Ερώτηση. Επειδή μερικοί δεν μπορούν να πενθούν αδιαλείπτως λόγω της ασθενείας του σώματος, τι πρέπει να κάμουν αυτοί για να προφυλάξουν τον νου, ώστε να μη διεγερθούν τα πάθη, όταν αυτός σχολάζει; Απόκριση. α'. Τα πάθη δεν μπορούν να επαναστατήσουν κατά της ψυχής και να ταράξουν τον ασκητή, του οποίου ή καρδιά σχολάζει στην αναχώρησί του από τα πράγματα του βίου, χωρισμένη από κάθε περισπασμό, έκτος αν ραθυμήσει και αμελήσει τα καθήκοντα του. Ιδιαιτέρως, αν επιδοθεί στην μελέτη των θείων Γραφών και την εξέταση των νοημάτων τους, μένει ανενόχλητος από τα πάθη. Λόγω της έξοχης κατανοήσεως των θείων Γραφών που καταλαμβάνει την σκέψη του δραπετεύουν από μέσα του οι μάταιοι λογισμοί και δεν μπορεί Όποιος νους του να απομακρυνθεί από την επιθυμία των θείων τούτων νοημάτων ούτε γενικά να προσεχή στα πράγματα του βίου τούτου, λόγω της μεγάλης ηδονής από την επίδοση του, που τον κάμει να ανυψώνεται επάνω απ' αυτά κατά την πολλή ησυχία του στην έρημο.β'. Εξ αιτίας αυτού λησμονεί και τον εαυτό του και την φύση του, και γίνεται σαν άνθρωπος εκστασιασμένος, που δεν ενθυμείτε καθόλου τον παρόντα κόσμο, ασχολούμενος αποκλειστικά και διαλογιζόμενος επιμόνως την μεγαλειότητα του Θεού και λέγοντας• Δόξα στην θεότητα του. Παράδοξα και εξαίσια είναι όλα τα έργα του ανέβασαν υψηλά την ευτέλεια μου, αφού με αξίωσε να ασχολούμαι με τέτοια πράγματα και έκαμε την ψυχή μου να τολμά να τρέφει και ν' απολαύει τέτοιους λογισμούς. Επιδιδόμενος σ' αυτά τα θαυμάσια πράγματα και εκστασιαζόμενος παντοτινά, μεθά δια-παντός και γίνεται όπως στην μέλλουσα ζωή μετά την άνάστασι. Διότι ή ησυχία συντελεί πολύ σ' αυτήν την χάριν ό νους του ευρίσκει χώρο να διαμείνη καθ' εαυτόν στην ειρήνη που ανακάλυψε στην ησυχία, και μαζί με αυτά κινείται προς την ανάμνηση πραγμάτων που βοηθούν στον σκοπό της πορείας του. Πράγματι, σκεπτόμενος την δόξα του μέλλοντος αιώνος και την ελπίδα που απόκειται για τους δικαιους, οι όποιοι κινούνται προς εκείνη την πνευματική ζωή και τον Θεό, καθώς επίσης και την νέα εκείνη αποκατάσταση, δεν ενθυμείτε ούτε μνημονεύει τα πράγματα του κόσμου τούτου. Και όταν μεθύσι με αυτά, πάλι ή θεωρία του στρέφεται από εκεί προς τα πράγματα του κόσμου τούτου, όπου ευρίσκεται ακόμη, και λέγει έκπληκτος• «ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως και συνέσεως και φρονήσεως και οικονομίας του ανεξιχνίαστου Θεού. Πόσο ανεξερεύνητες είναι οι κρίσεις του και ανεξιχνίαστοι οί δρόμοι του»
