Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (46/50) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (46/50)





ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 14
Το ακόλουθο χωρίο είναι μια πρακτική εφαρμογή του νόμου της αγάπης που αναπτύχθηκε πιό πάνω, κεφάλαια ΙΒ και ΙΓ. Είναι η αγάπη στη μορφή της αυτοθυσίας, που συνέστησε προηγουμένως ο Παύλος.

Ποιό να ήταν το θέμα της διαφοράς απόψεων στην οποία αναφέρεται η ακόλουθη οδηγία; Το εδάφιο 2 αποδεικνύει ότι ένας ορισμένος αριθμός χριστιανών στην Ρώμη ενόμιζαν ότι θα έπρεπε να απέχουν από την χρήση κρεάτων και κρασιού. Και είναι πιθανόν, εδάφια 5 και 6, ότι οι ίδιοι άνθρωποι ένωναν σ” αυτή την αποχή, την επιμελή τήρηση ορισμένων ημερών, που τους φαινόταν πιο άγιες από τις άλλες. Αυτή η ομάδα δεν φαίνεται να ήταν μεγάλη, ή με επιροή. Και ο Παύλος, μακρυά από του να τους μεταχειρίζεται καθώς μεταχειρίστηκε εκείνους που διεστρέβλωναν το Ευαγγέλιο στην Γαλατία, στην Κόρινθο, ή στις Κολοσσαίς, φαίνεται μάλλον να έκλινε να τους πάρη κάτω από την προστασία του, απέναντι των υπολοίπων στην Εκκλησία.
Το ερώτημα είναι, από που προήλθαν τέτοιες ιδέες. Θα πρέπει εδώ να πάμε πίσω, πιο πίσω και από τον νόμο. Σύμφωνα με την διήγηση της Γένεσης, το κρέας των ζώων αρχικά δεν επιτρεπόταν στον άνθρωπο (Γένεση Α29). Δεν ήταν παρά μετά τον κατακλυσμό που του επετράπη (Θ3). Η εφεύρεση του κρασιού χρονολογείται επίσης απ” αυτή την τελευταία εποχή, και η κατάχρηση αυτού του ποτού άρχισε με την ανακάλυψη του. Και είναι εύκολο ν” αντιληφθούμε πως τέτοια βιβλικά προηγούμενα έχουν απασχολήσει τους σοβαρούς αναγνώστες της Παλαιάς Διαθήκης, και τους οδήγησαν στην αποχή για την οποία μιλά το κείμενο μας. Σ” αυτή την συμπεριφορά καμμία χριστιανική αρχή δεν ερχόταν σε σοβαρό συμβιβασμό. Ήταν απλά μια προσπάθεια επιστροφής στο αρχικό σύστημα, και η οποία εύκολα παρουσιαζόταν σαν η πιο φυσιολογική. Και έτσι εξηγείται γιατί ο Απόστολος ούτε που αγγίζει την ρίζα της ερώτησης, και καταπιάνεται μόνο με την πλευρά η οποία ενδιαφέρει, την διατήρηση της αρμονίας μεταξύ των μελών της Εκκλησίας.
Θα πρέπει να ήταν μάλλον στα γεύματα της αγάπης, που ξέσπασε αυτή η διαφορά, και έδωσε αφορμή για ορισμένες οδυνηρές σκηνές, για τις οποίες ο Παύλος επιθυμούσε να έλθη ένα τέλος.
Από μερικούς έχει νομισθεί ότι ο Απόστολος, στο πρώτο μέρος αυτού του κεφαλαίου, εδάφια 1-12, απευθύνεται στους αδυνάτους, έχοντας κατά νου να ελέγξη την άδικη κρίση τους πάνω στους δυνατούς, και ότι στο δεύτερο, εδάφια 13-23, απευθύνεται στους δυνατούς, για να τους καλέση στην άσκηση της επιείκειας προς τους αδυνάτους. Αυτή η άποψη δεν φαίνεται ακριβής, τουλάχιστον ως προς το πρώτο μέρος. Μάλλον ο Παύλος αρχίζει απευθυνόμενος και στους δύο σ” αυτό το μέρος, για να τους δείξη το καθήκον της αμοιβαίας ανοχής. Στην συνέχεια στρέφεται ιδιαίτερα προς τους δυνατούς, στο δεύτερο μέρος, για να τους θυμίση την διακριτική στάση που η αγάπη αξιώνει απ” αυτούς προς τους αδυνάτους.
Εδάφια 1-12
Εδάφια 1,2

«Τον δε ασθενούντα τη πίστει προσλαμβάνεσθε, μη εις διακρίσεις διαλογισμών. Ος μεν πιστεύει φαγείν πάντα, ο δε ασθενών λάχανα εσθίει.»
«Εκείνον που είναι ασθενής κατά την πίστιν, να τον δέχεσθε, αλλ” όχι δια συζητήσεις γνωμών. Ο ένας πιστεύει ότι επιτρέπεται να φάγη από όλα, αλλ” ο ασθενής τρώγει λάχανα.»
«Ο ασθενών τη πίστει»: Δηλώνει κάποιον του οποίου η πίστη κλονίζεται, αδυνατίζει σε μια δεδομένη στιγμή, και σε μια ειδική περίπτωση.

«Προσλαμβάνεσθε»: Να τον δέχεσθε με τρυφερότητα, σύγκρινε ΙΕ7.
«Μη εις διακρίσεις διαλογισμών»: Αλλά καθώς τους δέχεσθε να μην μπαίνετε σε διαμάχες, που στο τέλος δεν θα τελειώσουν παρά σε μάταιους διαλογισμούς.
«Πιστεύει φαγείν πάντα»: Έχει πίστη αρκετά σταθερή ώστε να είναι σε θέση να τρώγη το κάθε τι χωρίς ενδοιασμό.
Εδάφιο 3

«Ο δε εσθίων τον μη εσθίοντα μη εξουθενείτω, και ο μη εσθίων τον εσθίοντα μη κρινέτω. Ο Θεός γαρ αυτόν προσελάβατο.»
«Εκείνος που τρώγει, ας μη περιφρονή εκείνον που δεν τρώγει, και εκείνος που δεν τρώγει, ας μη κρίνη εκείνον που τρώγει, διότι ο Θεός τον έχει δεχθή.»
Αυτό το εδάφιο περιέχει το θέμα που πρόκειται ν” αναπτυχθή έως το εδάφιο 12.

