«Περί ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀποθνήσκουν
καί ἐπανέρχονται πάλι στή ζωή»,
γι’ αὐτούς πού πεθαίνουν καί γυρίζουν πίσω.»
Ἀκούστε τήν ὁμιλία ἐδῶ:«Ἐπιθανάτιες ἐμπειρίες»
«Αὐτό συμβαίνει κατά θεία οἰκονομία.
Καί ὅτι πολλές φορές οἱ ἁμαρτωλοί, ἐνῶ ἀκόμη ἀναπνέουν, βλέποντας αὐτά τά ὁποῖα συμβαίνουν εἰς τόν ἅδη, τά βασανιστήρια τοῦ ἅδου καί τούς δαίμονες, τρέμουν, καί ὑπό τό κράτος αὐτοῦ τοῦ τρόμου ἀποχωρίζονται οἱ ψυχές τους ἀπό τό σῶμα»1.
Μέ ἕναν λόγο θά μᾶς μιλήσει τό κεφάλαιο αὐτό γιά τίς λεγόμενες ἐπιθανάτιες ἐμπειρίες, δηλαδή τίς περιπτώσεις ἐκεῖνες πού ὁ ἄνθρωπος ξαναγυρίζει πίσω.
Ἔχουμε πολλές τέτοιες περιπτώσεις σύγχρονες καί παλαιότερες, ὅπως θά δοῦμε ἐδῶ.
Ἐπίσης, πῶς ἀντιλαμβάνονται τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ζωῆς τους οἱ ἄνθρωποι τήν πραγματικότητα τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, πῶς φαίνεται.
Γιατί πέφτει τό καταπέτασμα κατά κάποιο τρόπο πού μᾶς χωρίζει ἀπό τόν πνευματικό κόσμο.
Ἀκόμα, πῶς φαίνονται οἱ δαίμονες ἤ πῶς φαίνονται καί οἱ ἄγγελοι καί πῶς φεύγει μιά ψυχή ἁμαρτωλοῦ καί μιά ψυχή δικαίου.
Ἀπ’ ὅ,τι καταλαβαίνουμε, ἐδῶ μᾶλλον θά μᾶς πεῖ γιά τίς ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν.
Ἀλλά ἔχουμε καί μαρτυρίες ἀπό ἀνθρώπους ἁγίους οἱ ὁποῖοι στίς τελευταῖες ὧρες τῆς ζωῆς τους βλέπουνε Ἁγίους, βλέπουνε τούς Ἀποστόλους, βλέπουνε τόν ἴδιο τόν Κύριο πού παίρνει τήν ψυχή τους καί πηγαίνουν στήν μακαριότητα.
«Τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου.
Ἐρώτησις Πέτρου: – Πῶς θά ἐξηγήσουμε τό φαινόμενο πού συμβαίνει σέ πολλούς, κατά τό ὁποῖο αὐτοί ἁρπάζονται ἀπό τό σῶμα (ἄν καί αὐτό φαίνεται πλάνη) καί θεωρούμενοι πρός στιγμήν νεκροί, ἐφόσον καθίστανται ἄψυχοι, πάλι ξαναγυρίζουν στήν ζωή;»2
«Ἀπάντησις τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου.
Πῶς μποροῦμε νά ἐξηγήσουμε αὐτό τό φαινόμενο;
«Αὐτό τό φαινόμενο, Πέτρε, ἐάν τό ἐννοήσει κανείς καλά, δέν εἶναι πλάνη, ἀλλά θεϊκή νουθεσία πρός τόν ἄνθρωπο».
Εἶναι μιά θεϊκή συμβουλή, καθοδήγηση, παιδαγωγία, διδασκαλία.
«Γιατί αὐτό τό φαινόμενο», τό νά πάει δηλαδή κανείς στόν ἄλλο κόσμο καί νά γυρίσει, ὅπως τό λέμε ἁπλά, «τό πραγματοποιεῖ ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, κατ’ οἰκονομία, καί τό προσφέρει ὡς τήν μεγαλύτερη δωρεά ἐλέους, ὥστε πολλοί, μετά τήν ἔξοδο τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, νά ἐπανέρχονται πάλι στό νεκρωθέν σῶμα, γιά νά δοῦν μόνοι τους, μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς τους, τά βασανιστήρια τοῦ Ἅδη, τά ὁποῖα δέν πίστευαν ὅσες φορές τά ἄκουγαν ἀπό τούς ἄλλους, καί ἔτσι νά φοβηθοῦν»3.
Παραχωρεῖ ὁ Θεός δηλαδή νά δοῦν ἰδίοις ὄμμασι, μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς, αὐτό πού ἄκουγαν ἀπό τούς ἄλλους καί δέν πίστευαν.
Πόσοι ἄνθρωποι σήμερα δέν λένε: ἐδῶ εἶναι ἡ κόλαση ἐδῶ καί ὁ παράδεισος.. ὅ,τι φᾶμε καί ὅ,τι πιοῦμε.
Ἔτσι εἶναι;
Ὁ Θεός λοιπόν μᾶς ἔχει δώσει μαθήματα ὅτι δέν εἶναι καθόλου ἔτσι.
Ἤ ἄλλοι λένε: γύρισε κανείς ἀπ΄ τόν ἄλλο κόσμο νά μᾶς πεῖ ἄν ὑπάρχει τίποτα;
Γύρισε, ὁρίστε!
Πολλές φορές ὁ Θεός ἔχει δώσει τέτοια θαύματα, τέτοιες θαυμαστές ἁρπαγές, μεταβάσεις καί ἐπιστροφές ἀπό τόν ἄλλο κόσμο στούς ἀνθρώπους, σέ μᾶς ὅλους, ὡς ἀποδείξεις ὅτι ὑπάρχει ὄντως ὁ πνευματικός κόσμος καί ὑπάρχει καί ὁ παράδεισος, ὑπάρχει καί ἡ κόλαση.
Ὑπάρχει, δηλαδή, ὁ χῶρος, ὅπου πηγαίνουν οἱ ψυχές καί ζοῦνε τήν μακαριότητα καί ζοῦνε τήν ἐλπίδα τῆς μελλούσης πλήρους μετοχῆς στήν μακαριότητα τοῦ Θεοῦ καί αὐτό λέγεται παράδεισος.
Ὑπάρχει καί ὁ χῶρος τοῦ Ἅδη ὅπου ἐκεῖ οἱ ψυχές, μέχρι τήν Δευτέρα Παρουσία, προγεύονται τήν κόλαση, γιατί ἀκριβῶς δέν ἔζησαν ἐν μετανοίᾳ καί «προβλέπουν», δηλαδή βλέπουν ἀπό πρίν αὐτά πού θά ἀκολουθήσουν μετά.
«Κάποτε ζοῦσε ἕνας Μοναχός, ὀνομαζόμενος Πέτρος.
Αὐτός ὁ Μοναχός ὑποτάχθηκε σ’ ἕναν Γέροντα Ἀσκητή, τόν Ἐββασά, πού ἀσκήτευε σ’ ἕνα ἐρημικό καί δασώδη τόπο.
Ὁ Γέρων Ἐββασά διηγήθηκε στόν ὑποτακτικό του Πέτρο, ὅτι πρίν νά ἐγκατασταθεῖ σ’ αὐτόν τόν ἐρημικό τόπο, ἀσθένησε καί πέθανε.
Ἀμέσως, ὅμως, ἡ ψυχή του ἐπέστρεψε καί πάλι στό σῶμα καί, ἀφοῦ συνῆλθε, διαβεβαίωνε, ὅτι εἶδε μέ τά μάτια του τά βασανιστήρια τοῦ Ἅδου καί τούς ἀμέτρητους φλογισμένους τόπους, καί ὅτι ἀκόμη εἶδε κρεμασμένους σ’ ἐκείνη τήν φλόγα καί ἀρκετούς ἀπό τούς ἀρχοντες αὐτοῦ τοῦ κόσμου»4.