γ'. Γεννάται βέβαια το ερώτημα, αφού ετοίμασε άλλον κόσμο τόσο θαυμαστόν, για να εισαγάγει σ' αυτόν όλους τους λογικούς και να τους φύλαξη στην απέραντη ζωή, για ποιόν λόγο άραγε κατασκεύασε πρώτον τούτον τον κόσμο, τόσο ευρύχωρων και πλούσιον με την ποικιλία και το πλήθος των ειδών και των όντων, και έθεσε σ' αυτόν αιτίες και ύλες και ανταγωνισμούς των πολλών παθών; Πώς λοιπόν μας τοποθέτησε κατά πρώτον σ' αυτόν τον κόσμο και εμφύτευσε μέσα μας την αγάπη για την αιώνια ζωή του, και ξαφνικά μας σηκώνει απ' αυτόν δια του θανάτου και μας διατηρεί όχι για λίγο καιρό σε αναισθησία και ακινησία, αφανίζει τις μορφές μας, διαλύει την κρασί μας και την ανακατεύει με την γη, επιτρέπει να καταστροφή και να λιώσει και να ρεύση, μέχρι που να χαθεί εντελώς ή ανθρωπινή κατασκευή, κι' έπειτα, τον καιρό που όρισε με την προσκυνητή σοφία του, όταν θέληση, θα μας αναστήσει με άλλο σχήμα, που αυτός γνωρίζει, και θα μας φέρει σε άλλη κατάσταση;δ'. Αυτά τα πράγματα δεν τα ελπίζομε μόνο εμείς οί άνθρωποι, αλλά και αυτοί οί άγιοι άγγελοι, που δεν έχουν ανάγκη τούτον τον κόσμο, εξ αιτίας της θαυμάσιας φύσεως των που παρ' ολίγο πλησιάζει την τελειότητα, περιμένουν την έγερση μας από την φθορά, περιμένουν ποτέ θα εγερθεί το γένος μας από το χώμα και θα ανακαινιστή από την φθορά του. Διότι εξ αιτίας μας εμποδίζονται από την είσοδο σ' αυτά και περιμένουν να ανοίγει ή θύρα του νέου κόσμου έφ' άπαξ. Τότε ακόμη και των αγγέλων ή κτίσης θ' αναπαυθεί μαζί μας από την βαρύτητα του σώματος που έχομε εμείς, όπως λέγει ό απόστολος• «διότι και αυτή ή κτίσης περιμένει την αποκάλυψη των υιών του Θεού, για να ελευθερωθεί από την υποδούλωση στην φθορά και να φθάσει στην ελευθερία των δοξασμένων τέκνων του Θεού» μετά την πλήρη κατάργηση του κόσμου τούτου μαζί με όλην την συγκρότηση του και την αποκατάσταση της φύσεως μας στην πρώτη της κατάσταση. ε'. Έπειτα θα ύψωθή με τον νου του στα προ της καταβολής του κόσμου τούτου, όταν δεν υπήρχε καμιά κτίσης, ούτε ουρανός ούτε γη ούτε άγγελοι ούτε οποιοδήποτε κτίσμα, και παρατηρεί πώς ξαφνικά παρήγαγε τα πάντα σε ύπαρξη με μόνη την ευδοκία του, ώστε κάθε πράγμα να εμφανιστεί εμπρός του τελειωμένο. Έπειτα πάλι κατεβαίνει με τον νου του σε όλα τα δημιουργήματα του Θεού και παρατηρεί την θαυμασιότητα των κτισμάτων του και την σοφία των ποιημάτων του, λέγοντας με τον λογισμό του έκπληκτος τι θαύμα, πώς ή οικονομία του και ή πρόνοια υπερβαίνει κάθε έννοια και ή θαυμαστή δύναμίς του είναι ισχυρότερη όλων των ποιημάτων του; Και πώς παρήγαγε την κτίση σε ύπαρξη από τα μη όντα, δηλαδή τα αναρίθμητα πλήθη των διαφόρων πραγμάτων; Και πώς πάλι πρόκειται να αφανίσει την θαυμαστή της ευταξία και το κάλλος των φύσεων και τον εύτακτο δρόμο των κτισμάτων, ώρες και καιρούς, την εναλλαγή της νύκτας και της ημέρας, τις ωφέλιμες εποχές του χρόνου, τα ποικίλα άνθη της γης, τις όμορφες οικοδομές των πόλεων και τα ωραία παλάτια, τον ταχύτατο δρόμο των ανθρώπων και την φύση τους την πονηρή από την είσοδο έως την έξοδο της;στ'. Πώς τέλος ξαφνικά καταργείται αυτή ή θαυμαστή τάξις και θα έλθη άλλος κόσμος, ώστε να μη ύπαρξη σε κανενός την καρδιά ανάμνησης της πρώτης αυτής φύσεως, να συμβεί αλλοίωσης της σκέψεως και