Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (43/50) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (43/50)





Εδάφιο 31

«Ούτω και ούτοι νυν ηπείθησαν, τω υμετέρω ελέει ίνα και αυτοί ελεηθώσι.»


Τώρα είναι οι Ιουδαίοι που περνάνε μέσα από την εποχή τους της ανυπακοής, ενώ οι Εθνικοί απολαμβάνουν τον ήλιο της χάρης. Αλλά με ποιόν στόχο; Με τον στόχο, η χάρη που τώρα χορηγήθηκε σ” αυτούς τους τελευταίους, να μπορέση επίσης να χορηγηθή και στους Ιουδαίους. Αυτή την φορά δεν θα είναι η ανυπακοή του ενός που θα φέρη την μεταστροφή των άλλων. Δεν θα παραστή ανάγκη ενός καινούργιου διχασμού στην Βασιλεία του Θεού, για να έλθη η τελική αρμονία. Σ” αυτή την τελευταία φάση, το καλό του ενός δεν θα προκύψη απ” το κακό του άλλου, αλλά ακριβώς, απ” αυτή του την ευλογία. Ο Ισραήλ βγήκε έξω για να εισέλθουν τα Έθνη. Αλλά τα Έθνη δεν θα βγούν έξω για να κάνουν χώρο για τους Ιουδαίους. Θα ανοίξουν την πόρτα σ” αυτούς από μέσα.
«Τω υμετέρω ελέει»: Το έλεος που έχει δειχθεί σε σας.

Εδάφιο 32
«Συνέκλεισε γαρ ο Θεός τους πάντας εις απείθειαν, ίνα τους πάντας ελεήση».
«Διότι ο Θεός έκλεισε όλους εις απείθειαν, δια να τους ελεήση όλους.»

