ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 2
Η ΟΡΓΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΠΙΚΡΕΜΜΕΤΑΙ ΚΑΙ ΕΠΑΝΩ ΣΤΟΝ ΙΟΥΔΑΪΚΟ ΚΟΣΜΟ
Εν μέσω αυτής της πλημμύρας μολύνσεων και κακιών στην οποία είναι βυθισμένη η Εθνική (ειδωλολατρική) κοινωνία, ο Απόστολος βλέπει έναν, που, σαν δικαστής, απ” το ύψος της δικαστικής του έδρας, ρίχνει ένα βλοσυρό βλέμμα πάνω στην διεφθαρμένη μάζα, καταδικάζοντας το κακό που βασιλεύει μέσα της, και επιδοκιμάζοντας την οργή του Θεού που την τιμωρεί. Είναι σ” αυτό το νέο πρόσωπο που του απευθύνεται με τα επόμενα λόγια:
Εδάφιο 1
«Διό αναπολόγητος ει, ω άνθρωπε πας ο κρίνων. Εν ω γαρ κρίνεις τον έτερον, σεαυτόν κατακρίνεις. Τα γαρ αυτά πράσσεις ο κρίνων».
«Δια τούτο είσαι αναπολόγητος, ω άνθρωπε, όποιος κι” αν είσαι συ που κρίνεις, διότι κρίνοντας τον άλλον, κατακρίνεις τον εαυτόν σου, εφ” όσον κάνεις τα ίδια συ που κατακρίνεις.»
Σε ποιόν άραγε ν” απευθύνεται ο Απόστολος; Θα μας το πει στο εδάφιο 17: «Αλλ” εάν εσύ ονομάζεσαι Ιουδαίος».
Το κεφάλαιον Β, όπως θα δούμε, είναι το παράλληλο των εδαφίων 18-32 του κεφαλαίου Α. Είναι η δίκη των Ιουδαίων, μετά από κείνη του Εθνικού κόσμου. Και τα πρώτα δύο εδάφια είναι το θέμα της.
Ο Απόστολος ακολουθεί την εξής σειρά: Στο πρώτο μέρος, εδάφια 1-16, εκθέτει την αρχή της αμεροληψίας στην κρίση του Θεού. Στο δεύτερο, εδάφια 17-29, την εφαρμόζει κατ” ευθείαν στους Ιουδαίους.
Το πρώτο μέρος περιέχει την ανάπτυξη τριών ιδεών: 1) Οι χάρες που δόθηκαν σ” αυτον τον λαό επ” ουδενί δημιουργούν βάση για εξαίρεση απ” την κρίση, αντίθετα καθιστούν βαρύτερη την ευθύνη αυτού που τις έλαβε, εδάφια 1-5. 2) Η Θεία απόφαση βασίζεται στα «έργα», εδάφια 6-12, 3) Και όχι στην «γνώση», εδάφια 13-16.
Ξαναδιαβάζουμε το εδάφιο 1: «Δια τούτο είσαι αναπολόγητος, ω άνθρωπε, όποιος κι” αν είσαι συ που κρίνεις, διότι κρίνοντας τον άλλον, κατακρίνεις τον εαυτόν σου, εφ” όσον κάνεις τα ίδια συ που κατακρίνεις.»
Τούτο το εδάφιο μπορεί να συνδεθεί πιο ειδικά με το προηγούμενο εδάφιο 32, που αναφερόταν στον ειδωλολατρικό κόσμο: «Οι οποίοι, αν και εγνώρισαν τον νόμο του Θεού, ότι εκείνοι που κάνουν τέτοια πράγματα είναι άξιοι θανάτου, όχι μόνον τα κάνουν αλλά και επιδοκιμάζουν εκείνους που τα κάνουν.» Πράγματι, εάν είναι εγκληματικό το να επιδοκιμάζεις την αμαρτία των άλλων αμαρτάνοντας και συ ο ίδιος, πόσο πιο ασυγχώρητο είναι το να καταδικάζεις την αμαρτία των άλλων, ενώ ενώνεσαι και συ σ” αυτήν! Εδώ πρόκειται για μια κατάφωρη υποκρισία, που είναι ό,τι χειρότερο. Κρίνοντας, ο δικαστής δεν κάνει τίποτα άλλο, παρά να καταδικάζει τις δικές του πράξεις. Αυτό έκανε ο Ιουδαίος, και γι” αυτό ο Παύλος του λέγει εδώ ότι είναι «αναπολόγητος». «Είσαι αναπολόγητος που κρίνεις, διότι κρίνοντας τον άλλον, κατακρίνεις τον εαυτόν σου, εφ” όσον κάνεις τα ίδια και συ που κατακρίνεις.» Οι Ιουδαίοι, όπως γνωρίζομε, συνήθιζαν να ονομάζουν τους Εθνικούς, «αμαρτωλούς», Γαλάτας Β15.
Εδάφιο 2
«Οίδαμεν δε ότι το κρίμα του Θεού εστι κατά αλήθειαν επί τους τοιαύτα πράσσοντας».
«Γνωρίζομεν δε ότι η κρίσις του Θεού επέρχεται δικαίως εις εκείνους που κάνουν τέτοια πράγματα.» (Δηλαδή, σαν και εκείνα που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο 32, και στα προηγούμενα).
Τούτη είναι μια γενική αλήθεια, που ο κάθε απλός νους, που είναι ελεύθερος από προκαταλήψεις, την γνωρίζει. Είναι μια αλήθεια χαραγμένη απ” τον Θεό μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση. Αυτό το επισημαίνει ο Παύλος στους Ιουδαίους, γιατί τούτοι οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να ξεφύγουν απ” την ιδέα ότι εκείνη την ημέρα, την ημέρα της κρίσης, θ” απολάμβαναν ορισμένες απαλλαγές λόγω της καθαρώτερης θρησκείας τους, και της κατά πολύ υψηλότερης θέσης που κατείχαν έναντι των άλλων Εθνών. Μέσα στην Ιουδαϊκή συνείδηση υπήρχε ένα εμπόδιο στο να δεχθεί τούτη την αρχή της αμεροληψίας στην κρίση του Θεού. Ο Παύλος το γνώριζε καλά, και είναι αυτό που στην συνέχεια εργάζεται ν” απομακρύνει. Τους λέγει λοιπόν:
Εδάφιο 3
«Λογίζη δε τούτο, ω άνθρωπε ο κρίνων τους τα τοιαύτα πράσσοντας και ποιών αυτά, ότι συ εκφεύξη το κρίμα του Θεού;»
«Φαντάζεσαι, ω άνθρωπε, συ που κρίνεις εκείνους που κάνουν τέτοια πράγματα και κάνεις τα ίδια , ότι συ θα αποφύγεις την κρίση του Θεού;»
Η λέξη «λογίζη» περιγράφει καλά τους εσφαλμένους υπολογισμούς, δια των οποίων οι Ιουδαίοι έπειθαν τους εαυτούς τους ότι θα ξέφευγαν την κρίση με την οποίαν ο Θεός θα επισκεπτόταν τους Εθνικούς. Ήταν ένα Ιουδαϊκό αξίωμα: «Κάθε περιτμημένος έχει μέρος στην βασιλεία που πρόκειται να έλθει». Αλλά τούτο ήταν ένας εσφαλμένος υπολογισμός, που προερχόταν από μια άσχημη ηθική κατάσταση, κρυμμένη στα βάθη της καρδιάς. Τούτη την κατάσταση είναι που σύρει στο φως ο Παύλος, σε ό,τι ακολουθεί. Συνεχίζει στα εδάφια 4,5:
Εδάφια 4,5
«Ή του πλούτου της χρηστότητος αυτού και της ανοχής και της μακροθυμίας καταφρονείς, αγνοών ότι το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν σε άγει; Κατά δε την σκληρότητα σου και αμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτώ οργήν εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως δικαιοκρισίας του Θεού».
«Ή καταφρονείς τον πλούτον της καλωσύνης του και την ανοχήν και την μακροθυμίαν του και δεν αναγνωρίζεις ότι η καλωσύνη του Θεού σε οδηγεί εις μετάνοιαν; Ανάλογα δε προς την σκληρότητα σου και αμετανόητη καρδιά σου επισωρεύεις δια τον εαυτόν σου οργήν, κατά την ημέρα της οργής και της αποκαλύψεως της δικαίας κρίσεως του Θεού».
