Ποιά είναι ακριβώς αυτή η οργή, που ήδη είναι αποκαλυμμένη, φανερή, πάνω στους ανθρώπους, θα μας την πει ο Παύλος αμέσως στην συνέχεια.
Στο εδάφιο 24 για παράδειγμα, μας αναφέρει μια Θεία τιμωρία, που είναι τώρα πάνω στους ανθρώπους, απόδειξη της οργής του Θεού εναντίον τους. Ποιά είναι αυτή; Τους παρέδωσε, μας αναφέρει, στη δύναμη των ακαθάρτων τους πόθων. Το ίδιο μας ξανααναφέρει στο εδάφιο 26, και για μια τρίτη φορά στο εδάφιο 28: «Τους παρέδωσε ο Θεός εις ανάξιον νουν», σε ανόητο νου. Θα τα δούμε όμως στη σειρά, σαν φθάσουμε εκεί.
Να δούμε τώρα αναλυτικά, ποιά είναι η αλήθεια που απεκάλυψε ο Θεός στον άνθρωπο, και αυτός την κατέπνιξε.
Εδάφια 19,20
«Διότι το γνωστόν του Θεού φανερόν εστιν εν αυτοίς. Ο γαρ Θεός αυτοίς εφανέρωσε. Τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αϊδιος αυτού δύναμις και θειότης, εις το είναι αυτούς αναπολογήτους».
«Διότι ό,τι είναι δυνατόν να γίνει γνωστόν περί του Θεού, τους είναι φανερόν, επειδή ο Θεός τους το εφανέρωσε. Διότι αι αόρατοι ιδιότητες του, δηλαδή η αιωνία δύναμις του και η θεότης του, βλέπονται καθαρά, αφ” ότου εδημιουργήθηκε ο κόσμος, γινόμεναι νοηταί δια μέσου των δημιουργημάτων, ώστε να είναι οι άνθρωποι αναπολόγητοι.»
Η «αλήθεια» για την οποία ο Παύλος επιθυμούσε να μιλήσει στο εδάφιο 18, ήταν εκείνη της αποκάλυψης του προσώπου και του χαρακτήρα του Θεού, που Αυτός έχει δώσει στους ανθρώπους. Άρα οι άνθρωποι κατέπνιξαν την αλήθεια, «διότι» η αλήθεια τους έχει αποκαλυφθεί, και την άλλαξαν σε ψέμμα (εδ. 21-23,25).
«Το γνωστόν του Θεού φανερόν εστιν εν αυτοίς»: «Ό,τι μπορεί να γίνει γνωστόν για τον Θεό, χωρίς την βοήθεια μιας ασυνήθους αποκάλυψης, είναι καθαρά αποκεκαλυμμένο μέσα τους». Ένα φως εδόθηκε στην συνείδηση και τον νου τους, και αυτό το φως εφανέρωσε την ύπαρξη και τον χαρακτήρα του Θείου Όντος.
Και γιατί είναι «φανερόν εν αυτοίς»; Διότι «ο Θεός αυτοίς εφανέρωσε». Είναι ο Ίδιος ο Θεός που τους το έχει αποκαλύψει μέσα τους
Ο Θεός δεν γνωρίζεται όπως γνωρίζονται όλα τ” άλλα γύρω μας. Όταν Αυτός γίνεται γνωστός, είναι γιατί ο Ίδιος δίνει τον εαυτόν Του να γίνει γνωστός. Η γνώση που τα όντα έχουν γι” Αυτόν είναι μια προσφορά από μέρους Του.
Το εδάφιο 20 εξηγεί τα εξωτερικά μέσα δια των οποίων Αυτός εργάσθηκε αυτή την αποκάλυψη του εαυτού Του στην συνείδηση των ανθρώπων: «Τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται». Είναι λοιπόν με τα έργα Του στην φύση που αποκαλύπτει τον εαυτόν Του.
Με τον όρο «αόρατα» ο Απόστολος δηλώνει την ουσία του Θεού, και τα πολλαπλά χαρακτηριστικά που την διακρίνουν (την σοφία, την δύναμη, την αιωνιότητα Του κ.λ.π.). Τα συνοψίζει στην συνέχεια σ” αυτούς τους δύο όρους, «αϊδιος δύναμις και θειότης».
Η δύναμη Του είναι εκείνη που, πρώτα απ” όλα, καθηλώνει τον άνθρωπο, καθώς το θέαμα της φύσης παρουσιάζεται από μόνο του στην θέα του.
Τώρα, μέσα στον άνθρωπο, ο Θεός έχει φυτεύσει ορισμένες αρχές, βάσει των οποίων τούτος λειτουργεί. Μια απ” αυτές είναι η αρχή της αιτιότητας. Όταν ο άνθρωπος δει κάτι, ένα έργο, ένα αποτέλεσμα, αμέσως ο νους του τρέχει να βρει την αιτία, ποιός και γιατί το έφτειαξε. Έτσι λοιπόν, σ” αυτό το απέραντο αποτέλεσμα, σ” αυτό το απέραντο έργο, που έχει διαρκώς εμπρός στα μάτια του, βλέπει την αποκάλυψη μιας μεγάλης αιτίας, κάποιος τα φτειαξε όλα αυτά, σκέφτεται, και για κάποιο σκοπό. Και έτσι ο Ύψιστος αποκαλύπτεται σ” αυτόν. Το πρώτο που του αποκαλύπτεται είναι η δύναμη Του.
Καθώς τώρα κυττά και εμβαθύνει γύρω του, παρατηρεί ότι για όλα υπάρχει κάποιος σκοπός, κάτι εξυπηρετούν, ο ήλιος θερμαίνει και φωτίζει, το νερό συντηρεί τη ζωή, οι εποχές βοηθούν τα δένδρα να καρπίζουν. Αναγνωρίζει, λοιπόν, ότι δίπλα σ” αυτή τη δύναμη ενεργεί και άπειρη σοφία, νοημοσύνη, που έχει τάξει για το κάθε τι τον σκοπό του, που τα κρατά όλα σε τάξη. Και καθώς όλα είναι έτσι βαλμένα για να τον συντηρούν στη ζωή, για να ικανοποιούν τις ανάγκες και τις επιθυμίες του, καταλαβαίνει ότι δίπλα σ” αυτή τη δύναμη και την σοφία, ενεργεί και καλωσύνη. Υπάρχει κάποιος που τον φροντίζει. Έτσι αποκαλύπτεται στον νου του, αυτό που ο Παύλος εδώ ονομάζει «θειότητα» του ανωτάτου Όντος. Αν θέλαμε να ορίσουμε τι είναι η «θειότητα» του Θεού, θα λέγαμε ότι είναι το άθροισμα των χαρακτηριστικών, των ικανοτήτων, δυνάμει των οποίων το ανώτατο αυτό Όν έχει δημιουργήσει, οργανώσει, και συντηρεί έναν τέτοιο κόσμο.
Το επίθετο «αϊδιος» σημαίνει «αιώνιος» ( από το «αεί»), και αναφέρεται ειδικά στο «δύναμις». Και πράγματι μόνον η δύναμη του Θεού χρειάζεται να προσδιορισθεί έτσι, για να ξεχωρισθεί από κείνο το πλήθος των δευτερογενών δυνάμεων και αιτιών που παρατηρούνται στην φύση. Όλες τούτες είναι αποτέλεσμα προηγουμένων αιτιών. Η πρώτη αιτία όμως, απ” την οποία ξεκινά όλη αυτή η σειρά αιτιών και αποτελεσμάτων είναι «αιώνια», «αυτοϋπάρχουσα», δηλαδή η ίδια είναι η αιτία του εαυτού της.