να έλθουν άλλοι διαλογισμοί και άλλος τρόπος ζωής, και τότε ή φύσις των ανθρώπων δεν θα ενθυμείτε τον κόσμο τούτο ούτε την προηγούμενη ζωή του καθόλου; Διότι Όποιος νους των θα αιχμαλωτιστεί στην θεωρία εκείνης της καταστάσεως και δεν θα ευκαιρήσει να γυρίσει πάλι προς την πάλη του αίματος και της σαρκός διότι συγχρόνως με την καταστροφή του κόσμου τούτου, αμέσως θα αρχίσει Όποιος μελλοντικός, και θα ειπεί τότε κάθε άνθρωπος τούτα . Ω μητέρα, που λησμονήθηκε από τα τέκνα που γέννησε και μόρφωσε, και αυτά σε μια στροφή των οφθαλμών συναθροίζονται σε ξένη αγκαλιά και γίνονται αληθινά τέκνο της στείρας που δεν γέννησε ποτέ. «Αγαλλιάσου, στείρα, που δεν γέννησες, για τα τέκνα που σου γέννησε ή γη».ζ'. Και τότε ό νους συλλογίζεται έκπληκτος και λέγει• Άραγε πόσον καιρό θα διατηρηθεί τούτος Όποιος κόσμος, και πότε θα ξεκινήσει Όποιος μελλοντικός; Πόσον καιρό θα κοιμούνται τα σώματα τούτα σ' αυτό το σχήμα, σώματα ανάμικτα με το χώμα, και τι είδους είναι εκείνη ή ζωή; Με ποια μορφή ανασταίνεται και συντηρείται αυτή ή φύσις, και με ποιόν τρόπο μεταβαίνει στην δεύτερη κτίση;η'. Και καθώς επιδίδεται σε τέτοιες και παρόμοιες σκέψεις του επέρχεται έκστασης και έκπληξης και ήσυχη σιωπή έπειτα την ώρα εκείνη σηκώνεται, γονατίζει, αναπέμπει ευχαριστίες και δοξολογίες μαζί με πολλά δάκρυα στον μόνο σοφό Θεό, ό όποιος δοξάζεται με τα πάνσοφα έργα του πάντοτε.θ'. Μακάριος λοιπόν είναι όποιος αξιώθηκε τέτοιες εμπειρίες. Μακάριος είναι όποιος διαλογίζεται αυτά ήμερα και νύκτα. Μακάριος είναι όποιος επιδίδεται σε τέτοια και σε παρόμοια όλες τις ήμερες της ζωής του. Και αν στην αρχή της μονώσεώς του ό άνθρωπος δεν αισθάνεται την δύναμη των θεωριών τούτων, λόγω του μετεωρισμού του νου του, και δεν μπορεί να ύψωθή στα νοήματα των θαυμάτων του Θεού που αναφέρθηκαν πρωτύτερα, να μη αδιαφορήσει και αφήσει την ηρεμία της ήσυχης ζωής του. Διότι ούτε ό αγρότης που σπείρει στην γη βλέπει ευθύς αμέσως με την σπορά και τον σπόρο και τον στάχυ.ι'. Διότι την σπορά συνοδεύει εξάντλησης, κόπος και πόνος των μελών του, ταλαιπωρία του οργανισμού και χωρισμός από τους φίλους. Αφού όμως υπομείνει αυτά, έρχεται άλλος καιρός, κατά τον όποιο ευχαριστείται, χοροπηδά, άγάλλεται και ευφραίνεται ό εργάτης. Και ποιος είναι αυτός ό καιρός;
Είναι όταν τρώγει από το ψωμί του ίδρωτα του και παραμένει στην ησυχία του επιδιδόμενος στην μελέτη. Διότι ή ησυχία και ή υπομονετική επίδοσης στον διαλογισμό κινεί πολλήν και ατελείωτη ηδονή στην καρδιά και οδηγεί τον νου προς μια ανέκφραστη έκπληξη. Και είναι μακάριος εκείνος που εμμένει σ' αυτήν, διότι ανοίχθηκε ενώπιον του αυτή ή Θεόβρυτη πηγή και ήπιε απ' αυτήν κι' γλυκάθηκε και δεν θα παύση να πίνη απ' αυτήν διαπαντός και πάντοτε, κάθε ώρα της νύκτας και της ημέρας, μέχρι τη συντέλεια και το τέλος της όλης αυτής πρόσκαιρης ζωής του.