«Ή…καταφρονείς»: «Ή ακόμη καταφρονείς». Εκείνο που θέλει να τους πει, έτσι όπως το έχει διατυπώσει, είναι ότι εδώ, δεν είναι μια απλή ψευδαίσθηση, κάτι που το νομίζουν λάθος, εδώ υπάρχει ηθελημένη περιφρόνηση. Εδώ, ο τρόπος με τον οποίον σκέπτονται, δεν είναι απλά ανοησία, είναι ασέβεια απέναντι στον Θεό.
Έτσι όπως σκέπτονται να τι καταφρονούν:
α) «Τον πλούτο της χρηστότητος του Θεού». Το πλούτο της καλωσύνης του Θεού απέναντι τους. Εδώ είναι όλα εκείνα τα ευεργετήματα του Θεού στον Ισραήλ κατά το παρελθόν: Εκείνη η ειδική εκλογή, εκείνες οι αλεπάλληλες αποκαλύψεις, η συνεχής Του φροντίδα, τέλος, η αποστολή του Μεσσία, και γενικά όλα εκείνα που συνιστούσαν την προνομιακή θέση που ο Ισραήλ είχε απολαύσει για τόσα πολλά χρόνια.
β) Καταφρονούσαν την «ανοχή» του Θεού. Ο όρος «ανοχή» δηλώνει το αίσθημα που ξυπνά μέσα στην καρδιά του δωρητή, όταν η καλωσύνη του αντιμετωπίζεται με αχαριστία. Ο Παύλος έχει αναμφίβολλα κατά νου τον φόνο του Μεσσία, στον οποίον η Θεία δικαιοσύνη θα έπρεπε να είχε απαντήσει με την άμεση καταστροφή του Έθνους. Ο Θεός όμως τους ανεχόταν ακόμα όταν ο Παύλος τους έγραφε την επιστολή.
γ) Καταφρονούσαν την «μακροθυμία» του Θεού. Mέχρι την ώρα που ο Παύλος έγραφε την Επιστολή, ο Θεός μακροθυμούσε και δεν κατέστρεφε αυτόν τον λαό, παρ” όλα τα 30 συνεχή έτη αντίστασης στις εκκλήσεις Του μέσω του Αποστολικού κηρύγματος, και παρ” όλα τα εγκλήματα τέτοια, όπως ο φόνος του Στεφάνου και του Ιακώβου (Πράξεις 7, 12).
Και τούτη η καταφρόνηση φαίνεται από το γεγονός ότι, όσο ο Θεός δείχνεται καλός, υπομονετικός, τόσο η υπερηφάνεια του Ισραήλ φαίνεται ν” αυξάνει, και τόσο το έθνος δείχνεται εχθρικό προς το Ευαγγέλιο.
«Ή του πλούτου της χρηστότητος αυτού και της ανοχής και της μακροθυμίας καταφρονείς, αγνοών ότι το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν σε άγει;»
«Ή καταφρονείς τον πλούτον της καλωσύνης του και την ανοχήν και την μακροθυμίαν του και δεν αναγνωρίζεις ότι η καλωσύνη του Θεού σε οδηγεί εις μετάνοιαν;»
Τούτη η καταφρόνηση, αποτέλεσμα της απιστίας τους, της πονηρής τους καρδιάς, τους οδηγούσε σε μια εθελοντική άγνοια. Δεν βλέπανε, ούτε φρόντιζαν να δουν ότι: «Το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν σε άγει;» «Ότι η καλωσύνη του Θεού σε οδηγεί εις μετάνοιαν;»
«Το χρηστόν του Θεού»: Ό,τι είναι καλό, τρυφερό, ευεργετικό στον Θεό. Είναι από το ρήμα χράομαι, που κατά λέξη σημαίνει, «ό,τι μπορεί κάποιος να χησιμοποιήσει απ” τον Θεό».
Τούτο το «χρηστόν» του Θεού, τούτη η καλωσύνη του, «εις μετάνοιαν σε άγει», ασκεί , δηλαδή, μια έλξη, ωθεί, οδηγεί τον άνθρωπο σε μετάνοια.
Εδώ να σημειώσουμε ότι δεν λέγει π.χ. «αναγκάζει τον άνθρωπο σε μετάνοια», αλλά «άγει», τον οδηγεί, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος κατέχει μια δύναμη μέσα του που μπορεί να παραδοθεί ή να αντισταθεί σ” αυτή την έλξη του Θεού. Εάν δεν θα μπορούσε να της αντισταθεί, πως θα μπορούσαν οι Ιουδαίοι να κατηγορηθούν για την αμαρτία που κάνουν αυτήν ακριβώς την ώρα;
«Μετάνοια» είναι η πράξη δια της οποίας ο άνθρωπος αλλάζει εντελώς την όλην του τοποθέτηση, και επανέρχεται σε προηγουμένη του θέση.
«Κατά δε την σκληρότητα σου και αμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτώ οργήν εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως δικαιοκρισίας του Θεού.»
«Ανάλογα δε προς την σκληρότητα σου και αμετανόητη καρδιά σου επισωρεύεις δια τον εαυτόν σου οργήν, κατά την ημέρα της οργής και της αποκαλύψεως της δικαίας κρίσεως του Θεού».
Ήταν ο συνήθης τρόπος της Ιουδαϊκής συμπεριφοράς, ν” ανταποκρίνεται στα καλέσματα του Θεού με σκληρή και αμετανόητη καρδιά, αντί να οδηγείται σε μετάνοια. Είναι αυτό που τους είπε ο Στέφανος: «Σκληροτράχηλοι με απερίτμητη καρδιά και αυτιά, σεις πάντοτε αντιτίθεσθε προς το Πνεύμα το Άγιον, όπως οι πρόγονοι σας έτσι και εσείς.» (Πράξεις Ζ51).
Αλλά δεν είναι μόνο ότι η καλωσύνη και αυτές οι χάρες του Θεού απέναντι τους πήγαν χαμένες. Δεν είναι μόνο ότι δεν έφεραν το καλό σ” αυτούς, δεν τους οδήγησαν σε μετάνοια προς σωτηρία. Τελικά έφεραν και το κακό επάνω τους. Διότι, κάθε χάρη που ποδοπατιέται, προσθέτει και κάτι στον «θησαυρό της οργής», που ήδη κρέμμεται πάνω απ” τα κεφάλια αυτού του αμετανοήτου κόσμου: «Ανάλογα δε προς την σκληρότητα σου και αμετανόητη καρδιά σου επισωρεύεις δια τον εαυτόν σου οργήν, κατά την ημέρα της οργής και της αποκαλύψεως της δικαίας κρίσεως του Θεού».
«Οργή» αναγγέλεται εδώ πάνω στους Ιουδαίους, όπως στο Α19 πάνω στα Έθνη. Υπάρχει μόνον αυτή η διαφορά, ότι μεταξύ των Εθνικών ο κεραυνός της Θείας οργής έχει ήδη πέσει, τον μελετήσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ενώ η θύελλα ακόμα μαζεύεται για τους Ιουδαίους, («Κατά την ημέρα της αποκαλύψεως», που σημαίνει πως δεν είχε ακόμα αποκαλυφθεί. Μιλάμε πάντα για την εποχή που ο Παύλος έγραφε την Επιστολή). Ο χρόνος που θα ξεσπάσει επάνω τους ονομάζεται η «ημέρα της οργής».
Τώρα ποιά να είναι εκείνη η «ημέρα της οργής και της αποκαλύψεως της δικαίας κρίσεως του Θεού»; Γι” αυτόν τον λαό είναι η ημέρα της μεγάλης εθνικής τους καταστροφής, που είχε προλεχθεί από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, και από τον Κύριο (Ματθαίος Γ10, Λουκάς ΙΑ50,51). Και τούτη η ημέρα ήρθε 10 χρόνια αργότερα, μετά που ο Παύλος έγραφε αυτά τα λόγια. Εδώ όμως, κατ” επέκταση, συμπεριλαμβάνεται και η τελική κρίση την εσχάτη ημέρα, που θα γίνει ατομικά για τον καθέναν.