Αυτά λοιπόν τα «αόρατα» πράγματα, που ανήκουν στην ουσία του Θεού, έχουν αποκαλυφθεί εξωτερικά, και έχουν γίνει ορατά «τοις ποιήμασι», δηλαδή, δια των έργων του Θεού στην φύση. Και από πότε αυτό; «Από κτίσεως κόσμου». Αφετηρία λοιπόν γι” αυτή την αποκάλυψη, που ακόμα διαρκεί, είναι η αρχή της Δημιουργίας. Από την αρχή της Δημιουργίας μέχρι σήμερα, ο Θεός διαρκώς αποκαλύπτει τον εαυτόν Του στα δημιουργήματα Του κατ” αυτόν τον τρόπο.
Και για μεν τα ζώα και τα φυτά, «καθοράται», απλώς βλέπουν τα έργα Του. Δεν είναι το ίδιο για τον άνθρωπο. Για τον άνθρωπο, «νοούμενα καθοράται». Βλέπει και αυτός με το μάτι, αλλά ταυτόχρονα με τον νου και την συνείδηση «νοεί», αντιλαμβάνεται. Απ” την θέα του έργου, ανέρχεται στη θέα αυτού που το κατασκεύασε.
Αυτή η ιδέα μιας παγκόσμιας αποκάλυψης του Θεού εμφανίζεται πάλιν στις ομιλίες του Παύλου στα Λύστρα και την Αθήνα (Πράξεις ΙΔ17, ΙΖ27,28). Το ίδιο επίσης και στην Α. Κορ. Α21, και στην επιστολή μας στο Γ29 («Δεν είναι ο Θεός, Θεός επίσης των Εθνικών;»). Τούτη η θέση του Παύλου βασίζεται στην ιδέα μιας αρχικής αποκάλυψης του Θεού, που απευθύνεται σε όλους τους ανθρώπους.
Οι τελευταίες λέξεις του εδαφίου 20 δείχνουν τον σκοπό αυτής της παγκόσμιας αποκάλυψης: «Εις το είναι αυτούς αναπολογήτους».
Τούτες οι λέξεις ξαφνιάζουν, τρομάζουν. Θα μπορούσε ο Θεός να είχε αποκαλύψει τον εαυτόν Του στα Έθνη, μόνον και μόνον για να έχει μια αιτία για την καταδίκη με την οποίαν τα επισκέπτεται; Εάν όμως σταθούμε και αντιληφθούμε καλά την σκέψη του Παύλου, τούτη η αλήθεια δεν έχει τίποτα το αποκρουστικό μέσα της. Εκείνο που εννοεί ο Παύλος είναι: «Εάν μετά, που έχουν τόσο καθαρά φωτισθεί, θα έπεφταν σε σφάλμα όσον αφορά τον χαρακτήρα και την ύπαρξη του Θεού, να είναι πλέον χωρίς δικαιολογία».
Ο πρώτος στόχος του Δημιουργού είναι να κάνει τον εαυτόν Του γνωστό στην Δημιουργία Του. Αλλ” εάν μέσω δικού του σφάλματος ο άνθρωπος έφθασε ν” απομακρυνθεί απ” αυτό το φως, αυτός δεν θα έπρεπε να είναι σε θέση να κατηγορήση τον Θεό για το σκοτάδι μέσα στο οποίο ο ίδιος έχει βυθίσει τον εαυτόν του. Λίγο πιο ελεύθερα, θα μπορούσαμε να το πούμε κάπως έτσι: «Σε περίπτωση παραστρατήματος, ο άνθρωπος να μην είναι σε θέση να επικαλεσθεί άγνοια σαν πρόφαση. Γι” αυτό ο Θεός του απεκαλύφθη τόσο καθαρά».
Τα εδάφια 19 και 20 εξήγησαν την λέξη «αλήθεια» του εδαφίου 18. Τα εδάφια 21-23 στην συνέχεια εξηγούν την φράση «κατέπνιξαν την αλήθεια» του ιδίου εδαφίου.
Εδάφιον 21
«Διότι γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν ή ευχαρίστησαν, αλλ” εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία».
«Διότι ενώ εγνώρισαν τον Θεόν, δεν τον ετίμησαν ως Θεόν ούτε καν τον ευχαρίστησαν, αλλά με τας σκέψεις των παρεδόθησαν εις μάταια πράγματα και εσκοτίσθηκε η ανόητη καρδιά τους».
Εκείνο το «Διότι» σημαίνει: «Ναι, είναι αναπολόγητοι απ” το γεγονός ότι, ενώ εγνώρισαν τον Θεό…»
Πως μπορεί όμως ο Απόστολος να λέγει ότι τα Έθνη «εγνώρισαν» τον Θεό; Το εδάφιο 19 μας είπε ότι ο Θεός τους αποκαλύπτεται στα μάτια, στον νου και στην συνείδηση, με τα έργα στην Δημιουργία. Η ίδια η ειδωλολατρεία είναι η απόδειξη ότι το ανθρώπινο μυαλό έχει όντως συλλάβει την ιδέα του Θεού.
Μόνο, αυτό που συνέβη είναι ότι, τούτη η αποκάλυψη του Θεού μέσ” τον άνθρωπο δεν πέρασε απ” την παθητική στην ενεργητική της μορφή. Ο Θεός του την έδωσε, και του την δίνει συνέχεια. Ο άνθρωπος όμως συγκράτησε τον εαυτόν του σαν την δέχθηκε. Δεν κύτταξε να την αδράξη, και να την ερευνήσει στη συνέχεια από μόνος του. Αν το έκανε, θα υψωνόταν τότε από φως σε φως. Ο Θεός θα του έδινε ποιό πολλές και ποιό πολλές αποκαλύψεις του προσώπου Του, σαν απάντηση στην επιθυμία της καρδιάς του να Τον γνωρίσει. Τότε θα ίσχυε εκείνος ο τρόπος του να γνωρίσεις τον Θεό «δια της σοφίας», για τον οποίον ομιλεί ο Παύλος στο Α. Κορ. Α21 («Επειδή εν τη σοφία του Θεού ο κόσμος δεν εγνώρισε τον Θεόν δια της σοφίας…»). Αντί ν” ανοίξει ο άνθρωπος τον εαυτόν του στην ενέργεια του φωτός, μέσα στο οποίο τον έλουσε ο Θεός, και συνέχεια τον λούζει, θέλησε να κρατηθεί μακρυά απ” αυτό, απέσυρε απ” αυτό την καρδιά του και την θέληση του. Αντί ν” αναπτύξει την αλήθεια, την κατέπνιξε. Και για να μη το ξεχνάμε, «αλήθεια» εδώ είναι η αποκάλυψη του προσώπου και του χαρακτήρα Του, που ο Θεός έδωσε, και συνέχεια δίνει στον άνθρωπο.
Ο Θεός προίκισε τον άνθρωπο με τον νου, την σκέψη. Ο ύψιστος στόχος του νου είναι τούτος: Να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού ελεύθερα, καθώς Αυτός υψώνει το ανάστημα Του, και αποκαλύπτεται μέσ” απ” την Δημιουργία Του. Τούτος είναι ο κύριος στόχος του νου, αλλά και της καρδιάς του ανθρώπου: Από την θέα του έργου, της Δημιουργίας, που έχει συνεχώς εμπρός στα μάτια του, να σύρει την θέα του Θείου Όντος που το κατασκεύασε, να συμπεράνει για τις τελειότητες Του, και η καρδιά να ξεσπάσει σε δοξολογία, να «δοξάσει τον Θεό ως Θεό», όπως μας λέγει εδώ ο λόγος Του. Και χωρίς νου θα μπορούσαμε να ζήσουμε, όπως ζουν και τα ζώα. Να γιατί, κυρίως, μας έδωσε τον νου.