Εδώ έχομε την τελεία και παύλα σε ό,τι ανεφέρθη, την τελευταία λέξη στην εξήγηση του όλου του σχεδίου του Θεού, οι βασικές φάσεις του οποίου έχουν μόλις σκιαγραφηθεί («γαρ»).
Ο όρος «συνέκλεισε» αναφέρεται σ” ένα πλήθος ατόμων, περικλεισμένων κατά έναν τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε αυτοί να έχουν μία μόνον έξοδο, μέσα από την οποία αναγκάζονται όλοι να περάσουν. Η πρόθεση «συν» στο ρήμα περιγράφει την περίφραξη ως υπάρχουσα σ” όλες τις πλευρές ταυτόχρονα.
Το ρήμα «συνέκλεισε» αναφέρεται σε μια πράξη, βάσει της οποίας τα δύο μέρη του ανθρωπίνου γένους, που μόλις αναφέρθηκαν, είχαν το καθένα την περίοδο του της ανυπακοής του. Και η πράξη δια της οποίας ο Θεός έχει προκαλέσει αυτό το αποτέλεσμα, καθώς γνωρίζομε από αυτά που προηγούνται, είναι η κρίση που δηλώνεται στην περίπτωση των Εθνικών με τον όρο «παρέδωκεν», ο οποίος επαναλαμβάνεται τρεις φορές, Α24,26 και 28, και στην περίπτωση των Ιουδαίων με την λέξη «επωρώθησαν», ΙΑ7.
Μόνο που πρέπει να σημειωθή ότι αυτή η θεία ενέργεια έχει προκληθεί και στις δύο περιπτώσεις από την αμαρτία του ανθρώπου. Από το μέρος των εθνικών, λόγω της αχαριστίας και της αντίστασης τους προς την αποκάλυψη του Θεού στην φύση, και από το μέρος των Ιουδαίων, από το πείσμα τους στο να κρατήσουν πέρα από τον καθορισμένον καιρό την νομικίστικη τους ιδιαιτερότητα.
Η αμαρτωλή φύση ήδη υπήρχε σε όλους. Αλλά για να μπορέση να ξυπνήση σωτηριακά στα άτομα η βεβαιότητα γι” αυτό, χρειαζόταν ν” αποκαλυφθή αυτή η κρυπτομένη αμαρτία μέσα στην ιστορία, σε μια μεγάλη κλίμακα στην πορεία των λαών. Θα πρέπει όμως να προστεθή ότι αυτή η κρυπτομένη αμαρτία ήτο ήδη αποκαλυμμένη ενεργητικά και ελεύθερα απ” την πλευρά και των Εθνικών και των Ιουδαίων, πριν να πάρη την μορφή μιας παθητικής κατάστασης και μιας κρίσης από τον Θεό. Έτσι η πράξη του «συνέκλεισε» εξηγείται από την άποψη της αιτίας. Αλλά πόσο πιο μεγαλειωδώς εξηγείται και από την άποψη του στόχου! Αυτός ο στόχος είναι να κάνη εκείνους τους Ιουδαίους και Εθνικούς αντικείμενα του παγκοσμίου ελέους.
«Τους πάντας»: Μερικοί ερμηνευτές το εφαρμόζουν στο σύνολο των εκλεγμένων σ” αυτά τα δύο μέρη του ανθρωπίνου γένους. Αλλά δεν θα πρέπει να ξεχασθή ότι αυτά τα λόγια δεν αναφέρονται στην εποχή της τελικής κρίσης και του αιωνίου μέλλοντος, το οποίον αναγκαστικά υποθέτει την ανάσταση των νεκρών, για την οποία εδώ δεν τίθεται ερώτηση. Σύμφωνα με το όλο κείμενο, ο Απόστολος έχει υπ” όψιν του μια εποχή στην ιστορία της Βασιλείας του Θεού πάνω σ” αυτή την γη, μια εποχή επομένως που περιλαμβάνει μόνο τα άτομα που τότε θα είναι στην ζωή. Γι” αυτό και βάζει το άρθρο «τους» πριν το «πάντας». Το υπό ερώτηση θέμα είναι ένα καθορισμένο και ήδη γνωστό σύνολο, εκείνο το οποίο περιλαμβάνει τα δύο μέρη του ανθρωπίνου γένους, που ο Παύλος τα έχει θέσει σε αντιπαράθεση, το ένα με το άλλο, απ” την αρχή μέχρι το τέλος όλου αυτού του κεφαλαίου.
H περιοχή της ανυπακοής μέσα στην οποία ο Θεός τους έχει κλείσει με την σειρά όλους, αφήνει και στους δύο στο τέλος μόνον μια έξοδο, εκείνη της ταπεινής αποδοχής της σωτηρίας από το χέρι του ελέους.
Εκείνο που διδάσκει εδώ ο Παύλος είναι ότι, στο τέλος της ιστορίας του ανθρωπίνου γένους πάνω σ” αυτή την γη, θα υπάρχει μια οικονομία χάρης, στην οποίαν η σωτηρία θα επεκτείνεται στο σύνολο των Εθνών που ζουν εδώ κάτω, και ότι αυτό το μεγαλειώδες αποτέλεσμα θα είναι η συνέπεια των ταπεινωτικών φάσεων, μέσα από τις οποίες θα έχουν περάσει με την σειρά τους τα δύο μέρη του ανθρωπίνου γένους.
Ο Απόστολος είχε αρχίσει αυτή την ανάπτυξη του θέματος της σωτηρίας με το γεγονός της παγκόσμιας καταδίκης. Την κλείνει με εκείνη του παγκοσμίου ελέους. Τι θα μπορούσε να μείνη σ” αυτόν μετά απ” αυτό, παρά να κρούση τον ύμνο του θαυμασμού και της λατρείας. Και αυτό είναι που κάνει στα εδάφια 33-36.
Εδάφια 33-36

Εδάφιο 33
«Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού. Ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού.»
«Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως του Θεού! Πόσον ανεξερεύνητοι είναι οι κρίσεις του, πόσον ανεξιχνίαστοι αι οδοί του!»

