Η ζωή του Πιστού σαν Μέλος της Πολιτείας ΙΓ1-10
Καθώς έχομε δει, ο Παύλος, μετά που υπέδειξε στον χριστιανό την αφιέρωση του σώματος του στην υπηρεσία του Θεού, τον τοποθετεί προοδευτικά στις δύο περιοχές στις οποίες αυτός καλείται να πραγματοποιήση την θυσία του εαυτού του, σε κείνη της εκκλησιαστικής ζωής, και σε κείνη της πολιτικής.
Μέχρι εδώ έχει υποδείξει στον χριστιανό, πρώτα, τον περιορισμό του εαυτού του με την ταπείνωση. Μετά, το δόσιμο του εαυτού του με την αγάπη. Στα επόμενα εδάφια ακολουθεί την ίδια σειρά. Στα εδάφια 1-7, διδάσκει το καθήκον της υποταγής, δια του οποίου ο πιστός κυβερνά και περιορίζει τον εαυτόν του σε σχέση προς την πολιτεία. Μετά, στα εδάφια 8-10, εισέρχεται στην περιοχή των ιδιωτικών σχέσεων, και δείχνει έναν χριστιανό ο οποίος δίδει τον εαυτόν του σε όλους, καθώς ασκεί την δικαιοσύνη.
Στα εδάφια 1-7 ο Απόστολος δείχνει το χριστιανικό καθήκον αναφορικά με την πολιτεία (1α), και εξηγεί την βάση του (1β). Δείχνει την νομική του επικύρωση (εδ. 2), και την δικαιολογεί (εδ. 3 και 4). Στο εδάφιο 5 εξάγει την γενική συνέπεια απ” αυτές τις βασικές αρχές. Τέλος, εδάφια 6 και 7, κάνει εφαρμογή στις λεπτομέρειες της κοινωνικής ζωής.
Εδάφιο 1
«Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. Ου γαρ εστιν εξουσία ει μη υπό Θεού. Αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν.»
«Ας υποτάσσεται ο καθένας εις τας ανωτέρας εξουσίας, διότι δεν υπάρχει εξουσία παρά από τον Θεόν, και αι εξουσίαι που υπάρχουν έχουν ταχθή από τον Θεόν.» /p>
Ο Απόστολος λέγει «πάσα ψυχή» και όχι «πας πιστός», και τούτο γιατί αυτό το καθήκον είναι φυσιολογικό για κάθε ανθρωπίνη ύπαρξη. Δεν είναι μια υποχρέωση πάνω στον πιστό που προκύπτει από την πνευματική του ζωή, σαν τις εντολές του εδαφίου ΙΒ. Είναι μια υποχρέωση της ψυχικής ζωής, που είναι κοινή περιοχή για όλο το ανθρώπινο γένος. Κάθε ελεύθερο και λογικό ον θα πρέπει ν” αναγνωρίση την αναγκαιότητα της.
«Εξουσίαις υπερεχούσαις»: Είναι όλες οι εξουσίες τις πολιτείας, κάθε βαθμού. Δηλώνονται σαν «υπερέχουσες» διότι είναι πάνω από τον απλό πολίτη, σύγκρινε το εδάφιο 7.
Το δεύτερο μέρος του εδαφίου δικαιολογεί το καθήκον της υποταγής. Υπάρχουν δύο λόγοι γι” αυτή την υποταγή: Ο πρώτος είναι η θεία προέλευση της πολιτείας σαν θεσμός. Ο δεύτερος, ότι είναι το θέλημα του Θεού που κανονίζει την ύψωση των ατόμων στα αξιώματα σε κάθε δεδομένη στιγμή.
«Ου γαρ εστιν εξουσία ει μη υπό Θεού»: Τούτο είναι μια γενική αρχή. Η ύπαρξη της πολιτείας είναι σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, που δημιούργησε τον άνθρωπο κοινωνικό ον. Έτσι καλούμεθα, στην ύπαρξη μιας εξουσίας, ν” αναγνωρίσωμε την πραγματοποίηση μιας θείας σκέψης.
Στην δεύτερη πρόταση ο Απόστολος πηγαίνει πάρα πέρα («δε»). Δηλώνει ότι σε κάθε εποχή, τα πρόσωπα που εγκαθίστανται στο αξίωμα, καταλαμβάνουν αυτή την «υπερέχουσα» θέση μόνον δυνάμει του θείου θελήματος. Αυτό βέβαια εάν θεωρήσωμε σαν «εξουσίες», τα πρόσωπα που τις ασκούν (και σ” αυτό οδηγούμεθα, γιατί διαφορετικά τούτη η πρόταση, μετά την προηγουμένη, θα ήταν ένας περιττός πλεονασμός).
Αλλά εάν δεν είναι μόνο η Πολιτεία που είναι από τον Θεό, αλλά και τα άτομα που κατέχουν την εξουσία σε μια δεδομένη στιγμή, εάν και αυτά τα τοποθετεί το θέλημα Του, τι πρέπει να κάνωμε σε περίοδο επανάστασης, όταν μια καινούργια εξουσία αντικαθιστά με βίαια μέτρα μια άλλη;
Αυτή η ερώτηση, που ο Απόστολος δεν την θέτει, μπορεί να απαντηθή ως εξής, αν λάβωμε υπ” όψιν τις αρχές που θέτει: Ο χριστιανός θα υποταχθή στην καινούργια εξουσία, ευθύς ως η αντίσταση της παλαιάς θα έχη σταματήσει. Στην κατάσταση των πραγμάτων, όπως έχει διαμορφωθεί, θ” αναγνωρίση την αποκάλυψη του θελήματος του Θεού, και δεν θα λάβη κανένα μέρος σε καμμία επαναστατική συνωμοσία.
