ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ
ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΔΙΚΑΙΩΘΕΙ ΙΒ1-ΙΕ13
Στο δογματικό μέρος που μόλις τελειώσαμε, ο Απόστολος έχει εκθέσει τον τρόπο σωτηρίας. Αυτός ο τρόπος δεν είναι άλλος από την δικαίωση δια πίστεως, δια της οποίας ο αμαρτωλός συμφιλιώνεται με τον Θεό (κεφάλαια Α-Ε), και μετά αγιάζεται εν Χριστώ δια της κοινωνίας του Πνεύματος (ΣΤ-Η). Και είναι ακριβώς η άρνηση ν” ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο που έχει σύρει πάνω στον Ισραήλ την απόρριψη τους (κεφάλαια Θ-ΙΑ).
Ποιά θα είναι τώρα η ζωή του δικαιωθέντος πιστού – η ζωή μέσα στην σωτηρία; Ο Απόστολος την σκιαγραφεί κατά έναν γενικό τρόπο στα κεφάλαια ΙΒ και ΙΓ. Μετά εφαρμόζει τις ηθικές αρχές που μόλις εξέθεσε σε μια ιδιάζουσα περίπτωση, χαρακτηριστική στην Εκκλησία της Ρώμης (ΙΔ1 – ΙΕ13).
Μπορούμε λοιπόν να διακρίνωμε δύο μέρη σ” αυτή την σειρά της πρακτικής διατριβής, ένα γενικό, και ένα άλλο ειδικό.
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΙΒ1-ΙΓ14
Τούτο το μέρος της επιστολής έχει θεωρηθεί από πολλούς ερμηνευτές σαν μια απλή σειρά από πρακτικά παραγγέλματα, χωρίς κάποια ιδιαίτερη εσωτερική συνοχή, κάτι που δεν ακολουθεί την συστηματική ανάλυση του προηγουμένου μέρους της επιστολής. Τούτη η θεώρηση έχει οδηγήσει μερικούς να νομίσουν ότι αυτό το μέρος δεν αποτελούσε εξ αρχής κομμάτι της επιστολής προς τους Ρωμαίους. Αλλά αυτή η άποψη είναι τελείως λανθασμένη.
Στο «ο δίκαιος θα ζήσει εκ πίστεως», υπάρχει μια λέξη της οποίας το περιέχομενο δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί ολοκληρωτικά. Είναι το «θα ζήσει». Αυτή η λέξη περιέχει όχι μόνον το όλο θέμα των κεφαλαίων ΣΤ-Η, αλλά επίσης και εκείνο των ΙΒ και ΙΓ. Εδώ ο Απόστολος θέτει προοδευτικά τον πιστό σε δύo σφαίρες δραστηριότητας, στην θρησκευτική και στην πολιτική, την πρώτη στο κεφάλαιο ΙΒ, και την δεύτερη στο κεφάλαιο ΙΓ. Αυτές είναι οι δύο περιοχές στις οποίες ο πιστός του Χριστού καλείται ν” αποκαλύψη την ζωή της αγιότητας, που έχει τεθεί μέσα του. Ο πιστός ενεργεί στον κόσμο σαν μέλος της Εκκλησίας και σαν μέλος της Πολιτείας.
Αλλά αυτή η διπλή πορεία έχει ένα σημείο αφετηρίας και έναν στόχο. Το σημείο αφετηρίας είναι ο αγιασμός του σώματος του, κάτω από την διεύθυνση του ανανεωμένου του νου. Αυτή είναι η βάση της συνολικής δραστηριότητας του πιστού, που ο Παύλος εκθέτει στα πρώτα δύο εδάφια του κεφαλαίου ΙΒ. Ο στόχος είναι ο ερχομός του Κυρίου, που συνεχώς αναμένεται. Έτσι: Ένα σημείο αφετηρίας, δύο σφαίρες που πρέπει να τις διασχίση ταυτόχρονα, ένας προορισμός. Τέτοιο, κατά την άποψη του Αποστόλου, είναι το σύστημα της πρακτικής ζωής του πιστού. Τέτοια είναι επίσης τα θέματα των τεσσάρων τμημάτων αυτού του γενικού μέρους: ΙΒ1,2, ΙΒ3-21, ΙΓ1-10, ΙΓ11-14.
Οι ηθικές οδηγίες που ακολουθούν είναι λοιπόν το συμπλήρωμα των δογματικών οδηγιών που ανεπτύχθηκαν προηγουμένως. Είναι το αναγκαίο τους συμπλήρωμα. Και οι δύο, λαμβανόμενες μαζί, αποτελούν την πλήρη κατήχηση του Αποστόλου.
Κάποιος ίσως παρατηρήσει: Μήπως ο Απόστολος, σχεδιάζοντας έτσι το μοντέλο της χριστιανικής συμπεριφοράς, μοιάζει σαν να μην εμπιστεύεται και πολύ την αγιαστική δύναμη της πίστης, που τόσο καλά την εκθέτει στα εδάφια ΣΤ-Η; Εάν η κατάσταση της δικαίωσης παράγει αγιότητα σαν ένα είδος ηθικής αναγκαιότητας, γιατί ζητά ακόμα να την εξασφαλίση με όλα αυτά τα παραγγέλματα και τις παραινέσεις; Δεν θα φέρη το δένδρο από μόνο του, άπαξ και φυτεύτηκε, τους καρπούς του;
Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ηθική ζωή υπόκειται σε τελείως διαφορετικούς νόμους απ” την φυσική ζωή. Η ελευθερία είναι και παραμένει έως το τέλος ένας από τους ουσιώδεις της παράγοντες. Είναι με μια σειρά πράξεων ελευθερίας, που ο δικαιωμένος άνθρωπος οικειοποιείται το Πνεύμα σε κάθε στιγμή, για να πραγματοποιήση με την δική Του βοήθεια το ηθικό ιδεώδες. Και ποιός δεν γνωρίζει ότι σε κάθε στιγμή επίσης μια αντίθετη δύναμη πιέζει την θέληση του; Ο πιστός είναι νεκρός ως προς την αμαρτία, αναμφίβολλα. Έχει διαρρήξει τις σχέσεις του μ” αυτόν τον ύπουλο φίλο. Αλλά η αμαρτία δεν είναι νεκρή μέσα του, και αγωνίζεται συνεχώς να επαναποκαταστήση αυτή την σχέση που διακόπηκε. Καλόντας τον πιστό στην μάχη ενάντια της, καθώς επίσης στην πρακτική του χριστιανικού καθήκοντος, ο Απόστολος δεν ξαναπέφτει στο Ιουδαϊκό νομικίστικο σύστημα. Θεωρεί την εσωτερική αφιέρωση του πιστού σαν ένα ήδη ολοκληρωμένο γεγονός. Και είναι από αυτό το γεγονός, το οποίον περιέχεται σιωπηρά στην πίστη του, που προχωρά και τον καλεί να πραγματοποιήση την Χριστιανική του υποχρέωση.
Η Βάση της Χριστιανικής συμπεριφοράς
Εδάφια 1,2
«Παρακαλώ ουν υμάς, αδελφοί, δια των οικτιρμών του Θεού, παραστήσαι τα σώματα υμών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ, την λογικήν λατρείαν υμών.»
«Σας παρακαλώ λοιπόν, αδελφοί, χάριν των οικτιρμών του Θεού, να προσφέρετε τους εαυτούς σας σαν θυσίαν ζωντανή και αγίαν, ευάρεστη εις τον Θεόν. Αυτή είναι η λογική σας λατρεία.»
Η θρησκεία μεταξύ των αρχαίων συνίστατο σε λατρεία. Και η λατρεία είχε σαν κέντρο της την θυσία. Η Ιουδαϊκή λατρεία είχε τέσσερα είδη θυσιών, που μπορεί να συμπτυχθούν σε δύο: Το πρώτο περιελάμβανε τις θυσίες που προσφερόταν πριν την συμφιλίωση, και για να την επιτύχουν (θυσία για αμαρτία, και για αδίκημα). Το δεύτερο, τις θυσίες που προσφερόταν μετά που επιτυγχανόταν η συμφιλίωση, και που υπηρετούσαν στο να την γιορτάσουν (τα ολοκαυτώματα και οι ειρηνικές προσφορές).