Εκείνη την ημέρα όλοι θα κριθούν με «δικαιοκρισία», με «δίκαια κρίση». Τούτη η λέξη διαλύει προκαταβολικά κάθε ψευδαίσθηση που μπορεί να τρέφει κάποιος, ότι εκείνη την φοβερή ημέρα της κρίσης θα κριθεί προνομιακά, γιατί ανήκε εδώ ή εκεί, γιατί έφερε τούτο ή το άλλο όνομα, κάτι που συνέβαινε με τους Ιουδαίους, οι οποίοι έτρεφαν ψευδαισθήσεις ότι θα διέφευγαν την κρίση, λόγω των προνομίων που τους είχε δώσει ο Θεός, να τους καλέσει σαν λαό Του. Να θυμηθούμε την έκπληξη του Νικοδήμου, όταν ο Κύριος του εξήγησε τον σωστό τρόπο του να εισέλθει κάποιος στην Βασιλεία των ουρανών, γκρεμίζοντας του με μιάς το οικοδόμημα πάνω στο οποίο αυτοί βασιζόντουσαν. Να θυμηθούμε και την έκπληξη του πλουσίου στον Άδη, στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, που παρόλο τέκνο του Αβραάμ, δεν οδηγήθηκε τελικά στον κόλπο του Αβραάμ.
Τούτη η λέξη («δικαιοκρισία») περιέχει και το θέμα της ανάπτυξης που ακολουθεί αμέσως μετά. Η «δικαιοκρισία» του Θεού, (το «κρίμα κατ” αλήθειαν» του εδαφίου 2), θα βασισθεί αποκλειστικά στην ηθική ζωή του κάθε ατόμου, εδάφια 6-12, όχι στο εξωτερικό γεγονός ότι κάποιος κατέχει και ακούει τον νόμο, εδάφια 13-16.
Εδάφιο 6
«Ος αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού».
«Ο οποίος θα αποδώσει εις τον καθέναν σύμφωνα με τα έργα του».
Εκείνη την ημέρα δεν θα ληφθεί υπ” όψιν τίποτα το εξωτερικό, παρά αποκλειστικά μόνον οι προθέσεις της καρδιάς, η πηγή απ” όπου ξεκίνησαν οι ηθικές ενέργειες του ανθρώπου.
Εδώ γεννιέται μια μεγάλη απορία. Στο προηγούμενο κεφάλαιο ο Απόστολος μας είπε ότι η δικαίωση είναι δια πίστεως, όχι από έργα. Εδώ μας λέγει ότι εκείνη, την τελική ημέρα της κρίσης, ο Θεός θ” αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του; Πως μπορούν να συμβιβασθούν τούτα τα δύο;
Μερικοί πιστεύουν ότι στην κρίση οι ηθικές ατέλειες των πιστών θα καλυφθούν από την πίστη τους. Τούτο θα μετέτρεπε όμως την πίστη σ” ένα κάλυμμα ν” αμαρτάνεις με ατιμωρησία: «Αφού θα σωθώ δια πίστεως, δεν έχει τόση σημασία αν αμαρτάνω καμμιά φορά. Η πίστη μου θα καλύψει τις αμαρτίες μου», θα μπορούσε να πει κάποιος. Αλλά τι «δικαιοκρισία» θα ήταν τότε!
Άλλοι λένε πως, αυτό που λέγει εδώ ο Παύλος, αυτή η αρχή, είναι καθαρά υποθετική. Θα ήταν η αρχή που θα εφήρμοζε ο Θεός εάν δεν είχε μεσολαβήσει η απολύτρωση. Αλλ” ο μέλλων «αποδώσει» δεν είναι υποθετικός, (αν ήταν έτσι θα έγραφε το αντίστοιχο του «θα απέδιδε»). Πέραν αυτού, η «κρίση σύμφωνα με τα έργα», μαρτυρείται και αλλού, τόσο από τον Παύλο (Ρωμ. ΙΔ12, Β. Κορ. Ε10, Γαλ. ΣΤ6), όσο και από τον Ίδιο τον Κύριο (Ιωάννης Ε28,29, Ματθαίος ΙΒ36,37 κ.λ.π.), καθώς επίσης και από άλλα γραπτά της Καινής Διαθήκης (Αποκ. Κ13 κ.λ.π.).
Η απάντηση εδώ είναι ότι η δικαίωση δια πίστεως έχει εφαρμογή μόνον στον χρόνο που εισέρχεται κάποιος στην σωτηρία που προσφέρει ο Θεός, μέσω της ελεύθερης συγγνώμης για την αμαρτία. Δεν έχει όμως εφαρμογή κατά την ώρα της κρίσης. Όταν ο Θεός δέχεται τον αμαρτωλό κατά την στιγμή της μεταστροφής του, δεν του ζητά τίποτα άλλο παρά πίστη. Αλλά από κείνη την στιγμή και μετά ο πιστός εισέρχεται σε μιά ολοκληρωτικά καινούργια ευθύνη. Ο Θεός του ζητά, σαν αποδέκτη της χάρης Του, τους καρπούς αυτής της χάρης. Αυτό φαίνεται καθαρά απ” την παραβολή των ταλάντων. Ο Κύριος εμπιστεύεται την χάρη Του ελεύθερα, δωρεάν. Αλλ” απ” την στιγμή που δίνει αυτή την χάρη, περιμένει απ” τον άνθρωπο που την πήρε, τους καρπούς της. Τούτο μας βοηθά να το καταλάβουμε επίσης και η παραβολή του κακού οφειλέτη. Το συμπέρασμα που βγαίνει απ” αυτή την παραβολή είναι ότι, ο συγχωρημένος αμαρτωλός, που αρνείται να συγχωρήσει τον συνάνθρωπον του, ξανατοποθετείται ο ίδιος πάλι κάτω από τον νόμο της δικαιοσύνης, του αφαιρείται η χάρη, και ξαναμπαίνει κάτω από το βάρος του χρέους του. Η πίστη δεν είναι το θλιβερό προνόμιο να μπορείς ν” αμαρτάνεις με ατιμωρησία, αλλά είναι το μέσον να ελευθερωθείς από την αμαρτία, και να ενεργείς άγια. Και αν αυτός ο καρπός ζωής δεν παράγεται, είναι νεκρή, και θα δηλωθεί σαν μάταιη, άχρηστη: «Κάθε δένδρο που δεν κάνει καρπό κόβεται, και ρίχνεται στην φωτιά» (Ματθ. Γ10). Το λέγει τόσο καθαρά και στο Α” Κορινθίους ΣΤ9: «Δεν ξέρετε ότι οι άδικοι δεν θα κληρονομήσουν την βασιλείαν του Θεού;». Το λέγει και στο Γαλάτας ΣΤ7: «Μη πλανάσθε, ο Θεός δεν εμπαίζεται. Εκείνο που θα σπείρη ο άνθρωπος, αυτό και θα θερίση». Το λέγει και σε πολλά άλλα σημεία στον Λόγο του Θεού, απευθυνόμενος πάντα σε πιστούς.
Βασική αρχή, λοιπόν: Ο Θεός » θα αποδώσει εις τον καθέναν σύμφωνα με τα έργα του».
Τα δύο ακόλουθα εδάφια θα μας εξηγήσουν εκείνο το «θα αποδώσει».
Εδάφια 7,8
«Τοις μεν καθ΄υπομονήν έργου αγαθού δόξαν και τιμή και αφθαρσίαν ζητούσι ζωήν αιώνιον, τοις δε εξ εριθείας, και απειθούσι μεν τη αληθεία, πειθομένοις δε τη αδικία, θυμός και οργή»
«Εις εκείνους που με συνεχή υπομονή στο να κάνουν το καλό, επιζητούν δόξαν και τιμή και αφθαρσίαν, θα αποδώση ζωήν αιώνιον, εις εκείνους όμως που είναι εγωισταί και απειθούν εις την αλήθειαν, υπακούουν δε εις την αδικίαν θα επέλθη θυμός και οργή».
Οι Ιουδαίοι διαιρούσαν τους ανθρώπους σε περιτμημένους, και επομένως σωσμένους, και απεριτμήτους, και επομένως καταδικασμένους. Εδώ σε τούτα τα εδάφια παρουσιάζεται μια νέα ταξινόμηση. Και τούτη η ταξινόμηση χωρίζει τους ανθρώπους σε δύο κατηγορίες. Κριτήριο όμως εδώ λαμβάνεται ο ηθικός σκοπός απ” τον οποίον κινείται κάποιος, το γιατί κάνει αυτά που κάνει, το κίνητρο του, το που σκοπεύει.
Πρώτη κατηγορία: «Οι μεν καθ΄ υπομονήν έργου αγαθού δόξαν και τιμή και αφθαρσίαν ζητούσι».
«Εκείνοι που με συνεχή υπομονή στο να κάνουν το καλό, επιζητούν δόξαν και τιμή και αφθαρσίαν».