Αλλά και αν δεν κατάφερνε ο άνθρωπος με τον νου του να σκεφθεί και να συμπεράνει για τον Θεό, καθώς Τον βλέπει με τα υλικά του μάτια ν” αποκαλύπτεται στην Δημιουργία, η καρδιά του έχει τουλάχιστον ένα άλλον στόχο να εκπληρώσει: Να «ευχαριστήσει». Και ένα νήπιο ακόμα, που τόσο λίγο καταλαβαίνει, δεν είναι που λέγει ευχαριστώ σ” αυτόν που του κάνει ένα δώρο; Τι είναι γύρω μας που δεν το παίρνουμε δώρο απ” τον Δημιουργό μας (το νερό, το οξυγόνο, τις τροφές, τα πάντα). Αλλά και αυτή η εκδήλωση τιμής, σεβασμού, δεν εδόθη όπως και η άλλη, «ουχ εδόξασαν ή ευχαρίστησαν», «Δεν εδόξασαν, ούτε τουλάχιστον ευχαρίστησαν».
«Διότι γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν ή ευχαρίστησαν.»
Ο άνθρωπος τώρα δεν θα μπορούσε να μείνει στάσιμος. Μη περπατόντας εμπρός στον δρόμο της γνώσης και της λατρείας του Θεού, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο παρά να εκτραπεί σ” ένα εσφαλμένο μονοπάτι, αυτό της «ασέβειας», που ανεφέρθη στο εδάφιο 18. Αφού ο νους του δεν έβαλε εμπρός του τον Θεό σαν το ύψιστο αντικείμενο της δραστηριότητας του, να Τον ερευνήσει και να Τον γνωρίσει, «εματαιώθηκε» μας λέγει ο Λόγος του Θεού, «αλλ” εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών». Υποβαθμίστηκε να εργάζεται στο «μάταιο», στο ψεύτικο, και όχι στη περιοχή της αλήθειας. Γέμισε το Σύμπαν με χίμαιρες και πλάσματα της φαντασίας του – είναι όλες εκείνες οι ανωφελείς, οι μάταιες δημιουργίες της μυθολογίας, όλα εκείνα τα πρόσωπα που έπλασε η φαντασία του, οι θεοί, οι ημίθεοι, τα οποία και ελάτρευσε.
Ο όρος «εματαιώθησαν» προφανώς υπαινίσσεται την λέξη «μάταια», το όνομα που δινόταν στα είδωλα απ” τους Ιουδαίους (Πρ. ΙΔ15, Λευιτ. ΙΖ7 κ.λ.π.).
Μαζί όμως με τα λάθη της λογικής, του νου, χέρι χέρι πήγε και η διαφθορά, η συσκότιση της καρδιάς: «Και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία». Και τούτα ακριβώς τα λάθη του νου είναι ταυτόχρονα η αιτία και το αποτέλεσμα της συσκότισης της καρδιάς.
Λέγοντας «καρδιά» η Αγία Γραφή, δηλώνει το κέντρο, την έδρα της προσωπικής ζωής, εκείνη την εσωτερική δύναμη που καθορίζει και την δραστηριότητα του νου, και την κατεύθυνση της θέλησης. Είναι, πως λέμε, «Νοιώθω μέσα μου, στη καρδιά μου, να κάνω αυτό».
Η καρδιά του ανθρώπου αρνήθηκε και αρνείται να ευχαριστήσει τον Θεό «ως Θεό», όπως μας είπε το εδάφιο 21. Έτσι έχασε, απογυμνώθηκε από το αληθινό αντικείμενο λατρείας της, (ο Θεός την έπλασε να έχει Αυτόν σαν αντικείμενο λατρείας της, να κατευθύνεται συνεχώς προς Αυτόν). Αποτέλεσμα: «Εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία», γέμισε με σκοτεινές εμπνεύσεις, με σκοτεινές επιθυμίες. Αυτές είναι οι παράνομες σαρκικές επιθυμίες, που ξεσηκώνονται μέσα της απ” την εγωϊστική αγάπη για το δημιούργημα και για τον εαυτόν της. Στον θρόνο της ανέβασε τον εαυτόν της και τα δημιουργήματα γύρω της (αστέρια, ζώα, χωράφια, άψυχα πράγματα, ανθρώπους), αυτά στράφηκε να λατρεύει, και όχι τον Δημιουργό της.
Να κάνουμε μέχρι εδώ μια μικρή ανακεφαλαίωση, βάζοντας τα πράγματα με την σειρά:
«Διότι γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν ή ευχαρίστησαν, αλλ” εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία».
Από που ξεκίνησαν όλα; Απ” το ότι η καρδιά του ανθρώπου φάνηκε «ασύνετη» απ” την αρχή. Που φαίνεται αυτό; Απ” τη στάση της απέναντι στον Θεό. Το εδάφιο 21 μας είπε ότι, ενώ εγνώρισε τον Θεό μέσα απ” τη Δημιουργία Του, με τη βοήθεια των αισθήσεων, του νου και της συνείδησης, με τα οποία την προίκισε ο Θεός, όχι μόνον δεν Τον εδόξασε, αλλά ούτε καν Τον ευχαρίστησε. Αποτέλεσμα: «Εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία». Τούτο ήλθε σαν φυσικός νόμος επάνω τους, στο βάθος όμως, όπως θα δούμε και στη συνέχεια, είναι και μια απονομή Θείας δικαιοσύνης. Τι ακριβώς τους συνέβη, το διαβάζουμε στη συνέχεια:
Εδάφια 22,23
«Φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν, και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών».
«Ενώ έλεγαν ότι είναι σοφοί, έγιναν μωροί και αντάλλαξαν την λαμπρότητα του αφθάρτου Θεού με το ομοίωμα της μορφής φθαρτού ανθρώπου και πτηνών και τετραπόδων και ερπετών».
Η ματαιότητα της σκέψης έφθασε στο επίπεδο της μωρίας. Τι πράγματι είναι ο Πολυθεϊσμός, παρά ένα είδος μονίμου ψευδαίσθησης, ένα ομαδικό παραλήρημα, μια δαιμονική κατοχή σε μεγάλη κλίμακα. Mε λύπη θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι, ο ίδιος πολυθεϊσμός υπάρχει και σήμερα, και στον κατ” όνομα χριστιανικό κόσμο, με άλλαγμένα μόνο τα ονόματα.
Και αυτή η διανοητική ανωμαλία είχε φθάσει τότε στο ύψιστο της σημείο, ακριβώς μεταξύ εκείνων των ανθρώπων οι οποίοι, περισσότερο από άλλους, αξίωναν ότι είναι σοφοί.
Όταν λέγει «φάσκοντες είναι σοφοί», ο Παύλος δεν σκοπεύει να στιγματίσει ολοκληρωτικά την αρχαία φιλοσοφία. Εκείνο που εννοεί είναι ότι, όλος αυτός ο μόχθος των σοφών δεν εμπόδισε τα πλέον πολιτισμένα Έθνη, Αιγυπτίους, Έλληνες, Ρωμαίους, από του να είναι ταυτόχρονα οι πλέον ειδωλολάτρες της αρχαιότητας. Η λαϊκή φαντασία σε τούτα τα Έθνη, που υπηρετήθηκε από ιερείς και ποιητές, δεν επέτρεψε τις προσπάθειες των σοφών να διαλύσουν αυτό το παραλήρημα.
Συμβαίνει πάντα σαν κανόνας, όταν το καλό παραλείπεται, εκεί πάντα έρχεται στο μέρος του το κακό, να πάρει την θέση του. Τούτο συνέβηκε και στο νου και στη καρδιά του ανθρώπου. Ο νους αρνήθηκε τη λατρεία στον Θεό («ουχ εδόξασαν»). Τούτο τον οδήγησε στη ματαιότητα («εματαιώθησαν»), και τελικά σε πλήρη αποξένωση απ” την αλήθεια, σε ανοησία («εμωράνθησαν»).