Η μεγάλη διαίρεση της Επιστολής προς τους Ρωμαίους στην οποία έχομε φθάσει εξηγείται απ” αυτή την αντίθεση. Η θεμελιώδης ιδέα του πρώτου μέρους, κεφάλαια Α-ΙΑ, ήτο εκείνη της θυσίας που προσφέρεται από τον Θεό για την αμαρτία και την παράβαση του ανθρωπίνου γένους, ιδέ το κεντρικό χωρίο Γ25 και 26. Αυτοί είναι οι «οικτιρμοί του Θεού» στους οποίους ο Παύλος προσφεύγει εδώ, και η ανάπτυξη των οποίων έχει καταλάβει τα πρώτα ένδεκα κεφάλαια. Το πρακτικό μέρος που αρχίζομε αντιστοιχεί στο δεύτερο είδος θυσίας, η οποία ήταν το σύμβολο της αφιέρωσης μετά που είχε γίνει δεκτή η συγνώμη (το ολοκαύτωμα, όπου το θύμα καιγόταν ολοκληρωτικά), και της κοινωνίας που επαναποκαθίστατο μεταξύ του Ιεχοβά και του πιστού (η ειρηνική προσφορά που ακολουθιόταν από μια γιορτή στην αυλή του ναού). Η θυσία της εξιλέωσης που προσεφέρθη απ” τον Θεό στο πρόσωπο του Υιού Του, θα πρέπει να βρή την ανταπόκρισή της στον πιστό στην θυσία της πλήρους αφιέρωσης και της βαθειάς κοινωνίας.
Αυτή λοιπόν είναι η σημασία αυτών των πρώτων λέξεων: «Παρακαλώ ουν υμάς αδελφοί, δια των οικτιρμών του Θεού». Για να δηλώση την συμπεριφορά του πιστού σε ανταπόκριση του έργου του Θεού, ο Παύλος χρησιμοποιεί την έκφραση «θυσίαν ζώσαν», η οποία υπαινίσσεται ακριβώς τις Ιουδαϊκές θυσίες.
«Παρακαλώ»: Απευθύνεται σε κάτι που ήδη υπάρχει στην καρδιά, στην πίστη στους οικτιρμούς του Θεού.
Το «δια» στο «δια των οικτιρμών», δίνει στον αναγνώστη ν” αντιληφθή ότι οι οικτιρμοί του Θεού είναι η δύναμη, μέσω της οποίας αυτή η προτροπή θα μπορέση να λάβη κατοχή της θέλησης του.
«Παραστήσαι»: Είναι ο τεχνικός όρος που δηλώνει την παρουσίαση των θυμάτων και των προσφορών στην Λευιτική λατρεία, (Λουκάς Β22).
Το θύμα που πρέπει να προσφερθή είναι το σώμα του πιστού.
«Παραστήσαι τα σώματα υμών». Εδώ δεν θα πρέπει να μας διαφύγη ότι εκείνοι στους οποίους ο Απόστολος απευθύνεται («αδελφοί»), και τους οποίους προτρέπει, είναι πιστοί αφιερωμένοι ήδη εσωτερικά. Το κεφάλαιο ΣΤ έχει δείξει πως η δικαίωση δια πίστεως προμηθεύει την αρχή του αγιασμού. Είναι στο όνομα αυτού του τελειωμένου έργου που ο Παύλος τους προσκαλεί να ζήσουν την ζωή των αφιερωμένων θυμάτων. Τώρα, το απαραίτητο όργανο γι” αυτόν τον σκοπό, είναι το σώμα. Και εξ αυτού είναι που ο Απόστολος, υποθέτοντας ότι η θέληση έχει ήδη κερδηθεί, δεν ζητά παραπάνω από την αφιέρωση του σώματος.
Η έκφραση «θυσία ζώσα» αναφέρεται στα ζώα που προσφερόταν στην Λευιτική λατρεία. Η θυσία που ζητιέται από τον Παύλο είναι κάτι το αντίθετο. Το θύμα πρέπει να ζή για να γίνεται, σε κάθε στιγμή της ύπαρξης του, ο ενεργητικός πράκτορας της θείας θέλησης.
Αυτό το σώμα, γεμάτο ζωή, και συνεχώς χρησιμοποιούμενο για το καλό, θα παρουσιάση ένα ευάρεστο θέαμα στα μάτια του Θεού. Θα είναι μια προσφορά «εις οσμήν ευωδίας», κατά την έννοια της Καινής Διαθήκης.
Οι τελευταίες λέξεις του εδαφίου θέτουν μια αντίθεση μεταξύ της εξωτερικής λατρείας της Παλαιάς Διαθήκης και της πνευματικής λατρείας της Καινής.
«Την λογικήν λατρείαν υμών»: «Την λατρεία η οποία λογικά αντιστοιχεί στις ηθικές προϋποθέσεις που περιέχονται στην πίστη που εσείς ομολογείτε».
Ίσως ερωτηθεί εάν ο Παύλος, απαιτόντας απλά αυτή την λατρεία, η οποία συνίσταται σε μια ζωή αφιερωμένη στο καλό, εξαιρεί ως μη λογικές τις γνωστές «λατρευτικές πράξεις». Σίγουρα όχι. Πλήθος εδαφίων αποδεικνύουν το αντίθετο, σύγκρινε για παράδειγμα το Α” Κορινθίους ΙΑ-ΙΔ. Το μόνο είναι ότι οι πράξεις της εξωτερικής λατρείας δεν έχουν αξία στα μάτια του παρά σαν μέσα συντήρησης και παρακίνησης της αληθινής λογικής λατρείας, για την οποία μιλά εδώ. Κάθε πράξη λατρείας που δεν καταλήγει στην άγια αφιέρωση αυτού που λαμβάνει μέρος σ” αυτήν, χριστιανικά είναι μη λογική.
Αλλά τι χρήση πρέπει να γίνη αυτού του αφιερωμένου σώματος; Το εδάφιο 2 απαντά σ” αυτή την ερώτηση.
Εδάφιο 2
«Και μη συσχηματίζεσθε τω αιώνι τούτω, αλλά μεταμορφούσθε τη ανακαινώσει του νοός υμών, εις το δοκιμάζειν υμάς τι το θέλημα του Θεού, το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον.»
«Να μη συμμορφώνεσθε με το πνεύμα του κόσμου τούτου αλλά να μεταμορφώνεσθε δια της ανακαινίσεως του πνεύματος σας, ώστε να διακρίνετε ποιό είναι το θέλημα του Θεού, και τι είναι καλόν, ευάρεστον και τέλειον.»
Ο Παύλος έδειξε προηγουμένως ότι το σώμα του πιστού είναι ένα αφιερωμένο όργανο. Εκείνο που μένει τώρα είναι να αναφέρη τον κανόνα σύμφωνα με τον οποίον ο πιστός θα πρέπει να το χρησιμοποιήση.
Στην χρήση αυτού του αφιερωμένου σώματος, ο πιστός έχει πρώτα απ” όλα ένα πανταχού παρόν μοντέλο που πρέπει ν” απορριφθή, και ταυτόχρονα έναν νέο τύπο που πρέπει να τον ξεχωρίση και να τον πραγματοποιήση. Το μοντέλο που πρέπει ν” απορριφθή είναι αυτό που του παρουσιάζεται από τον παρόντα κόσμο, είναι το μοντέλο που έχει δημιουργήσει το γενικό πνεύμα που βασιλεύει στον κόσμο.
«Συσχηματίζεσθαι»: Δηλώνει την υιοθέτηση ή μίμηση μιας στάσης, ενός αποδεκτού τρόπου συμπεριφοράς, εδώ του τρόπου συμπεριφοράς του κόσμου.
«Παρόντας αιώνας»: Στην Καινή Διαθήκη δηλώνει τον τρόπο ζωής που ακολουθιέται από εκείνους που δεν έχουν δεχθεί την ανανέωση που εργάσθηκε ο Χριστός στην ανθρώπινη ζωή. Είναι ο τρόπος ζωής πριν την αναγέννηση, τον οποίον ο πιστός δεν πρέπει να ακολουθήσει στην χρήση που κάνει του σώματος του.
Και τι πρέπει αυτός να κάνη; Να ζητήση ένα καινούργιο μοντέλο, έναν ανώτερο τύπο, και να τον πραγματοποιήση μέσω μιας δύναμης που ενεργεί μέσα του. Θα πρέπει να μεταμορφωθή.
Θα πρέπει να σημειωθή ότι οι προστακτικές είναι σε χρόνο ενεστώτα. Το υπό συζήτηση θέμα είναι δύο συνεχείς ακατάπαυστες ενέργειες που λαμβάνουν χώρα επί τη βάσει της αφιέρωσης μας, η οποία αφιέρωση έγινε άπαξ δια παντός (ο αόριστος «παραστήσαι», εδάφιο 1).