Ερώτηση. Ποιο είναι το κορύφωμα όλων των κόπων του έργου τούτου, δηλαδή της ησυχίας, ώστε, όποιος κατάληξη σ' αυτό, να μάθη ότι έφθασε στην τελειότητα της διαγωγής του;
Ερώτηση. Ποια είναι ή πνευματική προσευχή, και πώς γίνεται ό αγωνιζόμενος άξιος της;
Ερώτηση. Ποια είναι ή τελειότης των πολλών καρπών του Πνεύματος; Απόκριση. Είναι το να αξιωθεί κανείς της τελείας αγάπης του Θεού.
Ερώτηση. Και από που γνωρίζει κανείς Ότι έφθασε σ' αυτήν;Απόκριση. Όταν κινηθεί στην διάνοια του ή μνήμη του Θεού, αμέσως ή καρδιά του κινείται στην αγάπη του και τα μάτια του χύνουν άφθονα δάκρυα. Πράγματι ή αγάπη συνηθίζει με την ανάμνηση των αγαπητών να προκαλεί δάκρυα. Καθ' όσον δεν του λείπει ποτέ ή ύλη που τον φέρει σε ανάμνηση του Θεού, ώστε και στον ύπνο του να συνομιλεί με τον Θεό διότι είναι συνηθισμένο φαινόμενο στην αγάπη να πράττει τέτοια πράγματα. Αυτή είναι ή τελειότης των ανθρώπων σε τούτη την ζωή τους.
Ερώτηση. Εάν μετά τον πολύ κόπο και τον μόχθο και τον αγώνα, που κατέβαλε ό άνθρωπος, ό λογισμός της υπερηφάνειας έχει την αναίδεια να τον προσβολή, διότι επήρε αφορμή από το κάλλος των αρετών του και σκέπτεται τον πολύν κόπο που υπέφερε, με ποιόν τρόπο μπορεί να συγκράτηση τον λογισμό του και να ασφάλιση την ψυχή του, ώστε να μη πεισθεί σ' αυτόν;Απόκριση. α'. Όταν κάποιος γνωρίσει ότι πέφτει από τον Θεό έτσι, όπως πέφτει το ξηρό φύλλο από το δένδρο, τότε γνωρίζει την δύναμη της ψυχής του, γνωρίζει δηλαδή αν απέκτησε αυτές τις αρετές με την δική του δύναμη και αν θα μπορούσε να υπομείνει όλους τους αγώνες σε περίπτωση που Όποιος Κύριος θα είχε αποσύρει την βοήθεια απ' αυτόν και θα τον άφηνε μόνον του να παλέψει με τον Διάβολο και δεν ερχόταν μαζί του, όπως συνηθίζει να πράττει με τους αγωνιζόμενους και να βοηθεί τότε φαίνεται ή δύναμις αυτού, ή καλύτερα ή αδυναμία και δυσκολία του. Διότι ή πρόνοια του Θεού είναι πάντοτε μαζί με τους αγίους, τους οποίους φυλάττει και ενισχύει, και με αυτήν νικά κάθε τάξις ανθρώπων, είτε στον αγώνα του μαρτυρίου, είτε στα πάθη περιέρχεται, είτε στις άλλες δυσκολίες που γίνονται και υπομένονται χάριν του Θεού.