Αλλά θα πρέπει ο χριστιανός να υποστηρίξη την εξουσία της πολιτείας ακόμα και στα άδικα μέτρα της; Όχι, δεν υπάρχει τίποτα να δείχνη ότι η υποταγή που συνιστά ο Παύλος περιλαμβάνει μια τέτοια ενεργητική συνεργασία. Μπορεί τούτη η υποταγή να δείξη τον εαυτόν της στην μορφή της παθητικής αντίστασης, που κατά κανέναν τρόπο δεν εξαιρεί την διαμαρτυρία με λόγο, ακόμα και την άρνηση υπακοής, με την προϋπόθεση ότι σ” αυτή την τελευταία, εκεί αποδεχόμαστε με ηρεμία την ποινή που συνεπάγεται, σύγκρινε την συμπεριφορά των Αποστόλων και την απάντηση του Πέτρου, Πράξεις Ε29, 40-42. Αυτή η υπάκοη αλλά ταυτόχρονα σταθερή συμπεριφορά είναι ένας σεβασμός στο απαραβίαστο της εξουσίας. Και η εμπειρία αποδεικνύει ότι είναι κατ” αυτόν τον τρόπο που όλες οι τυραννίες έχουν συντριβεί ηθικά, και έχει συντελεσθεί όλη η αληθινή πρόοδος στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Εδάφιο 2
«Ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν. Οι δε ανθεστηκότες εαυτοίς κρίμα λήψονται».
«Ώστε εκείνος που αντιτάσσεται εις την εξουσίαν, αντιτάσσεται εις την διαταγήν του Θεού και εκείνοι που αντιστάθηκαν, θα κατακριθούν».
Η εφαρμογή αυτής της αρχής παραμένει πάντα η ίδια, οιαδήποτε και αν είναι η μορφή της διακυβέρνησης, μοναρχία ή δημοκρατία. Κάθε αντίσταση στην εξουσία έχει σαν αποτέλεσμα της να ταράξη, για πολύ ή λίγο χρονικό διάστημα, το αίσθημα του σεβασμού που οφείλεται σ” έναν θείο θεσμό, και εξ αυτού η κρίση του Θεού δεν θ” αργήση να πέση πάνω στον ένοχο.
Η λέξη «κρίμα» (χωρίς άρθρο) σίγουρα δεν αναφέρεται στην αιώνια απώλεια. Αλλά ούτε και μόνον στην ποινή που θα επιβληθή από την εξουσία, εκείνη που προσεβλήθη. Το σίγουρο, σύμφωνα με την σκέψη του Αποστόλου, είναι ότι ο Θεός θα βάλη το χέρι Του να εκδικηθή τον θεσμό Του που έχει προσβληθεί, είτε το κάνει κατ” ευθείαν, είτε μέσω κάποιου οργάνου από τους ανθρώπους. Τα λόγια τούτα του Παύλου μας θυμίζουν αντίστοιχα λόγια του Κυρίου, Ματθαίος ΚΣΤ 52: «Όλοι όσοι κρατούν μαχαίρι, με μαχαίρι θα πεθάνουν». Γενικά, ο Λόγος του Θεού έχει την εξής οδηγία να δώση στον πιστό όσον αφορά την σχέση του με την πολιτεία: Υποταγή, και όταν είναι αναγκαίο, υπομονή.
Εδάφια 3,4
«Οι γαρ άρχοντες ουκ εισί φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών. Θέλεις δε μη φοβείσθαι την εξουσίαν; Το αγαθόν ποίει, και έξεις έπαινον εξ αυτής. Θεού γαρ διάκονος εστί σοι εις το αγαθόν. Εάν δε το κακόν ποιής, φοβού. Ου γαρ εική την μάχαιραν φορεί. Θεού γαρ διάκονος εστιν, έκδικος εις οργήν τω το κακόν πράσσοντι.»
«Διότι οι άρχοντες δεν είναι φόβος δια τα καλά έργα, αλλά δια τα κακά. Θέλεις να μη φοβάσαι την εξουσίαν; Κάνε το καλόν και θα επαινεθής, διότι η εξουσία είναι όργανο του Θεού, δια το καλόν σου, εάν όμως κάνης το κακόν, τότε να φοβάσαι, διότι δεν φέρει μαχαίρι χωρίς λόγον, αλλά διότι είναι όργανον του Θεού, εκδικητής της οργής του εναντίον εκείνου που κάνει το κακόν.»/p>
Εάν η ανυπακοή στις εξουσίες είναι ένα έγκλημα, ένα έγκλημα που δεν μπορεί παρά να τιμωρηθή, είναι διότι εκείνον το οποίον προσβάλλει είναι μια θεία εξουσιοδότηση στο μέσον της ανθρωπίνης κοινωνίας, δια της οποίας ο Θεός έχει αναθέσει μια πολύ υψηλή ηθική αποστολή, εξ αυτού το «γαρ».
Τα «αγαθά έργα» δεν είναι μόνον η υποταγή, όπως και τα «κακά» δεν είναι μόνον η ανυπακοή. Με τον πρώτο όρο, ο Παύλος εννοεί την άσκηση της δικαιοσύνης, και με τον δεύτερο εκείνη της αδικίας, γενικά, στην όλη κοινωνική ζωή. Η πολιτεία καλείται να ενθαρρύνη την άσκηση του καλού, και να αναχαιτίση το κακό στην περιοχή που της έχει ανατεθεί. Αυτή η περιοχή δεν είναι εκείνη των εσωτερικών αισθημάτων, είναι εκείνη των εξωτερικών πράξεων, του «έργου» ή «έργων» όπως ο Απόστολος αναφέρει.
Μπορεί μερικές φορές να συμβή, ο ενάρετος άνθρωπος να καταδικασθή από τους νόμους, ή να γίνη στόχος της αδικίας των δικαστών. Αλλά παραμένει αληθές ότι σ” αυτή την περίπτωση το καλό δεν τιμωρείται σαν καλό. Ένας άδικος νόμος ή μια τυραννική εξουσία κάνει το καλό να εμφανίζεται εσφαλμένα σαν κακό, αλλά το αποτέλεσμα αυτού του παθήματος, που υποφέρεται άδικα, θα είναι σίγουρα η αναμόρφωση αυτού του νόμου, και η πτώση μιας τέτοιας εξουσίας. Ποτέ καμμία εξουσία δεν έχει θέσει σαν αρχή την τιμωρία του καλού και την αμοιβή του κακού, διότι εάν το κάνη, τούτο θα γίνη η καταστροφή της.
Ο «έπαινος» για τον οποίον μιλά ο Απόστολος, συνίσταται στην εκτίμηση που ο έντιμος άνθρωπος γενικά απολαμβάνει από τις αρχές, καθώς επίσης και στις τιμητικές λειτουργίες που καλείται ν” αναλάβη.