Το ρήμα «εξουθενείτω» εφαρμόζεται σ” αυτόν που αισθάνεται τον εαυτόν του δυνατό, και θεωρεί με περιφρόνηση την δειλή συμπεριφορά του αδυνάτου.
Το ρήμα «κρίνη» ταιριάζει σ” αυτόν τον τελευταίο, ο οποίος, μη καταλαβαίνοντας την ελευθερία του δυνατού, προχωρά και την θεωρεί κατάχρηση.
«Ο Θεός γαρ αυτόν προσελάβετο»: Ένα πρόσωπο το οποίον ο Θεός έχει πάρει κοντά Του, που το έχει κάνει δικό Του, δεν θα πρέπει να κρίνεται με ελαφρότητα από τον αδελφό του, σαν να ήταν ένα πρόσωπο ξένο προς τον Κύριο. Αυτό είναι εκείνο που αναπτύσσεται στο επόμενο εδάφιο.
Εδάφιο 4

«Συ τις ει ο κρίνων αλλότριον οικέτην; Τω ιδίω κυρίω στήκει ή πίπτει. Σταθήσεται δε. Δυνατός γαρ εστιν ο Θεός στήσαι αυτόν.»
«Ποιός είσαι εσύ που κρίνεις ξένον υπηρέτην; Το αν θα σταθή ή θα πέση αφορά τον δικόν του κύριον, θα σταθή όμως, διότι ο Θεός έχει την δύναμιν να τον κάνη να σταθή».
Η κεντρική ιδέα εδώ είναι: Είναι προς όφελος ή ζημία του κυρίου του, και όχι του συνδούλου του, που ένας δούλος εκπληρεί ή αμελεί τα καθήκοντα του.

Οι όροι «στήκει», «πίπτει» αναφέρονται όχι στην αθώωση ή την καταδίκη του πιστού κατά την κρίση, αλλά στην καθημερινή του πιστότητα ή ολιγοπιστία, και στο δυνάμωμα ή αδυνάτισμα της εσωτερικής του σχέσης προς τον Χριστό. Εκείνο που αποδεικνύει αυτή την άποψη είναι το έδαφος για εμπιστοσύνη που δείχνεται στις λέξεις: «Ναι, θα σταθή. Διότι ο Θεός είναι δυνατός να τον στήση.» Δεν υπάρχει ανάγκη για «στήσιμο» την ημέρα της κρίσης. Βεβαίως, θεωρείται δεδομένη η ειλικρίνεια του δούλου στην γραμμή συμπεριφοράς που έχει υιοθετήσει, έστω και αν σφάλλη σ” ένα συγκεκριμένο σημείο. Ο Παύλος βεβαιώνει ότι ο Κύριος είναι σε θέση να τον κρατήση σε κοινωνία με τον εαυτόν Του.
Εδάφια 5,6

«Ος μεν κρίνει ημέραν παρ” ημέραν, ος δε κρίνει πάσαν ημέραν. Έκαστος εν τω ιδίω νοϊ πληροφορείσθω. Ο φρονών την ημέραν Κυρίω φρονεί, και ο μη φρονών την ημέραν Κυρίω ου φρονεί. Και ο εσθίων Κυρίω εσθίει. Ευχαριστεί γαρ τω Θεώ. Και ο μη εσθίων Κυρίω ουκ εσθίει, και ευχαριστεί τω Θεώ.»
«Ο ένας θεωρεί μίαν ημέραν καλύτερη από την άλλην, ενώ για άλλον κάθε ημέρα είναι το ίδιο. Ο καθένας ας σχηματίση δικήν του πεποίθησιν. Εκείνος που κάνει διάκρισιν ως προς την ημέραν, το κάνει δια τον Κύριον, και εκείνος που δεν κάνει διάκρισιν, το κάνει πάλιν δια τον Κύριον. Και εκείνος που τρώγει δια τον Κύριον τρώγει, διότι ευχαριστεί τον Θεόν, και εκείνος που δεν τρώγει, δια τον Κύριον δεν τρώγει και ευχαριστεί τον Θεόν».
Οι «ημέρες» είναι εκείνες των Ιουδαϊκών εορτών, τις οποίες οι εξ Ιουδαίων χριστιανοί συνέχισαν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, να τις κρατούν (Σάββατα, νέα σελήνη, κ.λ.π. (Κολ.Β15)).

«Κρίνει ημέραν παρ” ημέραν»: Ξεχωρίζει ημέρες ότι αξίζουν πιο πολύ ν” αγιασθούν.
Μεταξύ αυτών των δύο τρόπων ενεργείας, ο Απόστολος δεν αποφασίζει. Εκείνο που ζητά από τον καθένα είναι η πρακτική του να υπακούη μια προσωπική και ελεύθερη πεποίθηση. Η έκφραση «εν τω ιδίω νοϊ» περιέχει την ιδέα μιας σοβαρής εξέτασης, και ο όρος «πληροφορείσθαι», δηλώνει μια κατάσταση πεποίθησης, που δεν αφήνει τον παραμικρό χώρο για κανέναν δισταγμό.
Εδάφιο 6

«Ο φρονών την ημέραν Κυρίω φρονεί, και ο μη φρονών την ημέραν Κυρίω ου φρονεί. Και ο εσθίων Κυρίω εσθίει. Ευχαριστεί γαρ τω Θεώ. Και ο μη εσθίων Κυρίω ουκ εσθίει, και ευχαριστεί τω Θεώ.»
Ο Απόστολος αναφέρει την αιτία γιατί οι δύο γραμμές συμπεριφοράς είναι εξ ίσου παραδεκτές. Είναι διότι, αντίθετες καθώς είναι, εμπνέονται από μία και την ίδια επιθυμία, εκείνη του να υπηρετήσουν τον Κύριο. Ο Παύλος εννοεί ότι ο άνθρωπος ο οποίος, στην θρησκευτική του πρακτική, κρατεί τις Ιουδαϊκές ημέρες εορτής, το κάνει με τον σκοπό ν” αποδώση υποταγή στον Κύριο, αναπαυόμενος εν Αυτώ, καθώς ο άνθρωπος που δεν τις κρατεί, το κάνει με τον σκοπό να εργασθή ενεργητικά γι” Αυτόν.