Αναφορικά τώρα με την καρδιά, η αχαριστία της («ουχ ευχαρίστησαν») πρώτα την οδήγησε στο σκοτάδι, («εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία»), και τελικά, όπως περιγράφεται στο δεύτερο μέρος του εδαφίου 23, σε τερατώδη και εξευτελιστικό φετιχισμό (σε λατρεία, δηλαδή, αψύχων αντικειμένων, στα οποία αποδίδουν υπερφυσική δύναμη, όπως εικόνες, φυλαχτά κ.λ.π., και για τα οποία διακατέχονται από ένα δεισιδαιμονικό φόβο). Το διαβάζουμε στο εδάφιο 23:
«Και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών». Η αχάριστη καρδιά του ανθρώπου δεν σταμάτησε μόνο στο να μην ευχαριστήσει τον Θεό, αλλά Τον υποβάθμισε, Τον υποτίμησε «αλλάζοντας την δόξαν Του».
Η «δόξα του Θεού» είναι το μεγαλείο, η λαμπρότης που ξεχύνουν στην καρδιά των δημιουργημάτων Του εκείνων, τα οποία έχει προικίσει με νου, με λογική (άγγελοι, άνθρωποι), οι τελειότητες Του, καθώς τούτες αποκαλύπτονται γύρω τους και μέσα τους. Έτσι σχηματίζεται μέσα στον νου τους μια λαμπρή εικόνα του Θεού, που είναι το ιδεώδες του καλού.
Τούτη η εικόνα είναι διαρκώς εμπρός τους. Τι την έκαναν; Το λέγει στην συνέχεια: Ενώ είχαν στην κατοχή τους την εικόνα του Θείου Προσώπου, την έντυσαν έτσι ώστε να γίνει όμοια «με εικόνα φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών». Θα ήταν καλλίτερα ν” αδιαφορούσαν και να μην την πείραζαν. Τότε δεν θα υπήρχε μια τόσο μεγάλη προσβολή. Αλλά φυλάκισαν την θεία δόξα σε μορφές εξευτελιστικές και παράλογες γι” Αυτήν. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι εδημιούργησαν θεούς, με πάθη, με αδυναμίες σαν τις δικές μας. Οι Αιγύπτιοι και οι άλλοι βάρβαροι λαοί έδωσαν στην θεότητα μορφή ζώων. Και σήμερα στην Ινδία λατρεύουν την αγελάδα, ή οι άθεοι την ύλη, απ” όπου λένε ξεκίνησε όλη η Δημιουργία. Σαν ξεκινάνε τους Ολυμπιακούς αγώνες, οι σύγχρονες ιέρειες προσεύχονται στην Ολυμπία στον θεό Ήλιο.
Να θυμηθούμε πάλι το εδάφιο 18, που είναι και η συνόψιση των όσων αναπτύσσει ο Παύλος στη συνέχεια αυτού του εδαφίου: «Διότι η οργή του Θεού φανερώνεται από τον ουρανόν εναντίον κάθε ασεβείας και αδικίας ανθρώπων, οι οποίοι άδικα, παράνομα, καταπνίγουν την αλήθειαν».
Μέχρι εδώ ο Απόστολος έχει αναπτύξει δύο απ” τα βασικά θέματα τούτου του εδαφίου, το θέμα «αλήθεια», και το θέμα «κατάπνιξη της αλήθειας». Η «αλήθεια» είναι η αποκάλυψη του εαυτού Του που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο. Και η αμαρτία του ανθρώπου συνίσταται σε τούτο, ότι κατέπνιξε τούτη την αποκάλυψη, την «αλήθεια». Μένει τώρα ν” αναπτυχθεί το τρίτο θέμα του εδαφίου 18, η τρομερή αποκάλυψη της «οργής του Θεού» πάνω σ” αυτή την ανθρώπινη ασέβεια απέναντι στον Θεό.
Εδάφια 24, 25
«Διό και παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εν ταις επιθυμίαις των καρδιών αυτών εις ακαθαρσίαν του ατιμάζεσθαι τα σώματα αυτών εν αυτοίς, οίτινες μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει, και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα, ος εστιν ευλογητός εις τους αιώνας αμήν»
«Δια τούτο, τους παρέδωκε ο Θεός με τας επιθυμίας των καρδιών τους εις ακαθαρσίαν, ώστε ν” ατιμάζουν τα σώματα τους μεταξύ τους. Αντήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού με το ψεύδος και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν την κτίσιν αντί του Δημιουργού, ο οποίος είναι ευλογητός αιωνίως.»
«Διό», «δια τούτο», λόγω της αμαρτίας που μόλις περιεγράφη. Αμάρτησαν, «δια τούτο» ο Θεός τους τιμώρησε. Αμάρτησαν υποβαθμίζοντας τον Θεό, γι” αυτό και ο Θεός τους υποβάθμισε («Διό και»). Ποιά είναι η τιμωρία τους; «Τους παρέδωκε ο Θεός με τας επιθυμίας των καρδιών τους εις ακαθαρσίαν, ώστε ν” ατιμάζουν τα σώματα τους μεταξύ τους». Τους παρέδωκε σε κάποιο κακό. Εδώ όμως να προσέξουμε:
Η λέξη «παρέδωκεν» δεν δηλώνει ότι ο Θεός τους «έσπρωξε» προς το κακό, για να τιμωρήσει την αμαρτία που είχαν διαπράξει. Η αγιότης του Θεού δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Ο Θεός δεν οδηγεί κανέναν στο κακό. Ο Ιάκωβος λέγει στην Επιστολή του, στα Α13,14: «Κανένας, όταν πειράζεται, ας μη λέει ότι: Από τον Θεό πειράζομαι. Επειδή, ο Θεός είναι απείραστος κακών, κι αυτός δεν πειράζει κανέναν. Πειράζεται, όμως, κάθε ένας, από τη δική του επιθυμία, καθώς παρασύρεται και δελεάζεται.» Τι να σημαίνει όμως εκείνο το «παρέδωκεν», τι άραγε έκανε εδώ ο Θεός; Απλά, ο Θεός απέσυρε το χέρι Του. Σταμάτησε να κρατά την βάρκα, καθώς αυτή παρασυρόταν απ” το ρεύμα του ποταμού. Είναι το ίδιο ακριβώς που λέγει ο Απόστολος στο Πράξεις ΙΔ16: «Εις τας παρελθούσας γενεάς άφησε τα Έθνη ν” ακολουθούν τον δικό τους δρόμο», μη κάνοντας γι” αυτούς ό,τι ουδέποτε εσταμάτησε να κάνει για τον λαό Του Ισραήλ. Αυτούς τους τελευταίους, και στις μεγαλύτερες πτώσεις τους, και στις μεγαλύτερες προσβολές που Του έκαναν, δεν τους άφησε, γιατί μ” αυτούς σαν όργανα, εργαζόταν την σωτηρία όλων των λαών. Τους άλλους τους άφησε να τραβούν τους δρόμους τους, παρόλο, που όπως μας λέγει στο Πράξεις ΙΔ17: «Δεν άφησε χωρίς να δίνει μαρτυρία για τον εαυτόν του, αγαθοποιώντας, δίνοντας μας από τον ουρανό βροχές και καρποφόρες εποχές, γεμίζοντας με τροφή και ευφροσύνη τις καρδιές μας.»
Ο Θεός λοιπόν, σαν οι άνθρωποι ηθελημένα κατέπνιξαν την αλήθεια, την αποκάλυψη, δηλαδή, που τους είχε δώσει για το πρόσωπο Του, σταμάτησε να τους κρατά, άφησε να τους παρασύρει το ρεύμα του κακού στο οποίο μόνοι τους είχαν παραδοθεί. Είναι το ίδιο ακριβώς που αναφέρεται και στο Γένεση ΣΤ3, «Δεν θέλει καταμείνει πάντοτε το πνεύμα μου μετά του ανθρώπου». Τούτη είναι η τιμωρία τους, τούτο είναι το ξέσπασμα της οργής του Θεού επάνω τους.