Και ποιά θα είναι η εσωτερική αρχή αυτής της μεταμόρφωσης του πιστού όσον αφορά την χρήση του σώματος του; Η «ανακαίνιση του νου του», απαντά ο Παύλος. Ο νους είναι η ικανότητα δια της οποίας η ψυχή αντιλαμβάνεται και διακρίνει το καλό και το αληθινό. Στην φυσική μας κατάσταση αυτή η ικανότητα είναι μειωμένη. Η αγάπη του εαυτού μας που βασιλεύει επάνω μας σκοτεινιάζει τον νου, και τον κάνει να βλέπη τα πράγματα σ” ένα καθαρά προσωπικό φως. Τον φυσικό νου, έτσι παραπλανημένον, είναι που ο Παύλος ονομάζει «νου της σαρκός», σαρκικό νου (νους κάτω από την εξουσία της σάρκας), Κολοσσαείς Β18. Αυτό είναι που εξηγεί γιατί ο Απόστολος μιλά για την ανανέωση του νου, σαν μια προϋπόθεση της οργανικής μεταμόρφωσης που ζητά. Ο νους, ελευθερωμένος από την δύναμη της σάρκας, και τοποθετημένος κάτω από την δύναμη του Πνεύματος, πρέπει ν” ανακτήση την ικανότητα του να διακρίνη το νέο πρότυπο που πρέπει να πραγματοποιηθή, αυτόν τον πλέον εξαίρετο και ανώτερο τύπο, το «θέλημα του Θεού»: Να «δοκιμάζη» (να διακρίνη ακριβώς) το θέλημα του Θεού.
Μέσω του ανανεωμένου του νου ο πιστός μελετά και αναγνωρίζει σε κάθε δεδομένη στιγμή το θείο θέλημα γι” αυτόν μέσα στις περιστάσεις που βρίσκεται, το καθήκον της δεδομένης στιγμής. Σηκώνει τα μάτια του, και, σαν τον Ίδιο τον Χριστό (Ιωάννης Ε19,20), «βλέπει τι ο Πατέρας του δείχνει» να κάνη. Αυτή η αντίληψη απαιτεί προφανώς έναν ανανεωμένο νουν. Για να επιτύχωμε αυτή την διάκριση, αυτή την αναγνώριση του καθήκοντος της κάθε στιγμής, απαιτείται να υψωθούμε στην σκοπιά του Ιδίου του Θεού.
«Το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον»: «Τι είναι το καλό, αποδεκτό…θέλημα του Θεού». Δεν είναι πάντα εύκολο για τον χριστιανό που ζει στον κόσμο, ακόμα και με μια καρδιά ειλικρινά αφιερωμένη, να διακρίνη καθαρά ποιό είναι το θέλημα του Θεού, ειδικά αναφορικά με τα εξωτερικά στοιχεία της ζωής. Αυτή η λεπτή εκτίμηση απαιτεί μια συνεχή πορεία προς την τελειότητα, τελειότητα και στον μεταμορφωμένο νου.
Και γιατί το μοντέλο που πρέπει να μελετηθή και να επαναπαραχθή στην ζωή, δεν είναι ο τρόπος ενεργείας του παρόντος κόσμου, αλλά το θέλημα του Θεού; Ο Απόστολος το εξηγεί με τα τρία επίθετα με τα οποία προσδιορίζει αυτό το θέλημα: «Το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον». Τέτοιος είναι ο φυσιολογικός τύπος στον οποίον, σε όλες τις περιστάσεις, πρέπει να ζητάμε να υψωθούμε με τον νου πρώτα, μετά με την συμπεριφορά.
«Αγαθόν»: Είναι αγαθόν κατά το ότι είναι απαλλαγμένο από κάθε συμετοχή στο κακό, σε οποιαδήποτε μορφή.
«Ευάρεστον»: Τούτο το επίθετο αναφέρεται στην εντύπωση που παράγεται στους ανθρώπους, όταν βλέπουν αυτό το θέλημα να πραγματοποιείται στην ζωή του πιστού. Δεν είναι η στοργή, η μη συμφεροντολογία, η παράβλεψη του κακού, η αυτοθυσία κάτι που γοητεύει και σκλαβώνει κάθε ανθρώπινη καρδιά;
«Τέλειο»: Αυτό το χαρακτηριστικό έπεται από τον συνδυασμό των δύο προηγουμένων, διότι η τελειότητα είναι η αγαθότητα ενωμένη με την ομορφιά.
Βάσει των ανωτέρω, τα ακόλουθα είναι η συνόψιση της σκέψης του Αποστόλου: Στο εσφαλμένο μοντέλο, που παρουσιάζεται σε κάθε εποχή από τον κοσμικό τρόπο ζωής, εκεί αντιτίθεται ένας τέλειος τύπος, εκείνος του θελήματος του Θεού, τον οποίον μπορεί να διακρίνη ο ανανεωμένος νους του πιστού, και τον οποίον αγωνίζεται να πραγματοποιήση μέσω του σώματος του του αφιερωμένου στον Θεό, σε κάθε στιγμή, και σε όλες τις περιστάσεις της ζωής του. Tούτη την ζωή, που γεύεται την σωτηρία, προχωρά τώρα ο Παύλος να την δείξη, καθώς αποκαλύπτει τον εαυτόν της ταυτόχρονα σε δύο σφαίρες, εκείνη της Εκκλησίας, κεφάλαιο ΙΒ, και εκείνη της Πολιτείας, κεφάλαιο ΙΓ.
Η Ζωή του Πιστού σαν Μέλος της Εκκλησίας. ΙΒ3-21.
Η ιδέα της αφιέρωσης είναι αυτή που προεξέχει σ” αυτό το χωρίο. Αυτή η αφιέρωση πραγματοποιείται, 1ον, στην μορφή της ταπείνωσης (εδάφια 3-8). 2ον, σε κείνη της αγάπης (εδάφια 9-21).
Εδάφια 3-8
Η φυσική τάση του ανθρώπου είναι να υψώνη τον εαυτόν του. Εδώ είναι το πρώτο σημείο στο οποίο το θέλημα του Θεού, που το διακρίνει ο ανανεωμένος νους του πιστού, εντυπώνει πάνω στην συμπεριφορά του έναν τελείως αντίθετο χαρακτήρα από εκείνον της κοσμικής συμπεριφοράς. Ο πιστός αναγνωρίζει το όριο που ο Θεός θέτει επάνω του, και περιορίζεται ταπεινά μέσα σ” αυτό.
Εδάφιο 3
«Λέγω γαρ δια της χάριτος της δοθείσης μοι παντί τω όντι εν υμίν, μη υπερφρονείν παρ” ο δει φρονείν, αλλά φρονείν εις το σωφρονείν, εκάστω ως ο Θεός εμέρισε μέτρον πίστεως.»
«Δια της χάριτος, που μου εδόθηκε, λέγω στον καθένα από σας να μην έχη δια τον εαυτόν του μεγαλύτερη ιδέα από εκείνην που πρέπει να έχη, αλλά να σκέφτεται με μετριοφροσύνην ανάλογα με το μέτρον της πίστεως που ο Θεός εμοίρασε στον καθένα.»
Είναι με τούτο ακριβώς, που αυτός ο οποίος αποτελεί μέρος της Εκκλησίας θα έπρεπε ν” αρχίση, με την θυσία του εαυτού του. Αντί να ζητά να κάνη τον εαυτόν του μεγάλο, όπως γίνεται στον κόσμο, θα πρέπει να επιδιώκη να τον συγκρατή και να τον κυβερνά, σε συμφωνία με τον κανόνα που χαράσσεται γι” αυτόν από τον νέο τύπο ζωής που συμβουλεύεται, το θέλημα του Θεού. Έτσι εξηγείται γιατί αυτό το εδάφιο συνδέεται με το προηγούμενο με το «γαρ». Είναι μια εφαρμογή που βεβαιώνει την βασική αρχή.
Η εξουσία με την οποία ο Παύλος χαράσσει αυτή την γραμμή συμπεριφοράς βασίζεται στην «χάρη που του δόθηκε». Αυτή η χάρη είναι εκείνη της αποστολικότητας και του φωτός που την συνοδεύει. Δυνάμει αυτού του αξιώματος, δεν έχει μόνον το χάρισμα του να διδάσκει τον δρόμο σωτηρίας, όπως έχει κάνει στο δογματικό μέρος της επιστολής (κεφάλαια Α-Θ). Έχει επίσης και εκείνο του να χαράσση την σωστή κατεύθυνση για την ηθική ενέργεια, πράγμα που προχωρά να κάνη σ” αυτό το πρακτικό μέρος της Επιστολής.
«Λέγω»: Απόστολος καθώς ήταν στους Εθνικούς, είχε σαν στόχο όχι μόνον να θεμελιώνη Εκκλησίες μεταξύ τους, αλλά και να τις κατευθύνη άπαξ και θεμελιωθήκανε.
«Παντί τω όντι εν υμίν»: Από ότι φαίνεται και στην συνέχεια, ο Απόστολος απευθύνεται σε όλους, αλλά πιο ειδικά σε κείνους από ανάμεσα στην Εκκλησία, που μπορούν ν” ασκήσουν κάποια επιροή στην πρόοδο της, για να τους εξηγήση κάτω από ποιές προϋποθέσεις αυτή η επιροή θα ευλογηθή.