Απ” αυτά τα λόγια του Αποστόλου μερικοί έχουν φθάσει στο συμπέρασμα ότι, η υποχρέωση του να κρατάμε την Κυριακή, σαν μια μέρα θεσπισμένη απ” τον Θεό, δεν συμβιβάζεται με την χριστιανική πνευματικότητα, όπως την αντιλαμβανόταν ο Παύλος. Το κείμενο όμως δεν μας επιτρέπει να εξάγουμε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Ο πιστός που κρατά την Κυριακή, δεν το κάνει ούτε κατ” ελάχιστον κάτω από την σκέψη του ν” αποδώση σ” αυτή την ημέρα μια μεγαλύτερη αγιότητα από εκείνη των άλλων ημερών. Κατ” αυτόν, σύμφωνα με την σκέψη του Παύλου, όλες οι ημέρες είναι ίσες σε άγια αφιέρωση. Καθώς η ανάπαυση δεν είναι αγιώτερη από την εργασία, έτσι και η Κυριακή δεν είναι αγιώτερη από τις άλλες ημέρες. Είναι μια άλλη μορφή αφιέρωσης, η περιοδική επανάληψη της οποίας, σαν τις εναλλαγές του ύπνου και της εγρήγορσης, καθίσταται αναγκαία από τις συνθήκες της φυσικο-ψυχικής μας ύπαρξης. Ο χριστιανός δεν παύει να είναι άνθρωπος με το που έγινε ένας πνευματικός άνθρωπος. Και καθώς μια μέρα ανάπαυσης στις επτά θεσπίσθηκε από τον Θεό, κατά την Δημιουργία, για λογαριασμό της φυσικής ανθρωπότητας, δεν μπορείς να πεις ότι ο πιστός δεν χρειάζεται αυτή την περιοδική ανάπαυση, ακριβώς όπως και ο μη αναγεννημένος άνθρωπος.
«Το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο», και τόσο όσο ο χριστιανός διατηρεί την γηίνη του φύση, αυτά τα λόγια ισχύουν και γι” αυτόν, και δεν θα έπρεπε να στραφούν προς ζημίαν του, αλλά προς όφελος της πνευματικής του ζωής. Η τήρηση της Κυριακής, αντιληπτής κατ” αυτόν τον τρόπο, δεν έχει τίποτα κοινό με την τήρηση του Σαββάτου, που διαιρεί την ζωή σε δύο μέρη, το ένα άγιο, και το άλλο κοσμικό. Είναι αυτή η νομική διάκριση που ο Παύλος εξαιρεί στο εδάφιο μας 5 και στο Κολοσσαείς Β.
Στο θέμα τώρα των φαγητών: Σαν μια απόδειξη ότι αυτός που τρώγει (το κάθε τι), τρώγει για τον Κύριο, ο Απόστολος προβάλλει («γαρ») το γεγονός ότι ευχαριστεί γι” αυτά τα φαγητά. Το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνονται αυτές οι ευχαριστίες είναι ο Θεός σαν ο Δημιουργός της φύσης.
Αυτά τα τόσο αξιοσημείωτα λόγια μας προμηθεύουν την απάντηση σε όλες εκείνες τις ερωτήσεις περιπτωσιολογίας, που τόσο συχνά προκύπτουν στην χριστιανική ζωή, και προκαλούν τόση αμηχανία στον πιστό: «Μου επιτρέπεται αυτή ή άλλη ευχαρίστηση;». Η απάντηση είναι, «Ναί, εάν μπορώ να την απολαύσω για τον Κύριο, και ενώ Τον ευχαριστώ γι” αυτή». Ή, «Όχι εάν δεν μπορώ να την λάβω σαν δώρο από το χέρι Του, και να Τον ευλογήσω γι” αυτήν». Αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης της ερώτησης, σαν τούτη προκύψει, σέβεται, ταυτόχρονα, τα δικαιώματα του Κυρίου, και εκείνα της ατομικής μας ελευθερίας.
Η αντίθεση μεταξύ αυτών των δύο τρόπων ενεργείας, συμμετέχοντας και απέχοντας, τους οποίους θα πρέπει να προσέχωμε να μην τους μεταστρέφωμε σε μια αντίθεση πιστότητας και απιστίας, δεν είναι παρά η ειδική εφαρμογή μιας πιο γενικής αντίθεσης που διεισδύει το όλον της ανθρωπίνης ζωής: Εκείνης μεταξύ του να ζης και του να είσαι νεκρός. Ο Παύλος, πάντα κάτω από την ανάγκη του να αγκαλιάζει τις ερωτήσεις σ” όλο τους το πλάτος, επεκτείνει, στα ακόλουθα εδάφια, εκείνη με την οποία μόλις ασχολήθηκε, στην όλη περιοχή της ζωής και του θανάτου.
Εδάφια 7,8