Υπάρχουν ψυχές, άσχετα απ” τις συνθήκες μέσα στις οποίες βρίσκονται, που στοχεύουν το ιδανικό που περιγράφεται εδώ. Έχουν βάλει σαν στόχο στη ζωή τους, επιζητούν «δόξαν και τιμή και αφθαρσίαν». Να μελετήσουμε αναλυτικά τούτο το ιδανικό τους:
«Επιζητούν δόξα», δηλαδή μια ζωή χωρίς κηλίδα ή αδυναμία, μια ζωή λαμπρή πέρα για πέρα, με την Θεία λαμπρότητα της αγιότητας και της δύναμης.
«Επιζητούν τιμή», δηλαδή την επιδοκιμασία του Θεού σε ό,τι κάνουν, πράγμα που αποτελεί την αιώνια τιμή.
«Επιζητούν αφθαρσίαν», δηλαδή να απομακρύνουν την φθορά απ” την ζωή τους.
Καθώς θεωρούν τούτο το ιδανικό τους, γοητευμένοι απ” την ομορφιά του, υψώνονται απ” αυτό πάνω από γήϊνες φιλοδοξίες, και σαρκικές ικανοποιήσεις. Τούτοι είναι οι άνθρωποι που παρουσιάζονται με την εικόνα του εμπόρου που ζητά «καλούς μαργαρίτες». Γι” αυτούς το πιο πολύτιμο είναι εκείνος ο μαργαρίτης της ανυπολόγιστης αξίας, η «αιώνια ζωή».
Και πως επιζητούν, πως αγωνίζονται να φθάσουν τούτο το ιδανικό τους; «Καθ” υπομονήν έργου αγαθού», «Με συνεχή υπομονή στο να κάνουν το καλό».
Η ιδέα της «συνεχούς υπομονής» τονίζεται με έμφαση. Εδώ δεν πρόκειται για σποραδικές ηθικές προσπάθειες. Πρόκειται για μια επίμονη, συνεχή προσπάθεια για να ξεπερασθούν τα μεγάλα ηθικά εμπόδια που θα συναντηθούν σ” αυτό το μονοπάτι. Εμπόδια από μέσα απ” τον ίδιο τον άνθρωπο, εμπόδια απ” το στενό και το πλατύτερο του περιβάλλον. Είναι μια προσπάθεια, που για να την αναλάβει κάποιος, προϋποθέτει επίμονη αγάπη για το καλό, και σταθερή απόφαση για να το πραγματοποιήσει.
Αλλά πάλι, κάποιος μπορεί να ρωτήσει: Μήπως με τούτα που λέγει εδώ ο Παύλος, κηρύττει σωτηρία δια των έργων του ανθρώπου, και όχι δια της πίστης του στον Χριστό, όπως εκήρυξε προηγουμένως;
Η απάντηση είναι η εξής: Εκείνο που βεβαιώνει με τούτα τα λόγια ο Απόστολος είναι ότι, κανένας δεν θα μπορέσει να σωθεί, παρά μόνον σαν κάνει το καλό. Δεν μας αναφέρει όμως εδώ το μέσον που θα μας βοηθήσει να κάνουμε το καλό. Γιατί, όπως θα πει ο ίδιος ποιό κάτω, μπορεί η καρδιά να φλέγεται απ” την επιθυμία για το καλό, αλλά της λείπει η δύναμη να το κάνει.
Θεωρεί όμως δεδομένο ότι ο άνθρωπος που εμπνέεται απ” αυτή την διαρκή επιθυμία δεν θ” αποτύχει, τώρα, ή κάποια άλλη ώρα στο ταξίδι της ζωής, να συναντήσει το μέσον που θα τον βοηθήσει να φτάσει σ” ένα τέρμα τόσο άγιο και ένδοξο. Αυτό το μέσον είναι η πίστη στον Χριστό, μια αλήθεια την οποία επιφυλάσσεται ν” αποδείξη σ” ένα μεταγενέστερο στάδιο.
«Αυτός που κάνει την αλήθεια», είπε ο Κύριος, κάτω απ” την ίδια έννοια, «έρχεται στο φως», ευθύς ως του παρουσιασθεί (Ιωάνν. Γ21). Είναι ο Ίδιος ο Θεός που έχει αναλάβει να τον οδηγήσει εκεί, στον Χριστό (Ιωάννης ΣΤ37-45). Η αγάπη για το καλό, που είναι ο στόχος της ζωής του, θα τον οδηγήσει τότε ν” αγκαλιάσει τον Χριστό, που είναι το ιδεώδες, η ενσάρκωση του καλού. Έχοντας Τον τώρα αγκαλιάσει, θα βρει σ” Αυτόν την δύναμη για να κάνει το καλό, την οποίαν και έψαχνε. Η επιθυμία για το καλό προεξοφλεί την αποδοχή του Ευαγγελίου.
«Εις εκείνους, λοιπόν, που με συνεχή υπομονή στο να κάνουν το καλό, επιζητούν δόξαν και τιμή και αφθαρσίαν, θα αποδώση ζωήν αιώνιον, Η «αιώνια ζωή» είναι η δοξασμένη κατάληξη αυτής της μακριάς και κοπιώδους πρακτικής άσκησης του καλού.
Αντιπροσωπευτικά δείγματα τούτης της κατηγορίας ανθρώπων ήταν ο ίδιος ο Παύλος, και ο εθνικός Κορνήλιος (Πράξεις Ι).
H άλλη τάξη ανθρώπων περιγράφεται στο εδάφιο 8:
«Τοις δε εξ εριθείας, και απειθούσι μεν τη αληθεία, πειθομένοις δε τη αδικία, θυμός και οργή»
«Εις εκείνους όμως που είναι εγωισταί και απειθούν εις την αλήθειαν, υπακούουν δε εις την αδικίαν θα επέλθη θυμός και οργή».
Τούτη η τάξη ανθρώπων περιλαμβάνει εκείνους που έχουν τούτα τα δύο χαρακτηριστικά: α) Είναι «εξ εριθείας». β) «Απειθούν εις την αλήθεια, και υπακούουν εις την αδικίαν». Να τα δούμε ένα ένα:
«Οι εξ εριθείας»: Είναι εκείνοι που βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του πνεύματος της εγωιστικής φιλοδοξίας και ραδιουργίας.
«Απειθούν εις την αλήθεια, και υπακούουν εις την αδικίαν»: Λέγοντας «αλήθεια» ο Παύλος, εννοεί την αλήθεια που αποκαλύπτει το Ευαγγέλιο.
Σαν αντίθετο της «αλήθειας» βλέπομε εδώ να μη βάζει το «ψέμμα», αλλά την «αδικία.» «Απειθούν εις την αλήθεια, και υπακούουν – όχι στο ψέμμα, αλλά -στην αδικία». Με τούτη τη λέξη «αδικία» εδώ δηλώνει τα εγωϊστικά πάθη, τις μάταιες φιλοδοξίες, τις παράλογες προκαταλήψεις, που οδηγούν έναν άνθρωπο να κλείσει τα μάτια του στο φως, όταν τούτο του παρουσιάζεται, και έτσι να οδηγηθεί στην απιστία. Είναι η αδικία που οδηγεί σ” αυτό το αποτέλεσμα, όπως ακριβώς η ηθική ακεραιότης οδηγεί στην πίστη, όπως είδαμε προηγουμένως.
Ο Κύριος αναπτύσσει ακριβώς την ιδία σκέψη στο Ιωάννη Γ19,20. Να θυμηθούμε τι είπε εκεί: «Η καταδίκη συνίσταται εις τούτο: ότι το φως έχει έλθει εις τον κόσμον αλλ” οι άνθρωποι αγάπησαν μάλλον το σκοτάδι παρά το φως, επειδή τα έργα τους ήσαν πονηρά. Όποιος κάνει το κακόν μισεί το φως και δεν έρχεται εις το φως, δια να μη γίνουν φανερά τα έργα του. Αλλ” όποιος ακολουθεί την αλήθειαν έρχεται εις το φως, δια να γίνη φανερόν ότι τα έργα του έχουν γίνει κατά Θεόν». Με απλά λόγια: Η αγάπη για το καλό, αυτή μόνο είναι που οδηγεί τον άνθρωπο σε πίστη στον Χριστό, όπως η αγάπη για το κακό τον οδηγεί σε απιστία.
Γι” αυτή την δεύτερη κατηγορία ανθρώπων, λοιπόν, «θυμός και οργή». Τούτοι είναι κάτω απ” τον θυμό και την οργή του Θεού.
Και αν κάποιος ρωτούσε, ποιά είναι η διαφορά μεταξύ του «θυμού» και της «οργής», θα μπορούσαμε να τα ξεχωρίσουμε ως εξής: «Θυμός», είναι το εσωτερικό συναίσθημα της ψυχής. «Οργή», είναι η εξωτερίκευση του με το βλέμμα, με τα λόγια, με καταδικαστική απόφαση, με τιμωρία.