Σαν ένας ορειβάτης που έχει φθάσει την κορυφή, ο Απόστολος στρέφει κάτω και κυττά. Βάθη απλώνονται στα πόδια του, αλλά κύματα φωτός τα φωτίζουν, και εκεί απλώνεται ολόγυρα ένας απέραντος ορίζοντας που τον εξουσιάζει το μάτι του. Το σχέδιο του Θεού στην διακυβέρνηση του ανθρωπίνου γένους απλώνεται εμπρός του, και αυτός εκφράζει τα συναισθήματα του θαυμασμού και της ευγνωμοσύνης με τα οποία αυτή η θέα γεμίζει την καρδιά του.
Η λέξη «βάθος» εφαρμόζεται ακριβώς σε κείνη την άβυσσο την οποίαν μόλις εξερευνούσε. Τούτη η λέξη προσδιορίζει το «πλούτου», «άπειρα πλούσιο βάθος», δηλαδή, ένα βάθος που αντί να είναι ένα απέραντο κενό, παρουσιάζεται να περιέχη περιεχόμενο ανεξάντλητης πληρότητας.
Αυτό το βάθος είναι πλούσιο, όχι σε σκοτάδι, αλλά σε φως. Είναι ένα βάθος «σοφίας και γνώσης».
Ο δεύτερος όρος «γνώσις» αναφέρεται ειδικά στο περιεχόμενο της θείας πρόγνωσης, και γενικά στην πλήρη θέα που ο Θεός έχει όλων των ελευθέρων αποφάσεων των ανθρώπων, είτε σαν ατόμων είτε σαν Εθνών.
Ο πρώτος, «σοφία», δηλώνει την θαυμαστή ικανότητα με την οποία ο Θεός ζυγίζει στα σχέδια Του τις ελεύθερες ενέργειες του ανθρώπου, και τις μεταμορφώνει στα τόσα πολλά μέσα για την επιτέλεση του εξόχου σκοπού, που είχε αρχικά θέσει εμπρός Του.
Βλέπουμε εδώ τον Παύλο να διαχωρίζει αυτές τις δύο θείες τελειότητες, την σοφία του Θεού από την γνώση Του. Πράγματι, είναι διάφορη η μία από την άλλη, και τούτη η διαφορά δεν είναι τίποτα λιγώτερο από τον φρουρό της ανθρωπίνης ελευθερίας. Εάν η παντογνωσία του Θεού, ειδικά η πρόγνωση Του, συνεχέετο με την σοφία Του, το κάθε τι στο σύμπαν θα ήταν κατ” ευθείαν έργο του Θεού, και τα δημιουργήματα δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο από τυφλά όργανα στα χέρια Του.
Ο Παύλος βλέπει αυτές τις δύο ιδιότητες του Θεού να ακτινοβολούν σε δύο σειρές αποφάσεων και ενεργειών, οι οποίες, συνδυασμένες, συνιστούν την όλη διακυβέρνηση του κόσμου: «Κρίματα» και «Οδοί».
Η λέξη «οδοί» δεν δηλώνει στην πραγματικότητα διαφορετικά πράγματα από την λέξη «κρίματα». Ο όρος «κρίματα» εκφράζει, εάν κάποιος μπορεί να το πει έτσι, το «διότι» των πραγμάτων, όπως η λέξη «οδοί» δείχνει στο «ώστε» τους. Από την γνώση που ο Θεός κατέχει, εκεί έπονται, από τις ελεύθερες αποφάσεις του ανθρώπου, οι κρίσεις στις οποίες Αυτός καταλήγει, και αυτές οι κρίσεις γίνονται οι «οδοί» που η σοφία Του χρησιμοποιεί για την πραγματοποίηση του σχεδίου Του (Ησαϊας Μ14: κρίματα, οδοί).
Αυτά τα «κρίματα» και «οι οδοί» χαρακτηρίζονται με τις λέξεις «ανεξερεύνητες», κάτι που δεν μπορεί να εξερευνηθή έως τον πυθμένα του, και «ανεξιχνίαστες», κάτι του οποίου τα ίχνη δεν μπορούν ν” ακολουθηθούν έως το τέλος τους. Το πρώτο απ” αυτά τα επίθετα έχει εφαρμογή στην ανωτάτη αρχή την οποία ο νους ζητά να φθάση, αλλά που δεν την φθάνει. Το δεύτερο, σε ένα πλήθος διακλαδώσεων και λεπτομερειών στην εκτέλεση του θείου σχεδίου, τις οποίες ο νους δεν μπορεί ν” ακολουθήση έως το τέλος.