Αὐτούς τούς ἐπιφανεῖς, πού ὁ κόσμος δοξάζει, τούς εἶδε ἐκεῖ κρεμασμένους καί βασανιζόμενους.
Γιατί ὁ Θεός εἶναι ἀπροσωπόληπτος, δέν χαρίζεται, ἐπειδή εἶσαι ἄρχοντας καί ἔχεις μεγάλη ἐξουσία ἐδῶ στή γῆ ὅτι θά περάσεις στόν παράδεισο…
Δέν μᾶς κρίνουν τά ἀξιώματα ἤ τά πλούτη μας, ἀλλά τά ἔργα μας.
Δηλαδή, ἄν εἴμαστε δίκαιοι, ἄν εἴμαστε τηρητές τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ, περνᾶμε στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἄν καταφρονήσαμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ζούσαμε ἀμετανόητοι, τότε φυσικά δέν μποροῦμε νά ἔχουμε μέρος μέ τόν Χριστό στή βασιλεία του.
«Καθώς δέ καί ὁ ἴδιος ὁδηγήθηκε», ὁ γέροντας αὐτός, «γιά νά ριφθεῖ στόν τόπο ἐκεῖνο τῆς βασάνου καί τῆς φλογός, ξαφνικά παρουσιάσθηκε ἕνας ἀστραφτερός Ἄγγελος καί ἐμπόδισε νά τόν ρίψουν σ’ ἐκείνη τήν φωτιά, καί τοῦ εἶπε ὁ Ἅγγελος· Πήγαινε καί ἔχε τόν νοῦ σου.
Ἀπ’ ἐδῶ καί ἐμπρός πρέπει νά ζήσεις μέ μεγάλη προσοχή»5.
Τοῦ ἔκανε δηλαδή μιά μεταγωγή ὁ Θεός αὐτοῦ τοῦ γέροντος Ἐββασά καί τοῦ ἔδειξε τόν Ἅδη, τοῦ ἔδειξε τά βασανιστήρια πού ὑποφέρουν οἱ ἄνθρωποι πού εἶναι μακράν τοῦ Θεοῦ, πού πέθαναν ἀμετανόητοι, καί μετά τόν γύρισε πίσω καί τοῦ λέει, νά προσέχεις πολύ, νά μήν πᾶς σ’ αὐτό τόν τόπο.
Βλέπετε;
Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει ὅρια! Μᾶς δείχνει τήν κόλαση, μᾶς μιλάει γιά τήν κόλαση ὁ Χριστός μας, γιά νά μήν πᾶμε στήν κόλαση!
«Μετά τούς λόγους αὐτούς», τοῦ Ἀγγέλου πρός τόν γέροντα αὐτόν, «ἄρχισαν νά ξαναζεσταίνονται τά παγωμένα μέλη τοῦ νεκρωθέντος σώματος καί ἀφοῦ ξύπνησε τελείως ἀπό τόν ὕπνο τοῦ αἰωνίου θανάτου, διηγήθηκε στούς παρισταμένους ὅλα ὅσα συνέβησαν σ’ αὐτόν»6.
Προσέξτε, λέει «αἰώνιος θάνατος».
Γιατί ὑπάρχουν ὄντως δύο θάνατοι.
Ὑπάρχει ὁ πρῶτος θάνατος, ὁ βιολογικός θάνατος, ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι κακός, εἶναι καλός.
Γιά τούς μέν καλούς εἶναι καλός ὁ θάνατος ὁ βιολογικός, γιατί σταματᾶνε πλέον οἱ ἀγωνίες, οἱ κόποι, οἱ μόχθοι, ὅλα αὐτά πού ἔχουμε ἐδῶ στή γῆ καί πρέπει συνεχῶς νά εἴμαστε σέ ἐπιφυλακή, γιά νά μήν ἁμαρτήσουμε καί ὁ κόπος καί ὁ μόχθος γιά νά τηρήσουμε τίς ἐντολές.
Σταματᾶνε ὅλα αὐτά καί ὁ ἄνθρωπος πλέον περνάει στήν κατάσταση αὐτή τῆς πρόγευσης τῆς μακαριότητας, περνάει στόν παράδεισο.
Αὐτό πού εἶπε καί ὁ Κύριος στόν ληστή «σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ παραδείσω»7.
Γιά τούς κακούς πάλι ὁ βιολογικός θάνατος εἶναι καλός διότι σταματᾶνε τά κακά τους ἔργα ἐξαιτίας τοῦ θανάτου.
Δέν μποροῦνε καί μετά τόν θάνατο νά συνεχίσουν νά εἶναι κακοί.
Ὅ,τι κάνανε, κάνανε.
Ὁπότε ἡ κόλαση σταματάει κι αὐτή ἐκεῖ.
Γιατί ὑπάρχουν βαθμίδες κόλασης ἀνάλογα μέ τό πόσο βαριά κανείς ἁμαρτάνει.
Ἑπομένως, καί γιά τούς μέν καί γιά τούς δέ ὁ πρῶτος θάνατος εἶναι καλός.
Ὁ δεύτερος θάνατος, γιά τόν ὁποῖο μιλάει στήν Ἀποκάλυψη, εἶναι ὁ αἰώνιος θάνατος καί αὐτός εἶναι ὁ φοβερός θάνατος, τόν ὁποῖο πρέπει ὅλοι νά φοβόμαστε, πού εἶναι ὁ χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τόν Θεό, ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Αὐτός εἶναι ὁ αἰώνιος ἀθάνατος θάνατος.
Γι’ αὐτό λέει ἐδῶ τό κείμενο ξύπνησε ἀπό τόν ὕπνο τοῦ αἰωνίου θανάτου, γιατί ἄν δέν ξυπνοῦσε, ἄν ὁ Θεός δέν τόν ἐπανέφερε, θά ἔμενε αἰώνια χωρισμένος ἀπό τόν Θεό, ἀφοῦ τά ἔργα του ἦταν ἄξια κολάσεως, τόν ὁδηγοῦσαν στήν κόλαση.
Ἀλλά ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ τόν ἐπανέφερε.
Ἀφοῦ λοιπόν γύρισε πίσω, διηγήθηκε στούς παρισταμένους ὅλα ὅσα τοῦ συνέβησαν καί «ἐπιδόθηκε σέ τόσο αὐστηρές νηστεῖες καί ἀγρυπνίες, ἐνθυμούμενος πάντοτε τά βάσανα πού εἶδε στόν Ἅδη καί φοβούμενος ἀπό αὐτά, ὥστε καί ἐάν ἀκόμη δέν τό ἔλεγε μέ τήν γλώσσα του, τό διεκήρυσσε μέ τή ζωή του ἐν γένει»8.
Ἄρχισε νά ζεῖ μέ φόβο Θεοῦ.
Θά πεῖτε:
– Ὁ Θεός γιατί δέν τό κάνει σέ ὅλους μας αὐτό;
Νά μᾶς πηγαίνει μιά βολτίτσα στόν Ἅδη καί νά μᾶς γυρνάει..;
Γιατί καί πάλι δέν θά μετανοήσουμε!
Τό κάνει σ’ αὐτούς πού ἔχουνε δεκτικότητα καί βλέπει ὁ Θεός ὅτι θά βοηθηθοῦν.
Καί τό κάνει σέ μερικούς, γιά νά πάρουμε ὅλοι τό μήνυμα.
Ἐφόσον ἔγινε σ’ αὐτόν, αὐτό εἶναι ἀπόδειξη ὅτι ὑπάρχει ἡ κόλαση.
Δέν εἶναι ἀπαραίτητο νά τό κάνει ὁ Θεός σέ ὅλους.
Εἶδε αὐτός ὁ ἄνθρωπος τίς παιδαγωγικές τιμωρίες, αὐτά πού ὑποφέρει ὁ ἄνθρωπος ὄντας μακράν τοῦ Θεοῦ καί αὐτό τό ἀνακοίνωσε καί στούς ὑπόλοιπους.