«Ουδείς γαρ ημών εαυτώ ζη και ουδείς εαυτώ αποθνήσκει. Εάν τε γαρ ζώμεν, τω Κυρίω ζώμεν. Εάν τε αποθνήσκωμεν, τω Κυρίω αποθνήσκομεν. Εάν τε ουν ζώμεν εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν.»
«Διότι κανείς από μας δεν ζη δια τον εαυτόν του και κανείς δεν πεθαίνει δια τον εαυτόν του, διότι εάν ζούμε, ζούμε δια τον Κύριον, και εάν πεθαίνωμε, πεθαίνομε δια τον Κύριον. Είτε λοιπόν ζούμε είτε πεθαίνομε ανήκομε εις τον Κύριον.»
Σε κάθε τι που αφορά την ενεργητική χρήση της ζωής (όπως η απόλαυση ενός είδους τροφής), καθώς επίσης σε κάθε τι που συνδέεται με την φθορά της, της οποίας φθοράς ο θάνατος είναι το τέλος, για παράδειγμα στην αποχή, ο χριστιανός δεν εξαρτάται από την δική του θέληση, αλλά απ” αυτήν του Κυρίου. Ο Παύλος δεν θέλει να πει δι” αυτού, πως εμείς θα έπρεπε να ενεργούμε. Διότι σ” αυτή την περίπτωση το ακόλουθο εδάφιο θα χρειαζόταν να ενωθή μ” ένα «όθεν», και όχι με το «γαρ». Είναι ένα γεγονός που αυτός εκφράζει εδώ. Υποθέτει αυτό να πραγματοποιείται στην ζωή των αναγνωστών του. Η πίστη, εάν είναι πραγματική, υπονοεί αυτή την συνέπεια. Άπαξ και είμαστε πιστοί, η πορεία της ζωής με όλα που περικλείει, και η πορεία του θανάτου με όλα που τον επιταχύνουν, δεν τείνουν πλέον σε αυτοπροστασία, όπως στην φυσική μας ύπαρξη. Επομένως, δεν μπορούμε να κληθούμε από τους ανθρώπους να δώσωμε λογαριασμό για την συμπεριφορά μας. Τούτη δεν ακολουθεί τις αρχές της δικής τους συμπεριφοράς.
Εδάφιο 8

«Εάν τε γαρ ζώμεν, τω Κυρίω ζώμεν. Εάν τε αποθνήσκωμεν, τω Κυρίω αποθνήσκομεν. Εάν τε ουν ζώμεν εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν.»
Η απόδειξη των αναφερομένων στο εδάφιο 7 δίδεται στο εδάφιο 8 («γαρ»). Η ζωή και ο θάνατος του Χριστιανού, μέσω του γεγονότος της πίστης, είναι στην υπηρεσία του Κυρίου, ιδέ και Β” Κορ. Ε15 και Ρωμαίους ΙΒ1. Για τον πιστό το να ζή, είναι το να υπηρετή τον Χριστό. Το να πεθαίνη, είναι το να ενωθή με Αυτόν πιο τέλεια (Φιλιππ. Α21-24, Β” Κορ. Ε6-9). Εξ αυτού έπεται («ουν») ότι αυτός παραμένει, σε κάθε περίπτωση, ιδιοκτησία του Κυρίου («του κυρίου»). Παραμένομε δικοί Του και στις δύο περιπτώσεις. Ο δεσμός που μας ενώνει με Αυτόν δεν μπορεί παρά να δυναμώνη από τις τόσο διαφορετικές καταστάσεις που συνοψίζονται στις δύο λέξεις: Ζωή και θάνατος.

Η στερεότητα του δεσμού ιδιοκτησίας που ενώνει τον πιστό με τον Κύριο, βασίζεται, απ” την μεριά του πιστού, στο υποκειμενικό γεγονός της πίστης, απ” την μεριά δε του Κυρίου, σ” ένα αντικειμενικό γεγονός που τίποτα δεν μπορεί να το μετακινήση: Την κυριαρχία του δοξασμένου Χριστού, δυνάμει της οποίας Αυτός κυβερνά παντοτεινά την ζωή και τον θάνατο (εδάφιο 9).
Εδάφιο 9

«Εις τούτο γαρ Χριστός και απέθανε και ανέστη και έζησεν ίνα και νεκρών και ζώντων κυριεύση».
«Προς τον σκοπόν αυτόν ο Χριστός και επέθανε και αναστήθηκε και έζησε: δια να γίνη Κύριος και νεκρών και ζώντων.»
Έχοντας κατά νουν να εξασφαλίση την ιδιοκτησία των δικών Του, είτε νεκρών είτε ζωντανών, ο Ιησούς πέθανε και επανέζησε. Διότι τι είναι ένας αναστημένος, παρά ένας νεκρός που ζει. Έτσι, αφού Αυτός βασιλεύει ταυτόχρονα πάνω στις δύο περιοχές της ύπαρξης, μέσω των οποίων οι δικοί Του καλούνται να περάσουν, μπορεί να εκπληρώση τούτη την υπόσχεση Του σ” αυτούς, Ιωάννης Ι 28: «Κανένας δεν θα τους αποσπάσει από τα χέρια μου», σύγκρινε επίσης Ιωάννη ΙΑ25,26.

Για να καταλάβωμε σωστά αυτά τα λόγια, θα πρέπει να μελετήσωμε το Εφεσίους Δ10, όπου ο Απόστολος, μετά που δείχνει προς τον Χριστό «κατελθόντα στα κατώτερα μέρη (στην κατοικία των νεκρών)», μετά «ανελθόντα στους υψίστους ουρανούς», προσθέτει: «Ωστε να γεμίση τα πάντα». Πράγμα που σημαίνει ότι, περνόντας από όλες τις περιοχές της ύπαρξης ο Ίδιος, τις έχει έτσι κερδίσει, ώστε περνόντας απ” αυτές και εμείς με την σειρά μας σαν πιστοί, ποτέ να μην σταματήσωμε να είμαστε δικοί Του, και να Τον έχωμε Κύριο μας.
Εδάφιο 10

«Συ δε τι κρίνεις τον αδελφόν σου; Ή και συ τι εξουθενείς τον αδελφόν σου; Πάντες γαρ παραστησόμεθα τω βήματι του Χριστού».
«Συ γιατί κρίνεις τον αδελφόν σου; Και συ γιατί περιφρονείς τον αδελφόν σου; Όλοι θα παρουσιασθούμε εμπρός εις το βήμα του Χριστού.»
Το «δε» θέτει σε αντίθεση την αναρμόδια κρίση ένός αδελφού, με την κρίση αυτού του ενός Κυρίου.