Εδάφια 34,35
«Τις γαρ έγνων νουν Κυρίου; Ή τις σύμβουλος αυτού εγένετο; Ή τις προέδωκεν αυτώ, και ανταποδοθήσεται αυτώ;»
«Διότι, Ποιός εγνώρισε την σκέψιν του Κυρίου; Ή ποιός έγινε σύμβουλος του; Ή ποιός του έδωσε πρώτος κάτι, ώστε να λάβη ανταπόδοσιν;»

Εδώ είναι η Γραφική απόδειξη ότι τα σχέδια του Θεού είναι ανεξιχνίαστα έως ότου ο Ίδιος τα αποκαλύψει στους Αποστόλους και Προφήτες Του, και δι” αυτών στον λαόν Του.
Το πρώτο χωρίο είναι παρμένο από τον Ησαϊα Μ13. Αυτή η ερώτηση στο στόμα του Προφήτη έχει εφαρμογή στα θαυμάσια της δημιουργίας. Ο Παύλος την επεκτείνει σε κείνα της θείας διακυβέρνησης γενικά, διότι τα έργα του Θεού στην ιστορία δεν είναι παρά η συνέχεια εκείνων στην φύση.
Η ερώτηση, «τις έγνω», είναι μια πρόκληση στην φυσική αντίληψη. Όσο για εκείνους που ο Θεός έχει φωτίσει πάνω στο θέμα των σχεδίων Του, ο Παύλος ο ίδιος λέγει, Α” Κορινθίους Β16: «Αλλά εμείς έχομεν νουν Χριστού».
Αυτή η πρώτη ερώτηση αντιπαραθέτει την πάντα περιορισμένη γνώση του ανθρώπου με την άπειρη γνώση του Θεού («γνώσις του Θεού», εδάφιο 33).
Η δεύτερη ερώτηση πηγαίνει παρα πέρα, στην σχέση μεταξύ της ανθρώπινης και της θείας σοφίας. Εδώ δεν μιλάμε για την ανακάλυψη των μυστικών του Θεού δια της μελέτης των έργων Του, αλλά για κάποια καλή συμβουλή που ο άνθρωπος μπορεί να δώση στον Δημιουργό, όσον αφορά την οργάνωση των σχεδίων Του. Άρα είναι μια πιο υψηλή θέση από εκείνη που υποθέτει η προηγουμένη ερώτηση.
Η τρίτη ερώτηση, εδάφιο 35, υπονοεί μια ακόμα υψηλότερη θέση. Το υπό ερώτηση θέμα εδώ είναι μια υπηρεσία που προσφέρεται στον Θεό, ένα δώρο που ο άνθρωπος υποτίθεται έχει κάνει σ” Αυτόν, ούτως ώστε, και αυτός με την σειρά του, να εξασφαλίση ένα δώρο σε ανταπόδοση. Τέτοια, στην πραγματικότητα, είναι η θέση που έπαιρναν οι Ιουδαίοι, και δια της οποίας, ειδικά, αξιούσαν να περιορίσουν την ελευθερία του Θεού στην διακυβέρνηση του κόσμου, για λογαριασμό των αξιομίσθων έργων τους. «Δεν υπάρχει διαφορά», έλεγαν με δυστροπία οι Ιουδαίοι της εποχής του Μαλαχία, «μεταξύ του ανθρώπου που υπηρετεί τον Θεό και εκείνου που δεν τον υπηρετεί. Τι κερδίσαμε τηρόντας τις εντολές του;» Αυτό το πνεύμα της υπερηφανείας είχε αυξηθεί. Στον Φαρισαϊσμό είχε φθάσει στο απώγειο του.
Οι προθέσεις «προ» στο «προέδωκεν», και «αντί» στο «ανταποδοθήσεται» περιγράφουν τέλεια την σχέση εξάρτησης πάνω στον άνθρωπο που θα τοποθετιόταν ο Θεός, εάν ο άνθρωπος θα μπορούσε να είναι πράγματι ο πρώτος να κάνη κάτι για τον Θεό, και δι” αυτού να Τον κάνη οφειλέτη του. Με αυτή την τρίτη ερώτηση ο Παύλος επιστρέφει προφανώς στο ειδικό θέμα αυτής της όλης μελέτης πάνω στην θεία διακυβέρνηση: Τη απόρριψη των Ιουδαίων. Με την πρώτη ερώτηση αρνήθηκε στον άνθρωπο την δύναμη του ν” αντιληφθή τον Θεό και να Τον κρίνη, έως ότου ο Θεός έχει αποκαλύψει ο Ίδιος τον εαυτόν Του. Με την δεύτερη, την δύναμη συνεργασίας με Αυτόν. Με την τρίτη, αρνείται σ” αυτόν την δύναμη και το δικαίωμα να επιθέση πάνω στον Θεό οιανδήποτε υποχρέωση. Έτσι αποδεικνύεται πλήρως η ελευθερία του Θεού, αυτή η βασική αρχή απ” όπου ξεκινά το μυστηριώδες γεγονός το οποίον αναλύεται εδώ.
Η ερώτηση του εδαφίου 35 παίρνεται από τον Ιώβ ΜΑ11.