Ὁ Θεός ἑπομένως, μέσω αὐτοῦ, διδάσκει ὅλη τήν Ἐκκλησία.
Γι’ αὐτό, ὅταν συμβαίνει κάτι σέ κάποιον, πού εἶναι μέλος τῆς Ἐκκλησίας, αὐτό εἶναι μία διδαχή γιά ὅλους.
«Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο χάρις εἰς τήν ἀξιοθαύμαστον πρόνοια τοῦ Θεοῦ, γιά νά μή καταδικασθεῖ στόν αἰώνιο θάνατο τῆς κολάσεως, συνέβη σ’ αὐτόν ὁ προσωρινός θάνατος.
Ἐπειδή ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου κατέχεται πάντοτε ἀπό βαριά σκληρότητα, ἴσως κάποτε μπορέσει νά τήν ἐπιστρέψει πρός μετάνοια ἡ πρός αὐτήν ἐπίδειξη τῶν βασάνων τῆς αἰωνίου κολάσεως»9.
Γι’ αὐτό βλέπετε στήν Ἐκκλησία μας ἔχουμε καί τήν εἰκόνα τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ὅπου ἐκεῖ ἐπιδεικνύονται καί τά βάσανα τῆς αἰωνίου κολάσεως. Αὐτό δέν εἶναι φαντασία τοῦ ζωγράφου.
Εἶναι πράγματα πού ἔχουμε δεῖ.
Ὄχι, θά μοῦ πεῖτε.
Τά εἶδαν οἱ ἄλλοι ὅμως, ὅπως αὐτός ἐδῶ ὁ Γέροντας.
Τά μαρτυρήσαν καί ἔτσι ὁ ἁγιογράφος τά ἀναπαριστᾶ.
Καί γίνεται πλέον μιά διδασκαλία γιά ὅλους μέσω τῶν ἁγίων εἰκόνων.
Καί τά κάνει αὐτά ἡ Ἐκκλησία μας γιά νά μήν πᾶμε σ’ αὐτά τά βάσανα.
Αὐτά τά βάσανα δέν εἶναι ἕνα ἀποτέλεσμα τῆς κακίας τοῦ Θεοῦ, μή γένοιτο!
Ὁ Θεός δέν εἶναι κακός, ὁ Θεός εἶναι καλός, καλός πάνω ἀπό ὅλους τούς καλούς, εἶναι πανάγαθος, ὑπέραγαθος, ὑπέρ πᾶσαν καλοσύνην.
Δέν μποροῦμε νά καταλάβουμε πόσο καλός εἶναι ὁ Θεός, πόσο οἰκτίρμων καί ἐλεήμων, μακρόθυμος καί πολυέλεος. Αὐτά τά βάσανα εἶναι τά ἀποτελέσματα τῶν ἁμαρτιῶν μας καί οὐσιαστικά εἶναι τά ἀποτελέσματα τῶν ἐπιλογῶν μας.
Εἶναι βάσανα, τά ὁποῖα ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τά ἐπισωρεύσαμε στόν ἑαυτό μας.
Οὐσιαστικά ὁ ἄνθρωπος αὐτοτοποθετεῖται στήν κόλαση. Ἀπό μόνος του δηλαδή βάζει τόν ἑαυτό του στήν κόλαση, δέν τόν βάζει ὁ Θεός.
Ὁ Θεός εἶναι φωτιά, εἶναι «πῦρ καταναλίσκον»10, εἶναι φῶς γλυκύτατο.
Γι’ αὐτούς πού Τόν ἀγαποῦν εἶναι φῶς.
Γι’ αὐτούς πού Τόν ἐχθρεύονται, καί ἡ ἐχθρότητα ἀποδεικνύεται μέ τό ὅτι δέν τηροῦν τίς ἐντολές Του, Τόν καταφρονοῦν, εἶναι πῦρ, εἶναι φωτιά.
Καί ἐνῶ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι μία, αὐτοί τήν εἰσπράττουν ὡς φωτιά καί αὐτός εἶναι ὁ βασανισμός.
Ὅπως ὅταν κανείς δέν ἔχει ἀγάπη, καί γιά ἕναν ἄνθρωπο ἐδῶ στή γῆ.
Ὅταν βλέπει αὐτόν τόν ἄνθρωπο πού μισεῖ, ταράζεται ὁλόκληρος, βασανίζεται οὐσιαστικά, ταλαιπωρεῖται.
Ἔτσι καί μετά θάνατον, αὐτοί πού δέν ἀγάπησαν τόν Χριστό, ἐπειδή θά Τόν δοῦν -ὅλοι θά Τόν δοῦν τόν Χριστό, θά δοῦνε τήν δόξα τοῦ Θεοῦ ὅλοι, καί οἱ καλοί καί οἱ κακοί- θά βασανίζονται ἀπό τή θέα αὐτή, γιατί δέν θά ἔχουν ἀγαπήσει Αὐτόν, τόν Χριστό.
«Ἄλλοτε πάλι ἡ ἐπίδειξη αὐτή τῶν βασάνων τῆς αἰωνίου κολάσεως γίνεται πρός περισσοτέρα κατάκριση μερικῶν ἀμελῶν καί ἀδιαφόρων, οἱ ὁποῖοι καί μετά τήν τρομακτική αὐτή ὅραση, ἐπανερχόμενοι καί πάλι στή ζωή παραμένουν ἐξίσου, ὅπως καί προηγουμένως, ἀδιόρθωτοι, ὁπότε δέν ἀπομένει πλέον σ’ αὐτούς καμία δικαιολογία».
Εἶναι φοβερό!
Θά πεῖς:
– Ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι πού εἶδαν τήν κόλαση καί δέν μετανόησαν;
Ὑπάρχουν!
Δυστυχῶς, ὑπάρχουν.
– Γιατί δέν μετανοοῦν;
Πολύ ἁπλά, γιατί δέν θέλουν!
Γι’ αὐτό λένε οἱ Ἅγιοι
«ἡ σωτηρία μας κεῖται στό θέλειν».
Θέλουμε;
Θά σωθοῦμε.
Δέν θέλουμε;
Δέν θά σωθοῦμε.
Ὁ Θεός κάνει τά πάντα γιά νά σωθοῦμε, μᾶς δείχνει ἀκόμα καί τήν κόλαση.
Κι ὅμως… κάποιοι οὔτε μ’ αὐτό συγκινοῦνται.
«Τοῦ αὐτοῦ Ἁγίου», τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου δηλαδή, «πρός τόν αὐτοῦ Διάκονο Πέτρο».
Ἕνα ὑποκεφάλαιο τῆς ὀγδόης ὑποθέσεως στήν ὁποία βρισκόμαστε.
Ἔχει τίτλο:
«Πολλές φορές οἱ ψυχές, ὅταν βρίσκονται ἀκόμη στό σῶμα, βλέπουν μερικά ἀπό τά βασανιστήρια τῆς κολάσεως ἀπό τά ἀκάθαρτα πνεύματα, ἄλλες μέν γιά τήν δική τους οἰκοδομή, ἄλλες δέ γιά οἰκοδομή ἐκείνων πού τίς ἀκοῦνε»11, πού εἶναι παρόντες δηλαδή στίς συγκλονιστικές τελευταῖες ὧρες καί βλέπουν πῶς κανείς ξεψυχάει καί ἀκοῦνε τί λέει.
«Ζοῦσε κάποτε, ἕνας νέος ὀνομαζόμενος Θεόδωρος.
Αὐτός ἦταν πάρα πολύ ἀκατάστατος καί ἀκολούθησε τόν ἀδελφό του, πού ἦταν Μοναχός, στό Μοναστήρι ἀπό ἀνάγκη καί ὄχι ἀπό προσωπική του κλίση καί θέληση. Ἐάν κανείς τοῦ ἔλεγε κανένα καλό λόγο γιά τήν σωτηρία του, αὐτός, ἐπειδή ἦταν πάρα πολύ ἀπείθαρχος, ὄχι μόνο δέν ἦταν διατεθειμένος νά ἐκτελέσει τήν συμβουλή, ἀλλ’ οὔτε κἄν νά τήν ἀκούσει.