Η πρώτη ερώτηση απευθύνεται στον αδύνατο (σύγκρινε το εδάφιο 3). Η δεύτερη, στον δυνατό. Το «και» εξηγείται από το γεγονός ότι και η περιφρόνηση δεν είναι παρά ένας τρόπος κρίσης.
Κριτής είναι μόνον ο Κύριος.
«Πάντες»: Κανένας δεν θα ξεφύγει από τούτη την κρίση.
Σίγουρα αναφέρεται, Ιωάννης Ε24, ότι «ο πιστός δεν θα έλθει σε κρίση». Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα σταθεί εμπρός στην δικαστική έδρα (Β” Κορ. Ε10). Μόνο που θα εμφανισθή εκεί σαν ένας που έχει ήδη κρίνει τον εαυτόν του εθελοντικά στο φως του λόγου του Χριστού, και κάτω από την μαθητεία του Πνεύματος Του, σύγκρινε Ιωάννη ΙΒ 48 και Α” Κορ. ΙΑ31.
Εδάφια 11,12

«Γέγραπται γαρ, «ζω εγώ, λέγει Κύριος, ότι εμοί κάμψει παν γόνυ, και πάσα γλώσσα εξομολογήσεται τω Θεώ. Άρα ουν έκαστος ημών περί εαυτού λόγον δώσει τω Θεώ.»
«Διότι είναι γραμμένον: «Εις την ζωήν μου, λέγει ο Κύριος, κάθε γόνατο θα κάμψη εμπρός μου και κάθε γλώσσα θα δοξολογήση τον Θεόν. Άρα λοιπόν ο καθένας από μας θα δώση λόγον δια τον εαυτόν του εις τον Θεόν.»
Στο εδάφιο 11, ο Παύλος αναφέρεται στο Ησαϊα ΜΕ23, όπου περιγράφεται η παγκόσμια υποταγή, που όλα τα δημιουργήματα θ” αποδώσουν στον Θεό στο τέλος του κόσμου. Αυτή η υποταγή υποθέτει και υπονοεί την κρίση.

«Ζω εγώ…ότι»: «Όσο στ” αλήθεια είμαι ο αιώνια ζωντανός Θεός, τόσο αληθινά θα έλθη στιγμή που αυτό θα γίνη.» Τούτη η φράση είναι μια μορφή βεβαίωσης, μια μορφή όρκου.
«Εξομολογήσεται»: Αυτή η λέξη ίσως να εννοεί την κρίση που θα πέση πάνω στον κάθε άνθρωπο, η οποία και θα τον οδηγήση στην αναγνώριση της ενοχής του, και θα κάνη να βγη απ” την καρδιά του η αναγνώριση της αγιότητας και της δικαιοσύνης του Θεού. Ίσως όμως και να εννοεί την ομολογία κατά την θρησκευτική λατρεία, η οποία διακηρύσσει τον Θεό σαν το μόνο όν που Του πρέπει να δοξασθή, σύγκρινε Λουκά Β38, Φιλιππησίους Β11.
Εδάφιο 12

«Άρα ουν έκαστος ημών περί εαυτού λόγον δώσει τω Θεώ.»
Προηγουμένως ελέχθη: «Μη κρίνεις τον αδελφόν σου, διότι θα τον κρίνη ο Θεός». Αυτό εδώ το εδάφιο λέγει, «Κρίνε τον εαυτόν σου, γιατί διαφορετικά θα σε κρίνη ο Θεός»

Εδάφια 13-23
Μετά που απευθύνθηκε ταυτόχρονα, στους δυνατούς και στους αδυνάτους, ο Απόστολος απευθύνει επί πλέον μια προειδοποίηση στους πρώτους, να τους προτρέψη να μην χρησιμοποιούν την ελευθερία τους παρά σε συμφωνία με τον νόμο της αγάπης. Δεν έχει να συστήση κάτι παρόμοιο στους αδυνάτους. Διότι αυτός που είναι εσωτερικά δεσμευμένος δεν μπορεί ν” αλλάξη την συμπεριφορά του. Αντίθετα, ο δυνατός, που αισθάνεται τον εαυτόν του ελεύθερο, μπορεί να κάνει χρήση του δικαιώματος του, αλλά μπορεί και να παραιτηθεί απ” αυτό στην πράξη.
Για να παρακινήση τον δυνατό πιστό να θυσιάση την ελευθερία του, του εφιστά την προσοχή σε τούτα τα δύο:
1ον, εδάφια 13-19α, ότι μπορεί να πληγώση την καρδιά του αδυνάτου, ή να παράγη εκεί εσωτερικό ερεθισμό.
2ον, εδάφια 19β-23, ότι υπάρχει φόβος να καταστρέψη το έργο του Θεού μέσα στον αδύνατο αδελφό του, με το να τον οδηγήση να κάνη κάτι ενάντια στην συνείδηση του.
Εδάφιο 13

«Μηκέτι ουν αλλήλους κρίνωμεν, αλλά τούτο κρίνατε μάλλον, το μη τιθέναι πρόσκομμα τω αδελφώ ή σκάνδαλον.»
«Ας μη κρίνωμεν λοιπόν πλέον ο ένας τον άλλον, αλλά τούτο μάλλον αποφασίσετε: το να μη βάζετε εις τον αδελφόν πρόσκομμα ή κάτι που θα κλονίση την πίστιν του.»
«Πρόσκομμα»: Αναφέρεται πιο πολύ στο πληγωμένο αίσθημα του αδυνάτου, με όλες τις δυσάρεστες συνέπειες του.