Εδάφιο 36
«Ότι εξ αυτού και δι” αυτού και εις αυτόν τα πάντα. Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.»
«Διότι από αυτόν και δι” αυτού και εις αυτόν είναι τα πάντα. Εις αυτόν ας είναι η δόξα αιωνίως. Αμήν».

Η απόλυτη ανεξαρτησία του Θεού, η ολική εξάρτηση του ανθρώπου στο κάθε τι το οποίον μπορεί να είναι ένα θέμα δόξας γι” αυτόν, τέτοια είναι η σκέψη αυτού του εδαφίου, ο τερματισμός αυτής της επισκόπησης του σχεδίου του Θεού.
«Εξ αυτού»: Είναι απ” Αυτόν σαν Δημιουργό που ο άνθρωπος παίρνει το κάθε τι, «ζωή και πνοή και το κάθε τι», Πράξεις ΙΖ25.
«Δι” αυτού»: Αναφέρεται στην διακυβέρνηση του ανθρωπίνου γένους. Το κάθε τι, ακόμα και οι ελεύθερες αποφάσεις της ανθρωπίνης θέλησης, εκτελούνται μόνον μέσω Αυτού, και στρέφονται αμέσως στην εξυπηρέτηση των σχεδίων Του.
«Εις αυτόν»: Αναφέρεται στον τελικό στόχο. Τούτες οι λέξεις δεν αναφέρονται στην προσωπική ικανοποίηση του Θεού, όπως κάποιος είπε, «Ο εγωισμός του Θεού είναι η ζωή του κόσμου». Είναι πιο φυσικό να εφαρμόσωμε τον όρο «εις αυτόν», στην πραγματοποίηση της θέλησης Του, στην οποίαν η δική Του δόξα και η ευτυχία των εξαγιασμένων δημιουργημάτων Του, αναμειγνύονται σαν ένα και το ίδιο πράγμα.
Εκείνο που θέλει να πει κλείνοντας ο Απόστολος είναι ότι, όλα τα πράγματα, προερχόμενα απ” την δημιουργική θέληση του Θεού, προχωρόντας μέσω της σοφίας Του, και τερματίζοντας στην αποκάλυψη της αγιότητας Του, πρέπει κάποια μέρα να γιορτάσουν την δόξαν Του, την δική Του δόξα μόνον.
«Τα πάντα»: Το σύνολο των δημιουργηθέντων, ορατών και αοράτων.
Η δόξα του Θεού, η αντανάκλαση των τελειοτήτων Του σε όλα που υπάρχουν, εκείνη η δόξα, τώρα καλυμμένη από τόσες πλευρές στο σύμπαν, θα πρέπει ν” ακτινοβολήση με μεγαλείο και τελειότητα για πάντα, διότι ο υψηλότερος στόχος για τον οποίον μπορούν να υπάρξουν και να ρυθμισθούν τα πάντα, είναι να επιδείξουν τον χαρακτήρα του Θεού. Αυτός ο στόχος της ιστορίας προσδοκάται από την ευχή και προσευχή του Αποστόλου: «Αυτώ η δόξα»!