Μα, κάποιος μπορεί να ρωτήσει εδώ, πως μπορεί να ενεργεί έτσι ο Θεός, ο Θεός που είναι αγάπη; Πως συμβιβάζεται τούτος ο τρόπος ενεργείας με την ηθική τελειότητα του Θεού;
Η απάντηση είναι: Όταν ο άνθρωπος έχει φθάσει έναν ορισμένον βαθμό διαφθοράς, η μόνη λύση για θεραπεία που έχει απομείνει είναι το ξεχείλισμα τούτης του της διαφθοράς. Είναι το μόνο που έχει απομείνει για να φέρεις το αποτέλεσμα που όλες οι προηγούμενες νουθεσίες, εκκλήσεις και τιμωρίες απέτυχαν να φέρουν, να οδηγήσεις δηλαδή τον άνθρωπο στο σωτηριακό βήμα της μετάνοιας. Να θυμηθούμε τον πατέρα του ασώτου. Σε μια δεδομένη στιγμή άφησε τον γυιό του να φύγει, δίδοντας του ακόμα και ένα μέρος απ” την περιουσία. Τελικά, μ” αυτό τον τρόπο τον έσωσε.
Να δούμε αναλυτικά τη τιμωρία τους:
«Παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εν ταις επιθυμίαις των καρδιών αυτών εις ακαθαρσίαν».
Στην καρδιά υπάρχουν ένοχοι πόθοι, παράνομες επιθυμίες. Ο Θεός την εγκαταλείπει στην δύναμη τους, και τότε αρχίζει εκείνη η πτώση, που τελειώνει στις πλέον εξευτελιστικές για τον άνθρωπο ακαθαρσίες.
«Του ατιμάζεσθαι τα σώματα αυτών εν αυτοίς». «Να ατιμάζουν τα σώματα τους μεταξύ τους». Να προσέξωμε, όχι απλά ν” ατιμάζονται (παθητικά), αλλά ν” ατιμάζουν οι ίδιοι τα σώματα τους, μεταξύ τους. Είναι μια καταδίκη: «Με έχετε εξευτελίσει; Σας παραδίδω και εγώ στην ακαθαρσία του να ατιμαζόσαστε αναμεταξύ σας.» Και τούτη η πληγή έγινε από τότε έμφυτη στην ίδια τους την φύση. Είναι μια σφραγίδα προστυχιάς και αισχρότητας που από τότε φέρουν στο μέτωπο τους.
Η ποινή είναι τόσο βαρειά, που ο Παύλος διακόπτει για λίγο, για να θυμίσει πάλι την αμαρτία που την έφερε, και να δείξει έτσι ότι όντως της αξίζει:
«Οίτινες μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει, και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα». «Οι οποίοι αντήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού με το ψεύδος και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν την κτίσιν αντί του Δημιουργού, ο οποίος είναι ευλογητός αιωνίως.» Τι «μετήλλαξαν»;
«Την αλήθειαν του Θεού»: Την αληθινή ιδέα της ύπαρξης Του και των χαρακτηριστικών Του, μια ιδέα η οποία θα έπρεπε να είχε παραχθεί μέσα τους απ” την αποκάλυψη του εαυτού Του που έχει δώσει, μια ιδέα που αντιστοιχεί σε μια τόσο μεγάλη και φανερή πραγματικότητα που υπάρχει γύρω μας. Και σε τι την «μετήλλαξαν» αυτή τη λαμπρή εικόνα που ο Θεός τους έχει δώσει για τον εαυτόν Του;
«Εν τω ψεύδει». «Ψεύδος» εδώ είναι τα είδωλα, εκείνη η αναξιοπρεπής και χυδαία μάσκα με την οποίαν οι Εθνικοί έντυσαν την εικόνα του τέλειου Θεού. Πως την πήραν, πως την έκαναν!
«Και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα». Εδώ η προσβολή φθάνει στο απώγειο της. Μετά που γελοιοποίησαν τον Θεό με μια εικόνα ανάξια Του, κάνουν αυτή την εικόνα τώρα αντικείμενο του σεβασμού τους και της λατρείας τους. Το «εσεβάσθηκαν» αναφέρεται στην ειδωλολατρική ζωή γενικά. Το «ελάτρευσαν» σε συγκεκριμένες πράξεις λατρείας.
Και κλείνει ο Παύλος με μια βαθειά εκδήλωση σεβασμού, μια δοξολογία, θέλοντας έτσι να ξεπλύνει κάπως την ντροπή στο Θεό απ” την ειδωλολατρεία του ανθρώπου: «Ος εστιν ευλογητός εις τους αιώνας».
«Ευλογητός»: Αυτός που ευλογείται. Ακριβώς επειδή Αυτός έπρεπε να είναι έτσι, είναι και θα είναι έτσι, όποια στάση και αν ακολουθήσει ο Εθνικός κόσμος απέναντι Του.
Ο όρος «εις τους αιώνας», αντιπαραθέτει την αιώνια δόξα του Θεού με την εφήμερη τιμή προς τα είδωλα, ή και τις προσωρινές προσβολές που τώρα γίνονται στο πρόσωπο Του.
«Αμήν», απ” το Εβραϊκό «aman». Σημαίνει «σταθερό», «χωρίς διακυμάνσεις», «αληθές». Είναι μια επιφώνηση που έχει σαν σκοπό να σκορπίσει με την προσδοκία της, όλες τις ομίχλες που ακόμα υφίστανται στην συνείδηση του ανθρώπου, και σκοτεινιάζουν την «αλήθεια» που διακηρύχθηκε πιο πάνω.
Το εδάφιο 25, όπως είπαμε, είναι μια παρένθεση που μπήκε απ” τον Παύλο, λόγω της ανάγκης που αισθάνθηκε η καρδιά του να δικαιολογήση ακόμα μια φορά την δριμύτητα μιας τέτοιας ποινής που έπεσε πάνω στους ανθρώπους για την ασέβεια τους.
Τώρα συνεχίζει την αναφορά του στην ποινή, που άρχισε στο εδάφιο 24. Και όπως θα δούμε, αυτή την φορά προχωρά έως το τέλος. Δεν συστέλλεται να γράψει καμμιά λεπτομέρεια, όσο βαρειά και αν είναι, λεπτομέρεια κατάλληλη να δείξει την αντίδραση του Θεού στην προσβολή που έχει γίνει στη μεγαλειότητα Του. Στο εδάφιο 24 μας είχε πει: «Διό και παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εν ταις επιθυμίαις των καρδιών αυτών εις ακαθαρσίαν του ατιμάζεσθαι τα σώματα αυτών εν αυτοίς,» Και συνεχίζει:
Εδάφια 26,27
«Δια τούτο παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις πάθη ατιμίας. Αι τε γαρ θήλειαι αυτών μετήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν εις την παρά φύσιν, ομοίως τε και οι άρσενες αφέντες την φυσικήν χρήσιν της θηλείας εξεκαύθησαν εν τη ορέξει αυτών εις αλλήλους, άρσενες εν άρσεσι την ασχημοσύνην κατεργαζόμενοι και την αντιμισθίαν ην έδει της πλάνης αυτών εν εαυτοίς απολαμβάνοντες.»
«Δια τούτο τους παρέδωσε ο Θεός εις πάθη ατιμωτικά, διότι και οι γυναίκες τους αντήλλαξαν την φυσικήν χρήσιν με την αφύσικην και οι άνδρες αφού άφησαν την φυσικήν χρήσιν της γυναικός, άναψαν από τας ορέξεις τους μεταξύ τους, ώστε ασελγούν άνδρες με άνδρες, απολαμβάνοντες έτσι ο ένας από τον άλλον την ανταμοιβή της πλάνης των που τους άξιζε.»