«Θεού γαρ διάκονος εστί σοι εις το αγαθόν»: Οι αρχές της πολιτείας είναι μια θεία υπηρεσία, που θεσπίσθηκαν για το καλό του κάθε πολίτη («σοι»), και, παρ” όλο που μπορεί να σφάλουν στην άσκηση του καθήκοντος τους, δεν μπορούμε ν” αρνηθούμε ότι σαν βασική αρχή είναι επιφορτισμένες να εξασφαλίσουν την δικαιοσύνη.
Την δύναμη της πολιτείας δεν την φοβάται παρά εκείνος που κάνει το κακό.
Η «μάχαιρα» ήταν ένα μεγάλο μαχαίρι με κεκαμμένη λάμα. Ο Παύλος αναφέρεται σε κείνη την «μάχαιρα» που φορούσαν στο πλάϊ τους οι ανώτεροι δικαστές στις Ρωμαϊκές επαρχίες, στους οποίους ανήκε το δικαίωμα της θανατικής καταδίκης.
Θα πρέπει να πούμε ότι είναι τελείως ακατάλληλο να εφαρμόσωμε εδώ την ιδέα της χάρης του Ευαγγελίου. Αλλά, κατά την στιγμή ακριβώς που η Πολιτεία εκτελεί πάνω στον εγκληματία το έργο της δικαιοσύνης στο οποίον έχει κληθεί, η Εκκλησία μπορεί, χωρίς τούτο να είναι καθόλου αντίθετο, να φέρη προς τον ίδιο άνθρωπο το έργο του ελέους, υπηρεσία που της έχει ανατεθεί από τον Θεό. Έτσι, ο Παύλος, παραδίδει «προς καταστροφή της σάρκας» (Α” Κορινθίους Ε4,5), τον άνθρωπο του οποίου εργάζεται την σωτηρία για την ημέρα του Χριστού. Και ο Πέτρος μας λέγει για ανθρώπους που χάθηκαν όταν «κρίθηκαν σύμφωνα με την σάρκα», αλλά προς τους οποίους κηρύχθηκε το Ευαγγέλιο, ώστε να ζουν «εν πνεύματι προς τον Θεόν». Η εμπειρία αποδεικνύει ακόμη ότι, η ελαχίστη τιμωρία από τον νόμο, γίνεται πολύ συχνά το μέσον που ανοίγει στην καρδιά του αμαρτωλού πόρτα για την θεία χάρη.
Η ποινή ειδικά του θανάτου ήταν το πρώτο καθήκον που ανετέθη στην πολιτεία κατά τον χρόνο που την θεμελίωσε ο Θεός, Γένεση Θ6: «Εκείνος που θα χύση αίμα ανθρώπου, υπό ανθρώπου θα χυθή το αίμα του. Διότι ο Θεός έκανε τον άνθρωπο κατά την εικόνα του». Είναι ο βαθύς σεβασμός της ανθρωπίνης ζωής, που σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτεί την θυσία της ανθρωπίνης ζωής. Η ερώτηση εδώ δεν είναι για μια απλή κοινωνική σκοπιμότητα, αλλά εκείνη του να κρατήση στην ανθρωπίνη συνείδηση το πρόσωπο του ανθρώπου στο επίπεδο της αξίας που ο Θεός ο Ίδιος του έχει δώσει.
«Έκδικος εις οργήν»: Του έχει ανατεθεί το αξίωμα του εκδικητή, για να ικανοποιήση τις απαιτήσεις της οργής του Θεού, της μόνης οργής που είναι τέλεια άγια.
Εδάφιο 5
«Διο ανάγκη υποτάσσεσθαι ου μόνον δια την οργήν, αλλά και δια την συνείδησιν.»
«Δια τούτο είναι ανάγκη να υποτάσσεσθε όχι μόνον ένεκα της οργής αλλά και δια λόγους συνειδήσεως.»
Εάν η πολιτεία ήταν οπλισμένη μόνον με τα μέσα τιμωρίας, θα ήταν αρκετό να την θεωρήσωμε με φόβο. Αλλά στην ουσία είναι ο αντιπρόσωπος του Θεού για να εξασφαλίση την δικαιοσύνη μεταξύ των ανθρώπων. Και απ” αυτό έπεται ότι είναι θέμα συνειδήσεως που πρέπει να της δίδεται η υποταγή.
Είναι φανερό ότι ο Απόστολος έχει μια πιο ευγενική ιδέα για την Πολιτεία, από εκείνες που κάνουν αυτόν τον θεσμό να βασίζεται μόνον σε ωφελιμιστικές βάσεις. Σαν θεμέλιο της θέτει μια θεία αρχή, και βλέπει σ” αυτή έναν κατ” ουσίαν ηθικό θεσμό. Αυτή η διδασκαλία είναι αναγκαία καθώς ο χριστιανός είναι καθημερινά μάρτυρας της διαφθοράς που βασιλεύει στις δημόσιες αρχές, και μπορεί να οδηγηθή σε αποδοκιμασία, όχι μόνον των καταχρήσεων που κάνουν, αλλά και του ιδίου του θεσμού τους.
Αλλά θα πρέπει να επισημανθεί ότι, θεωρόντας την συνείδηση σαν το έδαφος της υπακοής, ο Απόστολος θέτει έμμεσα το όριο αυτής της υπακοής. Εφόσον η πολιτεία κυβερνά στο όνομα του Θεού, όταν διατάσσει κάτι αντίθετο από τον νόμο του Θεού, δεν υπάρχει τίποτα άλλο να γίνη, από του να διαμαρτυρηθείς για να την κάνης να αισθανθή την αντίθεση μεταξύ της συμπεριφοράς της και της αποστολής της (ιδέ πιο πάνω το παράδειγμα των Αποστόλων). Και αυτό θα το κάνεις, συνεχίζοντας ν” αποδίδεις υποταγή στην θεία αρχή της πολιτείας, δια του σεβασμού με τον οποίον η εν λόγω διαμαρτυρία θα εκφρασθεί, και δια της ηρεμίας με την οποία θα γίνει δεκτή η ποινή που τυχόν θα επιβληθή.