Εδάφια 9,10
«Θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν, Ιουδαίου τε πρώτον και Έλληνος. Δόξα δε και τιμή και ειρήνη παντί τω εργαζομένω το αγαθόν, Ιουδαίω τε πρώτον και Έλληνι».
«Θλίψις και στενοχωρία δια κάθε κακοποιόν, δια τον Ιουδαίον πρώτα και επίσης δια τον Έλληνα, δόξα δε και τιμή και ειρήνη δια τον καθένα που κάνει το καλόν, δια τον Ιουδαίον πρώτα και και επίσης δια τον Έλληνα».
«Θλίψη» είναι η ίδια η ποινή (που αντιστοιχεί στην «οργή»). «Στενοχωρία» είναι εκείνη η συστροφή της καρδιάς που την προκαλεί η τιμωρία (τούτη αντιστοιχεί στον «θυμό» του κριτή). Η «ψυχή» εδώ αναφέρεται σαν η έδρα των αισθημάτων.
Εις το Α16 ο Απόστολος μας είπε ότι οι Ιουδαίοι έχουν μια χρονική προτεραιότητα όσον αφορά την σωτηρία. Εδώ μας λέγει ότι η ίδια προτεραιότητα υπάρχει και όσον αφορά την κρίση. Ο Πέτρος στην πρώτη του Επιστολή, στο Δ17, μας αναφέρει ότι η κρίση θ” αρχίσει από τον οίκο του Θεού.
Ίσως εδώ να έχει εφαρμογή και η αρχή που έθεσε ο Κύριος, Λουκάς ΙΒ41-48, σύμφωνα με την οποίαν, όποιος έχει λάβει περισσότερα, έχει και περισσότερη ευθύνη. Σε κάθε περίπτωση πάντως, εάν έστω ένας επρόκειτο να κριθεί, αυτός θα ήταν ο Ιουδαίος. Αυτή είναι η απάντηση του Αποστόλου στην αξίωση που μπορεί να προβάλλουν οι Ιουδαίοι, ότι θ” αποφύγουν την κρίση του Θεού, εδάφιο 3.
«Δόξα δε και τιμή και ειρήνη παντί τω εργαζομένω το αγαθόν, Ιουδαίω τε πρώτον και Έλληνι». Ο όρος «ειρήνη» περιγράφει το υποκειμενικό αίσθημα του σωσμένου κατά τον χρόνον όταν του απονέμονται δόξα και τιμή απ” τον κριτή. Είναι η βαθειά ειρήνη που παράγεται από την απελευθέρωση από την οργή, και την κατοχή της αναλλοίωτης ευλογίας.
Στην συνέχεια, ο Απόστολος θα μας πει ότι μια τέτοια κρίση την κάνει αναγκαία και αναπόφευκτη η αμεροληψία του Θεού. Και τούτη την αμεροληψία του Θεού οι Ιουδαίοι την είχαν γνωρίσει καθαρά σ” όλη την διάρκεια της Παλαιάς Διαθήκης. Η κρίση του Θεού έπεφτε πάνω στο κακό χωρίς καμμία προσωποληψία, και αδιάφορα αν υπήρχε ή όχι νόμος.
Εδάφια 11,12
«Ου γαρ εστι προσωποληψία παρά τω Θεώ. Όσοι γαρ ανόμως ήμαρτον, ανόμως και απολούνται. Και όσοι εν νόμω ήμαρτον, δια νόμου κριθήσονται.»
«Διότι ο Θεός δεν μεροληπτεί. Όσοι αμάρτησαν χωρίς τον νόμον, χωρίς τον νόμον και θα απολεσθούν, και όσοι αμάρτησαν ενώ ήσαν υπό τον νόμον θα κριθούν με τον νόμον.
Η αμεροληψία του Θεού είναι κάτι που τονίζεται συχνά στην Παλαιά Διαθήκη (Δευτ. Ι17, Α. Σαμ. ΙΣΤ7, Β. Χρον. ΙΘ7, Ιώβ ΛΔ19). Επομένως κανένας Ιουδαίος δεν θα μπορούσε να την αμφισβητήσει.
«Παρά τω Θεώ», δηλώνει εκείνη την φωτεινή σφαίρα όπου εκπηγάζουν μόνο δίκαιες αποφάσεις.
Αλλά το ότι ο νόμος δόθηκε σε μερικούς, και δεν δόθηκε σε άλλους, αυτό δεν είναι ασυμβίβαστο με την Θεία αμεροληψία; Όχι, απαντά το εδάφιο 12. Διότι εάν χαθεί ο Εθνικός, δεν θα χαθεί γιατί δεν κατέχει τον νόμο. Τούτος δεν πρόκειται να κριθεί από τον νόμον. Και από την άλλη μεριά, το ότι ο Ιουδαίος κατέχει τον νόμο, τούτο δεν θα τον εξαιρέσει από την τιμωρία, αντίθετα θα κριθεί με βάση τούτο τον νόμο. Έτσι η έλλειψη του νόμου δεν οδηγεί στην απώλεια περισσότερον τον ένα, απ” ότι η κατοχή του σώζει τον άλλον.
Ο αόριστος «ήμαρτον» μας μεταφέρει στην ώρα της κρίσης, τότε που το αποτέλεσμα της ανθρωπίνης ζωής θα εμφανισθεί σαν ένα ολοκληρωμένο γεγονός, εμπρός στον θρόνο του Κριτή.
Όσοι λοιπόν αμάρτησαν, ενώ είχαν τον νόμο, θα κριθούν από τούτον ακριβώς τον νόμο. Ενώ όσοι δεν είχαν τον νόμο, θα απολεσθούν, αλλά χωρίς να κριθούν από τον νόμο. Εδώ σαν νόμος εννοείται ο Μωσαϊκός.
Βλέπουμε δώ τον Παύλο να χρησιμοποιεί δύο διαφορετικά ρήματα, το «απολούνται» για τους Εθνικούς, και το «κριθήσονται» για τους Ιουδαίους. Εκείνο στο οποίο θέλει να δώσει έμφαση, με τούτη την διάκριση που κάνει, είναι ότι οι Ιουδαίοι μόνον, αν μιλήσωμε κυριολεκτικά, θα υποστούν μια κρίση, μια λεπτομερή ανάκριση, δι” εφαρμογής των ειδικών άρθρων του νόμου, του νόμου τον οποίον τους είχε δώσει ο Θεός. Οι Εθνικοί απλά θα χαθούν, σαν συνέπεια της ηθικής τους διαφθοράς, όπως π.χ. η καταστροφή αγκαλιάζει την ζωή του διεστραμμένου, του αλκοολικού, του ανηθίκου, απλά, σαν φυσικό επακόλουθο των πράξεων του.
Ετσι ο Παύλος ανασκεύασε την εσφαλμένη άποψη των Ιουδαίων, ότι δεν θα περάσουν από κρίση, διότι κατέχουν τον νόμο. Όχι μόνον θα περάσουν από κρίση, αλλά θα είναι και οι μόνοι που θα κριθούν (στην αυστηρή έννοια της λέξης).
Είναι προφανές ότι στις δύο προτάσεις τούτου του εδαφίου υπονοείται τούτη η συνέχεια: «…Εκτός εάν γίνει αποδεκτή η δικαίωση που προσφέρεται από το Ευαγγέλιο, και παράγει τους καρπούς της, καρπούς αγιότητας (οπότε η λέξη «ήμαρτον» σταματά να είναι η συνόψιση, και η τελευταία λέξη της γηίνης ζωής)».
Και γιατί δεν μπορεί η κατοχή του νόμου να προφυλάξει τους Ιουδαίους από καταδίκη, καθώς αυτοί φανταζόταν; Η εξήγηση δίνεται στο εδάφιο 13, και η απόδειξη της στα εδάφια 14-16.
Εδάφιο 13
«Ου γαρ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλ” οι ποιηταί του νόμου δικαιωθήσονται»
«Διότι δεν θα δικαιωθούν ενώπιον του Θεού εκείνοι που ακούουν τον νόμον, αλλά εκείνοι που εφαρμόζουν τον νόμον θα κηρυχθουν δίκαιοι.»
Ο λόγος που χρησιμοποιεί την λέξη «ακροατές» και όχι π.χ. «κάτοχοι», ή «μελετητές», είναι γιατί οι Ιουδαίοι ακούγανε την ανάγνωση του νόμου κάθε Σάββατο στην συναγωγή, και από κει γνώριζαν τον νόμο οι περισσότεροι.