«Σκάνδαλο»: Αναφέρεται κυρίως στην αμαρτία, που κάποιος μπορεί να κάνη τον άλλον να διαπράξη, οδηγόντας τον σε μια πράξη αντίθετη με την συνείδηση του. Το πρώτο απ” αυτά τα δύο κακά αναπτύσσεται, καθώς έχομε πει, στα εδάφια 14-19α.
Εδάφια 14,15

«Οίδα και πέπεισμαι εν Κυρίω Ιησού ότι ουδέν κοινόν δι” εαυτού. Ει μη τω λογιζομένω τι κοινόν είναι, εκείνω κοινόν. Ει δε δια βρώμα ο αδελφός σου λυπείται, ουκέτι κατ” αγάπην περιπατείς. Μη τω βρώματι σου εκείνον απόλλυε, υπέρ ου Χριστός απέθανε.»
«Ξέρω και έχω πεποίθησιν εν Κυρίω Ιησού ότι κανένα πράγμα δεν είναι αυτό καθ” εαυτό ακάθαρτον. Ακάθαρτον είναι ένα πράγμα μόνον δι” εκείνον που το θεωρεί ακάθαρτον. Εάν ο αδελφός σου λυπάται για κάτι που τρως, δεν φέρεσαι πλέον με αγάπην. Μη καταστρέφης με την τροφήν σου εκείνον, δια τον οποίον επέθανε ο Χριστός.»
«Εν Κυρίω Ιησού»: Είναι ο Κύριος που έχει θέσει ένα τέρμα στις υποχρεώσεις που επιθέτει ο τελετουργικός νόμος. Η απελευθέρωση που η πίστη βρίσκει εις Αυτόν προκύπτει, όχι μόνον από τα όσα δίδαξε για τα τελετουργικά και τον νόμο (Ματθαίος ΙΕ11, για παράδειγμα), αλλά πάνω απ” όλα από την απολύτρωση που Αυτός εργάσθηκε. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο, παρά η κατοχή της σωτηρίας, που μπορεί να δώση, στην πράξη, πλήρη ελευθερία στην ψυχή.

«Δι” εαυτού»: Από μόνο του. Τίποτα δεν είναι ακάθαρτο από την φύση του (στην περίπτωση της τροφής), σύγκρινε Α” Κορ. Ι 26, Α” Τιμ. Δ4,5, Τίτο Α15.
Αυτή η επισήμανση δια της οποίας ο Παύλος μας θυμίζει ότι ό,τι θεωρείται ως ακάθαρτον γίνεται πράγματι ακάθαρτο σε κείνον που το χρησιμοποιεί κάτω απ” αυτή την αντίληψη, στρώνει τον δρόμο για να δείξη τα εθελοντικά όρια, που ο δυνατός θα πρέπει να είναι σε θέση να βάλη επάνω του, στην άσκηση της ελευθερίας του.
Εδάφιο 15

«Ει δε δια βρώμα ο αδελφός σου λυπείται, ουκέτι κατ” αγάπην περιπατείς. Μη τω βρώματι σου εκείνον απόλλυε, υπέρ ου Χριστός απέθανε.»
«Ει δε…»: «Ξέρω ότι τίποτα δεν είναι ακάθαρτο…αλλά εάν, παρ” όλα αυτά…»

«Λυπείται»: Είναι το οδυνηρό και πικρό αίσθημα που παράγεται στην καρδιά του αδυνάτου, από το θέαμα του ελεύθερου και τολμηρού φαγητού του δυνατού.
Ποιά να είναι άραγε η αμαρτία στην οποία κινδυνεύει να οδηγηθεί ο αδύνατος, από τούτη την συμπεριφορά του δυνατού, με κίνδυνο να χάσει την σωτηρία του; Μήπως το ότι θα τον μιμηθεί στην πράξη του, παρά τους ελέγχους της συνείδησης του; Φαίνεται απίθανον όμως, ο αδύνατος, κατά την στιγμή που πληγώνεται από την συμπεριφορά του δυνατού, να οδηγηθεί να τον μιμηθή (τούτη η περίπτωση εξετάζεται στο εδάφιο 20). Άρα μάλλον αυτές οι λέξεις αναφέρονται στον βαθύ ερεθισμό, στις επιζήμιες κρίσεις, στην ρήξη των αδελφικών δεσμών, που προκύπτουν από μια τέτοια συμπεριφορά.
Τα ακόλουθα εδάφια (16-19α) συμπληρώνουν με μερικές δευτερεύουσες σκέψεις την βασική ιδέα, που έχει εκφρασθεί στο τέλος του εδαφίου 15.
Εδάφιο 16

«Μη βλασφημείσθω ουν υμών το αγαθόν».
«Ας μη γίνεται λοιπόν αντικείμενο δυσφημήσεως εκείνο που για σας είναι σωστό».
«Το αγαθόν»: Εδώ είναι η χριστιανική ελευθερία.

«Υμών»: Δεν έχει εφαρμογή σ” όλους τους πιστούς, αλλά μόνον στους δυνατούς. Ο Παύλος τους συνιστά να μη χρησιμοποιούν την ελευθερία τους έτσι ώστε να προκαλούν την αγανάκτηση, και να κατηγορούνται από τους αδυνάτους αδελφούς τους. Η ευλογία που απολαμβάνουν δεν θα έπρεπε ν” αλλάξη, από έλλειψη αγάπης εκ μέρους τους, σε πηγή για κατάρες. Σύγκρινε προσεκτικά Α” Κορ. Η9-11, και Ι 29,30.
Εδάφιο 17

«Ου γαρ εστιν η βασιλεία του Θεού βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι Αγίω.»
«Διότι η βασιλεία του Θεού δεν είναι φαγητό και πιοτά, αλλά δικαιοσύνη, ειρήνη και χαρά που χορηγεί το Πνεύμα το Άγιο.»
Η δύναμη από τον Ουρανό, που είναι χαρακτηριστικό σε όσους ανήκουν στην Βασιλεία του Θεού, δεν μας δίδεται για να είμαστε σε θέση να τρώμε ή να πίνωμε περισσότερο ή λιγώτερο ελεύθερα, και με αδιαφορία προς τον πλησίον μας, αλλά για να ζήσουμε με δικαιοσύνη, ειρήνη, και χαρά, θριαμβεύοντες πάνω στις επιθυμίες μας και την ματαιοδοξία μας.