«Υπερφρονεί»: Να φρονή κάποιος παρα πάνω από το μέτρο του. Το μέτρο του κάθε ανθρώπου δηλώνεται με τις λέξεις, «ο δει φρονεί». Στην περίπτωση του πιστού αυτό συνίσταται στο να επιθυμή να είναι μόνον εκείνο που ο Θεός, με το χάρισμα που του έδωσε, τον καλεί να είναι. Το χάρισμα που του δίδεται θα έπρεπε να είναι το όριο στην αξίωση και την ενέργεια του κάθε ανθρώπου, διότι είναι δι” αυτού που το θέλημα του Θεού, αναφορικά μ” αυτόν, αποκαλύπτεται (εδάφιο 2).
Η ακόλουθη φράση, «φρονείν εις το σωφρονείν», είναι ένα είδος λογοπαίγνιου: «Να στρέψετε το «φρονείν», την ενέργεια του νου, σ” ένα «σωφρονείν», ν” αναγνωρίζετε τα όρια σας και να τα σεβόσαστε.» Ο άνθρωπος του κόσμου εισέρχεται σε διαμάχη με τους άλλους, για να ξεπεράση το μέτρο του, να κάνη τον εαυτόν του να προεξέχη. Ο χριστιανός εισέρχεται σε διαμάχη με τον εαυτόν του, ώστε να επιτύχη αυτοέλεγχο και αυτοσυγκράτηση. Επιδιώκει να συνεχίση μέσα στο μέτρο του ή να επιστρέψη σ” αυτό αν το έχει υπερβεί.
Αυτός είναι ένας ολοκληρωτικά νέος τύπος συμπεριφοράς που εμφανίζεται με το Ευαγγέλιο.
Ο κανόνας αυτού του εθελοντικού περιορισμού θα πρέπει να είναι το «μέτρο της πίστης», καθώς μεταδίδεται στον καθέναν. Ο Παύλος δεν εννοεί με αυτή την φράση την «ποσότητα» της πίστης που κατέχομε, διότι αυτό το μέτρο εξαρτάται εν μέρει από την ανθρωπίνη ελευθερία. Εκείνο που εννοεί είναι, η ικανότητα που δίδεται σε κάθε άνθρωπο στην περιοχή της πίστης, η ειδική μορφή δραστηριότητας για την οποία ο κάθε ένας έχει ορισθεί σαν πιστός, το ειδικό χάρισμα που συνιστά την προίκα του δυνάμει της πίστης του. Αυτό το χάρισμα, το μέτρο της ενέργειας στην οποία καλούμεθα, είναι ένα θείο όριο, που ο ανανεωμένος νους του χριστιανού θα πρέπει να το διακρίνη, και βάσει του οποίου θα πρέπει να ρυθμίζη τις επιδιώξεις του αναφορικά με τον ρόλο που έχει να παίξη στην Εκκλησία.
Εδάφια 4,5
«Καθάπερ γαρ εν ενί σώματι μέλη πολλά έχομεν, τα δε μέλη πάντα ου την αυτήν έχει πράξιν, ούτως οι πολλοί εν σώμα εσμέν εν Χριστώ, ο δε καθ” είς αλλήλων μέλη.»
«Διότι όπως εις ένα σώμα έχομεν πολλά μέλη, αλλά όλα τα μέλη δεν έχουν την ίδιαν λειτουργίαν, έτσι εμείς οι πολλοί αποτελούμεν ένα σώμα εν Χριστώ και ο καθένας είμεθα μέλη ο ένας του άλλου.»
Η οργάνωση του ανθρωπίνου σώματος θα έπρεπε να είναι ένα παράδειγμα στον πιστό, να τον κάνη να καταλάβη την αναγκαιότητα να περιορίση τον εαυτόν του στην λειτουργία που του έχει ανατεθεί. Πράγματι, όχι μόνον υπάρχει ένα πλήθος μελών σ” ένα σώμα, αλλά αυτά τα μέλη κάνουν επίσης ειδικές λειτουργίες. Έτσι στην Εκκλησία, που είναι το όργανο της ζωής του Χριστού πάνω στην γη (το σώμα Του), δεν υπάρχει μόνον ένα πλήθος μελών, αλλά επίσης και μια ποικιλία λειτουργημάτων. Ο κάθε πιστός έχοντας ένα ειδικό δώρο, θα πρέπει να γίνη δι” αυτού ο βοηθός όλων των υπολοίπων, το μέλος τους. Εξ αυτού έπεται ότι ο καθένας θα πρέπει να παραμείνη στο λειτούργημα του, από το ένα μέρος για να είναι σε θέση να δώση στους υπολοίπους την βοήθεια που τους οφείλει, από το άλλο, για να μην τους ενοχλεί στην άσκηση του δικού τους χαρίσματος. Η ίδια εικόνα αναπτύσσεται πληρέστερα στο Α” Κορινθίους ΙΒ.
Εδάφια 6-8
«Έχοντες δε χαρίσματα κατά την χάριν την δοθείσαν ημίν διάφορα, είτε προφητείαν, κατά την αναλογίαν της πίστεως, είτε διακονίαν, εν τη διακονία, είτε ο διδάσκων, εν τη διδασκαλία, είτε ο παρακαλών, εν τη παρακλήσει, ο μεταδιδούς, εν απλότητι, ο προϊστάμενος, εν σπουδή, ο ελεών, εν ιλαρότητι.»
«Έχοντες δε χαρίσματα διαφορετικά, σύμφωνα με την χάριν που μας εδόθηκε, ας τα χρησιμοποιήσωμεν, εάν προφητείαν, ανάλογα με την πίστιν μας, εάν υπηρεσίαν, εις το έργον της υπηρεσίας, ο διδάσκαλος, εις την διδασκαλίαν, εκείνος που παρηγορεί, εις την παρηγορίαν, εκείνος που δίνει κάτι, ας το κάνη με γεναιοδωρίαν, εκείνος που είναι προϊστάμενος, ας εργάζεται με ζήλον, εκείνος που ελεεί, ας ελεή με χαράν.»
O Παύλος παίρνει την τελευταία σκέψη του προηγουμένου εδαφίου, για να την κάνη το σημείο αφετηρίας για όλες τις ειδικές οδηγίες που ακολουθούν: «Καθώς λοιπόν, έχομε διάφορα χαρίσματα, ας τα ασκήσωμε το καθένα καθώς θα σας πω: Περιορίζοντας την δραστηριότητα μας ταπεινά μέσα στα όρια του ιδίου του χαρίσματος.» Τούτο είναι στην ουσία του το «σωφρονείν»: Έχοντας διάφορα χαρίσματα, να τα ασκούμε μένοντας με απλότητα σ” αυτά, και να μη ζητάμε να βγούμε έξω απ” αυτά.
Ο όρος «χάρισμα» δηλώνει στην γλώσσα του Παύλου μια πνευματική ικανότητα που μεταδίδεται στον πιστό, δια του οποίου αυτός μπορεί να βοηθήση στην ανάπτυξη της πνευματικής ζωής στην Εκκλησία. Συχνά τούτο το χάρισμα είναι ένα φυσικό ταλέντο, που το Πνεύμα του Θεού το παίρνει, του αυξάνει την δύναμη, και αγιάζει την άσκηση του. Το χάρισμα που κρατά την πρώτη θέση στις απαριθμήσεις των Α” Κορ. ΙΒ και Εφ. Δ είναι η αποστολικότητα. Ο Παύλος δεν την αναφέρει εδώ. Την έδειξε στο εδάφιο 3 καθώς εξεπλήρωνε τον στόχο της.
Μετά την αποστολικότητα, σ” όλες αυτές τις λίστες, έρχεται η προφητεία. Ο προφήτης είναι το μάτι της Εκκλησίας που παίρνει νέες αποκαλύψεις. Στα χωρία Εφεσίους Β20 και Γ5 συνδέεται στενά με την αποστολικότητα, η οποία, χωρίς αυτό το χάρισμα δεν θα ήταν πλήρης. Αλλά μπορεί να είναι και χωριστή απ” αυτή, και γι” αυτόν τον λόγο συναντάμε στην πρώτη Εκκλησία συχνά προφήτες, πρόσωπα διαφορετικά από τους αποστόλους, για παράδειγμα, Πράξεις ΙΓ1, και Α” Κορινθίους ΙΔ. Οι προφήτες διέφεραν από τους δασκάλους, στο ότι οι τελευταίοι απλά συνεκέντρωναν σ” ένα ενιαίο δογματικό σώμα τις νέες αλήθειες που απεκαλύπτοντο στην Εκκλησία από τους προφήτες.