Πολύ περισσότερο δέν ἐδέχετο ποτέ νά γίνει Μοναχός»12.
Γιατί πῆγε στό Μοναστήρι;
Λέει ἐδῶ ἀπό ἀνάγκη.
Ἴσως ἐπειδή δέν εἶχε εὔκολο τό φαγητό του, τήν πόρεψή του, τήν διατροφή του.
Σοῦ λέει, τί πιό καλό;… θά πάω κοντά στόν ἀδελφό μου νά μοῦ δίνει ἕνα πιάτο φαγητό.
Ἀλλά δέν ἤθελε νά γίνει Μοναχός οὔτε πίστευε πραγματικά στόν Θεό.
«Συνέβη λοιπόν ὁ νέος αὐτός νά προσβληθεῖ καί αὐτός στόν μηρό ἀπό θανατηφόρο ἀσθένεια – ἶσως νά ἦταν ἡ λεγόμενη βουβωνική πανώλη-», πανούκλα, «καί νά φθάσει στό τέλος τῆς ζωῆς του.
Κοντά του συγκεντρώθηκαν ὅλοι οἱ ἀδελφοί τοῦ Μοναστηριοῦ· καθώς δέ τόν ἔβλεπαν νά τελειώνει σιγά-σιγά (τό σώμα του πλέον εἶχε παγώσει καί εἶχε ἐναπομείνει στό στῆθος του μονάχα λίγη θερμότητα ζωῆς»13, εἶχαν ἀρχίσει νά παγώνουν τά ἄκρα δηλαδή, δέν πήγαινε αἷμα καί γινόταν μόνο ἡ κεντρική κυκλοφορία στήν καρδιά καί γύρω ἀπό τήν καρδιά.
Νά σημειώσουμε ἐδῶ ἐν παρενθέσει, ὅτι ἡ καρδιά εἶναι τό τελευταῖο ὄργανο ἀπό τό ὁποῖο φεύγει ἡ ψυχή.
Γι’ αὐτό δέν εἶναι σωστό, ὅταν νεκρώνεται ὁ ἐγκέφαλος, νά θεωροῦμε τόν ἄνθρωπο νεκρό.
Δέν εἶναι νεκρός.
Λένε «ἐγκεφαλικά νεκρός».
Εἶναι λάθος ὁ ὅρος.
Μπορεῖ ὁ ἐγκέφαλος νά εἶναι νεκρός, ἀλλά ἐφόσον ἡ καρδιά χτυπάει ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζωντανός.
Ἡ ψυχή του εἶναι ἀκόμα μέσα στήν καρδιά του, γι’ αὐτό καί δέν ἐπιτρέπεται νά δίνουμε ὄργανα.
Εἶναι ἀπαράδεκτη ἡ δωρεά ὀργάνων, γιατί ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζωντανός καί τοῦ παίρνουν τά ὄργανα, ἐνῶ χτυπάει ἡ καρδιά.
Γιατί, ἄν τά πάρουν, ὅταν σταματήσει ἡ καρδιά, εἶναι ἄχρηστα τά ὄργανα.
Καί οἱ γιατροί βρῆκαν αὐτό τό «τρίκ» καί ὀνομάζουν νεκρό αὐτόν πού ἔχει νεκρωθεῖ ὁ ἐγκέφαλος, ἀλλά ἡ καρδιά ἀκόμα ζεῖ.
Εἶναι φόνος, δηλαδή, ἡ δωρεά ὀργάνων.
Δέν ἐπιτρέπεται, ὅσο κι ἄν παρουσιάζεται ὅτι εἶναι φιλανθρωπία.
Δέν ἔχουμε δικαίωμα νά ἀφαιροῦμε τή ζωή κάποιου, γιά νά δώσουμε παράταση ζωῆς σέ κάποιον ἄλλον.
Ἔτσι κι ἐδῶ, βλέπουμε αὐτή τήν περίπτωση, τά μέλη εἶναι παγωμένα ἀλλά ἡ καρδιά χτυπάει, εἶναι ἀκόμα ζεστός στήν καρδιά καί τά γύρω μέρη αὐτῆς.
«Ἄρχισαν νά προσεύχονται μέ ἐπιμονή χάριν αὐτοῦ καί νά παρακαλοῦν τόν φιλάνθρωπο Θεό νά τόν εὐσπλαγχνισθεῖ κατά τήν ὥρα τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα»14, παρόλο πού αὐτός ἦταν ἀμελής, ἦταν ἀπείθαρχος, δέν ἤθελε νά γίνει μοναχός, τούς δημιουργοῦσε ἄσχημες καταστάσεις στό μοναστήρι.
Οἱ πατέρες ἀπό φιλανθρωπία, ἀπό ἀγάπη πραγματική, ἀνιδιοτελή, προσηύχοντο γι’ αὐτόν.
«Ἄξαφνα, ἐνῶ οἱ ἀδελφοί προσηύχοντο, ὁ Θεόδωρος ἄρχισε νά κραυγάζει μέ μεγάλη φωνή καί νά διακόπτει τίς προσευχές τῶν Μοναχῶν καί νά λέει· φύγετε ἀπό κοντά μου, ἀπομακρυνθεῖτε, γιατί ἐγώ παραδόθηκα πλέον στόν δράκοντα νά μέ κατασπαράξει.
Αὐτός ὁ δράκοντας δέν μπορεῖ νά μέ φάει τελείως, ἐξαιτίας τῆς παρουσίας σας.
Ἤδη ὁλόκληρο τό κεφάλι μου βρίσκεται μέσα στό στόμα του».
Ἔβλεπε, δηλαδή, τόν διάβολο πού πήγαινε νά τόν καταπιεῖ, ἀλλά δέν μποροῦσε, γιατί τόν ἐμπόδιζαν οἱ προσευχές τῶν παρισταμένων, τῶν μοναχῶν.
Καί τούς λέει, φύγετε, ἦρθε ὁ δράκοντας καί θέλει νά μ’ ἁρπάξει.
«Δῶστε λοιπόν τόπο στήν ὀργή αὐτή γιά νά μή μέ βασανίζει περισσότερο καί αὐτό πού ἔχει νά κάνει, νά τό κάνει μία ὥρα νωρίτερα», νά παραδοθῶ δηλαδή στήν κόλαση.
«Ἀφοῦ εἶναι ἀποφασισμένο νά μέ φάει αὐτός ὁ δράκοντας, πρός τί νά ὑπομένω καί τό μαρτύριο τῆς ἀργοπορίας;
Μόλις ἄκουσαν τά λόγια αὐτά, κατατρόμαξαν οἱ ἀδελφοί καί τοῦ εἶπαν:
– Σφράγισε, ἀδελφέ, τόν ἑαυτό σου μέ τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ».
Κάνε τόν Σταυρό σου, γιά νά φύγει ὁ δράκοντας.
«Ὁ Θεόδωρος μέ σπαρακτική κραυγή ἀπάντησε:
– Θέλω νά σφραγισθῶ μέ τό σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ἀλλά δέν μπορῶ, διότι ὁ σίελος τοῦ δράκοντος αὐτοῦ μοῦ βαραίνει τό χέρι»15.
Δέν τόν ἄφηνε ὁ διάβολος νά κάνει τόν Σταυρό του.
Βλέπετε;
Δέν εἶναι ἁπλό πράγμα ἡ μετάνοια, ἡ διόρθωση, ἡ πίστις.
Ὅταν κανείς ἔχει ζήσει μιά ζωή παρέα μέ τόν δράκοντα, μέ τόν διάβολο, μετά ὁ διάβολος ἀποκτάει δικαιώματα.
