μη κυριαρχείται από το ένστικτο της επιθετικότητας που στοχεύει στην συντριβή του αντιπάλου και στον θρίαμβο του νικητή.
Και προπαντώς να υπάρχει στο βάθος των συζητητών η συνείδηση ότι κανείς δεν μπορεί να έχει εκατό τοις εκατό δίκαιο και κανείς απόλυτο άδικο.
Η λύση των περισσότερων προβλημάτων βρίσκεται στο “περίπου”, στην εξισορροπημένη συνδιαλλαγή και εναρμόνιση των αντιθέσεων.
Δεν υπάρχει στην πράξη απόλυτο καλό και απόλυτο κακό για όλους ανεξαιρέτως.
Ο Αριστοτέλης έθεσε σωστά το ζήτημα:
“Επεί (δή) εξ ανοιμοίων η Πόλις… ανάγκη (εστί) μη μίαν (μόνον) είναι την αρετήν πάντων των πολιτών” (Πολιτικά 1277α, 6).
Στον νεοελληνικό χώρο η δυσκολία ενός τέτοιου διαλόγου είναι παροιμιώδης.
Ενώ από έναν συλλογικό διάλογο νικητής πρέπει να βγει η αλή0εια, ο κάθε συνομιλητής μάχεται ν’ αποδείξει ότι αυτός κατέχει την μοναδική αλήθεια και είναι ο νικητής.
‘Έτσι, οι διαφωνίες υπερισχύουν ατό την σύγκλιση των απόψεων, και οι συνομιλητές τελικά αφού “μονολογίσουν” μεταξύ τους, αποχωρούν χωρίς να υποχωρήσουν βήμα από τις προσωπικές θέσεις τους.
Την υποχώρηση από τις Πρωταρχικές απόψεις τούς και γνώμες την θεωρούν προσβολή της προσωπικότητάς τους και καταρράκωση της αξιοπρέπειάς τους.
Έτσι, μένουν άκαμπτοι και ανυποχώρητοι με την πεποίθηση πως η αντίστασή τους τονίζει την προσωπικότητά τους, και ενώ θα έπρεπε να συνυπάρχουν διαφωνούντες, προτιμούν την αποστασιοποίηση και την αντιπάθεια.
Οι αιτίες της ανικανότητας του Νεοέλληνα για διάλογο είναι πολλές- επισημαίνουμε μερικές:
– Ανώριμη κοινωνική συνείδηση συνεργασίας.
– Ανικανότητα για γόνιμη ακρόαση και σιωπή.
– Υπερτροφικός εγωισμός (ατομικοκεντρικότητα) που στοχεύει στην εξασφάλιση υπεροχής και σπουδαιοφάνειας ανάμεσα στους διαλεγόμενους.
Ο Έλληνας δεν συζητάει, αποφαίνεται! Δεν αγαπάει την ισηγορία, την πολυφωνία, την συνύπαρξη των αντιθέτων. Απαιτεί την ομοφωνία! Εχθρεύεται τον αντίλογο.
– Υποβαθμισμένη εμπιστοσύνη στην αξία του διαλόγου και της ανταλλαγής ιδεών. ‘Έτσι ο διάλογος καταντάει συρραφή ρητορικών μονολόγων (συχνά άσχετων προς το θέμα).
Δηλαδή διάλογος μεταξύ κωφών.
– Ατιθάσευτο ένστικτο ανταγωνιστικότητας, εριστικότητας ναι επιθετικότητας.
– Υποβαθμισμένη πνευματικότητα (που θα υπαγόρευε την ανεκτικότητα, τη μετριοπάθεια και τη διαλακτικότητα του πολιτισμένου ανθρώπου).
-Έλλειψη ικανής παιδείας (που διαμορφώνει τον πλούτο της σκέψης, τη μεθόδευση του λόγου, την όξυνση της κρίσης, τον σεβασμό του συνομιλητή, την ανύψωση του ήθούς, τη δίψα της αλήθειας και μόνο).
– Ο διάλογος με χαρακτήρα συστηματικού αμφισβητία, (επί παντός επιστητού) και απορριπτικού των πάντων.
– Δογματικότητα (που δυσχεραίνει τον διάλογο) ιδίως όταν εκφράζονται πολιτικές απόψεις (κομματική ιδεολογία) ή θρησκευτικές απόψεις (Θεολογική πίστη).
– Σοφιστική ικανότητα.
Την χρησιμοποιεί άλλοτε για να επιδείξει “πνεύμα”, άλλοτε για ν’ αποπροσανατολίσει τον συνομιλητή κι άλλοτε για να δικαιολογήσει τις εσφαλμένες απόψεις του.
-Έλλειψη σωστής πληροφόρησης.