Η εικόνα που μας δίνει εδώ ο Παύλος, για τις διαστροφές που επικρατούσαν τότε στην ειδωλολατρική κοινωνία, βεβαιώνεται σ” όλα τα σημεία της απ” τις αισχρές λεπτομέρειες που περιέχονται στα έργα των Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων.
Διαβάζοντας τούτη την περιγραφή, κάποιος διερωτάται, πως μπορεί ο Παύλος να δίνει τέτοιου είδους λεπτομέρειες. Το κάνει γιατί θέλει να μας περιγράψει την Θεία οργή που έπεσε πάνω στον Εθνικό κόσμο, (στο εδάφιο 27 μας μιλά για «αντιμισθία», για πληρωμή που τους πλήρωσε ο Θεός για όσα έκαναν, («Τέτοιον που κάνατε τον Θεόν σας, τέτοιον θα κάνετε τον εαυτόν σας»). Ήταν μια δίκαιη ανταμοιβή εκ μέρους του Θεού, («ην έδει», «την οποίαν έπρεπε»). Ήταν θέμα δικαιοσύνης, δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά.
Ας προσέξουμε και την αντιστοιχία: Στο εδάφιο 25 μας είπε ότι οι άνθρωποι «μετήλλαξαν την αλήθεια του Θεού εν τω ψεύδει». Σαν αποτέλεσμα, η Θεία δικαιοσύνη τους «παρέδωκεν εις πάθη ατιμίας», που τους οδήγησαν να «μεταλλάξουν» και αυτοί την φυσική χρήση των οργάνων αναπαραγωγής σε παρά φύσιν. Οι Άγγλοι τον όρο «μεταλάσσω» τον αποδίδουν με το «Travesty», που το ερμηνεύουν, «παραποιώ κάτι για να το γελοιοποιήσω». Από δω βγήκε και ο σχετικός όρος.
«Την αντιμισθίαν ην έδει της πλάνης αυτών εν εαυτοίς απολαμβάνοντες». «Απολαμβάνοντες έτσι ο ένας από τον άλλον την ανταμοιβή της πλάνης των που τους άξιζε».
Τούτο να το διευκρινίσουμε πάλι. Η «πλάνη» δεν είναι το ότι έχουν ζητήσει ικανοποίηση σε τέτοιες αναισχυντίες. Η «πλάνη» είναι το εθελοντικό ψέμμα της ειδωλολατρείας, είναι το ότι «μετάλλαξαν την αληθινή εικόνα, που τους έχει δώσει ο Θεός για τον εαυτόν Του, σε ψεύδος» (εδάφιο 25), είναι η «κατάπνιξη της αλήθειας» του εδαφίου 18. Όλα τ” άλλα, οι διαστροφές που περιγράφονται εδώ, ήλθαν σαν «αντιμισθία», σαν μια δίκαιη ανταπόδοση επάνω τους. Και εκείνο το «εν εαυτοίς» δείχνει ακόμα μια φορά το βάθος τούτης της πληγής, την φέρουν αναμεταξύ τους, είναι ορατή στα μάτια όλων.
Το ηθικό αίσθημα μέσα στον άνθρωπο ξεκινά απ” την σύλληψη της ιδέας του άγιου Θεού. Αν εγκαταλείψεις τούτη την ιδέα, εάν βγάλεις από την σκέψη σου τον άγιο Θεό, παραλύεις και τούτο το αίσθημα. Τιμώντας τον Θεό, εξευγενίζομε τους εαυτούς μας. Απορρίπτοντας Τον, καταστρέφομε αλάνθαστα τους εαυτούς μας. Τέτοια είναι η σχέση μεταξύ της ειδωλολατρείας και της ηθικής διαφθοράς. Σταμάτησαν να τιμούν τον Θεό, ξέπεσαν ηθικά, εξαχρειωθήκανε, τα πάθη τους τους οδήγησαν σε αναίσχυντες πράξεις. Έτσι εξηγείται και σήμερα η ηθική εξαθλίωση των λαών που έζησαν σε καθεστώτα αθεϊας. Ανεξάρτητη ηθική έξω απ” τον Θεό δεν υπάρχει.
Να θυμηθούμε πάλι το εδάφιο 18 απ” όπου ξεκίνησε τούτη η ανάπτυξη: «Αποκαλύπτεται γαρ οργή Θεού απ” ουρανου επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων των την αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων».
«Διότι η οργή του Θεού φανερώνεται από τον ουρανόν εναντίον κάθε ασεβείας και κακίας ανθρώπων, οι οποίοι δια της κακίας των καταπνίγουν την αλήθειαν».
Μέχρι εδώ ο Παύλος έχει περιγράψει την «ασέβεια» του Εθνικού κόσμου, δηλαδή την ειδωλολατρεία, και την τιμωρία της, δηλαδή τις διαστροφές. Τώρα περιγράφει την άλλη πλευρά της αμαρτίας τους, την «αδικία», και την τιμωρία της, το ξεχείλισμα των τερατωδών κακιών που διαπράτονται απο τον έναν ενάντια στον άλλον, και που απειλούν να καταπνίξουν την κοινωνία.
Εδάφιο 28
«Και καθώς ουκ εδοκίμασαν τον Θεόν έχειν εν επιγνώσει, παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις αδόκιμον νουν, ποιείν τα μη καθήκοντα».
«Και επειδή δεν έκριναν άξιον λόγου το να έχουν ορθήν γνώσιν δια τον Θεόν, τους παρέδωσε ο Θεός εις ανάξιον νουν, ώστε να κάνουν εκείνα που δεν αρμόζει.»
«Ουκ εδοκίμασαν τον Θεόν έχειν εν επιγνώσει». «Τον Θεόν έχειν εν επιγνώσει», σημαίνει, να κρατάς ζωντανή μέσα σου την θέα του άγιου Θεού, έτσι ώστε η θέληση Του να ρυθμίζει την όλη σου συμπεριφορά. Αυτό είναι που αρνήθηκαν τα Έθνη να κάνουν. Σταμάτησαν να θεώνται, να βλέπουν τον Θεόν και την θέληση Του, δεν θέλησαν να οδηγηθούν από τη σκέψη, τον νου του Θεού. Ως εκ τούτου, σαν τιμωρία, σαν «αντιμισθία»:
«Παρέδωκεν αυτούς ο Θεός εις αδόκιμον νουν». Αφού «ουκ εδοκίμασαν», ο Θεός τους παρέδωκε σε «αδόκιμο νουν». Έχοντας αρνηθεί ν” αναγνωρίσουν τον Θεό, έχασαν την αίσθηση του τι είναι ηθικά καλό. Αυτή η απώλεια με όλες της τις συνέπειες, είναι μια κρίση επάνω τους, όπως ήταν και τα αφύσικα πάθη που περιγράφηκαν πιο πάνω.
Να δούμε που τους οδήγησε αυτός ο «αδόκιμος νους», ο «ανάξιος νους», στον οποίον τους παρέδωσε ο Θεός. Τέτοιος είναι ο νους του ανθρώπου μακρυά από το φως του Θεού. Και ο Θεός τους εγκατέλειψε σ” έναν τέτοιο νου, αυτό σημαίνει το «παρέδωκεν».
Εδάφιο 29α
«Πεπληρωμένους πάση αδικία, πορνεία πονηρία πλεονεξία κακία».
«Γεμάτοι από κάθε αδικίαν, πορνείαν, πονηρίαν, πλεονεξία, κακίαν».
«Πάση αδικία»: Περιλαμβάνει συλλογικά όλη την αρίθμηση που ακολουθεί.