Εἶναι ἀνοησία αὐτό πού λένε στά νέα παιδιά, ζῆσε τή ζωή σου κι ὅταν γεράσεις θά ἐξομολογηθεῖς, θά πᾶς στήν ἐκκλησία, θά μετανοήσεις καί θά πᾶς στόν παράδεισο…
Δυστυχῶς, αὐτό τό πνεῦμα ἔχει κυριαρχήσει σήμερα σέ πάρα πολλούς, καί στούς λεγόμενους χριστιανούς, καί προσπαθοῦν νά ζήσουν καί τήν κοσμική χαρά καί ἀπόλαυση καί νά μή χάσουν καί τόν παράδεισο.
Ἀλλά δέν γίνεται ἔτσι.
Γιατί, ὅσο κανείς ζεῖ κοσμικά, γίνεται ὑποχείριο τοῦ δράκοντος, τοῦ διαβόλου καί ὁ διάβολος μετά δέν θά τόν ἀφήσει νά διορθωθεῖ καί νά μετανοήσει.
Ἐδῶ βλέπετε;
Δέν τόν ἀφήνει κἄν νά κάνει τόν σταυρό του!
«Μετά τήν ἀπάντηση αὐτή ὁ μέν Θεόδωρος περιέπεσε σέ λήθαργο, οἱ δέ Μοναχοί γονάτισαν στό ἔδαφος καί ἄρχισαν μέ θερμά δάκρυα νά προσεύχονται ἐντονότερα γιά τή λύτρωση τοῦ Θεόδωρου ἀπό τόν φοβερό δράκοντα.
Ἀφοῦ πέρασε ἕνα διάστημα ἐπιμόνου προσευχῆς καί δεήσεως τῶν ἀδελφῶν, ἔξαφνα ὁ ἄρρωστος Θεόδωρος τινάχθηκε ἐπάνω καί ἀνέκραξε μέ ὅλη τήν δύναμη τῶν πνευμόνων του», φώναξε,
«- Ἀδελφοί μου, εὐχαριστήσατε τόν Θεό, γιατί ὁ δράκων πού μέ εἶχε ἁρπάξει γιά νά μέ κατασπαράξει, ἔφυγε μέ τίς προσευχές σας καί καθόλου δέν μπόρεσε νά σταθεῖ ἐδῶ.
Τώρα λοιπόν, σᾶς παρακαλῶ, μέ θερμότητα προσευχηθεῖτε νά μέ συγχωρήσει ὁ Θεός γιά τίς ἁμαρτίες μου.
Κατόπιν αὐτοῦ τοῦ φοβεροῦ πού μοῦ συνέβη, εἶμαι ἕτοιμος νά μετανοήσω καί νά ἐγκαταλείψω τελείως τήν κοσμική ζωή»16.
– Βλέπετε τί κάνει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ;
Δείχνει αὐτό τό ὅραμα, πού εἶναι πραγματικότητα δέν εἶναι φαντασία, γιά νά διορθωθεῖ καί αὐτός πού εἶναι ὁ ἀμελής, ὁ ἀπείθαρχος, ὁ κοσμικῶς βιῶν καί νά ὠφεληθοῦν καί οἱ ἀδελφοί, οἱ μοναχοί.
«Πράγματι, ἀφοῦ συνῆλθε καί ἀνέκτησε τίς δυνάμεις του, ἐπέστρεψε μέ ὅλη του τήν καρδιά πρός τόν Θεό καί ἄλλαξε τελείως γνώμη, γιατί ἐνουθετήθηκε ἀποτελεσματικά μέ τή σωφρονιστική μάστιγα πού τοῦ ἔστειλε ὁ Θεός.
Καί ἀφοῦ εὐαρέστησε γιά ἀρκετό χρόνο τόν Θεό ἐξῆλθε ἡ ψυχή του ἀπό τό σῶμα»17 καί σώθηκε ὁ ἄνθρωπος.
«Καί ὁ μέν Θεόδωρος εἶδε τήν μετά θάνατον τιμωρία, πρός ὠφέλειά του· ἄλλοι ὅμως, ὅπως ἀνέφερα προηγουμένως, βλέπουν τίς μετά θάνατον τιμωρίες ἀπό τά πονηρά πνεύματα, ἐνῶ ἀκόμη ἀναπνέουν, καί τίς διηγοῦνται χάριν τῆς δικῆς μας πνευματικῆς οἰκοδομῆς, γι’ αὐτό καί ἐκπνέουν ἀμέσως μετά τήν διήγηση τῶν φοβερῶν πού εἶδαν.
Πρός ἀπόδειξη αὐτοῦ θά διηγηθῶ μία ἱστορία.
Κάποτε ζοῦσε ἔνας ἄνθρωπος, πού λεγόταν Χρυσαώριος, ἀπό τούς πολύ σπουδαίους αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Ὅσο ὅμως πολλαπλασιάζονταν τά πλούτη του, τόσο πλούτιζε καί στά πάθη· φούσκωνε ἀπό ὑπερηφάνεια, ὑπετάσσετο χωρίς ἀντίσταση στά πάθη τῆς σάρκας, ἀγωνιζόταν νά ἐπισώρευσει πολλά πλούτη, καί καταφλογιζόταν ἀπό τό πάθος τῆς φιλαργυρίας.
Ὅταν ὅμως ηὐδόκησε ὁ Κύριος νά θέσει τέρμα στά τόσα κακά αὐτοῦ, ἐπέτρεψε νά περιπέσει ὁ Χρυσαώριος σέ θανατηφόρο ἀσθένεια»18.
Ὁ Θεός πολλές φορές αὐτούς τούς ἀνθρώπους, τούς ἀφήνει νά ζοῦν, καί μάλιστα πολλά χρόνια, νά μήν ἔχουν ἀσθένειες, νά τούς πηγαίνουν ὅλα καλά κοσμικά… νά ἔχουν πλούτη, νά παντρεύονται τά παιδιά τους, νά προοδεύουν κ.λ.π.
Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι στή χειρότερη κατάσταση πού μπορεῖ νά βρεθεῖ ἕνας ἄνθρωπος, γιατί ἔχουν ἐγκαταλειφθεῖ ἀπό τόν Θεό.
Ἐνῶ οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν πειρασμούς καί θλίψεις, εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού φροντίζονται ἀπό τόν Θεό.
Εἶναι τό ἀμπέλι πού κλαδεύεται ἀπό τόν ἀμπελουργό.
Οἱ θλίψεις εἶναι τό κλάδεμα γιά νά φέρουν καρπό.
Ἕνας ἄνθρωπος λοιπόν, πού τοῦ πηγαίνουν ὅλα «καλά», κοσμικά καλά, καί εἶναι μακράν τοῦ Θεοῦ, εἶναι γιά κλάματα.
Ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος πού ζεῖ κατά Θεόν, ἀγωνίζεται, μετανοεῖ καί ἔχει πειρασμούς, αὐτός εἶναι στή σωστή πορεία.
Σημαίνει ὅτι ὁ Θεός τόν παραδέχεται καί γι’ αὐτό τόν μαστιγεῖ, «μαστιγοῖ πάντα υἱόν ὅν παραδέχεται ͘ ὅν ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει»19.
Αὐτός λοιπόν ὁ καημένος ὁ Χρυσαώριος ζοῦσε κοσμικά, αὐξανόταν τά πλούτη του, αὐξανόταν καί τά πάθη του καί κάποια στιγμή ὁ Θεός ἔθεσε ἕνα τέρμα.
Θέτει ἕνα τέρμα στήν κακία.
Τοῦ στέλνει, λοιπόν, μιά θανατηφόρο ἀσθένεια.
«Ὅταν δέ ἦλθε στήν τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς του, καί ἐνῶ εἶχε τά μάτια του ὀρθάνοικτα, εἶδε νά παραστέκουν ἔμπροσθέν του πνεύματα φοβερά καί σκοτεινόμορφα καί νά τόν μεταφέρουν στίς πύλες τοῦ Ἅδου.
Ἄρχισε λοιπόν νά τρέμει καί νά κιτρινίζει καί νά περιλούεται μέ ἱδρώτα.