Και αυτό «ενώπιον του Θεού» λέγει ο Παύλος, διότι «ενώπιον των ανθρώπων» ήταν διαφορετικά. Οι Ιουδαίοι εθεωρούσαν ο ένας τον άλλον «δίκαιο» λόγω της κατοχής του νόμου.
Εάν όμως δεχθούμε αυτή τη τελευταία αξίωση σαν βάσιμη, τότε δεν θα υπήρχε αμεροληψία στον Θεό. Και τούτο γιατί η γνώση του νόμου ήταν ένα κληρονομικό πλεονέκτημα των Ιουδαίων, δεν ήταν καρπός ηθικής ενέργειας.
Το «δικαιωθήσονται» σημαίνει ότι την ημέρα της κρίσης θα «αναγνωρισθούν» και θα «δηλωθούν» σαν δίκαιοι. Αυτή η δηλωτική έννοια εμφανίζεται και στην χρήση της πρόθεσης «παρά» («παρά τω Θεώ»), η οποία αναφέρεται σε μια πράξη του Θεού σαν δικαστή (ιδέ και το Α17).
Αλλά εκείνο το «οι ποιηταί του νόμου δικαιοθήσονται» («εκείνοι που εφαρμόζουν τον νόμο θα κηρυχθούν δίκαιοι»), δεν έρχεται πάλι σε αντίθεση με την «σωτηρία δια πίστεως»; Τελικά είναι δια πίστεως η σωτηρία, ή δια της εκτελέσεως του νόμου;
Μερικοί νομίζουν ότι αυτή η ιδέα της δικαίωσης δια της εκπληρώσεως του νόμου διατυπώνεται εδώ κατά έναν καθαρά υποθετικό τρόπο, και δεν μπορεί ποτέ να πραγματοποιηθεί (ιδέ και Γ19,20). Ο Παύλος, ισχυρίζονται, δείχνει το θεωρητικό «στάνταρ» της κρίσης, το οποίο, σε συνέπεια της αμαρτίας του ανθρώπου, ουδέποτε θα γνωρίσει μια κατά γράμμα εφαρμογή. Αλλά πως μπορεί σ” αυτή την περίπτωση να εξηγηθεί ο μέλλοντας «δικαιωθήσονται»; Επίσης και η φράση στο εδάφιο 27, «Ο εκ φύσεως απερίτμητος, ο οποίος όμως εφαρμόζει τον νόμο», λέξεις που αναφέρονται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, και το εδάφιο Η4, στο οποίο ο Απόστολος υποστηρίζει ότι η απαίτηση του νόμου εκπληρούται στην ζωή του πιστού;
Το σίγουρο εδώ είναι ότι, για να μας αναγνωρίσει και να μας δηλώσει ο Θεός σαν «δίκαιους» εκείνη την ημέρα της κρίσης, θα χρειάζεται τότε να είμαστε πραγματικά «δίκαιοι». Αλλά για να γίνουμε πραγματικά «δίκαιοι» θα πρέπει να έρθουμε σε κοινωνία με τον Θεό, να μας στείλει το Πνεύμα Του. Χωρίς το Πνεύμα του Θεού μέσα μας είναι αδύνατο να πραγματοποιήσουμε δικαιοσύνη. Για να έρθουμε όμως σε κοινωνία με τον Θεό, θα πρέπει να φύγουμε από την σφαίρα της αμαρτίας, που είμαστε, και να έρθουμε στην σφαίρα της δικαιοσύνης Του. Για να έρθει ο άγιος Θεός σε κοινωνία με τον αμαρτωλό άνθρωπο, θα πρέπει να θεωρήσει, να λογαριάσει τούτον τον τελευταίο δίκαιο απέναντι Του. Είναι η πρώτη δικαίωση, που την παίρνει ο άνθρωπος δια πίστεως. Τούτη η πρώτη δικαίωση που του καταλογίζει ο Θεός, λόγω της πίστης του, και που την παίρνει ο άνθρωπος με την πίστη του, είναι η αρχή του έργου σωτηρίας, το μέσον της εισόδου στην κατάσταση της χάρης.
Αλλ” αυτή η αρχική δικαίωση, που αποκαθιστά την κοινωνία μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου, θα πρέπει να οδηγήσει τον τελευταίο στην πραγματική κατοχή της δικαίωσης, δηλαδή στην εκπλήρωση του νόμου. Διαφορετικά αυτή η πρώτη δικαίωση δεν θα μπορέσει να σταθεί στην κρίση (ιδέ και σχόλια πάνω στο εδάφιο 6).
Υπάρχουν λοιπόν δύο δικαιώσεις, η μία αρχική, θεμελιωμένη αποκλειστικά στην πίστη, η άλλη τελική, βασισμένη στην πίστη και στους καρπούς της. Ο Θεός σε δικαιώνει προκαταβολικά, σε λογαριάζει δίκαιο, με τον σκοπό να γίνεις τέτοιος.
Αλλ” εάν, σύμφωνα με το εδάφιο 13, «εκείνοι που εφαρμόζουν τον νόμο θα κηρυχθούν δίκαιοι», τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για θεία αμεροληψία, διότι πως μπορούν τα Έθνη να εκπληρώσουν τον νόμο, στην στιγμή που δεν τον κατέχουν; Τα εδάφια 14, 15 περιέχουν την απάντηση σ” αυτή την αντίρρηση.
Εδάφια 14,15
«Όταν γαρ Έθνη τα μη νόμον έχοντα φύσει τα του νόμου ποιή, ούτοι νόμον μη έχοντες εαυτοίς εισι νόμος, οίτινες ενδείκνυνται το έργον του νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως και μεταξύ αλλήλων των λογισμών κατηγορούντων ή και απολογουμένων.»
«Όταν Εθνικοί που δεν έχουν τον νόμον, εφαρμόζουν τας διατάξεις του νόμου εκ φύσεως, τότε, αν και δεν έχουν νόμον, έχουν τον εαυτόν τους δια νόμον, διότι αποδεικνύουν ότι το έργον που ζητεί ο νόμος είναι γραμμένον στις καρδιές τους, συγχρόνως δε μαρτυρει και η συνείδησις των, και οι σκέψεις των μεταξύ των κατηγορούν ή απολογούνται.»
Τι άραγε θέλει να μας πει εδώ ο Παύλος; Εκείνο το «γαρ» («διότι») με το οποίο ξεκινά το εδάφιο, που άραγε να πηγαίνει;
Υπάρχουν 4 βασικοί τρόποι να συνδέσωμε το εδάφιο 14 με ότι προηγείται:
1) Ο πρώτος πηγαίνει πίσω στο εδάφιο 12α: «Τα Έθνη θα χαθούν δίκαια παρ” όλο που δεν έχουν τον νόμο (εδ.12), διότι έχουν έναν νόμο στις καρδιές τους που τον παραβιάζουν εν γνώσει τους (εδ.14)». Αλλά οι τόσες πολλές και σπουδαίες ενδιάμεσες προτάσεις και ιδέες που μεσολαβούν μεταξύ αυτού του εδαφίου και του 12α, καθιστούν αφύσικο να συνδέσωμε το «γαρ» του εδαφίου 14 με την δήλωση του 12α. Πέραν αυτού δεν είναι στις προθέσεις του Παύλου ν” αποδείξη στους Ιουδαίους το δίκαιο της ποινής που θα επιβαλόταν πάνω στους Εθνικούς.
2) Άλλοι συνδέουν το «γαρ» με την αμέσως προηγουμένη πρόταση στο 13β: «Είναι μόνον εκτελεστές του νόμου που μπορούν να δικαιωθούν, διότι αυτός ο κανόνας μπορεί να εφαρμοσθεί ακόμα και στους Εθνικούς, μια και αυτοί επίσης έχουν έναν νόμο χαραγμένον στις καρδιές τους». Η σύνδεση είναι απλή και λογική. Αλλά μπορεί ο Απόστολος να θέλει να πει πράγματι ότι ένας Εθνικός είναι σε θέση να επιτύχει την δικαίωση του υπακούοντας τον νόμο της συνείδησης; Αυτό είναι αδύνατον. Τούτο θα έκανε περιττό το έργο του σταυρού γι” αυτούς.