Στα δύο εδάφια που ακολουθούν, ο Απόστολος βεβαιώνει, μ” ένα ειδικό γεγονός της δημόσιας ζωής, την παγκόσμια αποδοχή της ιδέας της πολιτείας, που μόλις έχει αναφερθεί (εδάφιο 6), και περνά από την αρχή, στις πρακτικές της εφαρμογές (εδάφιο 7).
Εδάφια 6,7
«Δια τούτο γαρ και φόρους τελείτε. Λειτουργοί γαρ Θεού εισίν εις αυτό τούτο προσκαρτερούντες. Απόδοτε ουν πάσι τας οφειλάς, τω τον φόρον τον φόρον, τω το τέλος το τέλος, τω τον φόβον τον φόβον, τω την τιμήν την τιμήν.»
«Αυτός είναι ο λόγος που πληρώνετε τους φόρους, διότι αι αρχαί είναι υπηρέται του Θεού, αφοσιωμένοι εις αυτό ακριβώς το έργον. Αποδώσατε λοιπόν εις όλους ό,τι τους οφείλεται. Φόρον εις εκείνον που οφείλεται φόρος, δασμόν εις εκείνον που οφείλεται δασμός, σεβασμός εις εκείνον που οφείλεται σεβασμός, τιμή εις εκείνον που οφείλεται τιμή.»
Υπάρχει μια συνήθεια που ασκείται παγκόσμια, και της οποίας κανένας δεν αμφισβητεί την σκοπιμότητα, αυτή είναι η πληρωμή φόρων για την στήριξη της Πολιτείας. Πως μπορούμε να εξηγήσωμε την προέλευση μιας τέτιας συνήθειας, εκτός παρά από την γενική πεποίθηση της επιτακτικής αναγκαιότητας της Πολιτείας.
«Λειτουργός»: Είναι από το λαός + έργο. «Λειτουργός του Θεού»: Είναι ένα δημόσιο αξίωμα που έχει ανατεθεί από τον Θεό, σαν τους Ιερείς και τους Λευίτες στην θεοκρατία. Αυτοί οι αξιωματούχοι μεταξύ των Ισραηλιτών υποστηριζόταν από το δέκατο. Η ίδια αρχή είναι που εξηγεί τον φόρο που πληρώνεται από τους πολίτες στην Πολιτεία, διότι, όπως είπαμε, η Πολιτεία επιτελεί έργο του Θεού.
«Λειτουργοί εις αυτό τούτο»: Λειτουργοί για αυτό ακριβώς το πράγμα, δηλαδή, να κάνουν να βασιλεύη η δικαιοσύνη, ελέγχοντας το κακό και αμείβοντας το καλό.
Το «προσκαρτερούντες» (προσέχοντας εκεί συνεχώς), φαίνεται με την πρώτη ματιά περιττό, αλλά έχει σαν σκοπό να διευκρινίση ακόμα περισσότερο την πληρωμή του φόρου. Οι υπεύθυνοι των αρχών, αφιερώνοντας όλον τους τον χρόνο στην διατήρηση της δημόσιας τάξης και στο καλό των πολιτών, δεν μπορούν οι ίδιοι να προμηθεύσουν τις ανάγκες τους, και θα πρέπει να συντηρούνται με τα έξοδα του κράτους.
Εδάφιο 7
«Απόδοτε ουν πάσι τας οφειλάς, τω τον φόρον τον φόρον, τω το τέλος το τέλος, τω τον φόβον τον φόβον, τω την τιμήν την τιμήν.»
«Πάσι»: Αναφέρεται σε όλους που είναι στα αξιώματα.
Ο συγγραφέας της επιστολής προς Διόγνητον, περιγράφοντας στον δεύτερο αιώνα την συμπεριφορά των χριστιανών κατά την διάρκεια διωγμών, την χαρακτηρίζει με τις εξής λέξεις: «Υβρίζονται και τιμώσι».
Πάνω σ” αυτό το εδάφιο ιδέ και Α” Πέτρου Β13-17.
Στην συνέχεια, απ” το καθήκον της υποταγής στην Πολιτεία, ο Παύλος περνά σε κείνο της δικαιοσύνης στις ιδιωτικές σχέσεις.
Εδάφιο 8
«Μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους. Ο γαρ αγαπών τον έτερον νόμον πεπλήρωκε».
«Σε κανένα να μη χρωστάτε τίποτε, παρά το να αγαπάτε αλλήλους. Εκείνος που αγαπά τον άλλον έχει εκπληρώσει τον νόμον.»
Ο Απόστολος και εδώ συνεχίζει πάνω στο καθήκον της δικαιοσύνης. Μόνο που γνωρίζει ότι δεν υπάρχει πιο μεγάλη εγγύηση για την άσκηση αυτού του καθήκοντος από την αγάπη. Αυτό είναι που τον οδηγεί να μιλήση πάλι για την αγάπη. Η αγάπη δεν αναφέρεται λοιπόν εδώ παρά σαν το στερεό βάθρο της δικαιοσύνης.
Ο πιστός δεν θα πρέπει να κρατήση κανένα άλλο χρέος στην ζωή του, από εκείνο που κάποιος δεν μπορεί ποτέ να ξεπληρώση, το χρέος που ανανεώνεται και ακόμα μεγαλώνει, αναλογικά καθώς ξεπληρώνεται: Εκείνο της αγάπης. Πράγματι, ο στόχος της αγάπης είναι άπειρος. Όσο πιο ενεργητική είναι η αγάπη, τόσο βλέπει τον στόχο της να πλαταίνη, διότι, καθώς είναι εφευρετική, πάντα ανακαλύπτει καινούργια αντικείμενα για την δραστηριότητα της. Ο πιστός φέρει λοιπόν αυτό το χρέος μαζί του σ” όλη του την ζωή (κεφάλαιο ΙΒ). Άλλο χρέος δεν μπορεί να φέρη επάνω του.
Αγαπόντας τώρα έτσι, βρίσκει ότι, σ” αυτή ακριβώς την πράξη, έχει εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις που ανήκουν στην περιοχή της δικαιοσύνης, και τις οποίες θα μπορούσε ο νόμος να του τις είχε επιθέσει. Η αγάπη μέσα στον νόμο δεν είναι μια εντολή σαν τις άλλες. Η αγάπη είναι από μόνη της η ουσία του νόμου.