β'. Και αυτά γίνονται καθαρά και φανερά χωρίς καμιά αμφιβολία. Διότι πώς μπορεί ή φύσις να νικήσει την δύναμη των γαργαλισμάτων που κινούνται ακατάπαυστα στα μέλη των ανθρώπων και τους στενοχωρούν και μπορούν να τους κατατροπώσουν; Πώς άλλοι που ποθούν και αγαπουν την νίκη, δεν είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν όταν αγωνίζονται σκληρά, αλλά ηττώνται καθημερινώς από τα ερεθίσματα και ευρίσκονται σε πόνο και πένθος και μόχθο χάριν των ψυχών τους, ενώ εσύ μπορείς εύκολα να βαστάσης τις δυσκολίες του σώματος, που είναι τόσο μεγάλες, και να μη στενοχωρείσαι πολύ; Πώς μπορεί το κατά τα άλλα εμπαθές σώμα του να παλαίη προς το κοπτερό σίδερο και να υπομένει την συντριβή των μελών του και κάθε είδος τιμωρίας, χωρίς να ηττάται από τα πάθη, αυτός που δεν μπορεί να υποφέρει ούτε μια πληγή από αγκάθι που του κεντά το νύχι, και να μη αισθάνεται αυτά τα ποικίλα βασανιστήρια κατά την συνήθεια της φύσεως, αν δεν συμπαρίσταται κάποια άλλη δύναμις, έκτος της φυσικής δυνάμεως, προερχόμενη από κάπου άλλου, περιορίζοντας σ' αυτόν την ισχύ των βασάνων; Και επειδή (ομιλήσαμε περί της προνοίας του Θεού, ας μη διστάσομε να αναφέρομαι και κάποια άλλη ψυχωφελή ιστορία που ενθαρρύνει τον άνθρωπο στους αγώνες του.
Διήγηση.
γ'. Όσο πολυάριθμες και ποικίλες είναι οί δωρεές του Θεού προς το ανθρώπινο γένος, τόσο πολλές είναι και οί διαιρέσεις των προς τους άξιους ανάλογα με την διαγωγή των δεχόμενων αυτές. Αν και όλες οί δωρεές του Θεού είναι υψηλές και θαυμαστές, παρατηρείται σ' αυτές το φαινόμενο άλλες να είναι μικρές και άλλες μεγάλες, ή μια να υπερβάλλει την άλλη σε δόξα και τιμή, και ή μια να ξεπερνά την άλλη σε βαθμό.
δ'. Εξ άλλου το να αφιέρωση κανείς τον εαυτό του στον Θεό και να ζή με την αρετή είναι ένα από τα μεγάλα χαρίσματα του Χριστού. Πράγματι, πολλοί λησμόνησαν αυτήν την χάρι, Ότι αξιώθηκαν να ξεχωριστούν από τους ανθρώπους και ν' αφιερωθούν στον Θεό, να γίνουν μέτοχοι και δέκτες των χαρισμάτων του, να εκλέγουν και ν' αξιωθούν της διακονίας και της λειτουργίας του Θεού αντί λοιπόν να ευχαριστούν τον Θεό αδιαλείπτως με το στόμα τους για τις ευεργεσίες, παρεξέκλιναν σε υπερηφάνεια και υψηλοφροσύνη.