Κραύγαζε δέ μέ ἀπόγνωση καί, κατατρομαγμένος, ζητοῦσε προθεσμία γιά νά μετανοήσει».
Δηλαδή ἀναβολή… δῶστε μου λίγο χρόνο.
«Φώναζε δέ μέ κραυγές ἔντονες καί ταραγμένος, τόν υἱό του Μάξιμο, τόν ὁποῖο ἐγώ γνώρισα ἀργότερα ὡς Μοναχό, ὅταν κι ἐγώ ἤμουν Μοναχός, καί τοῦ ἔλεγε:
«Μάξιμέ μου, τρέξε!
Ποτέ δέν σοῦ ἔκανα κακό, σῶσε με μέ τήν δύναμη τῆς πίστεώς σου»20.
Τώρα θυμήθηκε τήν πίστη!
«Τότε ὁ Μάξιμος ταραγμένος καί κλαίοντας ἀμέσως ἦλθε κοντά του.
Μαζί δέ μέ αὐτόν καί ὅλοι ὅσοι παρέμεναν στήν οἰκία τοῦ Χρυσαωρίου.
Ὡστόσο κανείς ἀπό αὐτούς δέν μποροῦσε νά δεῖ τά πονηρά πνεύματα πού ἐξεβίαζαν τόν Χρυσαώριο.
Τήν παρουσία τους, ὅμως, συμπέραιναν ἀπό ὅσα ἔλεγε ὁ πάσχων, ἀπό τήν ὠχρότητά του», ἀπό τήν κιτρινίλα πού εἶχε καί «ἀπό τόν τρόμο πού εἶχε, γιατί ἀπό τήν σκοτεινή μορφή τῶν ἐνοχλούντων πονηρῶν πνευμάτων καί τόν φόβο τους στριφογύριζε ἐδῶ καί ἐκεῖ στό κρεβάτι του».
Εἶχε φοβερή ἀγωνία.
«Καί ἄλλοτε στρέφοντας πρός τά ἀριστερά, ἔβλεπε μπροστά του ἐκείνους τούς ὁποίους δέν μποροῦσε οὔτε νά ἀντικρύσει.
Ἄλλοτε στρεφόταν πρός τόν τοῖχο, ἀλλά καί ἐκεῖ τούς ἔβλεπε νά στέκονται μπροστά του.
Ἀφοῦ λοιπόν ἀπελπίσθηκε ὅτι ἦταν δυνατόν νά γλυτώσει ἀπό αὐτούς, ἄρχισε νά κραυγάζει· τουλάχιστον δῶστε μου διορία ὡς τό πρωί· μία διορία ὡς τό πρωί! Καί μ’ αὐτές τίς κραυγές ἐξῆλθε ἡ ψυχή του ἀπό τό σῶμα»21.
Πέθανε σέ μία φοβερή ἀγωνία.
Ἔχουμε πολλές τέτοιες περιπτώσεις, ἀδελφοί μου.
Καί ἀνθρώπους ἐπιφανεῖς κατά κόσμον, καί μεγάλους κατά κόσμον, οἱ ὁποῖοι πέθαναν μέσα σέ φοβερή ἀγωνία.
Ὅπως, ἄς ποῦμε, αὐτός ὁ φοβερός καί αἱμοσταγής Στάλιν, ὁ ὁποῖος ἔκανε μεγάλη ζημιά στήν Ἐκκλησία.
Νόμιζε, δηλαδή, ὅτι θά ἔκανε ζημιά, ἀλλά οὐσιαστικά ἀνέδειξε πλῆθος μαρτύρων ἡ Ρωσία καί ἡ Ἐκκλησία στά χρόνια τοῦ Στάλιν.
Αὐτός, λοιπόν, εἶχε ἕνα φοβερό καί ἀποτρόπαιο τέλος, πού τό διηγεῖται ἡ ἴδια ἡ κόρη του.
Φοβερότατο τέλος!
Πού δείχνει ἀκριβῶς τήν κακία, τή μοχθηρία τῶν δαιμόνων, γιατί ὁ ἄνθρωπος ὅταν ζεῖ μέ τούς δαίμονες, μέ τά μαῦρα ἀφεντικά, τότε γίνεται μαύρη ἡ ζωή του καί ἔχει μαῦρο – κατάμαυρο τέλος, ἀθλιότατο τέλος.
«Ἀπ’ αὐτά γίνεται φανερό ὅτι ὅλα αὐτά τά εἶδε ὁ Χρυσαώριος ὄχι γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά γιά μᾶς, γιά νά τά μάθουμε, νά φοβηθοῦμε καί νά διορθωθοῦμε.
Γιατί σέ τί ὠφέλησε τόν Χρυσαώριο ἡ πρό τοῦ θανάτου θέα τῶν πονηρῶν πνευμάτων καί ἡ προθεσμία πού ζήτησε καί δέν ἔλαβε;»22.
Δέν τόν ὠφέλησε σέ τίποτε.
Ἀλλά ὠφέλησε τούς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ἄκουγαν αὐτά πού ἔλεγε.
«Παρόμοιο περιστατικό διηγήθηκε σέ μένα καί ὁ πρεσβύτερος τῆς ἀδελφότητός μας, ὁ Ἀθανάσιος.
Στό Ἰκόνιο, ἀπ’ ὅπου καί αὐτός κατάγεται, ὑπῆρχε ἕνα Μοναστήρι, τῶν Γαλατῶν, ὅπως ὀνομαζόταν.
Σ’ αὐτό μόναζε κάποιος Μοναχός, ὁ ὁποῖος θεωρεῖτο ἀπό ὅλους ὅτι βρισκόταν σέ ψηλά μέτρα ἀρετῆς καί σεμνότητος.
Ὅπως ὅμως ἔδειξε τό τέλος του, ἡ ζωή του βρισκόταν πολύ μακριά ἀπό τήν φαινομενική ἀρετή πού παρουσίαζε.
Ἐνῶ δηλαδή στό φανερό ἔδειχνε ὅτι νηστεύει μαζί μέ τούς ἀδελφούς, κρυφά ἀπό αὐτούς ἔτρωγε.
Ὁ Μοναχός αὐτός κάποτε ἀρρώστησε καί ἔφθασε στά τελευταῖα του»23.
Βλέπετε;
Μπορεῖ κανείς νά κρυφτεῖ ἀπό ἀνθρώπους, νά ὑποκριθεῖ, νά φαίνεται ἐνάρετος, ἀλλά τελικά ἀποκαλύπτεται, ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή.
«Μία ἡμέρα διαισθανόμενος ὅτι πλησιάζει τό τέλος του, φώναξε κοντά του ὄλους τούς ἀδελφούς τοῦ Μοναστηριοῦ.
Οἱ ἀδελφοί συγκεντρώθηκαν μέ μεγάλη προθυμία, περιμένοντας νά ἀκούσουν ἀπό ἕναν τέτοιο ἐνάρετο ἀσκητή, ὅπως τόν νόμιζαν, κάτι τό μεγάλο καί ἀξιοθαύμαστο, τώρα πού πέθαινε.
Τότε ἐκεῖνος πενθώντας καί τρέμοντας ἀπό τόν φόβο του εἶπε:
– Ἐπιστεύετε ὅτι ἐγώ νήστευα μαζί σας, ἐνῶ κρυφά ἀπό σᾶς ἔτρωγα.
Καί νά τώρα, παρεδόθην στόν φοβερό δράκοντα, γιά νά μέ φάει.
Αὐτός δέ ὁ φοβερός δράκοντας ἔδεσε μέ τήν οὐρά του τά πόδια μου καί τά γόνατά μου, τήν δέ κεφαλή μου τήν ἔχει βάλει μέσα στό στόμα του, ἐνῶ μέ πιπιλίζει καί ξεριζώνει ἀπό μέσα τήν ψυχή μου.
Ἀφοῦ δέ εἶπε αὐτά ἀμέσως πέθανε, χωρίς νά τοῦ ἐπιτραπεῖ νά ζήσει λίγο, ὥστε νά μπορέσει, διά τῆς μετανοίας, νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό ἐκεῖνον τόν δράκοντα.