Οι τρείς όροι, «δικαιοσύνη», «ειρήνη», «χαρά», θα πρέπει, σύμφωνα με το κείμενο, να ληφθούν στην κοινωνική τους έννοια, που δεν είναι παρά μια εφαρμογή της θρησκευτικής τους έννοιας.
«Δικαιοσύνη»: Ηθική ακεραιότητα δια της οποίας αποδίδομε στον πλησίον μας ό,τι του οφείλεται – εδώ ειδικά σεβασμό για τις πεποιθήσεις του.
«Ειρήνη»: Αρμονικές σχέσεις μεταξύ όλων των μελών της Εκκλησίας.
«Χαρά»: Εκείνη η ατομική και συλλογική χαρά που επικρατεί μεταξύ των πιστών, όταν η αδελφική κοινωνία κάνει την γλυκύτητα της αισθητή, και κανένας δεν λυπείται. Μέσω τέτοιων διαθέσεων καρδιάς, η ψυχή βρίσκει τον εαυτόν της υψωμένον σε μια σφαίρα όπου όλες οι θυσίες γίνονται εύκολες, και η αγάπη βασιλεύει χωρίς εμπόδια. Τέτοια είναι η πραγματικότητα της Βασιλείας του Θεού στην γη. Δεν θα ήταν λοιπόν τότε ανοησία να την ζητήσωμε στην απερίσκεπτη απόλαυση φαγητών ή πιοτών, και εις βάρος εκείνων των μόνων αληθινών ευλογιών;
«Εν Πνεύματι Αγίω»: Είναι η πηγή αυτών των αρετών. Είναι αυτός ο θείος επισκέπτης ο οποίος, με την παρουσία Του, τις παράγει στην Εκκλησία. Την στιγμή που αποσύρεται λυπημένος, τις παίρνει μαζί Του.
Εδάφιο 18

«Ο γαρ εν τούτοις δουλεύων τω Χριστώ ευάρεστος τω Θεώ και δόκιμος τοις ανθρώποις.»
«Εκείνος που μ” αυτόν τον τρόπον υπηρετεί τον Χριστόν είναι ευάρεστος εις τον Θεόν και επιδοκιμάζεται από τους ανθρώπους.»
«Εν τούτοις»: Με αυτές τις διαθέσεις καρδιάς (με την δικαιοσύνη, την ειρήνη, και την χαρά μέσα του). Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αποδεκτός από τον Θεό, ο οποίος διαβάζει τις καρδιές, και απολαμβάνει υπόληψη στην κρίση των ανθρώπων. Ο κάθε ένας, χριστιανός ή όχι, τον αναγνωρίζει σαν άνθρωπο που εμπνέεται από τον ουρανό, το αντίθετο ενός ανοήτου ή απατεώνα.

«Δόκιμος»: Ένας αποδεκτός χριστιανός, που έχει περάσει επιτυχώς την δοκιμασία.
Εδάφια 19,20

«Άρα ουν τα της ειρήνης διώκωμεν και τα της οικοδομής της εις αλλήλους. Μη ένεκεν βρώματος κατάλυε το έργον του Θεού. Πάντα μεν καθαρά, αλλά κακόν τω ανθρώπω τω δια προσκόμματος εσθίοντι.»
«Ας επιδιώκωμεν λοιπόν ό,τι συντελεί εις την ειρήνην και εις την οικοδομήν μεταξύ μας. Μη καταστρέφης το έργον του Θεού εξ αιτίας τροφής. Όλα είναι καθαρά, αλλά είναι κακόν για ένα άνθρωπον να γίνεται με την τροφήν του αιτία να πέση ο άλλος.»
Η προτροπή είναι, όχι απλά ν” αποφύγωμε να κάνωμε κάτι που μπορεί να πληγώση και να στενοχωρήση τον πλησίον μας, αλλά και να σεβασθούμε επίσης, και να μην θέσωμε σε κίνδυνο το έργο του Θεού που έχει ήδη γίνει στην καρδιά του.

Δεν μετρά καθόλου εδώ το ότι η τροφή είναι καθαρή από μόνη της. Δεν είναι πλέον έτσι από την στιγμή που ο άνθρωπος την χρησιμοποιεί ενάντια στην συνείδηση του.
«Κακόν»: Είναι κακόν (αμαρτία) γι” αυτόν που τρώγει κάτω από τέτοιες περιστάσεις.
«Κακόν τω ανθρώπω τω δια προσκόμματος εσθίοντι»: Να αναφέρονται αυτά τα λόγια στον δυνατό, ο οποίος τρώγει ενώ προκαλεί σκάνδαλο, ή στον αδύνατο αδελφό που αφήνει τον εαυτόν του να συρθή στο φαγητό ενδίδοντας στο σκάνδαλο; Προφανώς το δεύτερο. Ο Παύλος δεν μιλά εδώ για το κακό που ο δυνατός πιστός κάνει στον εαυτόν του, αλλά για εκείνο που κάνει στον αδελφό του, καθώς τον παρασύρει στην αμαρτία.
Εκπλησσόμεθα βέβαια να βρίσκωμε τον Απόστολο να θεωρή την σωτηρία του αδυνάτου να κινδυνεύη από αυτή ακριβώς την παράβαση. Αλλά δεν είναι αρκετή μια εθελοντική αμαρτία, παρεμβαλλομένη μεταξύ του Χριστού και του πιστού, να τους διαχωρίση, και εάν αυτή η αμαρτία δεν εξαλειφθή, και η κατάσταση συνεχίζη, να τον βυθίση πάλι στον θάνατο;
Το εδάφιο 21 είναι η συνόψιση της όλης προειδοποίησης που απευθύνθηκε στον δυνατό από το εδάφιο 13 και μετά.
Εδάφιο 21

«Καλόν το μη φαγείν κρέας μηδέ πιείν οίνον μηδέ εν ω ο αδελφός σου προσκόπτει ή σκανδαλίζεται ή ασθενεί.»
«Καλόν είναι να μη φας κρέας, ούτε να πιής κρασί, ούτε να κάνης κάτι που θα έχη ως αποτέλεσμα να σκοντάψη ο αδελφός σου ή να πέση ή να εξασθενήση η πίστις του.»