Ο παρακείμενος «πεπλήρωκεν» δηλώνει ότι σ” αυτή την μία πράξη αγάπης, περιέχεται κατ” ουσίαν η εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που ορίζονται από τον νόμο, διότι κανείς δεν κλέβει, δεν σκοτώνει, δεν αδικεί, δεν προσβάλλει εκείνον που αγαπά. Αυτή είναι η σκέψη που αναπτύσσεται στα δύο επόμενα εδάφια.
Εδάφια 9,10
«Το γαρ «ου μοιχεύσεις», «ου φονεύσεις», «ου κλέψεις», «ουκ επιθυμήσεις», και ει τις ετέρα εντολή, εν τούτω τω λόγω ανακεφαλαιούται, εν τω, «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Η αγάπη τω πλησίον κακόν ουκ εργάζεται. Πλήρωμα ουν νόμου η αγάπη.»
«Διότι το «μη μοιχεύσεις», «μη φονεύσης», «μη κλέψης», «μη επιθυμήσης» και οποιαδήποτε άλλη εντολή συγκεφαλαιώνονται εις τα λόγια αυτά: «Να αγαπήση τον πλησίον σου όπως τον εαυτόν σου». Η αγάπη δεν προξενεί κακόν εις τον πλησίον, επομένως η αγάπη είναι εκπλήρωσις του νόμου.»
Η εντολή που απαγορεύει την επιθυμία αναφέρεται εδώ, διότι βάζει το δάκτυλο στην μυστική αρχή της παραβίασης όλων των υπολοίπων εντολών. Είναι πράγματι στην μάχη με αυτή την εσωτερική πηγή όλων των αδικιών, που η αγάπη εμφανίζεται σαν ο απαραίτητος βοηθός της δικαιοσύνης. Ποιό άλλο αίσθημα από την αγάπη θα μπορούσε να σβύση την επιθυμία;
Πριν προχωρήσουμε στην συνέχεια μας να πούμε δυό λόγια για την φύση της Πολιτείας, καθώς παρουσιάζεται στο Ρωμαίους ΙΓ.
Η θέση του Αποστόλου πάνω σ” αυτό το σπουδαίο θέμα είναι στην μέση μεταξύ δύο αντιθέτων λανθασμένων θέσεων, και των δύο εξ ίσου επικινδύνων: Εκείνης που αντιπαραθέτει την Πολιτεία στην Εκκλησία, και εκείνης που τις ταυτίζει.
Η πρώτη άποψη είναι αυτή που εκφράζεται στο περίφημα αξίωμα: «Η Πολιτεία είναι ασεβής, άθρησκη». Κάποιος είπε, «Η Πολιτεία είναι η σάρκα», αντιπαραθέτοντας την έτσι με την Εκκλησία, η οποία θα ήταν τότε η ενσάρκωση του Πνεύματος. Αυτή η γνώμη είναι εσφαλμένη, διότι η Πολιτεία αντιπροσωπεύει τον φυσικό άνθρωπο, και ο φυσικός άνθρωπος δεν είναι ούτε «άθρησκος», ούτε απλή «σάρκα». Υπάρχει μέσα του ένα ηθικό στοιχείο, ο νόμος, που είναι γραμμένος στην καρδιά (κεφάλαια Β14 και 15), και επί πλέον ένα θρησκευτικό στοιχείο, η φυσική αποκάλυψη του Θεού στην ανθρώπινη ψυχή (Α19-21). Και αυτά τα δύο στοιχεία, που είναι ανώτερα από την σάρκα, θα έπρεπε να εισέλθουν στην κοινωνία των φυσικών ανθρώπων οργανωμένων σαν πολιτεία. Αυτό είναι που ο Παύλος έχει δείξει, και που, σύμφωνα μ” αυτόν, δίνει έναν ηθικό και ακόμα θρησκευτικό χαρακτήρα στον θεσμό της Πολιτείας, καθώς μόλις είδαμε στην εξήγηση αυτού του χωρίου.
Αλλά από το άλλο μέρος, θα πρέπει να προσέχωμε να μην συγχέωμε αυτόν τον θρησκευτικό χαρακτήρα της Πολιτείας με τον χριστιανικό χαρακτήρα. Ο πιο καλός διαχωρισμός μεταξύ της χριστιανικής σφαίρας και της πολιτικής είναι αυτός που ο Παύλος κάνει σ” αυτά τα δύο κεφάλαια, ΙΒ και ΙΓ. Η μία ανήκει στην ψυχική τάξη, εξ αυτού το «πάσα ψυχή», ΙΓ1. Η άλλη είναι πνευματική, και υποθέτει πίστη (ΙΒ1-6). Η μία έχει την δικαιοσύνη σαν την βασική αρχή της υποχρέωσης, η άλλη την αγάπη. Στην μία ανήκουν μέσα εξαναγκασμού, διότι έχομε το δικαίωμα ν” απαιτήσωμε από κάθε άνθρωπο να εκπληρώση τα καθήκοντα της δικαιοσύνης. Η άλλη είναι η βασιλεία της ελευθερίας, διότι η αγάπη είναι ουσιαστικά αυθόρμητη, ελεύθερη, και δεν μπορεί να αξιωθή επιτακτικά από κανέναν.
Υπάρχει λοιπόν μια βαθειά διάκριση μεταξύ της Πολιτείας και της Εκκλησίας, σύμφωνα με την διδασκαλία του Παύλου, αλλά όχι αντίθεση, αντιπαράθεση, όπως κάτι τέτοιο δεν υπάρχει μεταξύ του νόμου και της χάρης, ή μεταξύ της δικαιοσύνης και της αγάπης. Καθώς ο νόμος στρώνει τον δρόμο για την χάρη, και καθώς η ενσυνείδητη άσκηση της δικαιοσύνης προετοιμάζει την ψυχή για την άσκηση της αγάπης, έτσι και η Πολιτεία, αναχαιτίζοντας το έγκλημα, διατηρεί την δημόσια τάξη, και δι” αυτής εκείνη την κατάσταση στην οποία η Εκκλησία μπορεί να προωθήση ήρεμα το έργο της, εκείνο του μετασχηματισμού των πολιτών της γης σε πολίτες της Βασιλείας των Ουρανών. Υπάρχει έτσι μια αμοιβαία υπηρεσία που οι δύο θεσμοί προσφέρουν ο ένας στον άλλον.
