ΛΟΓΟΣ Γ': ΠΕΡΙ ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΩΣ
ΚΑΙ ΟΤΙ ΟΥ ΔΕΙ ΔΕΙΛΙΑΝ ΚΑΙ ΦΟΒΕΙΣΘΑΙ, ΑΛΛΑ ΣΤΗΡΙΖΕΣΘΑΙ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑΝ ΤΗ ΕΙΣ ΘΕΟΝ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙ ΚΑΙ ΘΑΡΡΕΙΝ ΤΗ ΑΔΙΣΤΑΚΤΩ ΠΙΣΤΕΙ ΩΣ ΕΧΟΝΤΑΣ ΦΡΟΥΡΟΝ ΚΑΙ ΦΥΛΑΚΑ ΤΟΝ ΘΕΟΝ
Εάν ποτέ ευρέθης της αναχωρήσεως άξιος, της εχούσης ελαφρά τα φορτία εν τη βασιλεία της ελευθερίας αυτής, μη κατεπείξη σε ο λογισμός του φόβου κατά την συνήθειαν αυτού εν πολλοίς τρόποις της αλλοιώσεως των λογισμών και της αναστροφής αυτών, άλλα μάλλον έσο πιστεύων, ότι ο φύλαξ σου μετά σευατου εστί, και πληροφορήθητι εν τη σοφία σου ακριβώς, ότι συ μετά πάσης της κτίσεως υπό ενί Δεσπότη έστέ, ενΙ νεύματι τα πάντα κινούντι και σαλεύοντι και πραύνοντι και οικονομούντι, καί ουδείς σύνδουλος δύναται βλάψαι τινά των συνδούλων αυτού, δίχα της επιτροπής του προνοούντος των πάντων και διϊθύνοντος, και ευθέως ανάστα και θάρσει. Και εάν εδόθη η ελευθερία τισίν, άλλ ούκ εν παντί πράγματι. Ούτε γαρ οι δαίμονες, ούτε τα θηρία φθαρτικά, ούτε οι εν κακία άνθρωποι δύνανται πληρώσαι το θέλημα αυτών εις φθοράν και απώλειαν, ει μη το του κυβερνώντος επιτρέψειε βούλημα και δοίη τόπον ποσότητος· ου γαρ την ελευθερίαν επιτρέπει ελθείν εις ενέργειαν άπασαν. ει γαρ τούτο ην, ουκ είχε ζήσαι πάσα σαρξ. Ουκ εά γαρ ο Κύριος την κτίσιν αυτού, ίνα πλησίαση αύτη η των δαιμόνων εξουσία και των ανθρώπων και ενεργήση εν αυτή το θέλημα αυτών. Δια τούτο λέγε αεί τη ψυχή σου, Έχω φύλακα φυλάσσοντά με και ου δύναται τι των κτισμάτων φανήναι ενώπιον μου μόνον, ει μη άνωθεν γένηται κέλευσμα. Πίστευσον δε, ως ουδέ θεαθήναι τοις οφθαλμοίς σου και τοις ώσιν ακουτίσαι σου τάς αυτών απειλάς τολμώσιν. ει γαρ είχον επιτροπήν άνωθεν εκ του επουρανίου, ουκ ην ανάγκη λόγου και λόγων, αλλά τω εαυτών θελήματι και το έργον επηκολούθει.
Πάλιν δε λέγε σεαυτώ, ότι, ει το θέλημα εστί του Δεσπότου μου το κατεξουσιάσαι τους πονηρούς του πλάσματος, ουδέ εγώ τουτί δέχομαι δυσχερώς, ώσπερ τις μη θέλων καταργήσαι το θέλημα του Κυρίου αυτού. Και ούτως εν τοις πειρασμοίς σου χαράς πλησθήση, ως τις γνους και ακριβώς αισθηθείς, ότι το νεύμα του Δεσπότου διακυβερνώ σε και διευθύνει σε. Λοιπόν στήριξον την καρδίαν σου εν τω πεποιθέναι προς Κύριον και μη φοβηθης, μήτε από φόβου νυκτερινού μήτε από βέλους πετωμένου ημέρας. Ή πίστις γαρ, φησι, του δικαίου, η προς τον Θεόν, εξημεροί τα θηρία τα άγρια, ως τα πρόβατα.