«Πονηρία», είναι το κακό ένστικτο της καρδιάς.
«Κακία» είναι η εκ προθέσεως κακία, όταν ευχαριστείται κάποιος να βλάπτει, να κάνει το κακό.
«Πλεονεξία», από το πλέον + έχω, είναι η επιθυμία να έχεις και άλλο, το πάθος κυρίως για λεφτά, που δεν έχει ενδοιασμούς ν” αρπάξει την περιουσίαν του γείτονα του για να αυξήσει την δική του.
Τούτη η πρώτη ομάδα αναφέρεται σε αδικίες που διαπράττονται ενάντια στην ιδιοκτησία κυρίως του συνανθρώπου μας.
Εδάφιο 29β
«Μεστούς φθόνου φόνου έριδος δόλου κακοηθείας».
«Γεμάτοι φθόνον, φόνον, έριδα, δόλον κακοήθειαν».
Τούτοι οι πέντε όροι σχηματίζουν πάλι μια ομάδα, που περικλείει τις αδικίες εκείνες δια των οποίων βλάπτεται το πρόσωπο του συνανθρώπου μας.
Τον φθόνο τον έχει δίπλα στον φόνο, γιατί όπως φαίνεται και απ” το παράδειγμα του Κάϊν, ο φθόνος συχνά οδηγεί στον φόνον.
Εδάφιο 30α
«Ψιθυριστάς, καταλάλους, θεοστυγείς, υβριστάς, υπερηφάνους, αλαζόνας».
«Ψιθυρισταί, συκοφάνται, εχθροί του Θεού, υβρισταί, υπερήφανοι, αλαζόνες».
Οι διαθέσεις της καρδιάς που εκφράζονται στους έξι όρους αυτής της ομάδας είναι εκείνες που έχουν σαν κέντρο τους την υπερηφάνεια.
«Ψιθυριστής» είναι αυτός που χύνει το δηλητήριο του ενάντια στον συνάνθρωπο του, ψιθυρίζοντας στ” αυτί των άλλων.
«Κατάλαλος» είναι αυτός που δυσφημίζει δημόσια.
«Θεοστυγής» είναι αυτός που μισεί τον Θεόν. Είναι η υψίστη εκδήλωση υπερηφανείας, είναι όταν κάποιος δεν μπορεί ν” ανεχθεί την σκέψη αυτού του Όντος, σαν ανωτέρου και κριτού.
«Υβριστής». Στην ύβριν, στην αυθάδεια απέναντι στον Θεό, εκεί φυσιολογικά ενώνεται και η αυθάδεια, η υβρις προς τους ανθρώπους.
«Υπερήφανος» από το υπέρ + φαίνομαι. Δηλώνει τον άνθρωπο ο οποίος, από ένα αίσθημα δικής του υπεροχής, θεωρεί τους άλλους αφ” υψηλού.
«Αλαζών». Είναι αυτός που ζητά να ελκύσει τον θαυμασμό, αξιώνοντας πλεονεκτήματα που στην πραγματικότητα δεν έχει.
Εδάφια 30β, 31
«Εφευρετάς κακών, γονεύσιν απειθείς, ασυνέτους, ασυνθέτους, αστόργους, ασπόνδους, ανελεήμονας.»
«Εφευρεταί κακών, απειθείς εις τους γονείς, ανόητοι, άστατοι, άστοργοι, σκληροί, ανελεήμονες».
Τούτη η τελευταία ομάδα αναφέρεται στην απώλεια όλων των φυσικών αισθημάτων της ανθρώπινης ψυχής, της στοργής των παιδιών προς τους γονείς, της τρυφερότητας, της συμπόνοιας. Περιλαμβάνει έξη όρους:
«Εφευρέτης κακών». Είναι αυτός που περνά την ζωή του σκεπτόμενος το κακό που πρέπει να κάνει στους άλλους. Είναι όπως ο Αντίοχος ο Επιφανής, που ο συγγραφέας του Β. Μακκαβαίων (Ζ31) τον ονομάζει «πάσης κακίας ευρετή». Άνθρωποι μιας τέτιας πάστας έχουν αρχίσει συνήθως να επιδεικνύουν τον κακό τους χαρακτήρα στον χώρο της οικογένειας τους, είναι πρώτα απ” όλα «γονεύσιν απειθείς».
«Ασύνετος», ο ανίκανος να προσηλώσει το αυτί του σε σοφές συμβουλές.
«Ασύνθετος» είναι εκείνος που χωρίς ενδοιασμούς καταπατά τις συμφωνίες τις οποίες έχει συνάψει, είναι όπως λέμε, αυτός που δεν έχει «μπέσσα».
«Άστοργος», από το «στέργειν». Είναι αυτός που καταπατά και τα αισθήματα ακόμα της φυσικής στοργής, όπως μια μητέρα που εκθέτει ή σκοτώνει το παιδί της, ένας πατέρας που εγκαταλείπει την οικογένεια του, ή ένα παιδι που αμελεί τους ηλικιωμένους του γονείς.
Το «άσπονδος» είναι το ίδιο περίπου με το «ασύνθετος».
Και το «ανελεήμων» είναι περίπου το ίδιο με το «άστοργος», αλλά με μια πιο γενική έννοια, τούτο πηγαίνει πιο πέρα απ” τα αισθήματα στοργής μέσα στον οικογενειακό κύκλο. Τούτη η λέξη φέρει στο μυαλό τα πλήθη των μεγάλων πόλεων, που έτρεχαν στα αμφιθέατρα να δουν τις μάχες των μονομάχων, το αίμα και την αγωνία του θανάτου του μονομάχου που νικήθηκε. Τούτο είναι ένα παράδειγμα της ανείπωτης σκληρότητας στην οποίαν είχε βυθισθεί ο Εθνικός κόσμος. Που θα είχαμε καταλήξει εάν μια αναγεννητική πνοή δεν είχε πνεύσει πάνω στο ανθρώπινο γένος τούτη την κρίσιμη στιγμή!
Τούτη ειδικά η τελευταία ομάδα δεν περιέχει κακίες, αδικίες που εξηγούνται από έναν απλό φυσικό εγωϊσμό. Είναι αφύσικες κακίες, όπως αφύσικες ήταν και οι διαστροφές που περιγράφηκαν πιο πάνω. Και εκεί, όπως και εδώ, μπορεί να εξηγηθούν μόνο σαν μια Θεία κρίση, σαν μια τιμωρία επάνω τους. Είναι η εγκατάλειψη του ανθρώπου απ” τον Θεό σε «αδόκιμο νου» (εδ.28), σ” έναν νου χωρίς ικανότητα διάκρισης, για το ποιό είναι καλό, και ποιό είναι κακό, ποιό συμφέρον, και ποιό ζημία.
Βαρειά η κρίση που έχει πέσει επάνω τους. Ο Θεός τους αποκάλυψε το ηθικό καλό, και αυτοί αντισταθήκανε σ” αυτή την αποκάλυψη. Τούτη η κρίση είναι ποινή γι” αυτή τους την αντίσταση. Το εδάφιο 32, στη συνέχεια, μας διευκρινίζει, πως αντισταθήκανε, τι ακριβώς κάνανε.
Εδάφιο 32
«Οίτινες το δικαίωμα του Θεού επιγνόντες, ότι οι τα τοιαύτα πράσσοντες άξιοι θανάτου εισίν, ου μόνον αυτό ποιούσιν, αλλά συνευδοκούσι τοις πράσσουσι».
«Οι οποίοι, αν και εγνώρισαν τον νόμον του Θεού, ότι εκείνοι που κάνουν τέτοια πράγματα είναι άξιοι θανάτου, όχι μόνον τα κάνουν αλλά και επιδοκιμάζουν εκείνους που τα κάνουν.»