Καί ἀπό τό περιστατικό αὐτό γίνεται ὁλοφάνερο, ὅτι εἶδε αὐτό τό φρικτό ὅραμα πρός ψυχική μόνο ὠφέλεια αὐτῶν πού ἄκουσαν, ἐφόσον ὁ ἴδιος, ἄν καί φανέρωσε τόν ἐχθρό στόν ὁποῖο παρεδόθη, ἐντούτοις δέν μπόρεσε νά τόν ἀποφύγει».
Βλέπουμε, λοιπόν, πάλι, πόσο δύσκολο εἶναι κανείς νά μετανοήσει πραγματικά, ὅταν μιά ζωή ἔχει ζήσει ἄνομα, παρανομώντας, καταπατώντας τόν νόμο τοῦ Θεοῦ.
Γι’ αὐτό εἶναι κατεπείγουσα ἀνάγκη, ἀδελφοί μου, ἡ μετάνοια ἐδῶ καί τώρα.
Ὁ διάβολος μᾶς ἐξαπατᾶ μέ τήν ἀναβολή καί μᾶς λέει «ἔχεις καιρό, ἔχεις καιρό… λίγο πιό μετά θά τό διορθώσεις αὐτό τό κακό».
Ὄχι, ἐφόσον ξέρω ὅτι εἶναι κακό, θά τό διορθώσω τώρα, θά τό σταματήσω τώρα.
Δέν θά παίζω μέ τήν ἁμαρτία καί μέ τή φωτιά.
«Στή διηγήση τῶν περιόδων τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Θωμᾶ».
Ὁ Μέγας Ἀπόστολος Θωμᾶς πωλήθηκε ἀπό τόν Κύριο στόν ἔμπορο Ἀμβάνη, ὡς δοῦλος πάρα πολύ ἱκανός στήν τέχνη τοῦ οἰκοδόμου. Μαζί δέ μέ τόν ἔμπορο Ἀμβάνη ἔφθασε στή χώρα τῶν Ἰνδιῶν. Ἐκεῖ τόν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ Βασιλιά τῆς χώρας. Ὁ Βασιλεύς τόν ρώτησε, μέ ἐνδιαφέρον, γιά τήν τέχνη του καί ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς τόν διαβεβαίωσε, ὅτι εἶναι ἀπό τούς ἄριστους οἰκοδόμους», εἶναι πολύ καλός χτίστης, «καί τοῦ ἐξέθεσε ἀρκετά γιά αὐτή τήν τέχνη του.
Πράγματι ἀπό τά ὅσα εἶπε περί τέχνης, θεωρήθηκε ἀπό αὐτούς πού ἄκουγαν ὡς ἀξιόλογος ἀρχιτέκτονας, γι’ αὐτό καί ὁ Βασιλεύς τοῦ ἐμπιστεύεται ἄφθονα χρήματα, γιά νά τοῦ κτίσει λαμπρά παλάτια σέ κάποιον τόπο τῆς ἐξουσίας του.
Ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς, μόλις ἔλαβε τά χρήματα τοῦ Βασιλέως, ἔτσι ὅπως ἦσαν ἄφθονα, τά μοίρασε ὅλα στούς πτωχούς καί σέ ὅσους εἶχαν ἀνάγκη.
Μετά ἀπό λίγο χρόνο ὁ Βασιλεύς ἔστειλε ἀντιπροσώπους στό μέρος, ὅπου ὅρισε νά κτισθοῦν τά παλάτια, γιά νά δοῦν τήν οἰκοδομή. Κατάπληκτος, ὅμως, ἔμαθε ἀπό τούς ἀντιπροσώπους του, ὅταν ἐπέστρεψαν, ὅτι ὁ Θωμᾶς οὔτε τά θεμέλια δέν εἶχε βάλει στήν οἰκοδομή, καί ὅτι ὅλα τά χρήματα, πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Βασιλιάς, τά διεμοίρασε στούς πτωχούς. Ἄναψε τότε ἀπό τόν θυμό του ὁ Βασιλιάς καί διέταξε νά δέσουν ἀμέσως ὀπισθάγκωνα τόν Ἀπόστολο καί νά τόν ὁδηγήσουν ἐνώπιόν του.
Μόλις ἡ διαταγή τοῦ Βασιλιά ἐξετελέσθη γρηγορότερα καί ἀπό τόν λόγο καί ἐμφανίσθηκε ἐνώπιόν του ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς, τοῦ λέγει μέ ἀσυγκράτητο θυμό: – Μοῦ ἔκτισες τό παλάτι; – Ναί, ἀπάντησε μέ ἠρεμία ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς, καί μάλιστα πάρα πολύ ὡραῖο. – Ἐμπρός, λοιπόν, εἶπε αὐστηρά ὁ Βασιλιάς· πᾶμε, νά τό δῶ. – Δέν εἶναι δυνατόν, Βασιλεῦ, σ’ αὐτήν ἐδῶ τή ζωή νά δεῖς τό ἀνάκτορο, πού σοῦ ἑτοιμάζω· μετά τήν ἀναχώρησή σου ὅμως ἀπό τόν κόσμο αὐτόν, θά τό δεῖς, καί θά τό ἀπολαύσεις μέ μεγάλη χαρά καί ἀγαλλίαση, ἀπάντησε ὁ Ἀπόστολος.
Τά λόγια αὐτά τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ ὁ Βασιλεύς Γουνδαφόρος (αὐτό ἦταν τό ὄνομά του) τά θεώρησε σάν ἐμπαιγμό καί δέν πίστευσε ὅτι εἶναι ἀληθινά.
Ἐν τῷ μεταξύ πληροφορήθηκε, ὅτι ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ἦταν πτωχός καί δέν εἶχε τίποτε, γιά νά τοῦ κατασχέσει· ἀφοῦ λοιπόν ἔχασε τίς ἐλπίδες του, ὅτι θά μπορέσει νά τοῦ ἐπιστρέψει τά χρήματα, σκέφθηκε, ὑπό τό κράτος τῆς ὀργῆς, ὅτι μόνο ὁ θάνατος τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ θά ἱκανοποιοῦσε τόν θυμό του. Γι’ αὐτό διέταξε νά τόν γδάρουν ζωντανό καί ὑστέρα νά τόν ρίψουν στό πῦρ γιά νά καεῖ.
Ἀλλ’ Ἐκεῖνος, ὁ Ὁποῖος πραγματοποιεῖ τά πάντα μέ τήν παντοδυναμία Του», ὁ Θεός, «καί τά ἐναρμονίζει πρός τό θεῖο Αὐτοῦ θέλημα, προφθάνει ἐπικαίρως καί μεταβάλλει τόν ρυθμό τῶν γεγονότων μέ ἕνα θανατηφόρο ἀτυχήμα τοῦ Γάδ, ό ὁποῖος ἦταν ἀδελφός τοῦ βασιλέως Γουνδαφόρου. Καί ἰδού πῶς συνέβη. Ὁ Γάδ αὐτός λυπήθηκε περισσότερο ἀπό τόν ἀδελφό του τόν Βασιλέα ἀπό τήν ἀποτυχία τῆς ἀνοικοδομήσεως τῶν παλατίων καί ὀργισμένος περισσότερο αὐτός ἐναντίον τοῦ Ἀποστόλου, ὁ ὁποῖος δῆθεν τούς ἐνέπαιξε, ἐξεβίαζε τόν Βασιλέα νά τιμωρήσει τόν Θωμᾶ, ἐν τῷ μεταξύ ὅμως πέθανε»24. Εἶχε ὀργιστεῖ καί συνδαύλιζε τόν θυμό τοῦ βασιλέως ἐναντίον τοῦ Ἀποστόλου. Ὅμως ἐπεμβαίνει ὁ Θεός καί πεθαίνει.