Αλλά πρέπει να προσέχωμε να μη πάμε παραπέρα. Η Εκκλησία δεν έχει τίποτα περισσότερο να ζητήση από την Πολιτεία από την ελευθερία της, δηλαδή, το κοινό δικαίωμα. Έτσι δηλώνει ο ίδιος ο Παύλος , Α” Τιμόθεο Β1 και 2. Και από την πλευρά της η Πολιτεία, δεν πρέπει να παντρεύεται τα ενδιαφέροντα της Εκκλησίας, ούτε επομένως να επιθέτη πάνω σ” αυτή την κοινωνία ανθρώπων, στον σχηματισμό της οποίας δεν έχει συνεισφέρει, κανένα πιστεύω ή κανόνα. Μια και η ουσία και ο προορισμός αυτών των δύο κοινωνιών είναι διαφορετικός, η διοίκηση τους πρέπει να παραμένη χωριστή.
Ο Παύλος μέχρι εδώ έχει τελειώσει την ανάπτυξη του για τα καθήκοντα του χριστιανού σαν μέλους της πολιτικής κοινωνίας. Παραμένει γι” αυτόν τώρα να στρέψη την σκέψη των αναγνωστών του σε κείνο, που μπορεί να στηρίξη τον ζήλο τους και την επιμονή τους στην εκτέλεση όλων αυτών των θρησκευτικών και κοινωνικών υποχρεώσεων.
Η Προσμονή του Ερχομού του Χριστού Κίνητρο για τον Χριστιανικό Αγιασμό. ΙΓ11-14.
Αυτό το χωρίο είναι το αντίστοιχο εκείνου με το οποίο ο Απόστολος είχε αρχίσει την ηθική του διδασκαλία, ΙΒ1 και 2. Εκεί είχε εκθέσει τούτη την αρχή: Μια ζωντανή αφιέρωση του σώματος στον Θεό, κάτω από την οδηγία ενός νου ανανεωμένου δια πίστεως στους οικτιρμούς του Θεού. Αυτή είναι η δύναμη που θα ωθεί και θα στηρίζει τον πιστό στο διπλό του, πνευματικό και πολιτικό περπάτημα.
Αλλά για να είναι αυτή η πορεία και σταθερή και συνεχής, εκεί, στην δύναμη που ωθεί τον πιστό, θα πρέπει να προστεθή μια ελκυστική δύναμη που ασκείται στην καρδιά του από έναν στόχο, μια ελπίδα συνεχώς παρούσα σ” αυτόν δια πίστεως. Αυτή την ένδοξη προσμονή είναι που ο Απόστολος μας θυμίζει στο ακόλουθο χωρίο. Το χωρίο, ΙΒ1,2 ήταν το θεμέλιο. Αυτό εδώ, ΙΓ11-14, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του οικοδομήματος του χριστιανικού αγιασμού.
Εδάφια 11,12
«Και τούτο, ειδότες τον καιρόν, ότι ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι. Νυν γαρ εγγύτερον ημών η σωτηρία ή ότε επιστεύσαμεν. Η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν. Αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός.»
«Αυτά να κάνετε, τοσούτω μάλλον καθ” όσον γνωρίζετε σε τι καιρόν ζούμε: ότι είναι πλέον ώρα να ξυπνήσετε από τον ύπνον, διότι τώρα είναι πλησιέστερα σ” εμάς η σωτηρία παρά τότε που επιστέψαμε. Η νύχτα επροχώρησε. Η ημέρα επλησίασε. Ας πετάξουμε λοιπόν τα έργα του σκότους και ας οπλισθούμε με τα όπλα του φωτός.»
«Και τούτο»: Εδώ ο Παύλος συνοψίζει όλες τις προηγούμενες οδηγίες, όλες τις υποχρεώσεις της αγάπης και της δικαιοσύνης, που απαριθμήθηκαν στα κεφάλαια ΙΒ και ΙΓ, με σκοπό να περάση στο τέταρτο και τελευταίο κομμάτι αυτού του μέρους: «Και όλα αυτά (τα εκπληρώνομε), γνωρίζοντας…»
Η πιστότητα για την πραγματοποίηση μιας τέτοιας ζωής βασίζεται στην γνώση που οι χριστιανοί έχουν για την παρούσα κατάσταση του κόσμου και την σοβαρότητα της: «Η παρούσα ώρα είναι σοβαρή. Ο χρόνος είναι σύντομος. Σύντομα δεν θα μπορούμε να εργασθούμε πλέον στο έργο του αγιασμού μας. Δεν πρέπει να χαθή ούτε στιγμή».
Στην φράση, «ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι», ο Απόστολος συγκρίνει την θέση του χριστιανού μ” εκείνη ενός ανθρώπου που έχει αρχίσει να ξυπνά απ” τον ύπνο στον οποίον ήταν βυθισμένος, και ο οποίος, με μια ενεργητική πράξη, ζητά να αποτινάξη τα τελευταία υπολείμματα της υπνηλίας. Ο «ύπνος» είναι το σύμβολο της κατάστασης του ανθρώπου που έχει λησμονήσει τον Θεό και έχει αποξενωθεί απ” Αυτόν, αναπαυόμενος σε μια σαρκική ασφάλεια μέσα στον κόσμο. Το «ξύπνημα» είναι η πράξη δια της οποίας ο άνθρωπος φθάνει στην ζωντανή πεποίθηση της υπευθυνότητας του, παραδίδεται στην παρόρμηση της προσευχής που τον σύρει προς τον Θεό, και έρχεται σε κοινωνία μαζί Του, για να επιτύχη, μέσω του Χριστού, την συγνώμη των αμαρτιών του και την Θεία βοήθεια.
Όσον τώρα αφορά το ξύπνημα, οι αναγνώστες του Παύλου το είχαν ήδη δοκιμάσει. Αλλά οι περισσότεροι που είχαν «ξυπνήσει» στην Εκκλησία, είχαν ακόμα ανάγκη ξυπνήματος. Και αυτός είναι ο λόγος που τους θυμίζει ότι, το βασικό στην παρούσα κατάσταση είναι το να ξυπνήσουν πλήρως.
