Για τον Αριστοτέλη η έννοια του κωμικού είναι συνυφασμένη με την ανάγκη του ανθρώπου να χαλαρώνει ξεφεύγοντας από αυτά που τον απασχολούν καθημερινά.
Όμως, η σημασία του γέλιου στην ανθρώπινη ζωή δε συνεπάγεται την αποδοχή οτιδήποτε μπορεί να το προκαλέσει.
Θα έλεγε κανείς ότι ο τρόπος που αντιλαμβάνεται κανείς το αστείο αποτελεί ένα επιπλέον στοιχείο της παιδείας του.
Ο Αριστοτέλης είναι ξεκάθαρος:
Με αλλά λόγια, ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, καθώς τα αστεία υπόκεινται στη δική τους δεοντολογία που έχει να κάνει με «αυτά που πρέπει» και «με τον τρόπο που πρέπει» προκειμένου να αποτελούν «κομψούς και καλαίσθητους τρόπους επικοινωνίας με τους άλλους».
Κι εδώ βρίσκονται τα κριτήρια που χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο που αστειεύεται, ο οποίος εκπληρώνοντας όλα τα δεοντολογικά δεδομένα οφείλει να ακολουθήσει το δρόμο της μεσότητας, αποφεύγοντας (όπως σε όλες τις περιπτώσεις) την υπερβολή και την έλλειψη:
Κι αν οι «καραγκιόζηδες» (βωμολόχοι) κινούνται προς την πλευρά της υπερβολής, οι «χωριάτες» στρέφονται κατάφωρα προς την έλλειψη:
Τη μεσότητα εκπροσωπούν οι ευτράπελοι, δηλαδή οι άνθρωποι που ξέρουν να συνδυάζουν το χιούμορ με τη λεπτότητα αποφεύγοντας οτιδήποτε άκομψο παραπέμπει στη χοντροκομμένη προσβολή:
Η ταύτιση της αντίληψης του χιούμορ με το χαρακτήρα του ανθρώπου αποτελεί το αλληλένδετο της παιδείας σε όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αφού η παιδεία δεν περιορίζεται μόνο στην απόκτηση της γνώσης, αλλά ενδιαφέρεται (θα λέγαμε πρωτίστως) και για τη διάπλαση του ηθικού χαρακτήρα μέσω των έξεων που θα καθορίσουν τα μόνιμα στοιχεία της προσωπικότητας.
Κι ακριβώς αυτά τα όρια πρέπει να υπηρετηθούν και στην περίπτωση του αστείου:
Ο Αριστοτέλης δεν εξηγεί τα επιμέρους χαρακτηριστικά της διασκέδασης και των αστείων που ταιριάζουν σε ελεύθερους ανθρώπους.
Από την άλλη, για τον Αριστοτέλη αυτός που αστειεύεται με σωστό τρόπο δεν αποσκοπεί απλώς στο να ευχαριστήσει ή, έστω, να μη δυσαρεστήσει την ομήγυρη.
Κι εδώ δε γίνεται λόγος για το κομμάτι της δεοντολογίας που αφορά τους ανθρώπους που απευθύνεται ένα αστείο, καθώς, η προσαρμογή της συμπεριφοράς σε σχέση με τα άτομα που συναναστρέφεται κανείς δε σημαίνει μετάλλαξη.
Το ξεκαθάρισμα του Αριστοτέλη ότι το αστείο δε γίνεται απλώς για να γελάσει κάποιος έχει να κάνει με την οπτική της ποιότητας, που όχι μόνο θα προκαλέσει την ευθυμία, αλλά ταυτόχρονα, χωρίς να προσβάλλει, θα αποδώσει με ρεαλισμό την προβληματική μιας συμπεριφοράς ή μιας τρέχουσας κοινωνικής αντίληψης.
Απαλλαγμένος από κάθε μοχθηρότητα μπορεί να αποδώσει ακριβώς αυτό που πρέπει.
Από κει και πέρα, τα αστεία που στερούνται προβληματισμού (όπως π.χ. κάποιος που σκοντάφτει και πέφτει) αρμόζουν περισσότερο στον «καραγκιόζη», αφού, όσο κι αν προσφέρουν ελαφρότητα ή ευθυμία, είναι αδύνατο να συγκριθούν με την ποιότητα της ακαριαίας ευστοχίας του «ευτράπελου» που διαβλέπει τα τρωτά κάποιου χαρακτήρα ή της κοινωνίας στο σύνολό της.
Οι τυχαίοι θα προτιμήσουν κάτι πιο χοντροκομμένο, κάτι που τείνει περισσότερο στη σφαίρα του «καραγκιόζη».
Για τον Αριστοτέλη το μέτρο που θα μπορούσε να αποδώσει τα όρια του αστείου σε βάρος του άλλου είναι ο ίδιος ο εαυτός, καθώς αυτό που κάποιος δε θα ανεχόταν για τον εαυτό του δεν πρέπει να το απευθύνει σε άλλους:
Το ότι ο καθένας προβαίνει μόνο στο είδος των αστείων που μπορεί να ανεχτεί κρίνεται μάλλον επισφαλές.
Όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί κριτήριο διαχωρισμού του «ευτράπελου» από τον «καραγκιόζη», καθώς ο «καραγκιόζης», που ξεπερνά τα όρια ακυρώνοντας κάθε έννοια ποιότητας, μπορεί να επιτρέπει και στους άλλους να ξεπερνούν τα όρια σε βάρος του.
Το βέβαιο είναι ότι τα όρια πρέπει να υπάρχουν «… γιατί το σκώμμα είναι ένα είδος κακολογίας, και το να κακολογούμε κάποια πράγματα οι νομοθέτες μάς το απαγορεύουν – ίσως θα έπρεπε να μας απαγορεύουν και το να κάνουμε ορισμένου είδους σκώμματα».
Η νομοθετική λογοκρισία των αστείων αποτελεί περισσότερο προβληματισμό παρά πρόταση.
Το αστείο δεν είναι ζήτημα νομοθεσίας, αλλά παιδείας.
Το μόνο που μένει είναι το σχόλιο του Αριστοτέλη για τον «χωριάτη»:
Ο «χωριάτης» είναι μια ακόμη εκδοχή της ανοησίας.
Το γέλιο, δηλαδή η έμπρακτη αποκρυστάλλωση της αίσθησης του χιούμορ, αφορά μόνο τους ανθρώπους.