Δεν φέρονται σαν να έλαβαν την χάρι της υπηρεσίας για να τον υπηρετούν με καθαρή διαγωγή και πνευματική εργασία, αλλά σκέπτονται σαν να κάμουν αυτοί χάρι στον Θεό, αντί
να σκέπτονται ότι τους επήρε από τους ανθρώπους και τους κατέστησε οικείους του, ώστε να μάθουν τα μυστήρια του. Και δεν τρέμουν με όλη την ψυχή τους σκεπτόμενοι αυτά, και μάλιστα βλέποντας πώς, όσοι πριν από αυτούς σκέφθηκαν έτσι, έχασαν ξαφνικά το αξίωμα και πώς τους έρριψε ό Κύριος σε μια ριπή οφθαλμού από την μεγίστη δόξα και τιμή που είχαν, και παρεξέκλιναν σε ακαθαρσία και ασέλγεια και αισχρολογία με κτηνώδη τρόπο.
ε'. Επειδή δηλαδή δεν γνώρισαν την δύναμη τους ούτε μνημόνευαν αδιαλείπτως εκείνον που τους έδωσε την χάρη να τον υπηρετούν, να έλθουν μέσα στην βασιλεία, να γίνουν ομοδίαιτοι των αγγέλων και να τον πλησιάσουν με την αγγελική πολιτεία, τους απέρριψε από την εργασία τους και με την μεταβολή της διαγωγής των από την ησυχία τους έδειξε ότι δεν ήταν δική τους ή δύναμις εκείνη να διάγουν με ευπρεπή διαγωγή και να μη ενοχλούνται από την βία της φύσεως και των δαιμόνων και των άλλων εμποδίων, αλλά ήταν δύναμις της χάριτος του, που ενεργούσε σ' αυτούς όσα Όποιος κόσμος δεν μπορεί να χωρέσει ή ακούσει λόγω της δυσκολίας των. Αυτοί υπέμειναν σ' αυτά πολύν καιρό, χωρίς να ηττηθούν, διότι ήσαν μέσα τους οπωσδήποτε κάποια δύναμις που τους ακολουθούσε, ικανή να τους βοηθήσει σε όλα και να τους διαφύλαξη σε όλα. Όταν όμως λησμόνησαν αυτήν την δύναμη, εκπληρώθηκε σ' αυτούς Όποιος λόγος του αποστόλου• «επειδή δεν θέλησαν να επιγνώσουν τον Θεό τον Δεσπότη τους, που συνέδεσε το χώμα με την πνευματική λειτουργία, τους παρέδωσε σε άχρηστο νου και απέλαβαν την ατιμία που τους έπρεπε για την πλάνη τους».
Ερώτηση. Αν κάποιος τολμήσει ν' απαρνηθεί εντελώς και αμέσως την συγκατοικήσει με τους ανθρώπους και ξαφνικά εξέλθει σε έρημο ακατοίκητη και φοβερή με αγαθό ζήλο, άραγε θα αποθάνει εξ αιτίας αυτού από την έλλειψη της στέγης και των άλλων αναγκαιων πραγμάτων; Απόκριση. Εκείνος που ετοίμασε για τα άλογα ζώα, πριν τα δημιουργήσει, κατοικίες και που φροντίζει για τις ανάγκες των, δεν θα παράβλεψη το πλάσμα του, ιδιαιτέρως αυτούς που τον σέβονται, που τον ακολούθησαν με απλότητα καρδίας και χωρίς υστεροβουλία. Όποιος αποθέτει το θέλημα του για όλα στον Θεό, ποτέ δεν φροντίζει για την ανάγκη του σώματος του, για την ταλαιπωρία και κακοπάθειά του, αλλά ποθεί να επιδοθεί σε απόκρυφη διαγωγή και ,νά υπομείνει την ζωή της ταπεινώσεως• διότι δεν δειλιάζει εμπρός στις θλίψεις, άλλα θεωρεί την αποξένωση από όλον τον κόσμο ευχάριστη και γλυκεία, λόγω της καθαρότητας της διαγωγής, μοχθώντας ανάμεσα σε βουνά και όρη, ως πλάνης στη χώρα των αλόγων ζώων, μη καταδεχόμενος να αναπαυθεί σωματικώς και να διάγει ζωή γεμάτη ρύπους. Και αφού παραδώση τον εαυτό του στο θάνατο για τον κόσμο, πενθεί καθημερινώς και προσεύχεται να μη στερηθεί την καθαρή πολιτεία ενώπιον του Θεού, και τότε παίρνει από αυτόν βοήθεια.