Ουκ ειμί, φησί, δίκαιος, ίνα πεποιθώς ω επί Κύριον. Αλλά συ αληθώς δια την εργασίαν της δικαιοσύνης εξήλθες εις την έρημον την πλήρη θλίψεων και δια τούτο υπήκοος εγένου τω θελήματι του Θεού. Λοιπόν ματαίως κοπιάς, όταν βαστάζης τούτους τους κόπους, ούχ ότι ο Θεός θέλει τον κόπον των ανθρώπων, ει μη συ προσφέρης αυτώ θυσίαν αγάπης την σεαυτού θλίψιν. Ταύτην την διάκρισιν δεικνύουσι πάντες οι αγαπώντες τον Θεόν, θλίβοντες εαυτούς υπέρ της εις αυτόν αγάπης. οι γαρ ευδοκούντες εν τω φόβω του Θεού ζήσαι εν Χριστώ Ιησού, θλίψιν αίρουσι και διωγμόν υπομένουσι. Κακείνος εν εξουσία γενέσθαι ποιεί αυτούς των εαυτού κρυπτών θησαυρών.
Περί προκοπής της εκ των πειρασμών γινομένης τοις μετά ευχαριστίας και ανδρείας αυτούς υπομένουσιν.
Είπε γαρ τις των αγίων, ότι ην τις των αναχωρητών γέρων τίμιος, και απήλθον προς αυτόν άπαξ και ήμην εν λύπη εκ των πειρασμών. Αυτός δε ην ασθενών κατακείμενος, και ότε ησπασάμην αυτόν, εκάθισα προς αυτόν και είπον αυτώ: Εύξαι υπέρ εμού, πάτερ, ότι πάνυ λυπούμαι εκ των πειρασμών των δαιμόνων.
Ό δε ανοίξας τους οφθαλμούς αυτού, προσέσχε μοι και είπε· Τέκνον, συ νεώτερος εί και ουκ αφίησιν ο Θεός επί σε πειρασμούς.
Καγώ είπον αυτώ·
Και νεώτερος ειμί, πειρασμούς δε ισχυρών έχω ανδρών. Κακείνος πάλιν είπε·Λοιπόν θέλει σε ο Θεός σοφίσαι.
Κάγώ είπον
Πώς σοφίσει με; εγώ γαρ καθ' ημέραν γεύομαι του θανάτου. Κακείνος αύθις·
Ο Θεός, είπε, αγαπά σε, σιώπα. Μέλλει ο Θεός δούναι σοι την χάριν αυτού.
Έφη δε πάλιν
Γνώθι, τέκνον, ότι τριάκοντα χρόνους πόλεμον μετά των δαιμόνων εποίησα, και τον εικοστόν παραδρομών, ου εβοηθήθην το σύνολον. Ηνίκα δε και τον πέμπτον τούτον παρελάσας ετύγχαναν, ηρξάμην ευρίσκειν ανάπαυσιν και, οδώ του χρόνου βαδίζοντος, επληθύνετο. Του δε εβδόμου παραρρυέντος και του μετ' αυτόν επιστάντος ογδόου, εις πλήθος επετείνετο πλείον. Παρατρέχοντος δε και του τριακοστού και προς το τέλος καταφθάνοντος, ήδη, ούτως εκραταιώθη η ανάπαυσις, ως μηδέ το μέτρον αυτής εις όσον προέβη γινώσκειν με. Και επέφερεν ότι· Ότε αναστήναι θελήσω εις την λειτουργίαν μου, μίαν δόξαν λειτουργήσαι αφίεμαι, εις δε τα λοιπά, εάν στώ τρεις ημέρας, εις έκπληξιν μετά του Θεού γίνομαι και του κόπου ουδ' όλως αισθάνομαι. Ιδού το έργον του πολλού καιρού, ποίαν ανάπαυσιν απλήρωτον απεγέννησεν.
Περί προκοπής της εκ των πειρασμών γινομένης τοις μετά ευχαριστίας και ανδρείας αυτούς υπομένουσιν.
Είπε γαρ τις των αγίων, ότι ην τις των αναχωρητών γέρων τίμιος, και απήλθον προς αυτόν άπαξ και ήμην εν λύπη εκ των πειρασμών. Αυτός δε ην ασθενών κατακείμενος, και ότε ησπασάμην αυτόν, εκάθισα προς αυτόν και είπον αυτώ: Εύξαι υπέρ εμού, πάτερ, ότι πάνυ λυπούμαι εκ των πειρασμών των δαιμόνων.