Το πρώτο μέρος της δογματικής μελέτης είχε τελειώσει με τον παραλληλισμό μεταξύ των δύο κεφαλών του ανθρωπίνου γένους, ένα χωρίο στο οποίο ήδη ακούστηκε μια πιο υψηλή νότα. Το δεύτερο μέρος έκλεισε, στο τέλος του κεφαλαίου Η, μ” ένα είδος λυρικού χωρίου, στο οποίο ο Απόστολος εόρτασε την ευλογία του αγιασμού που στεφανώνει την χάρη της δικαίωσης, και που έτσι εξασφαλίζει την κατάσταση της δόξας. Το τρίτο, εκείνο που κλείνομε εδώ, τελειώνει μ” ένα χωρίο του ιδίου είδους, μ” έναν ύμνο λατρείας προς τιμήν του θείου σχεδίου που πραγματοποιήθηκε όχι μόνον παρά την ανθρώπινη απιστία, αλλά και μέσω αυτής. Αφού έτσι τελειώνει την έκθεση της σωτηρίας στο θεμέλιο της (δικαίωση), στην εσωτερική της ανάπτυξη (αγιασμός), και στην ιστορική της πορεία μεταξύ του ανθρωπίνου γένους (το διαδοχικό κάλεσμα των διαφόρων Εθνών, και την τελική τους ένωση στην Βασιλεία του Θεού), ο Απόστολος θέτει τελεία, το «Αμήν», το οποίο κλείνει αυτό το μέρος της επιστολής.
Τούτο που μελετήσαμε εδώ είναι η πιο βαθειά ανάλυση του θείου σχεδίου πάνω στην ιστορία του κόσμου. Πρώτα η εποχή της αρχικής ενότητας, στην οποία η ανθρώπινη οικογένεια σχηματίζει ακόμα ένα αδιάσπαστο σύνολο. Μετά ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο θρησκευτικών μερών του γένους, που δημιουργήθηκε από την ειδική κλήση του Αβραάμ. Οι Ιουδαίοι που συνέχισαν στο σπίτι του πατέρα, αλλά μ” ένα νομικίστικο και δουλικό πνεύμα, και οι Εθνικοί που πήραν τους δρόμους τους. Στο τέλος αυτής της περιόδου, η αποκάλυψη του Χριστού που έφερε την επιστροφή των τελευταίων στην οικογενειακή εστία, αλλά κατά τον ίδιο χρόνο η αναχώρηση απ” αυτή των Ιουδαίων. Τέλος, οι Ιουδαίοι, παραδιδόμενοι στις θείες προσκλήσεις στο θέαμα της σωτηρίας που απολαμβάνουν οι Εθνικοί σαν παιδιά της χάρης. Και έτσι η τελική παγκοσμιότητα, στην οποία όλες οι προηγούμενες διαιρέσεις τακτοποιούνται, επανορθώνοντας σε μια άπειρα υψηλότερη μορφή την αρχική ενότητα, και τοποθετόντας εμπρός στην θέα του σύμπαντος την οικογένεια του Θεού πλήρως συγκροτημένη.

Pages