Σε τι άραγε να συνίσταται ο εθελοντικός περιορισμός που ο προφήτης θα έπρεπε να βάλη στον εαυτόν του στην άσκηση του χαρίσματος του (το «σωφρονείν» του); Θα έπρεπε να προφητεύη «κατά την αναλογίαν της πίστεως». Ο προφήτης δεν είναι απόλυτα ελεύθερος. Θα πρέπει να ρυθμίζη την προφητείαν του σύμφωνα με την πίστη. Με ποιά πίστη; Μερικοί ερμηνευτές απαντούν: Την δική του. Αυτός θα πρέπει να προσέχη, καθώς μιλά, να μην υπερβαίνη το όριο της εμπιστοσύνης, της πραγματικής ελπίδας που του μεταδίδεται από το Πνεύμα. Να μην αφήση τον εαυτόν του να πάη μακρυά, από επιθυμία ν” αναμείξη ανθρώπινες προσμείξεις με την άγια πληροφορία που παίρνει από επάνω. Αλλά σ” αυτή την περίπτωση γιατί ο Απόστολος να μην προσθέτη το «αυτού», «την αυτού πίστη»; Και δεν θα ήταν εδώ ο όρος «αποκάλυψη» πιο κατάλληλος από τον «πίστη» («κατά την αναλογία της αποκάλυψης που του δόθηκε»);
Άλλοι δίνουν στον όρο «πίστη» την αντικειμενική έννοια που αυτός πήρε αργότερα στην Εκκλησιαστική γλώσσα, όπως όταν μιλάμε π.χ. για την Ευαγγελική πίστη, ή την Χριστιανική πίστη. Ο προφήτης στις ομιλίες του θα πρέπει να σέβεται τα θεμέλια της πίστης που ήδη έχουν τεθεί, τα χριστιανικά γεγονότα και τις αλήθειες που εκπηγάζουν απ” αυτά. Αλλά η λέξη «πίστη» πουθενα στην Καινή Διαθήκη δεν δηλώνει το ίδιο το δόγμα. Πάντα αναφέρεται στην υποκειμενική θέση της αυτοπαράδοσης, της εμπιστοσύνης στον Θεό, ή στον Χριστό σαν αυτόν που αποκαλύπτει τον Θεό.
Τελικά, μπορούμε εδώ να διατηρήσωμε αυτή την υποκειμενική έννοια, εφαρμόζοντας την επίσης στην πίστη όλης της Εκκλησίας. Οι προφήτες θα πρέπει ν” αναπτύσσουν το θείο έργο της πίστης στην καρδιά των πιστών, ξεκινόντας από το σημείο στο οποίον έχουν ήδη φθάσει τούτοι οι τελευταίοι, και προσαρμόζοντας ταπεινά τον εαυτόν τους στο έργο των προκατόχων τους. Δεν θα πρέπει, δίδοντας ευρύτητα στις δικές τους εικασίες, να διαταράσσουν απερίσκεπτα την σειρά του έργου που έχει αρχίσει μέσα σε ψυχές που ήδη κερδήθηκαν. Με μια λέξη, οι αποκαλύψεις που εκθέτει ο προφήτης δεν θα πρέπει να τείνουν να κάνουν τον εαυτόν του να λάμπη, αλλά μόνον να υψώνουν το πνεύμα της Εκκλησίας, της οποίας η παρούσα κατάσταση είναι ένα είδος κανόνα για τις νέες οδηγίες.
Είναι φανερό πως, στην άσκηση αυτού του χαρίσματος, θα ήταν εύκολο για κάποιον ν” αφήση τον εαυτόν του να πάη πέραν από το μέτρο των αποκαλύψεων του, και έτσι να προσθέση ετερογενή στοιχεία στην πίστη και στην ελπίδα της Εκκλησίας.
«Διακονία»: Είναι ένα καθήκον που ανατίθεται σε κάποιον από την Εκκλησία. Ένα τέτοιο αξίωμα υποθέτει αναμφίβολλα κάποια πνευματική ικανότητα. Αυτός που το έχει είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση του, όχι μόνον σε σχέση με τον Θεό από όπου έρχεται το χάρισμα, αλλά επίσης και προς την Εκκλησία, που του το έχει αναθέσει. Εδώ είναι και η διαφορά μεταξύ των λειτουργιών που δηλώνονται με το όνομα «διακονία», και της διακονίας του προφήτη, ή αυτού που «μιλά σε γλώσσες». Αυτά τα τελευταία είναι καθαρά χαρίσματα, που ο άνθρωπος δεν μπορεί να τα μετασχηματίσει σ” ένα καθήκον.
Στο χωρίο μας, αυτός ο όρος «διακονία», τοποθετημένος μεταξύ της προφητείας και της διδασκαλίας, μπορεί να δηλώνη μόνον μια υπηρεσία πρακτικής φύσης, που ασκείται με πράξεις, όχι με λόγο. Ίσως εδώ να δηλώνη τις υπηρεσίες του επισκόπου, του πρεσβυτέρου, και του διακόνου.
Ο καθένας απ” αυτούς, λέγει ο Απόστολος, θα πρέπει να μένη στο μέρος του, να περιορίζη τον εαυτόν του μέσα στο αξίωμα που του ανατέθηκε. Ο πρεσβύτερος δεν θα πρέπει να επιθυμή ν” ανέβη στην θέση του προφήτη, ούτε ο διάκονος να παίξη τον ρόλο του επισκόπου ή του διδασκάλου. Είναι πάντα αυτός ο εθελοντικός περιορισμός τον οποίον είχε εισηγηθεί ο Απόστολος, εδάφια 3-5.
Ο «διδάσκαλος» ασκεί το χάρισμα του με τον λόγο, σαν τον προφήτη. Αλλά ενώ ο τελευταίος λαμβάνει δια αποκαλύψεων νέες όψεις της αλήθειας που πλουτίζουν την πίστη της Εκκλησίας, ο δάσκαλος περιορίζεται σε μια μεθοδική και καθαρή έκθεση των αληθειών που έχουν ήδη έλθει στο φως, και στο να συνδέση την μία με την άλλη. Αυτός είναι που, με τον «λόγο της γνώσης» ή «της σοφίας» (Α” Κορ. ΙΒ8), δείχνει την αρμονία όλων των μερών του θείου σχεδίου.
«Ο παρακαλών»: Αυτός που παρηγορεί. Το χάρισμα της παρηγορίας διακρίνεται από αυτό της προφητείας και το άλλο της διδασκαλίας. Ο διδάσκαλος ενεργεί ειδικά στον νου. Στην γλώσσα μας αυτός θα ήταν ο κατηχητής, ή ο θεολόγος για τα δογματικά θέματα. Αυτός που παρηγορεί ενεργεί στην καρδιά, και δι” αυτής στην θέληση.
Τα τρία τελευταία λειτουργήματα που αναφέρονται σ” αυτό το εδάφιο δεν ασκούνται πλέον σαν ειδικά χαρίσματα στις συναθροίσεις της Εκκλησίας. Αυτά τα συναντάς, μέχρι ένα ορισμένο σημείο, κάτω από την άσκηση της ατομικής αρετής.
«Ο μεταδιδούς»: Είναι ο πιστός ο οποίος μέσω των υπαρχόντων του, και μιας φυσικής κλίσης αγιασμένης δια του Αγίου Πνεύματος, αισθάνεται για τον εαυτόν του ένα ειδικό κάλεσμα να βοηθήση αυτούς που έχουν ανάγκη γύρω του. Ο Παύλος του συνιστά να το κάνη «με απλότητα».
Το «με απλότητα» ερμηνεύεται συχνά «με γεναιοδωρία», ιδέ Β” Κορ. Η2, Θ13.
Σύμφωνα με την ετυμολογική της έννοια, η λέξη δηλώνει: Με διάθεση να μην το στρέψης πίσω στον εαυτόν σου. Και είναι φανερό ότι από αυτή την έννοια μπορεί ν” ακολουθήση είτε εκείνη της γεναιοδωρίας, όταν ένας άνθρωπος δίνει χωρίς να αφήνη τον εαυτόν να καταληφθή από ατομιστικούς υπολογισμούς, ή εκείνη της απλότητας, όταν αυτός δίνει χωρίς το αριστερό του χέρι να γνωρίζει τι κάνει το δεξί του, δηλαδή, χωρίς καμμία ματαιοδοξία και χωρίς κανέναν αέρα υψηλοφροσύνης. Τούτη η δεύτερη έννοια φαίνεται προτιμώτερη εδώ, διότι η προεξέχουσα ιδέα σ” όλο αυτό το χωρίο είναι εκείνη του «σωφρονείν» (του αυτοπεριορισμού, της αυτοκυβέρνησης).