Σ' αυτόν ανήκει ή δόξα και ή τιμή και αυτός είθε να μας φύλαξη στην καθαρότητα του και να μας αγιάσει με τον διχασμό της χάριτος του αγίου Πνεύματος για την τιμή του ονόματος του, ώστε να δοξάζομαι το άγιο όνομα του με καθαρότητα στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο
Ρωτήθηκε κάποτε ό γέροντας από κάποιον αδελφό
Τι να κάμω που πολλές φορές μου συμβαίνει να έχω κάποιο πράγμα που μου χρειάζεται ή για την ασθένεια ή για εργασία ή για οποιαδήποτε αιτία και χωρίς αυτό δεν μπορώ να ζήσω στην ησυχία και βλέποντας κάποιον άλλον να το χρειάζεται νικώμενος από ευσπλαχνία, του το δίδω• πολλές φορές μάλιστα το κάμω, όταν μου το ζητήσει κάποιος. Διότι αναγκάζομαι τόσο από την αγάπη όσο και από την εντολή να δώσω στον αιτούντα το χρήσιμο σ' εμένα αντικείμενο. Έπειτα όμως ή ανάγκη του μου προκαλεί μέριμνα και ταραχή λογισμών και μάλιστα μου σκορπίζει τον νου οπό την ησυχία τόσο, ώστε αναγκάζομαι ακόμη και να βγω από την ησυχία και να υπάγω σε αναζήτηση του πράγματος. Κι' αν υπομείνω να μη βγω, κυριεύομαι από πολλή θλίψη και θόρυβο λογισμών. Δεν γνωρίζω λοιπόν ποιο από τα δυο να επιλέξω να προτιμήσω εκείνο που παύει και σκορπίζει την ησυχία μου χάριν της αναπαύσεως του αδελφού μου ή να παραβλέψω την αίτηση του αδελφού για να διατηρήσω την ησυχία μου.
Προς αυτά αποκρίθηκε ό αδελφός και είπε.
Πράγματι, ή εκπλήρωσης του καθήκοντος της αγάπης με την εξυπηρέτηση της σωματικής αναπαύσεως είναι έργο των κοσμικών ή και ορισμένων μοναχών που είναι σε κατώτερη βαθμίδα, όχι εκείνων που ζουν στην ησυχία, ή και εκείνων που έχουν την μοναχική άσκηση ανάμικτη με την κοινή ζωή και πηγαινοέρχονται ό ένας στον άλλο. Αυτό είναι καλό και αξιαγάπητο σε τούτου του είδους τους μοναχούς
Εκείνοι όμως που αληθινά διάλεξαν την αναχώρηση από τον κόσμο, με σώμα και νου, για να αφιερώσουν την διάνοιά τους στην μοναχική προσευχή, δηλαδή στην νέκρωση των πρόσκαιρων, των θεαμάτων και των αναμνήσεων των κοσμικών πραγμάτων, δεν πρέπει να εργάζονται στην γεωργία των σωματικών και στην δικαιοσύνη των φανερών πραγμάτων, για να δικαιωθούν από τον Χριστό δι' αυτών, αλλά να εργάζονται στην νέκρωση των μελών τους που είναι επάνω στην γη, κατά το λόγιο του Αποστόλου να προσφέρουν σ' αυτόν θυσία καθαρή και άμωμη τους λογισμούς των, σαν απαρχή της εργασίας των και την σωματική θλίψη με την υπομονή των κινδύνων για την μελλοντική ελπίδα.
Ας είναι δοξασμένος ό Θεός στους αιώνες. Γένοιτο.
ΠΑΤΕΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΠΑΛΑΜΑΣ.
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1991