3) Άλλοι ενώνουν το «γαρ» με το 13β, αλλά κρατούν ταυτόχρονα ότι αυτό το «διότι» θα πραγματοποιηθεί αληθινά: «Οι εκτελεστές του νόμου θα δικαιωθούν, διότι ο Θεός της χάρης θα λάβει υπ” όψιν την σχετική υπακοή του νόμου που απεδόθη απ” τους εθνικούς» (εδώ μπορεί ν” αναφερθεί το Ματθαίος ΚΕ40, Ι41,42), ή «Εκείνα τα έθνη, εν μέρει εκτελεστές του νόμου, σίγουρα θα έλθουν κάποια μέρα στην πίστη του ευαγγελίου, δια της οποίας θα δικαιωθούν πλήρως». Αλλά αυτά είναι σοφιστείες. Τίποτα στο κείμενο δεν επιτρέπει τέτοιες απόψεις. Στο εδάφιο 15 ο Παύλος αποδεικνύει ότι τα έθνη έχουν τον νόμο, αλλά όχι ότι και τον υπακούουν. Και για πίστη στο ευαγγέλιο δεν υπάρχει ούτε λέξη.
4) Η σωστή άποψη θα πρέπει να είναι η εξής: Το «γαρ» αναφέρεται στην γενική ιδέα του εδαφίου 13: «Δεν είναι δια της ακροάσεως του νόμου, όπως οι Ιουδαίοι νομίζουν, αλλά δια της υπακοής, αυτό θα δικαιώσει. Διότι αν το άκουσμα του νόμου ήταν αρκετό, τα Έθνη επίσης θα μπορούσαν ν” αξιώσουν αυτό το πλεονέκτημα, μια και θετικά χαρακτηριστικά στην ηθική τους ζωή μαρτυρούν την ύπαρξη ενός νόμου χαραγμένου στις καρδιές τους, τον οποίον και σποραδικά εφαρμόζουν («όταν…»). Άρα και αυτοί έχουν ένα νόμο που ακούνε. Αν λοιπόν δικαιωνόταν ενώπιον του Θεού αυτοί μόνο που ακούνε τον νόμο, τούτη την δικαίωση θα μπορούσαν να την αξιώσουν και οι Εθνικοί.»
Να μελετήσουμε λέξη προς λέξη τούτα τα εδάφια:
«Όταν γαρ Έθνη τα μη νόμον έχοντα φύσει τα του νόμου ποιή, ούτοι νόμον μη έχοντες εαυτοίς εισι νόμος, οίτινες ενδείκνυνται το έργον του νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών, συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως και μεταξύ αλλήλων των λογισμών κατηγορούντων ή και απολογουμένων.»
«Όταν Εθνικοί που δεν έχουν τον νόμον, εφαρμόζουν τας διατάξεις του νόμου εκ φύσεως, τότε, αν και δεν έχουν νόμον, έχουν τον εαυτόν τους δια νόμον, διότι αποδεικνύουν ότι το έργον που ζητεί ο νόμος είναι γραμμένον στις καρδιές τους, συγχρόνως δε μαρτυρει και η συνείδησις των, και οι σκέψεις των μεταξύ των κατηγορούν ή απολογούνται.»
«Όταν Εθνικοί που δεν έχουν τον νόμον, εφαρμόζουν τας διατάξεις του νόμου εκ φύσεως: Τούτοι δεν υπακούουν την εντολή σαν εντολή, διότι δεν την έχουν, αλλά εκπληρώνουν το περιεχόμενο της. Για παράδειγμα ο Νεοπτόλεμος στον Φιλοκτήτη, όταν αρνείται να σώσει την Ελλάδα έναντι ενός ψέμματος, ο Σωκράτης, όταν αρνείται να σώσει την ζωήν του δραπετεύοντας από την φυλακή, για να μείνει υπάκουος στις αρχές. Ο ίδιος ο Σοφοκλής ομιλεί γι” αυτούς τους αιώνιους νόμους («οι αεί νόμοι»), και αντιπαραθέτει αυτήν την εωτερική νομοθεσία με τους νόμους των ανθρώπων που διαρκώς αλλάζουν.
«Φύσει τα του νόμου ποιή»: Αυθόρμητα, υπό ενός εμφύτου ηθικού ενστίκτου. Οι Εθνικοί κάνουν εξ ενστίκτου ότι ο Ιουδαίος κάνει σε υπακοή εντολών.
Και τα κάνουν «νόμον μη έχοντες…»: «Μη έχοντες νόμον, αυτοί οι ίδιοι υπηρετούν σαν νόμος στον εαυτόν τους («εαυτοίς εισι νόμος»)». Ή, με άλλα λόγια, «δεν έχουν τον νόμο έτσι γραπτό εξωτερικά, όπως οι Ιουδαίοι, αλλά αποδεικνύουν ότι τον έχουν κατά έναν άλλο τρόπο».
Πως όμως τον έχουν αυτοί τον νόμο;
«Οίτινες ενδείκνυνται το έργον του νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών»: «Δείχνουν, αποδεικνύουν με τις πράξεις τους και την εν γένει ηθική συμπεριφορά τους, ότι το έργο του νόμου να είναι γραμμένον στις καρδιές τους» Ο Εθνικός δείχνει σε πολλές περιπτώσεις, ότι μέσ” την καρδιά του είναι γραμμένος ο νόμος, όσον αφορά το περιεχόμενο του. Ό,τι καλό κάνουν, το κάνουν γιατί μια εσωτερική φωνή τους οδηγεί να το κάνουν.
«Οίτινες ενδείκνυνται το έργον του νόμου γραπτόν εν ταις καρδίαις αυτών»: Ο Παύλος δεν λέγει «το έργον νόμου», κάποιου, δηλαδή, τυχαίου νόμου, αλλά «το έργο του νόμου», του Μωσαϊκού νόμου. Το ηθικό ένστικτο των Εθνικών ταυτίζεται με το περιεχόμενο του Μωσαϊκού νόμου.
Θα πρέπει επίσης να σημειώσωμε ότι η φράση «το έργον του νόμου», δεν δηλώνει απλά μερικές μεμονωμένες πράξεις, σαν εκείνη του εδαφίου 14 («τα του νόμου»). Αγκαλιάζει όλο το περιεχόμενο του νόμου, διότι το εδάφιο 15 δεν αναφέρεται στην τυχαία εκτέλεση μερικών καλών ενεργειών, αλλά στο σύνολο του ηθικού νόμου γραμμένου στην καρδιά.
Στους Ισραηλίτες ο νόμος εδόθηκε χαραγμένος σε λίθινες πλάκες. Εδώ ο νόμος είναι χαραγμένος στην καρδιά. Η καρδιά είναι πάντα στην Γραφή η πηγή των ενστικτωδών αισθημάτων, από τα οποία εκπηγάζουν εκείνες οι παρορμήσεις που κυβερνούν την ενέργεια του νου και της θέλησης. Και είναι σ” αυτή την μορφή της ευγενικής, της υψηλής έμπνευσης, που τούτος ο νόμος εμφανίζεται στον άνθρωπο. Ο κάθε άνθρωπος είναι η έδρα αυτής της υπέροχης, της Θείας νομοθεσίας, τούτο δηλώνει ο πληθυντικός «εν ταις καρδίαις».
Και κλείνει ο Παύλος το εδάφιο με τούτα τα λόγια:
«Συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως και μεταξύ αλλήλων των λογισμών κατηγορούντων ή και απολογουμένων.»
«Συγχρόνως δε μαρτυρει και η συνείδησις των, και οι σκέψεις των μεταξύ των κατηγορούν ή απολογούνται.»
Για να κατανοήσωμε τούτες τις τελευταίες προτάσεις του εδαφίου, θα πρέπει να ξαναθυμηθούμε ότι, σύμφωνα με την σύνδεση του εδαφίου 14 με το εδάφιο 13, ο Απόστολος δεν θέλει απλά να δείξει ότι ο Εθνικός κατέχει τον νόμο. Θέλει να δείξει ότι και αυτός τον ακούει, όπως ο Ιουδαίος τον άκουσε στο Σινά, ή τον ακούει κάθε Σάββατο στην συναγωγή («ακροατές», εδ. 13α).
Η ερώτηση λοιπόν είναι: Ο Εθνικός ακούει αυτόν τον νόμο μέσα του καθαρά, έτσι που να τον διακρίνει; Δίνει λογαριασμό, απολογία, γι” αυτόν στον εαυτόν του; Γιατί εάν δεν ήταν έτσι, θα παρέμενε κατώτερος του Ιουδαίου, ο οποίος έχει τόσο πολύ διαύγεια, συζητά τόσο καθαρά με τον εαυτόν του γύρω από τον νόμο και τις εφαρμογές του, μια και τον έχει γραπτό, εξωτερικά.