Η ανάγκη του πλήρους ξυπνήματος προκύπτει από την ταχύτητα με την οποία η «ημέρα» προς την οποία βαδίζομε πλησιάζει. Τούτη η «ημέρα» είναι η αποφασιστική στιγμή του ερχομού του Χριστού, την οποία ο Παύλος την συγκρίνει (εδάφιο 12) με την ανατολή του ηλίου. Εδώ την ονομάζει «σωτηρία», διότι αυτή θα είναι η ώρα της πλήρους απολύτρωσης για τους πιστούς, σύγκρινε Ε10, Η23-25, Ι 10.
Η πορεία των γεγονότων προς αυτόν τον στόχο, ή αυτού του στόχου προς εμάς, είναι τόσο γρήγορη, λέγει ο Απόστολος, ώστε το διάστημα που μας χωρίζει απ” αυτόν έχει ήδη μειωθεί αισθητά, από τότε που αυτός και οι αναγνώστες του ήλθαν στην πίστη.
Για ν” αντιληφθούμε αυτά τα λόγια, που παραξενεύουν κάπως, όταν σκεφθούμε τους αιώνες που ακολούθησαν μετά που αυτά γράφηκαν, θα πρέπει να θυμηθούμε:
1ον. Ο Κύριος έχει πει ότι η επιστροφή Του θα λάβη χώρα, όταν όλα τα Έθνη της γης θα έχουν ακούσει το Ευαγγέλιο Του.
2ον. Ο Απόστολος, κυττάζοντας πίσω στην δική του πορεία, και βλέποντας τον όλο σχεδόν γνωστό κόσμο να ευαγγελίζεται από τις προσπάθειες του (Κολ. Α6), μπορεί να λέγει, χωρίς να υπερβάλλει, ότι η ιστορία της Βασιλείας του Θεού έχει κάνει ένα βήμα εμπρός κατά την διάρκεια της διακονίας του.
Αυτά τα λόγια βέβαια υποθέτουν ότι ο Απόστολος δεν είχε ιδέα των αιώνων που θα περνούσαν πριν τον ερχομό του Χριστού. Η αποκάλυψη του Κυρίου τον είχε διδάξει ότι θα επέστρεφε, αλλά όχι και το πότε θα επέστρεφε. Και όταν ζητιόταν να καθορισθή αυτός ο χρόνος, ο ίδιος αντετίθετο σ” αυτή την προσπάθεια (Α” Θεσσ. Ε1,2, Β” Θεσσ. Β1 και συνέχεια).
Μερικές φορές εκφράζεται σαν ένας πιθανός μάρτυρας αυτού του γεγονότος (Α” Θεσσ. Δ17, Α” Κορ. ΙΕ52). Μερικές φορές σαν να μη πρόκειται να λάβη ο ίδιος μέρος σ” αυτό, Α” Κορ. ΣΤ14 («ημάς», το σωστό κείμενο), Β” Τιμ. Δ18. Και δεν είναι έτσι που εμείς πρέπει να ζούμε συνεχώς, περιμένοντας χωρίς διακοπή; Δεν είναι αυτή η στάση η πλέον ευνοϊκή για την πρόοδο στον αγιασμό; Δεν αξιώνει ο Κύριος από τους δικούς Του αυτή την στάση όταν λέγη, Λουκάς ΙΒ36: «Να είσθε σαν τους δούλους εκείνους που περιμένουν τον κύριο τους απ” τους γάμους, ώστε όταν έλθη και κτυπήση την πόρτα να του ανοίξουν αμέσως.»;
Και εάν δεν είναι Αυτός που θα έλθη σε μας με την Παρουσία, δεν είναι εμείς που θα πάμε σ” Αυτόν με τον θάνατο μας; Δεν είναι ο θάνατος για τον καθέναν ότι είναι η Παρουσία για την Εκκλησία – η συνάντηση με τον Κύριο; Το διάστημα λοιπόν μεταξύ του χρόνου, όταν οι αναγνώστες της επιστολής είχαν έλθει στην πίστη, και εκείνου που θα λάβει χώρα αυτή η συνάντηση, ατομική ή ομαδική, είχε αισθητά μειωθεί απ” την ημέρα της μεταστροφής τους.
Εδάφιο 12
«Η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν. Αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός.»
Απ” το ένα μέρος, η νύχτα προχώρησε, από το άλλο, η ημέρα ήλθε πλησιέστερα. Η πρώτη απ” αυτές τις εικόνες δηλώνει ότι ο χρόνος που χορηγήθηκε στον παρόντα κόσμο να συνεχίση την ζωή του χωρίς τον Θεό έχει προχωρήσει, έχει συντομευθεί. Η δεύτερη, ότι η εμφάνιση της Βασιλείας του Χριστού έχει πλησιάσει. Από εδώ βγαίνει ένα διπλό συμπέρασμα: Καθώς η νύκτα διαλύεται, θα έλθη ένα τέλος στα έργα της νύκτας. Και καθώς η ημέρα αρχίζει να φωτίζη, το ξύπνημα μας θα πρέπει να ολοκληρωθή, και θα πρέπει να γίνη η περιποίηση μας και το ντύσιμο μας για την ημέρα που ήλθε.
«Τα έργα του σκότους»: Το κάθε τι που δεν τολμά να το κάνη κάποιος την ημέρα, στο φως (εδάφιο 13).
«Τα όπλα του φωτός»: Ο Παύλος μπορεί ν” αναφέρεται στον θώρακα, την περικεφαλαία και τα σανδάλια του Ρωμαίου στρατιώτη, όπλα που μπορούν να θεωρηθούν ρούχα που φοριούνται το πρωί σε αντικατάσταση των ρούχων της νύκτας. Αλλά η όλη περιγραφή εδώ δεν φαίνεται να έχη εφαρμογή σε ημέρα μάχης. Μάλλον δείχνει ότι η εν λόγω ημέρα είναι μια ημέρα ειρηνικής εργασίας. Και γι” αυτό, το πιθανώτερο είναι ότι το «όπλα» έχουν εφαρμογή εδώ στα ρούχα του εργάτη ο οποίος, από νωρίς το πρωί, είναι σε ετοιμότητα για την ώρα, όταν ο κύριος του του αναθέσει το έργο του. Αυτές οι εικόνες βρίσκουν την εφαρμογή τους στα εδάφια 13 και 14. Τα έργα της νύκτας, στο εδάφιο 13. Τα όπλα του φωτός, στο εδάφιο 14.