Ό δε ανοίξας τους οφθαλμούς αυτού, προσέσχε μοι και είπε· Τέκνον, συ νεώτερος εί και ουκ αφίησιν ο Θεός επί σε πειρασμούς.
Καγώ είπον αυτώ·
Και νεώτερος ειμί, πειρασμούς δε ισχυρών έχω ανδρών. Κακείνος πάλιν είπε·Λοιπόν θέλει σε ο Θεός σοφίσαι.
Κάγώ είπον
Πώς σοφίσει με; εγώ γαρ καθ' ημέραν γεύομαι του θανάτου. Κακείνος αύθις·
Ο Θεός, είπε, αγαπά σε, σιώπα. Μέλλει ο Θεός δούναι σοι την χάριν αυτού.
Έφη δε πάλιν
Γνώθι, τέκνον, ότι τριάκοντα χρόνους πόλεμον μετά των δαιμόνων εποίησα, και τον εικοστόν παραδρομών, ου εβοηθήθην το σύνολον. Ηνίκα δε και τον πέμπτον τούτον παρελάσας ετύγχαναν, ηρξάμην ευρίσκειν ανάπαυσιν και, οδώ του χρόνου βαδίζοντος, επληθύνετο. Του δε εβδόμου παραρρυέντος και του μετ' αυτόν επιστάντος ογδόου, εις πλήθος επετείνετο πλείον. Παρατρέχοντος δε και του τριακοστού και προς το τέλος καταφθάνοντος, ήδη, ούτως εκραταιώθη η ανάπαυσις, ως μηδέ το μέτρον αυτής εις όσον προέβη γινώσκειν με. Και επέφερεν ότι· Ότε αναστήναι θελήσω εις την λειτουργίαν μου, μίαν δόξαν λειτουργήσαι αφίεμαι, εις δε τα λοιπά, εάν στώ τρεις ημέρας, εις έκπληξιν μετά του Θεού γίνομαι και του κόπου ουδ' όλως αισθάνομαι. Ιδού το έργον του πολλού καιρού, ποίαν ανάπαυσιν απλήρωτον απεγέννησεν.
Ότι η φυλακή της γλώσσης ου μόνον εξυπνίζει τόν νουν προς τον Θεόν, αλλά και τη εγκρατεία συμβάλλεται.
Ην τις των πατέρων και ην εσθίων δεύτερον της εβδομάδος, και είπεν ημίν, ότι εν τη ημέρα, εν η λαλώ τινι, τον κανόνα της νηστείας κατά την συνήθειαν μου ου δυνατόν μοι φυλάξαι, άλλ' αναγκάζομαι καταλύσαι. Και ενοήσαμεν, ότι η φυλακή της γλώττης ου μόνον εξυπνίζει τον νουν προς τον Θεόν, αλλά καΙ τοις έργοις τοις φανεροίς, τοις δια του σώματος ενεργουμένοις, ισχύν μεγάλην κρυπτώς παρέχει εις το τελεσθήναι αυτά, φωτίζει τε και εν τη κρυπτή εργασία, καθώς είπον οι Πατέρες ότι η φυλακή του στόματος εξυπνίζει την συνείδησιν προς τον Θεόν, εάν εν γνώσει τις σιωπά.
Ούτος ο άγιος συνήθειαν είχε πολλήν εις την αγρυπνίαν της νυκτός· Έλεγε γαρ, ότι την νύκτα εκείνην, καθ' ην ίσταμαι έως πρωί, μετά την ψαλμωδίαν αναπαύομαι, μετά δε το του ύπνου εξυπνισθήναί με, εν εκείνη τη ημέρα γίνομαι ούτως, ως άνθρωπος τις μη ων εν τω κόσμω τούτω, και λογισμοί γήινοι εν τη καρδία μοο ουδαμώς αναβαίνουσιν, ουδέ των ωρισμένων κανόνων χρείαν έχω, άλλ' εν τη εκπλήξει γίνομαι όλην την ημέραν εκείνην.