Ναι, λέγει ο Λόγος του Θεού. Ο Εθνικός έχει τόση πολλή διαύγεια πάνω σ” αυτό το θέμα, όση και ο Ιουδαίος. Και αυτός συζητά με καθαρότητα πάνω σ” αυτά που τον οδηγεί να κάνει το ηθικό του ένστικτο. Η συνείδηση του έρχεται αμέσως μετά να ενώσει την εγκριτική της μαρτυρία σε κείνη του ηθικού ενστίκτου, το οποίον του έχει υπαγορεύσει μια καλή ενέργεια. Συνήγοροι ακούγονται μέσα του υπέρ και κατά. Εμπρός σ” αυτή την διαδικασία σε τούτο το εσωτερικό δικαστήριο, ωχριούν και αυτές ακόμα οι ποιό πανούργες και λεπτολόγες στρεψοδικείες στα ανθρώπινα δικαστήρια.
Αλλά ας παρακολουθήσουμε, με τα λόγια αυτού του εδαφίου, τι γίνεται μέσα στην καρδιά του Εθνικού, του κάθε ανθρώπου κατ” επέκταση:
Η κάθε ηθική ενέργεια του ανθρώπου ξεκινά από κείνο το φυσικό ένστικτο, εκείνον τον ηθικό νόμο που είναι χαραγμένος στη καρδιά του. Είναι σαν μια εσωτερική ώθηση, «κάνε τούτο». Στη συνέχεια:
«Συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως». Ό,τι η φυσική παρόρμηση υπαγόρευσε χωρίς συλλογισμό, η συνείδηση, μελετόντας το μετά, το αναγνωρίζει σαν καλό ή κακό. Έτσι εξηγείται το «συν» στο συμμαρτυρείν. Η συνείδηση ενώνει την μαρτυρία της σε κείνη της καρδιάς, που υπαγόρευσε την ηθική ενέργεια, σχολιάζοντας την. Έτσι μ” αυτό αποδεικνύει, σαν ένας δεύτερος μάρτυρας, την ύπαρξη του ηθικού νόμου μέσα στον Εθνικό.
Και ο Εθνικός λοιπόν έχει έναν νόμο, μόνο που δεν είναι διακηρυγμένος εξωτερικά και γραπτός, αλλά δεν παύει να ακούγεται και να γίνεται αντιληπτός.
Όταν ο Ιουδαίος ερχόταν στη συναγωγή να διδαχθεί τον νόμο, μετά από κάθε ανάγνωση του νόμου, έλεγε φωναχτά, «αμήν». Τούτη τη συναίνεση, τούτο ακριβώς το «αμήν» το λέγει μέσα στον Εθνικό η συνείδηση του, μετά από κάθε παρόρμηση προς το καλό, που τον οδηγεί το έμφυτο ηθικό του ένστικτο, εκείνος ο ηθικός νόμος που είναι γραμμένος στη καρδιά του.
Να σημειώσουμε ότι η λέξη «συνείδηση», εδώ, και σε άλλα μέρη της Καινής Διαθήκης, χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον νου στην άσκηση της ικανότητας του να διακρίνει μεταξύ καλού και κακού, να διαχωρίζει την αλήθεια από το ψέμμα. Είναι, όπως λέμε, «έχω συνείδηση του τι κάνω», με την έννοια του, «ξέρω τι κάνω, αυτό που κάνω είναι καλό». Δεν χρησιμοποιείται εδώ με την συνήθη έννοια που την ξέρουμε εμείς, αυτή του εσωτερικού ελέγχου. Εδώ χρησιμοποιείται για να εκφράσει ποιό πολύ μια πράξη γνώσης. Ο Θεός έχει προικίσει όλους με την ικανότητα να γνωρίζουν εάν αυτό που τους ώθησε η καρδιά τους να κάνουν είναι καλό ή κακό. Άλλο αν η εμμονή τους στο να κάνουν το κακό τους αμβλύνει σιγά σιγά αυτή τη διάκριση.
Για την «συνείδηση» τώρα στη συνήθη της έννοια χρησιμοποιεί τον όρο «λογισμοί».
«Συμμαρτυρούσης αυτών της συνειδήσεως και μεταξύ αλλήλων των λογισμών κατηγορούντων ή και απολογουμένων.»
«Συγχρόνως δε μαρτυρει και η συνείδησις των, και οι σκέψεις των μεταξύ των κατηγορούν ή απολογούνται.»
Τούτο το εδάφιο μας λέγει ότι δεν υπάρχει μόνον «άκουσμα» αυτού του εσωτερικού νόμου, υπάρχει ακόμα και «κρίσις», στήνεται δικαστήριο. Οι Ραββίνοι τότε, προκειμένου να εφαρμόσουν τον νόμο, εξέταζαν κατ” αντιπαράθεση κάθε είδους πράξη, είχαν τους κατηγόρους και τους κατηγορουμένους. Η ψυχή του Εθνικού είναι επίσης μια αρένα συζητήσεων, μια αίθουσα δικαστηρίου.
Το «λογισμοί» δηλώνει κρισεις μιας ηθικής φύσης με τις οποίες οι Εθνικοί διερευνούν τις πράξεις τους, και είτε τις αναγνωρίζουν σαν ένοχες («κατηγορούντων»), ή μερικές φορές (αυτή είναι η έννοια του «ή και») τις διακηρύσσουν αθώες («απολογουμένων»). Συνήθως η φωνή μέσα λέγει, «Αυτό ήταν κακό». Είναι και φορές όμως που αυτή η φωνή αμύνεται, και λέγει, «Όχι, αυτό ήταν καλό»! Έτσι εμπρός σ” αυτόν τον εσωτερικό κώδικα, σ” αυτόν τον εσωτερικό νόμο, οι διάφορες σκέψεις κατηγορούν ή δικαιολογούν μεταξύ τους («μεταξύ αλλήλων»), αποκρίνονται και ανασκευάζουν, ακριβώς όπως οι δικηγόροι χειρίζονται το κείμενο του νόμου εμπρός στην δικαστική έδρα.
Τι λοιπόν αποδεικνύει όλη αυτή η δικαστική διαμάχη που γίνεται εκεί μέσα; Αποδεικνύει ότι, όχι μόνον αυτός ο κώδικας υπάρχει εκεί, αλλά και ότι διαβάζεται, και γίνεται αντιληπτός, μια και η εφαρμογή του δημιουργεί τόσες εσωτερικές συζητήσεις.
Μέσα στην καρδιά λοιπόν του Εθνικού, αυτού του Εθνικού που πριν λίγο μας τον έδειξε ξεπεσμένο στις χειρότερες διαστροφές, υπάρχει ένα πραγματικό δικαστήριο, όπου ακούγονται μάρτυρες κατηγορίας και υπερασπίσεως, και μετά παίρνεται η απόφαση του δικαστή. Άρα εκεί μέσα υπάρχει χαραγμένος ο ηθικός νόμος.
Η βασική σκέψη του Παύλου, στο κομμάτι αυτό που μελετάμε, είναι αυτή που εξέθεσε στο εδάφιο 13: «Ου γαρ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλ” οι ποιηταί του νόμου δικαιωθήσονται»
«Διότι δεν θα δικαιωθούν ενώπιον του Θεού εκείνοι που ακούουν τον νόμον, αλλά εκείνοι που εφαρμόζουν τον νόμον θα κηρυχθουν δίκαιοι.»
Τα εδάφια 14,15 ήταν ένα είδος παρένθεσης, μια επεξήγηση, που σαν σκοπό έχει να δείξη ότι και στους Εθνικούς επίσης θα επιτρεπόταν να πιστεύουν τους εαυτούς τους δικαιωμένους, εάν το όλο που χρειαζόταν γι” αυτό τον σκοπό ήταν να κατέχεις ένα νόμο χωρίς να τον εκτελείς. Γιατί και αυτοί κατέχουν τον ηθικό νόμο, γραμμένο μέσα τους, και τον ακούν καθαρά. Άπαξ και αυτή η εσφαλμένη ιδέα παρεμερίσθη, ο Παύλος ξαναρχίζει την λογική συνέχεια της ομιλίας του στο εδάφιο 16.
«Ου γαρ οι ακροαταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεώ, αλλ” οι ποιηταί του νόμου δικαιωθήσονται»
«Διότι δεν θα δικαιωθούν ενώπιον του Θεού εκείνοι που ακούουν τον νόμον, αλλά εκείνοι που εφαρμόζουν τον νόμον θα κηρυχθουν δίκαιοι.»