Με άλλα λόγια, «τους άξιζε να παραδοθούν σε «αδόκιμο νου», που τους οδήγησε σ” αυτόν τον κατακλυσμό της αμαρτίας, αυτοί που είχαν ενεργήσει έτσι προς τον Θεό, όταν τους απεκάλυψε την θέλησή Του. Αυτοί που κατέπνιξαν την αίσθηση της ηθικής αλήθειας που τους είχε αποκαλυφθεί.»
«Οίτινες το δικαίωμα του Θεού επιγνόντες». Ποιό είναι αυτό, «το δικαίωμα του Θεού» που το γνώριζαν καλά; Είναι ό,τι ο Θεός έχει θεσπίσει σαν δίκαιο. Και εδώ εν προκειμένω ότι, «οι τα τοιαύτα πράσσοντες άξιοι θανάτου εισίν». Γνωρίζουν τον νόμο του Θεού ότι, γι” αυτά που κάνουν τους αξίζει θάνατος. Και όμως, «όχι μόνον τα κάνουν, αλλά και επιδοκιμάζουν εκείνους που τα κάνουν».
Το ερώτημα είναι, πως το γνώρισαν, πως έχουν βαθειά γνώση αυτού του θείου νόμου;
Απάντηση: Είναι ο Ίδιος ο Θεός που τους έχει δώσει καθαρή διάκριση γι” αυτόν Του τον νόμο, ότι θα τρυγήσουν, δηλαδή, κακές συνέπειες απ” αυτή τους τη στάση. Ο Θεός, μαζί με το θρησκευτικό φως, έχει δώσει μέσα τους και ηθικό φως. Έχει ο Ίδιος εντυπώσει στις καρδιές τους τούτο τον νόμο, ότι για το κακό που κάνουν θα τιμωρηθούν. Τούτο όλοι το ξέρουν. Τι εκκλήσεις για το δίκαιο του Θεού δεν βρίσκομε στα γραπτά των Εθνικών ιστορικών και φιλοσόφων! Τι περιγραφές στους ποιητές τους για την ποινή των κακών στον Τάρταρο! Που το γνώρισαν αυτοί; Είναι γραμμένο μέσα μας, στον καθένα. Όλοι ξέρουν ότι το κακό θα τιμωρηθεί, δεν χρειάζεται να τους διδάξει κάποιος.
Λέγοντας, «άξιοι θανάτου», εδώ δεν εννοεί τους φονείς, και σαν θάνατο δεν εννοεί τον θάνατο που επιβάλλουν τα ανθρώπινα δικαστήρια. Έχει ευρύτερη εφαρμογή. Σαν «θάνατο» εδώ δηλώνει τον θάνατο όπως τον επιβάλλει ο Θεός, τους πόνους του Άδη, που και οι Εθνικοί επίσης τους γνώριζαν.
«Ου μόνον αυτό ποιούσιν, αλλά συνευδοκούσι τοις πράσσουσι».
«Οχι μόνον τα κάνουν αλλά και επιδοκιμάζουν εκείνους που τα κάνουν.»
Εδώ είναι ο «ασύνετος νους», στον οποίον ο Θεός έχει παραδώσει τους ανθρώπους, στην πλέον του διεστραμμένη φανέρωση: Όχι μόνον κάνουν το κακό, αλλά επιδοκιμάζουν, επευφημούν αυτούς που το κάνουν! Κατηγορούν τον Καλιγούλα, τον Νέρωνα, σαν διεστραμμένους, σαν τέρατα. Δεν είχαν βρει όμως τούτοι οι δύο θαυμαστές, συνηγόρους, πλήθη πάντα έτοιμα να τους προσφέρουν θυμίαμα;
Το «ου μόνον» σωστά μας οδηγεί να καταλάβουμε ότι υπάρχει περισσότερη ενοχή στο να επιδοκιμάζεις εν πλήρει συνειδήσει το κακό που διεπράχθη από άλλους, από του να το διαπράττεις ο ίδιος κάτω απ” την ώθηση και την τύφλα του πάθους. Κάνοντας αυτό έχεις φθάσει στο τελευταίο στάδιο της ηθικής διαφθοράς.
Να συνοψίσουμε τα όσα ο Απόστολος μας ανέπτυξε στα εδάφια 18-32. Να ξαναδιαβάσουμε το εδάφιο 18, ανάλυση του οποίου είναι τούτα τα εδάφια: «Αποκαλύπτεται γαρ οργή Θεού απ” ουρανου επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων των την αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων».
«Διότι η οργή του Θεού φανερώνεται από τον ουρανόν εναντίον κάθε ασεβείας και κακίας ανθρώπων, οι οποίοι δια της κακίας των καταπνίγουν την αλήθειαν».
Τούτο το τραγικό γεγονός, της οργής του Θεού πάνω στους ανθρώπους, αναπτύσσεται σε δύο απόψεις. Πρώτα από θρησκευτικής άποψης: Ο άνθρωπος καταπνίγει την διαίσθηση, την ενόραση του Θείου Όντος, που ο Ίδιος ο Θεός του έχει δώσει για τον εαυτόν Του, και ντύνει τον Θεό στην μορφή ενός ειδώλου. Η ποινή που έρχεται σαν συνέπεια είναι, η υποβάθμιση του από τερατώδεις διαστροφές. Οι διαστροφές λοιπόν είναι αποτέλεσμα, τιμωρία επάνω του. Μάταιες λοιπόν οι συμβουλές μας και οι προσπάθειες μας να διορθώσουμε εκεί τα πράγματα. Να σηκώσω την τιμωρία που ο Θεός του έχει βάλει; Αλλού θα στρέψω την προσοχή μου, σε τι τον οδήγησε να φτάσει εκεί. Εάν έστω και λίγο διευκόλυνα τον άσωτο όταν ήταν μέσα στη κρίση του, όταν τρυγούσε τους πικρούς καρπούς της επιλογής του, κακό θα του έκανα. Ίσως, εάν τον οδηγούσα σε κάποιο προσωρινή ανακούφιση, και να μη γύριζε πίσω. Ναι, τους ανθρώπους δεν έχουμε να τους συμβουλεύσουμε για τίποτα άλλο (μη κάνεις εκείνο, μη το άλλο, τούτο δεν είναι για καλό σου, προσπάθησε τούτο, κόψε το άλλο, και όλες οι γνωστές συμβουλές που συνήθως λέγονται), παρά μόνο να επιστρέψουν στον Θεό. Τότε θα σηκωθεί η οργή, η κατάρα που βαρύνει επάνω τους, και όλα θα τακτοποιηθούν.
Μετά, τούτο το θέμα της οργής του Θεού, αναπτύσσεται από ηθικής άποψης: Ο άνθρωπος καταπνίγει το φως της συνείδησης. Σαν ποινή εδώ διαστρεβλώνεται τόσο η ηθική του διάκριση, που αυτός βάζει την σφραγίδα της επιδοκιμασίας του σ” όλες τις κακοήθειες που θα έπρεπε να είχε καταδικάσει και εμποδίσει. Τούτη είναι η χειρότερη των διαφθορών, αυτή της συνείδησης.
Έτσι, εξηγήθηκε η μεγάλη σκέψη του εδαφίου 18: Η οργή του Θεού που έχει πέσει πάνω στον Εθνικό κόσμο για να τιμωρήσει το εθελοντικό σκοτείνιασμα της θρησκευτικής αίσθησης («ασέβεια»), και της ηθικής αίσθησης («αδικία»), που είχαν αφυπνισθεί μέσ” τον άνθρωπο απ” την αρχέγονη αποκάλυψη του Θεού. Ο Θεός έχει δώσει εξ αρχής στον άνθρωπο, και θρησκευτικό φως να Τον γνωρίσει, και ηθικό φως να κάνει το καλό. Τούτα τα έχει εντυπώσει, τα έχει χαράξει στη καρδιά του.