Εν μιά ούν των ημερών ήμην εσθίων, τεσσάρων παρελθουσών πρότερον, μηδενός το παράπαν γευσάμενος, και ότε ανέστην εις την των εσπερινών λειτουργίαν και ούτως ίνα γεύσωμαι, έστην εν τη αυλή του κελλίου μου, ότε ην ήλιος πολύς και αρξάμενος μόνον εις μίαν δόξαν, ησθήθην της λειτουργίας μου, και έκτοτε έμεινα μη γινώσκων όποι τυγχάνω και ήμην ούτως, έως του ανατείλαι πάλιν τον ήλιον εις την επιούσαν ημέραν και θερμάναι το πρόσωπον μου. Και τότε, ότε ο ήλιος επί πλείον εβάρυνέ μου και κατέκαυσε μου το πρόσωπον, εστράφη ο νους μου προς εμέ, και ιδού είδον, ότι άλλη ημέρα εστί, και ηυχαρίστησα τω Θεώ, ότι πόσον η χάρις αυτού υπερεκχείται επί τον άνθρωπον.Και εις ποίαν μεγαλωσύνην αξιοί τους καταδιώκοντας αυτόν
Λοιπόν αυτώ μόνω πρέπει η δόξα και η μεγαλοπρέπεια εις τους αιώνας των αιώνων.
Ην τις των πατέρων και ην εσθίων δεύτερον της εβδομάδος, και είπεν ημίν, ότι εν τη ημέρα, εν η λαλώ τινι, τον κανόνα της νηστείας κατά την συνήθειαν μου ου δυνατόν μοι φυλάξαι, άλλ' αναγκάζομαι καταλύσαι. Και ενοήσαμεν, ότι η φυλακή της γλώττης ου μόνον εξυπνίζει τον νουν προς τον Θεόν, αλλά καΙ τοις έργοις τοις φανεροίς, τοις δια του σώματος ενεργουμένοις, ισχύν μεγάλην κρυπτώς παρέχει εις το τελεσθήναι αυτά, φωτίζει τε και εν τη κρυπτή εργασία, καθώς είπον οι Πατέρες ότι η φυλακή του στόματος εξυπνίζει την συνείδησιν προς τον Θεόν, εάν εν γνώσει τις σιωπά.
Ούτος ο άγιος συνήθειαν είχε πολλήν εις την αγρυπνίαν της νυκτός· Έλεγε γαρ, ότι την νύκτα εκείνην, καθ' ην ίσταμαι έως πρωί, μετά την ψαλμωδίαν αναπαύομαι, μετά δε το του ύπνου εξυπνισθήναί με, εν εκείνη τη ημέρα γίνομαι ούτως, ως άνθρωπος τις μη ων εν τω κόσμω τούτω, και λογισμοί γήινοι εν τη καρδία μοο ουδαμώς αναβαίνουσιν, ουδέ των ωρισμένων κανόνων χρείαν έχω, άλλ' εν τη εκπλήξει γίνομαι όλην την ημέραν εκείνην.
Εν μιά ούν των ημερών ήμην εσθίων, τεσσάρων παρελθουσών πρότερον, μηδενός το παράπαν γευσάμενος, και ότε ανέστην εις την των εσπερινών λειτουργίαν και ούτως ίνα γεύσωμαι, έστην εν τη αυλή του κελλίου μου, ότε ην ήλιος πολύς και αρξάμενος μόνον εις μίαν δόξαν, ησθήθην της λειτουργίας μου, και έκτοτε έμεινα μη γινώσκων όποι τυγχάνω και ήμην ούτως, έως του ανατείλαι πάλιν τον ήλιον εις την επιούσαν ημέραν και θερμάναι το πρόσωπον μου. Και τότε, ότε ο ήλιος επί πλείον εβάρυνέ μου και κατέκαυσε μου το πρόσωπον, εστράφη ο νους μου προς εμέ, και ιδού είδον, ότι άλλη ημέρα εστί, και ηυχαρίστησα τω Θεώ, ότι πόσον η χάρις αυτού υπερεκχείται επί τον άνθρωπον.Και εις ποίαν μεγαλωσύνην αξιοί τους καταδιώκοντας αυτόν
Λοιπόν αυτώ μόνω πρέπει η δόξα και η μεγαλοπρέπεια εις τους αιώνας των αιώνων.