– Καχυποψία ότι τα συμπεράσματα του διαλόγου θα είναι βλαπτικά για τα συμφέροντα του διαλεγόμενου, οπότε ο διάλογος έχει χαραχτήρα καιροσκοπικό και παρελκυστικό.
– Προχειρολογία και φλυαρία ανούσια για δευτερεύοντα και εκτός θέματος πράγματα με ασαφή επιχειρήματα.
Ο ‘Ελληνας γενικά είναι κακός συζητητής στο σπίτι του, στις συναναστροφές του, στη δουλειά του, στις δημόσιες συζητήσεις, στο κοινοβούλιο, παντού.
Δεν ξέρει να ακούει με προσοχή κάποιον ομιλητή και επιστρατεύει ένα σωρό επιχειρήματα σοφιστικά για να τον ανατρέψει.
Ο Κ. Σκόκος έγραψε επιγραμματικά:
“Όπου δύο Ρωμιοί, ο ένας αυτοσχεδιάζεται σε ρήτορα και ο άλλος αγωνίζεται να τον διακόψει”.
Τις περισσότερες φορές καταφεύγει σε χειρονομίες και στην υπερύψωση της φωνής για να υπογραμμίσει τις ιδέες του και να πείσει τούς συζητητές για γνώμες που δεν έχουν κανένα λογικό έρεισμα.
Αλλά με χειρονομίες και φωνασκίες ο ανόητος λόγος δεν αναβαθμίζεται, υποβαθμίζεται.
Τελικά ένας τέτοιος διάλογος καταλήγει σε διαπληκτισμούς – και όχι μόνο φραστικούς.
Ο Εμ. Ροίδης έγραφε:
“Μεταξύ δύο Ρωμιών διαφωνούντων δια το αν ο ήλιος προβάλλει εξ ανατολών ή εκ δυσμών, δίκαιον έχει ο οπλοφορών”!
Μια ακόμη κακή συνήθεια των Νεοελλήνων είναι η τέλεια έλλειψη διαλόγου ανάμεσα σε νέους και ηλικιωμένους κι αυτό φυσικά αποβαίνει σε βάρος των νέων.
Στον διάλογο δεν πρέπει να στέκονται εμπόδιο οι ηλικίες, το χάσμα των γενεών, τα πολιτικά φρονήματα, οι θρησχευτικές πεποιθήσεις.
Στον σωστό διάλογο ένα πράγμα πρωτεύει:
η συλλογική αναζήτηση της αλήθειας.
Τίποτα άλλο.
Ο R. Rοllan το είχε επισημάνει:
“Όταν συζητάμε δεν υπάρχει ανώτερος και κατώτερος, ούτε τίτλοι, ούτε ηλικία, ούτε όνομα.
Τίποτα δεν λογαριάζεται παρά μονάχα η αλήθεια.
Και μπροστά σ’ αυτή είναι όλοι ίσοι”.
Και o Fr. Bacon παρατήρησε:
“Γίνεται κανείς σοφώτερος από διάλογο μιας ώρας παρά από σκέψη μιας ημέρας”.
Φαίνεται όμως ότι η πολιτισμένη συνομιλία, ο διάλογος με βάση την αμοιβαία εμπιστοσύνη, δεν είναι γενικά κάτι το εύκολο, όχι μόνο για τους ‘Έλληνες αλλά και για άλλους λαούς, γιατί και η πιο ψυχρή λογική επηρεάζεται από το θερμό συναίσθημα.
Χρειάστηκαν τόσα πολλά χρόνια για να γίνει η κραυγή των ανθρώπων ομιλία και φαίνεται πως δεν φτάνει μια ολόκληρη ζωή για να γίνει η ομιλία αυτή συνομιλία.
Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ
ΙΑΣΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ Μ. ΒΕΡΕΤΤΑΣ
Η χαρά της πνευματικής γνώσης είναι μόνιμη και ισόβια (γιατί η γνώση είναι ο άρτος που στηρίζει τη ζωή) ενώ η χαρά της σωματικής ηδονής είναι παροδική και βραχύβια (γιατί η ηδονή είναι ο οίνος που ευφραίνει τη ζωή).
Η αγάπη είναι ευτυχία, μα η γνώση είναι μια άλλη ευτυχία για την οποία οι "πρωτόπλαστοι" θυσίασαν τον παράδεισο.
Η επιστήμη στοχεύει στην ποσότητα της γνώσης.
Η ηθική αποβλέπει στην ωφελιμότητα της γνώσης.
Η αισθητική αρκείται στην τερπνότητα της γνώσης.
Τη ζωή δεν τη βλέπουμε με τα μάτια, αλλά με τις γνώσεις και η εξίσωση των γνώσεων ανάμεσα στους ανθρώπους είναι η πηγή της ευτυχίας. [...]
(Από τον πρόλογο της έκδοσης)
via