Εδάφια 13,14
«Ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν, μη κώμοις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω. Αλλ” ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθε εις επιθυμίας».
«Ας είναι η συμπεριφορά μας σεμνή, όπως όταν είναι ημέρα, όχι συμπόσια και μεθύσια, όχι ακολασίες και ασέλγειες, όχι έριδες και ζηλοτυπίες, αλλ” ενδυθήτε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και μη φροντίζετε δια την σάρκα δια να ικανοποιήσετε τας επιθυμίας της.»
Το να θέσωμε κατά μέρος κάθε τι που ανήκει στην νύκτα της ζωής του κόσμου, δεν είναι παρά το πρώτο μέρος της προετοιμασίας, στην οποία καλούμεθα από την ανατολή της μεγάλης ημέρας. Η μέριμνα μας πρέπει να είναι, πέραν αυτού, και το να «φορέσωμε» τις διαθέσεις της καρδιάς που είναι σε συμφωνία μ” ένα τόσο άγιο και λαμπρό φως. Ποιά είναι αυτή η νέα στολή με την οποία πρέπει να βιαστούμε ν” αντικαταστήσωμε την παλαιά; Ο Παύλος την αναφέρει με την φράση, «ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν». Σίγουρα, εδώ μιλά για τον Χριστό όχι σαν την δικαίωση μας, αλλά σαν τον αγιασμό μας, Α” Κορ. Α30. Η ετοιμασία του πιστού εν όψει της σωτηρίας που πλησιάζει, συνίσταται ακριβώς στο να ενδυθή τον Χριστό, στο να οικειοποιηθή, σε συνεχή κοινωνία μαζί Του, όλα Του τα αισθήματα, και όλους Του τους τρόπους ενεργείας. Ο Χριστός γίνεται έτσι για τους λυτρωμένους Του το ένδυμα για την γιορτή του γάμου. Ο χριστιανός δεν θα είναι σε θέση να σταθή εμπρός Του, παρά όσον «ευρεθεί εν Αυτώ» (Φιλιππησίους Γ9).
Αυτό το καθαρό ένδυμα του πιστού (η αγιότητα του Χριστού την οποία οικειοποιείται), θα πρέπει να κρατηθή μακρυά από κάθε κηλίδα.
Αλλά ο Απόστολος εδώ διακρίνει μια πολύ κοινή αδυναμία, η οποία δεν πολυαυτοκαταδικάζεται. Ενάντια σ” αυτήν αισθάνεται την ανάγκη να επιστήση την προσοχή των αναγνωστών του. Είναι μια τρυφηλότητα, μια φιληδονία, η οποία δεν έχει τον χονδροειδή χαρακτήρα των έργων του σκότους, και η οποία μπορεί ακόμα να προσλάβη μια νόμιμη μορφή: «Της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθε εις επιθυμίας».
Το σώμα, όντας ένας υπηρέτης, δεν θα πρέπει να φροντίζεται; Ο Απόστολος δεν το αρνείται. Αλλά το να λάβης φροντίδα για το σώμα, και το να είσαι απορροφημένος με το πως θα το ικανοποιήσεις, είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Η έκφραση «πρόνοιαν ποιείσθαι», δείχνει καθαρά μια σκέψη που στοχεύει, με μια ορισμένη ένταση, προς την σαρκική απόλαυση.
Η έννοια της αμαρτίας δεν φαίνεται να περιέχεται στην λέξη «σάρκα», η οποία εδώ δηλώνει απλά την φύση μας, έτσι όπως είναι συγκροτημένη με τις επιθυμίες και τα συναισθήματα της. Θα πρέπει μάλλον να ευρεθή στον όρο «πρόνοιαν ποιείσθαι».
Ο Παύλος δεν απαγορεύει στον πιστό να δεχθή μια ευχαρίστηση που έρχεται από μόνη της. Ιδέ π.χ. το Πράξεις ΚΖ3, όπου αναφέρεται ότι ο Ιούλιος ο εκαντόταρχος επέτρεπε στον Παύλο να μεταβαίνη στους φίλους του για να τον φροντίζουν. Αλλά το να δεχθής με ευχαρίστηση την ικανοποίηση που ο Θεός σου δίνει, είναι ένα πράγμα τελείως διαφορετικό, από του να πηγαίνης εις αναζήτηση της ευχαρίστησης. Σ” αυτή την δεύτερη περίπτωση υπάρχει μια αδυναμία, ή, για να το πούμε πιο καλά, μια κηλίδα που μολύνει το ρούχο των γάμων πολλών χριστιανών.
«Εις επιθυμίας». Μπορούμε να το πάρωμε κατά δύο τρόπους: α) «Μην απορροφείσθε στο να ικανοποιείτε επιθυμίες», ή, β) «Μην απορροφείσθε με την ικανοποίηση της σάρκας, πράγμα που θα ξεσηκώση επιθυμίες μέσα σας».
Τελειώνοντας και τούτο το τμήμα της επιστολής, ν” αναφέρωμε την κεντρική ιδέα των τεσσάρων μερών του: Η πίστη στους οικτιρμούς του Θεού σαν η βάση της χριστιανικής ζωής (ΙΒ1,2). Η πραγματοποίηση αυτής της ζωής στις δύο σφαίρες, θρησκευτική και πολιτική, κάτω από τον υπέρτατο νόμο της αγάπης (ΙΒ3-21 και ΙΓ1-10). Τέλος, το μάτι της ελπίδας συνεχώς προσηλωμένο στον ερχομό του Χριστού, σαν η πηγή της προόδου στον αγιασμό (ΙΓ11-14). Αυτά τα τέσσερα μέρη, που μπορεί να μειωθούν σε τρία, μας φέρουν στην συνήθη τριάδα του Παύλου: Πίστη, αγάπη και ελπίδα (Α” Θεσσ. Α3, Α” Κορ. ΙΓ13, κ.λ.π.).