«Ο προϊστάμενος». Στο Τίτο Γ8 βρίσκομε την έκφραση, «προϊστασθαι καλών έργων». Είναι κυρίως τα έργα φιλανθρωπίας που πρέπει να ξεκινήσουν και να συντηρηθούν. Η ειδωλολατρική κοινωνία δεν είχε ούτε νοσοκομεία, ούτε ορφανοτροφεία, ούτε άσυλα, σαν αυτά των ημερών μας. Η Εκκλησία, ωθουμένη από το ένστικτο της χριστιανικής φιλανθρωπίας, ήταν αυτή που εισήγαγε όλους αυτούς τους θεσμούς στον κόσμο. Στην συνέχεια προέκυψε η ανάγκη οργάνωσης, επάνδρωσης, διοίκησης όλων αυτών των ιδρυμάτων. Ο Απόστολος αναφέρεται εδώ στην υπηρεσία της διοίκησης, και συνιστά να γίνεται με ζήλον. Αυτός που την έχει να την πάρη υπεύθυνα επάνω του.
«Ο ελεών»: Είναι ο πιστός που αισθάνεται την κλήση να αφιερωθή στην επίσκεψη αρρώστων, και γενικά ανθρώπων που υποφέρουν από διάφορα προβλήματα. Υπάρχει ένα χάρισμα συμπάθειας που χρειάζεται ειδικά γι” αυτό το είδος του έργου, και το οποίον είναι το κλειδί ν” ανοίξη την καρδιά αυτού που υποφέρει.
Η φράση «εν ιλαρότητι», δηλώνει τον χαρούμενον ζήλον, την φιλική χάρη, την καταδεκτικότητα, που κάνει τον επισκέπτη, άνδρα ή γυναίκα, μια ηλιαχτίδα που φωτίζει το δωμάτιο της αρρώστειας και την καρδιά του πονεμένου.
Στην προηγουμένη απαρίθμηση, οι συστάσεις του Αποστόλου είχαν κατά νουν ειδικά την ταπείνωση, για κείνους που έχουν να ασκήσουν ένα χάρισμα. Αλλά στους τελευταίους όρους η σκέψη του πηγαίνει στην αρετή της αγάπης. Είναι το θέαμα αυτής της χριστιανικής αρετής, σε πλήρη δραση μέσα στην Εκκλησία και στον κόσμο, που τώρα γεμίζει το μυαλό του, και που το παρουσιάζει στην ακόλουθη περιγραφή, εδάφια 9-21. Πρώτα, αυτοσυγκράτηση, αυτοκυριαρχία, αυτό ήταν που μόλις εισηγήθηκε. Μετά αυτοπροσφορά, αυτό είναι που προχωρά να εκθέση.
Εδάφια 9-21
Τα χαρίσματα είναι διάφορα, καθώς είδαμε. Αλλά υπάρχει ένα χάρισμα που είναι στην ρίζα όλων των υπολοίπων, και το οποίον θα έπρεπε να είναι κοινό σ” όλους τους πιστούς. Αυτό είναι η αγάπη. Η Εκκλησία, που κερδήθηκε δια πίστεως στην θεία αγάπη, ζει δια της αγάπης. Όλοι που πιστεύουν, αγαπάνε. Όταν αυτή η αγάπη είναι ειλικρινής, παράγει σε κάθε πιστό μια αυθόρμητη διακονία, που εκτελείται σ” όλη του την ζωή μέσω της πολυποίκιλης δραστηριότητας της αγάπης. Αυτή η ευεργετική δραστηριότητα ασκείται, πρώτα, προς στα φιλικά στοιχεία που ο πιστός βρίσκει γύρω του, εδάφια 9-16. Μετά, προς τα εχθρικά στοιχεία που συμβαίνει να συναντήση, είτε μέσα στην ίδια την Εκκλησία, είτε έξω απ” αυτήν, εδάφια 17-21.
Εδάφια 9-16
Εδάφια 9,10
«Η αγάπη ανυπόκριτος. Αποστυγούντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω αγαθώ, τη φιλαδελφία εις αλλήλους φιλόστοργοι, τη τιμή αλλήλους προηγούμενοι.»
«Η αγάπη να είναι ειλικρινής. Μισείτε το κακόν και προσκολλάσθε εις το καλόν. Ως προς την αδελφικήν αγάπην, να είσθε γεμάτοι στοργήν ο ένας προς τον άλλον. Ως προς την αμοιβαίαν εκτίμησιν, ο ένας να ξεπερνά τον άλλον.»
Στο εδάφιο 9 ο Απόστολος μιλά για το θεμελιώδες αίσθημα, την βασική αρχή της όλης δραστηριότητας που πρόκειται να περιγραφή, καθώς επίσης και για τα δύο χαρακτηριστικά τα οποία μόνον εγγυώνται την ειλικρίνεια της: Την αγάπη, στην γενική έννοια της λέξης. Στο εδάφιο 10 ακολουθούν δύο άμεσες αποκαλύψεις της αγάπης: Αδελφική αγάπη και αμοιβαίος σεβασμός.
«Ανυπόκριτος»: Χωρίς μάσκα. Η καρδιά θα πρέπει να αισθάνεται πράγματι όλο το μέτρο της αγάπης για το οποίον δίνει μαρτυρία. Υπάρχει επίσης εδώ κάτι από το «σωφρονείν» (το αυτοκυβερνάσθαι), την βασική ιδέα του προηγουμένου χωρίου, σε αντίθεση του «υπερφρονείν».
Το «αποστυγούντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω αγαθώ» εδώ δεν είναι μια κοινότυπη συμβουλή, αλλά ένας προσδιορισμός που χαρακτηρίζει την «ανυπόκριτη αγάπη». Ο Παύλος εννοεί ότι η αγάπη δεν είναι καθαρή, παρά όταν είναι ο δεδηλωμένος εχθρός του κακού, ακόμα και στο πρόσωπο εκείνων τους οποίους αγαπάμε, και όταν εφαρμόζει όλη την ενεργητικότητα της να εργασθή για την πρόοδο τους στο καλό. Στερημένη απ” αυτή την ηθική ακεραιότητα, η οποία είναι το πνεύμα της αγιότητας, η αγάπη δεν είναι παρά μια μορφή ατομισμού.
«Τη φιλαδελφία», «τη τιμή». Ο τρόπος που τις παρουσιάζει δείχνουν αυτές τις δύο αρετές σαν ήδη παρούσες στην καρδιά του πιστού, αλλά που θα πρέπει να εκδηλωθούν και στην πρακτική του ζωή.
«Φιλόστοργοι»: Χρησιμοποιόντας ο Απόστολος αυτόν τον όρο, επιθυμεί να δώση στην αγάπη των μελών της Εκκλησίας μεταξύ τους τον στοργικό χαρακτήρα ενός οικογενειακού συναισθήματος, την στοργή πατέρα προς παιδί, αδελφού προς αδελφή.
«Τιμή»: Είναι το αίσθημα σεβασμού που ο κάθε πιστός αισθάνεται για τον αδελφόν του, σαν έναν λυτρωμένον του Χριστού, και παιδί του Θεού σαν αυτόν τον ίδιον.
«Προηγούμαι»: Τίθεμαι εμπρός για να οδηγήσω. Μπορεί να δοθή και η έννοια, «οδηγώ άλλους πριν από μένα», δηλαδή, «τους κάνω να περάσουν σε κάθε περίπτωση πριν από μένα».
Εδάφιο 11
«Τη σπουδή μη οκνηροί, τω πνεύματι ζέοντες, τω Κυρίω δουλεύοντες».
«Να μην είσθε οκνηροί ως προς τον ζήλον, να είσθε κατά το πνεύμα θερμοί, να υπηρετήτε τον Κύριον».
«Τη σπουδή μη οκνηροί»: Αυτό για να ξεπεράσωμε την αντίσταση του ατομισμού, στις περιπτώσεις όπου το να προσφέρης απαιτεί αυτοθυσία. Τούτο πρέπει να είναι, όχι μια φυσική προδιάθεση μόνον, αλλά μια δυναμική κίνηση, που οφείλεται στην παρόρμηση του Αγίου Πνεύματος, σαν μια εσωτερική φωτιά που συντηρείται συνεχώς από ουράνια ενέργεια: «Τω πνεύματι ζέοντες».
Η λέξη «πνεύμα» εδώ αναφέρεται στο πνευματικό στοιχείο μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά καθώς τούτο διεισδύεται και διεγείρεται από το Άγιο Πνεύμα. Τούτα τα λόγια προτρέπουν τον πιστό να σπεύδη, με την καρδιά του γεμάτη φλόγα, οπουδήποτε υπάρχει κάποιο καλό που πρέπει να γίνη.
«Τω Κυρίω δουλεύοντες»: «Ενώ ασχολείσθε με τους ανθρώπους, κάνετε το πάντα με τον Κύριο και το έργο Του κατά νουν.» Υπάρχει όμως και μια άλλη γραφή που λέγει, «τω καιρώ δουλεύοντες», δηλαδή, «προσαρμοσθείτε σαν θα βρήτε την ευκαιρία», «ανταποκριθείτε στην ανάγκη που θα φέρη η στιγμή». Τούτη η τελευταία γραφή μοιάζει να είναι και η πιο αυθεντική. Ο κατά Θεόν ζήλος, περιορίζεται να ξεχωρίζη την θεόσταλτη ευκαιρία, και να προσαρμόζη την δραστηριότητα μας σ” αυτήν.