Η λέξη «καλόν» αντιτίθεται σιωπηρά στην ιδέα του περιορισμού και της ταπείνωσης, η οποία στα μάτια του δυνατού συνδέεται με την εγκράτεια. Δεν υπάρχει τίποτα στην αποχή, παρά ό,τι είναι τιμητικό, εννοεί ο Παύλος, όταν, δηλαδή, θυσιάζομε την ελευθερία μας για την αγάπη.

«Προσκόπτει»: Αναφέρεται στο πλήγωμα της καρδιάς που προκαλείται στον πλησίον μας, από συμπεριφορά την οποία δεν εγκρίνει.
«Σκανδαλίζεται»: Αναφέρεται στην αμαρτία που αυτός θα οδηγιόταν να διαπράξη, παρασυρόμενος να κάνη ό,τι η συνείδηση του καταδικάζει.
«Ασθενεί»: Αναφέρεται στην έλλειψη προσοχής προς τους ενδοιασμούς τους οποίους αισθάνεται λόγω αδυναμίας της πίστης. Τα τρία ρήματα μπορούμε λοιπόν να τα αποδώσωμε ως εξής: Να τον κάνης να σε κρίνη άσχημα, να τον κάνης να κάνη κάτι που καταδικάζει, να κάνης στην παρουσία του κάτι που ξεσηκώνει ενδοιασμούς μέσα του.
Τα δύο τελευταία εδάφια είναι το συμπέρασμα και η συνόψιση του όλου κεφαλαίου. Το εδάφιο 22 αναφέρεται στον δυνατό. Το εδάφιο 23 στον αδύνατο.
Εδάφια 22,23

«Συ πίστιν έχεις; Κατά σεαυτόν έχε ενώπιον του Θεού. Μακάριος ο μη κρίνων εαυτόν εν ω δοκιμάζει. Ο δε διακρινόμενος, εάν φάγη, κατακέκριται, ότι ουκ εκ πίστεως. Παν δε ο ουκ εκ πίστεως, αμαρτία εστίν.»
«Έχεις πίστιν; Κράτησε την για τον εαυτόν σου ενώπιον του Θεού. Μακάριος εκείνος που δεν βρίσκει λόγον να καταδικάση τον εαυτόν του δι” εκείνα που επιδοκιμάζει. Εκείνος όμως που έχει αμφιβολίες καταδικάζεται, εάν φάγη, διότι κάνει κάτι που δεν προέρχεται από πίστιν. Και κάθε πράγμα που δεν προέρχεται από πίστιν, είναι αμαρτία.»
Οι λέξεις «κράτησε» κ.λ.π. υπαινίσσονται την θυσία που είχε ζητήσει ο Παύλος να κάνη ο δυνατός στην εξωτερική του συμπεριφορά. Εδώ του θυμίζει ότι ούτε κατ” ελάχιστον του ζητά την εγκατάλειψη της εσωτερικής του πεποίθησης, και τον προσκαλεί να την διατηρήση άθικτη στην καρδιά του κάτω από το μάτι του Θεού.

«Μακάριος»: Με αυτή την λέξη ο Παύλος του δίνει να καταλάβη ότι είναι με ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης και όχι υπερηφανείας, με το οποίο θα έπρεπε να εμπνέεται από τον βαθμό της πίστης, και από την ελευθερία στην πίστη στην οποία έχει φθάσει.
Η λέξη «κρίνω» θα πρέπει να ληφθή στην έννοια του δικάζω, αποφαίνομαι, και όχι καταδικάζω. «Το να καταδικάζη τον εαυτόν του σε ότι θεωρεί καλό» θα ήταν μια αντιφατική ιδέα. Το υπό ερώτηση θέμα είναι μια απλή έρευνα, όσον αφορά την πορεία που έχει υιοθετηθεί άπαξ δια παντός. Ευτυχής ο άνθρωπος που δεν αισθάνεται πλέον κανέναν ενδοιασμό, ούτε θέτει καμμία ερώτηση συνείδησης στον εαυτόν του, αναφορικά με την απόφαση που έχει πάρει.
«Δοκιμάζει»: Να το βρει καλό μετά από εξέταση.
Το εδάφιο 23 έχει εφαρμογή στην αντίθετη περίπτωση: Εκείνη της αμφιβολίας αναφορικά με την γραμμή που πρέπει ν” ακολουθηθή. Η συνείδηση δεν έχει φθάσει σε συμφωνία μέσα της. Εξ αυτού ο όρος «διακρίνεσθαι» που σημαίνει, να είσαι διαιρεμένος σε δύο ανθρώπους, ο ένας να λέγη ναι, ο άλλος όχι.
Πολλοί δίνουν εδώ στην λέξη «πίστη» την αφηρημένη έννοια της «πεποίθησης», αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Τούτη η λέξη αναφέρεται, όπως πάντα, στην αποδοχή της σωτηρίας που κερδήθηκε από τον Χριστό. Ό,τι κάποιος δεν μπορεί να κάνη σαν λυτρωμένος Του, και στην χαρά της σωτηρίας Του, δεν πρέπει να γίνεται καθόλου. Διαφορετικά αυτή η πράξη, της οποίας η πίστη δεν είναι η ψυχή, γίνεται αμαρτία, και μπορεί να οδηγήση στο αποτέλεσμα που δείχνεται στο εδάφιο 20: Στην ολική καταστροφή του έργου του Θεού μέσα μας.

Pages