Εδάφιο 12
«Τη ελπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτερούντες.»
«Να χαίρετε για την ελπίδα σας, να έχετε υπομονήν εις την θλίψιν, να επιμένετε εις την προσευχήν».
Ο ζήλος της αφοσίωσης, που αναφέρεται στο εδάφιο 11, δεν έχει πιο δυνατή βοήθεια από την χαρά. Διότι είναι η χαρά που μας προδιαθέτει σε καλωσύνη και ακόμη σε αυτοθυσία. Αλλά αυτό έχει εφαρμογή μόνον για την χριστιανική χαρά, για κείνη που γεμίζει την καρδιά από τις ένδοξες ελπίδες της πίστης. Τα εδάφια Ε3,4 δείχνουν τον βαθύ δεσμό που ενώνει αυτή την χαρά της ελπίδας με την υπομονή την οποίαν ο πιστός θα πρέπει να δείχνη στο μέσον της δοκιμασίας, σύγκρινε το Α” Θεσσ. Α3.
Και τι πρέπει να κάνωμε για να κρατήσωμε στην καρδιά το χαρούμενο ξεχείλισμα της ελπίδας, και εκείνη την σταθερότητα της υπομονής που αντέχει; «Τη προσευχή προσκαρτερούντες», λέγει ο Απόστολος.
Σε μια παράφραση, τούτο το εδάφιο μπορούμε να το αποδώσωμε ως εξής: «Όσο έχομε να ελπίζωμε, ας είμαστε χαρούμενοι. Όσο έχομε αιτία να πονάμε, ας υπομένωμε. Όσο η πόρτα της προσευχής μας είναι ανοικτή, ας συνεχίζωμε να την χρησιμοποιούμε.»
Ο Παύλος μέχρι εδώ κατέβηκε από την χριστιανική αγάπη και τις εξωτερικές της εκδηλώσεις στα βάθη της εσωτερικής ζωής. Τώρα επιστρέφει στις πρακτικές εκδηλώσεις αυτού του αισθήματος, και δείχνει τις ευλογίες της ενεργητικής αγάπης που εκτείνεται σε τρεις κατηγορίες προσώπων: Τους αδελφούς, τους ξένους, τους εχθρούς.
Εδάφια 13,14
«Ταις χρείαις των αγίων κοινωνούντες, την φιλοξενίαν διώκοντες. Ευλογείτε τους διώκοντας υμάς, ευλογείτε και μη καταράσθε.»
«Να συμμετέχετε εις τας ανάγκας των αγίων, την φιλοξενίαν να επιδιώκετε. Ευλογείτε εκείνους που σας διώκουν, ευλογείτε και μη καταράσθε.»
Η αρετή της φιλοξενίας συνιστάται πολύ συχνά στην Καινή Διαθήκη (Α” Πέτρου Δ9, Εβραίους ΙΓ2, Α” Τιμόθεο Ε10, Τίτο Α8).
Ο όρος «διώκειν» δείχνει ότι δεν πρέπει να περιορισθούμε να προσφέρωμε την φιλοξενία όταν μας την ζητάνε, αλλά και να ζητάμε ευκαιρίες να την ασκήσωμε.
«Ευλογείτε τους διώκοντας υμάς, ευλογείτε και μη καταράσθε.» Η πράξη για την οποία μας καλεί εδώ ο Απόστολος απαιτεί μια δυναμική προσπάθεια της θέλησης. Ο διωκόμενος θα πρέπει να λέγη «όχι» στο φυσικό αίσθημα που υψώνεται στην καρδιά του. Ο Απόστολος προφανώς υπαινίσσεται τα λόγια του Κυρίου στην Επί του Όρους Ομιλία, Ματθαίος Ε44, Λουκάς ΣΤ28.
Εδάφια 15,16
«Χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων. Το αυτό εις αλλήλους φρονούντες. Μη τα υψηλά φρονούντες, αλλά τοις ταπεινοίς συναπαγόμενοι. Μη γίνεσθε φρόνιμοι παρ” εαυτοίς.»
«Να χαίρετε με εκείνους που χαίρουν και να κλαίτε με εκείνους που κλαίουν. Μεταξύ σας να έχετε το αυτό φρόνημα. Να μη είσθε υψηλόφρονες, αλλά να συναναστρέφεσθε τους ταπεινούς. Μη θεωρήτε τους εαυτούς σας σοφούς.»
Η σύνδεση μεταξύ των εδαφίων 14 και 15 είναι η ιδέα της ανιδιοτέλειας. Σαν ανιδιοτελείς χρειάζεται να ευλογούμε εκείνους που μας μισούν, επίσης να ελευθερωθούμε από τους εαυτούς μας για να ταυτιζώμαστε με την χαρά των άλλων, αν συμβή η καρδιά μας να είναι γεμάτη λύπη, και με την λύπη τους αν συμβή οι ίδιοι να είμαστε γεμάτοι από χαρά.
«Το αυτό εις αλλήλους φρονούντες»: Στοχεύοντες στο ίδιο αντικείμενο ο ένας για τον άλλον όπως και για τον εαυτόν σας, δηλαδή, έχοντας ο καθένας την ίδια φροντίδα για την υγεία των αδελφών του, την σωματική και πνευματική, όπως και για την δική του, σύγκρινε Φιλ. Β4.
Τούτη η φράση ερμηνεύεται συνήθως σαν μια προτροπή για καλά αισθήματα μεταξύ των μελών της Εκκλησίας. Αλλά σ” αυτή την περίπτωση θα απαιτείτο το «εν αλλήλοις» και όχι το «εις αλλήλους», χώρια που η οδηγία που ακολουθεί δεν θα είχε πλέον καμμία φυσική σύνδεση μ” αυτή.
Καθώς τώρα αυτή η κοινή ανιδιοτελής επιδίωξη συνδέει φυσιολογικά τον εαυτόν της με την συμπάθεια, εδάφιο 15, έτσι θα πρέπει να συνοδεύεται και με το αίσθημα της ισότητας, που συνιστάται στο επόμενο εδάφιο.
Συχνά στις συναθροίσεις των πιστών δημιουργείται μια τάση αριστοκρατική, δηλαδή, ο καθένας ν” αγωνίζεται μέσω της χριστιανικής αδελφότητας να ενωθή μ” εκείνους οι οποίοι, λόγω των χαρισμάτων τους ή της περιουσίας τους, κατέχουν μια υψηλότερη θέση. Απ” αυτό σχηματίζονται μικρές ομάδες, εμπνεόμενες από ένα πνεύμα υπερηφανείας, και έχοντας σαν αποτέλεσμα μια παγερή υπεροψία. Ο Απόστολος γνωρίζει αυτές τις μικρότητες, και επιθυμεί να τις εμποδίση. Συνιστά στα μέλη της Εκκλησίας να προσκολληθούν σε όλους το ίδιο, και αν θελήσουν μια προτίμηση, να την δείχνουν πιο πολύ στους ταπεινούς. Ο όρος «υψηλά» δηλώνει λοιπόν διακρίσεις, υψηλές σχέσεις, εκκλησιαστικές τιμές.
Και από που προέρχονται αυτές οι μικρές ομάδες, εάν όχι από το αλαζονικό αίσθημα που ο κάθε ένας έχει για την δική του σοφία («Μη θεωρείτε τους εαυτούς σας σοφούς»). Είναι αυτό το αίσθημα που σε οδηγεί να ζητάς επαφή ειδικά μ” εκείνους που σε κολακεύουν, ή με τους οποίους η σχέση σου φέρει τιμή.
Αυτή η οδηγία έχει ληφθεί από τις Παροιμίες Γ 7.
Ήδη, στο εδάφιο 14, ο Απόστολος είχε κάνει μια επίσκεψη στην περιοχή των σχέσεων προς τα εχθρικά στοιχεία που ο πιστός συναντά γύρω του. Επιστρέφει σ” αυτό το θέμα να το εξετάση πιο αναλυτικά. Εδώ είναι το ύψιστο σημείο των αποκαλύψεων της αγάπης. Ο Παύλος έχει υπ” όψιν του εδώ, όχι μόνον την εχθρότητα του κόσμου που δεν πιστεύει. Γνώριζε πολύ καλά από πείρας, ότι μέσα στην ίδια την Εκκλησία κάποιος μπορεί να συναντήση κακίες, αδικίες, ζήλειες, μίση. Στα ακόλουθα εδάφια μας περιγράφει την νίκη της αγάπης πάνω στα κακά αισθήματα και πρακτικές, από όποιο μέρος και αν προέρχονται, χριστιανικό ή μη χριστιανικό. Και πρώτα, εδάφια 17-19, στην παθητική μορφή της επιείκειας. Μετά, εδάφια 20,21, στην ενεργητική μορφή της μεγαλόψυχης ευεργεσίας.
Εδάφια 17-19
«Μηδενί κακόν αντί κακού αποδιδόντες. Προνοούμενοι καλά ενώπιον πάντων ανθρώπων. Ει δυνατόν, το εξ υμών μετά πάντων ανθρώπων ειρηνεύοντες. Μη εαυτούς εκδικούντες, αγαπητοί, αλλά δότε τόπον τη οργή. Γέγραπται γαρ, «Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος.»
«Σε κανένα να μη αποδίδετε κακόν αντί κακού. Φροντίζετε να κάνετε ό,τι είναι καλόν ενώπιον όλων των ανθρώπων. Εάν είναι δυνατόν, όσον εξαρτάται από σας, να έχετε ειρήνην με όλους τους ανθρώπους. Μη εκδικήσθε οι ίδιοι, αγαπητοί, αλλά δώσατε τόπον εις την οργήν του Θεού, διότι είναι γραμμένον: «Σ” εμένα ανήκει η εκδίκησις, εγώ θα ανταποδώσω, λέγει ο Κύριος».
Υπάρχει στενή σχέση μεταξύ της αυταπάρνησης που περιγράφεται στα προηγούμενα εδάφια, και της αγάπης που συγχωρεί. Εξ αυτού ο Απόστολος συνεχίζει, στο εδάφιο 17, με μια απλή μετοχή, διότι η εκδίκηση είναι πολύ συχνά το αποτέλεσμα της πληγωμένης υπερηφάνειας. Αλλά γιατί να προσθέτη την δεύτερη εντολή, που παίρνεται από τις Παροιμίες Γ4; Πιθανώς να θέλη να θέση σε αντίθεση την πρόνοια για το καλό, (σαν ένα αντίδοτο), με εκείνες τις σκοτεινές σκέψεις και εχθρικά σχέδια τα οποία τρέφονται κάτω από την εξουσία της πικρίας.
«Προνοούμενοι καλά ενώπιον πάντων ανθρώπων»: Ο Παύλος θα ήθελε η μέριμνα του πιστού για το καλό να είναι τόσο φανερή στην συμπεριφορά του, ακόμη και προς τους αντιθέτους του και τους εχθρούς του, ώστε κανένας να μην είναι σε θέση να υποπτευθή σ” αυτόν καμμία διεργασία του νου που εμπνέεται από μια αντίθετη διάθεση.
Εδάφιο 18
«Ει δυνατόν, το εξ υμών μετά πάντων ανθρώπων ειρηνεύοντες».
Το πνεύμα της καλωσύνης είναι αναγκαστικά ειρηνικό. Όχι μόνον δεν κάνει, ούτε παρεμβάλεται σε κάτι που δημιουργεί προβλήματα, αλλά αγωνίζεται να απομακρύνη κάθε τι που φέρει διάσπαση. Ο πρώτος περιορισμός, «ει δυνατόν», αναφέρεται στην συμπεριφορά του πλησίον μας, διότι εμείς δεν είμαστε κύριοι των αισθημάτων του.
«Το εξ υμών»: Αναφέρεται στην δική μας συμπεριφορά, διότι εμείς μπορούμε ν” ασκήσωμε πειθαρχία πάνω μας. Εάν δεν εξαρτάται από εμάς να φέρωμε τον πλησίον μας σε ειρηνικές διαθέσεις απέναντι μας, εξαρτάται από εμάς να είμαστε πάντα διατεθειμένοι να κάνωμε ειρήνη.
Εδάφιο 19
«Μη εαυτούς εκδικούντες, αγαπητοί, αλλά δότε τόπον τη οργή. Γέγραπται γαρ, «Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος.»
Αλλά παρ” όλα αυτά, υπάρχει στην καρδιά του ανθρώπου ένα ανεξίτηλο αίσθημα δικαιοσύνης που ο Απόστολος το σέβεται. Το μόνο που θέλει είναι να του δώση την σωστή του κατεύθυνση. Το κακό θα πρέπει να τιμωρηθή, αυτό είναι σίγουρο. Μόνο, αν δεν θέλης να γίνης άδικος, μη σκεφθής να κάνης τον εαυτόν σου το όργανο της δικαιοσύνης. Άφησε ειρηνικά αυτή την φροντίδα στον Θεό, τον δίκαιο Κριτή. Ο Απόστολος γνωρίζει ότι εδώ ζητά μια δύσκολη θυσία, γι” αυτό και τους απευθύνεται με τον τίτλο «αγαπητοί», θυμίζοντας τους την στοργική του αγάπη που του υπαγορεύει αυτή την προτροπή, μια αγάπη που εκπηγάζει από εκείνη που ο Θεός έχει γι” αυτούς.
«Δότε τόπον τη οργή»: Είναι το να μην εκδικηθούν οι ίδιοι, δίδοντας έτσι ελεύθερη πρόσβαση στην δικαιοσύνη που ο Θεός ο Ίδιος θ” ασκήση, όταν και όπως το θεωρήσει σωστό. Το να ζητάμε να προλάβωμε την δικαιοσύνη Του, είναι το να της φράζωμε τον δρόμο. Σύγκρινε τι λέγεται για τον Ίδιον τον Ιησού, Α” Πέτρου Β23.
Η αναφορά απ” την Παλαιά Διαθήκη είναι παρμένη από το Δευτερονόμιο ΛΒ35 κατά τους Ο”.
Αλλά η αυτοσυγκράτηση μόνο θα ήταν μισή νίκη. Δεν είναι αρκετό να μην σταματήσωμε το κακό με το κακό. Η αγάπη θα πρέπει να φθάση να θέλη να μετασχηματίση το κακό σε καλό.
Εδάφια 20,21
«Εάν ουν πεινά ο εχθρός σου, ψώμιζε αυτόν, εάν διψά, πότιζε αυτόν. Τούτο γαρ ποιών άνθρακας πυρός σωρεύσεις επί την κεφαλήν αυτού. Μη νικώ υπό του κακού, αλλά νίκα εν τω αγαθώ το κακόν.»
«Αλλ” εάν πεινά ο εχθρός σου, δώσε του ψωμί, εάν διψά, πότιζε τον. Κάνοντας αυτό, θα συσσωρεύσης αναμμένα κάρβουνα στο κεφάλι του. Να μη νικάσαι από το κακόν, αλλά να νικάς το κακόν δια του καλού.»
«Εάν ουν»: «Δεν θα πρέπει να εκδικήσαι τον εαυτόν σου. Επομένως, εάν σου παρουσιασθή η ευκαιρεία να κάνης το καλό στον εχθρό σου, άρπαξε την. Διότι εάν το αμελήσης, τούτο θα είναι σαν μια πράξη εκδίκησης».
Τα λόγια του εδαφίου είναι παρμένα από το Παροιμίες ΚΕ21,22.
Τούτα τα λόγια θα μπορούσαμε να τα παραφράσωμε κάπως έτσι, για εκείνους που επιμένουν να τρέφουν στην καρδιά τους ένα αίσθημα εκδίκησης: «Θα ήθελες να εκδικηθής μόνος σου; Κάνε το. Αλλά να ο τρόπος κατά τον οποίον ο Θεός σου επιτρέπει να το κάνης: Συσσώρευε ευεργεσίες επάνω στον εχθρό σου. Με αυτές θα του προκαλέσης τον ευεργετικό πόνο της ντροπής και της λύπης για όλο το κακό που σου έχει κάνει. Και έτσι θ” ανάψης στην καρδιά του την φωτιά της ευγνωμοσύνης αντί για εκείνη του μίσους».
Η εικόνα με τ” αναμμένα κάρβουνα είναι κάτι συνηθισμένο στις εκφράσεις των Αράβων και Εβραίων, και δηλώνει τον βίαιο πόνο.
Εδάφιο 21
«Μη νικώ υπό του κακού, αλλά νίκα εν τω αγαθώ το κακόν.»
Το ν” ανταποδώσης το κακό στο κακό, είναι το να επιτρέψης στο κακό να πάρη την νίκη. Το ν” αποφύγη κάποιος ν” ανταποδώση κακό είναι, εάν μπορή να λεχθή, ούτε να νικήση ούτε να νικηθή, παρ” όλο που στην πραγματικότητα αυτό είναι επίσης το να νικηθή. Η αληθινή νίκη πάνω στο κακό είναι το να μετασχηματίσης μια εχθρική σχέση σε μια σχέση αγάπης, με την μεγαλοψυχία των ευεργεσιών σου. Δι” αυτής είναι που το καλό έχει την τελευταία λέξη, που κάνει το κακό το ίδιο να υπηρετήση σαν ένα όργανο της αγάπης. Τέτοιο είναι το αριστούργημα της αγάπης.