«Ὁ θάνατος ὅμως τοῦ Γάδ ἔγινε αἰτία νά ματαιωθεῖ ὁ θάνατος τοῦ Ἀποστόλου Θωμᾶ. Ἀπό τό μέγεθος τῆς ἐκ τοῦ θανάτου τοῦ Γάδ συμφορᾶς λησμόνησαν τόν κατάδικο, καί ἠσχολοῦντο μέ τήν ἐκφορά τοῦ νεκροῦ Γάδ». Ξέχασαν ὅτι πρέπει νά φονεύσουν τόν Ἀπόστολο Θωμᾶ. «Ἀλλά τί καταπληκτικό θαῦμα θαυματουργεῖ καί ἐδῶ ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος δέν ἐπιθυμεῖ τόν θάνατο τοῦ ἁμαρτωλοῦ, ἕως ὅτου νά ἐπιστρέψει ἀπό τήν ἁμαρτία του καί νά ζήσει τή ζωή τῆς ἀρετῆς!
Μόλις πέθανε ὁ Γάδ, παρέλαβαν τήν ψυχή του Ἄγγελοι καί ἔδειχναν σ’ αὐτή τίς αἰωνίους καί ἄφθαρτες διαμονές, πού ὑπάρχουν στόν ἄλλο κόσμο, γιά ὅσους σώζονται ἀπό τήν ἁμαρτία». Ἔκαναν στόν Γάδ δηλαδή μιά ξενάγηση καί τοῦ ἔδειχναν τόν παράδεισο, τίς κατοικίες τοῦ παραδείσου. Αὐτό πού λέει ὁ Κύριος «ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναί πολλαί εἰσιν»25, ὑπάρχουν πολλές διαμονές. «Ἡ ψυχή τότε τοῦ Γάδ κυριεύθηκε ἀπό τήν ὡραιότητα, τό μέγεθος καί τήν ἐξαιρετική λαμπρότητα μιᾶς τέτοιας οὐράνιας ἔπαυλης, πού ξεχώριζε ἀπό ὅλες τίς ἄλλες, καί ἄρχισε ἐπιμόνως νά παρακαλεῖ τούς ὁδηγούς Ἀγγέλους νά τήν ἀφήσουν νά κατοικήσει σ’ ἕνα ἀπό τά μικρότερα δωμάτιά της». Ἀνάμεσα στίς ὡραῖες κατοικίες εἶδε μία ὡραιότατη καί εἶπε, ἀφῆστε με ἐδῶ νά μείνω. «Οἱ συνοδοί, ὅμως, Ἄγγελοι δέν συγκατένευαν σ’ αὐτή τήν παράκληση, ἰσχυριζόμενοι, ὅτι ἡ ἔπαυλις αὐτή ἀνήκει στόν ἀδελφό του Γουνδαφόρο, καί ὅτι τήν ἔκτισε γιά χάρη του κάποιος ξενομερίτης πού ὀνομαζόταν Θωμᾶς.
Μόλις πληροφορήθηκε αὐτό ὁ Γάδ, ἄρχισε μέ μεγαλύτερη θερμότητα νά ἱκετεύει τούς συνοδούς Ἀγγέλους νά τοῦ ἐπιτρέψουν νά ξαναγυρίσει στόν κόσμο, γιά νά ἀγοράσει τήν λαμπρά αὐτή ἔπαυλη ἀπό τόν ἀδελφό του.
Τί ἔγινε λοιπόν μετά ταῦτα;
Ἐκεῖνος, μέ τό νεῦμα μόνο τοῦ Ὁποίου κινοῦνται τά πάντα», ὁ Θεός δηλαδή, «εὐδόκησε νά ἐπιστρέψει καί πάλι ἡ ψυχή τοῦ Γάδ στό νεκρό σῶμα, γιά νά λυτρωθεῖ καί ὁ Ἀπόστολος ἀπό τόν θάνατο, ἀλλά καί πολλές ψυχές νά σωθοῦν μέ τό θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ νεκροῦ Γάδ»26. Βλέπετε πῶς λειτουργεῖ ὁ Θεός!
– Τί ἔκανε ὁ Ἀπόστολος;
Ἕκανε ἕνα τέχνασμα καί ὁ Βασιλέας ἔκανε μιά ἀκούσια φιλανθρωπία! Κι ὅμως αὐτό πῶς λειτουργεῖ ἱεραποστολικά, ὥστε πάρα πολλοί ἄνθρωποι νά σωθοῦν. Βλέπετε, ὅταν τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ καί ὅταν βοηθᾶμε καί τούς ἄλλους νά τίς τηρήσουν, τότε κάνουμε ἀληθινή ἱεραποστολή.
«Ἐνῶ λοιπόν σαβάνωναν τόν νεκρό Γάδ ἄξαφνα βλέπουν, αὐτοί πού εἶχαν τήν φροντίδα τοῦ ἐνταφιασμοῦ, ὅτι τό ἄψυχο σῶμα ἄρχισε σιγά-σιγά νά ζωογονεῖται. Ἀμέσως, κατάπληκτοι, ἔτρεξαν καί ἀνέφεραν στόν Βασιλέα Γουνδαφόρο αὐτό τό πρωτάκουστο γεγονός. Κατάπληκτος ὁ Βασιλέας ἔτρεξε δρομαίως κοντά στόν νεκρό ἀδελφό του. Καί ὤ τοῦ θαύματος! Αὐτός πού μέχρι ἐκείνη τή στιγμή ἦταν νεκρός, ὁ Γάδ, σάν νά ξυπνοῦσε ἀπό ὕπνο, ἀνοίγει τά σφραγισμένα ἀπό τόν θάνατο, χείλη του καί ἄρχισε ἐπιμόνως νά παρακαλεῖ τόν ἀδελφό του, λέγοντας: – Ἄν μέ ἀγαπᾶς, ἀδελφέ μου, ἔχω τήν ἀξίωση ἀπό σένα, νά μοῦ πουλήσεις τό ὡραῖο παλάτι, πού σοῦ ἔκτισε στόν οὐρανό ὁ Χριστιανός Θωμᾶς»27. Δέν εἶπε τίποτα ἄλλο!
«Ἀφοῦ ἄκουσε μέ προσοχή τούς λόγους αὐτούς ὁ Βασιλέας ἀντιλήφθηκε καλῶς τήν σημασία τους καί ἀναγνώρισε ὅτι ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς ἦταν πράγματι Ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ καί ὅτι ὁ Θεός, τόν Ὁποῖο κήρυττε ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς, ἦταν πράγματι ἀληθινός καί φιλάνθρωπος», ὁ ἀληθινός Θεός. «Ἀμέσως ή ψυχή του φωτίσθηκε ἀπό τήν λαμπρότητα τῆς πίστεως καί ἀπάντησε στόν ἀδελφό του: – Ἀδελφέ μου, δέν μπορῶ νά σοῦ πουλήσω ἐκεῖνο τό κτῆμα, τοῦ ὁποίου ἡ ἀπόκτησις δέν ἐπιτυγχάνεται τόσο εὔκολα». Τόσα λεφτά εἶχε δώσει! «Ἀπεναντίας· θεωρῶ εὐκολότερο νά ἔλθω νά τό παραλάβω, νά συστήσω δέ σέ σένα τόν τεχνίτη του, ὁ ὁποῖος κατά Θεία Πρόνοια ζεῖ ἀκόμη, καί ἐκεῖνος θά ἀνοικοδομήσει πρός χάριν σου παρόμοιο ἀνάκτορο»28. Τόν στέλνει στόν μάστορα.
«Ἀμέσως δέ διέταξε νά παρουσιάσουν ἐνώπιόν του τόν Θωμᾶ, τόν ὁποῖο ἐν τῷ μεταξύ ἀπελευθέρωσε ἀπό τή φυλακή καί τά δεσμά. Στήν ἐμφάνιση τοῦ Ἀποστόλου καί οἱ δύο ἀδελφοί ἔπεσαν στά πόδια του καί τόν παρακαλοῦσαν νά συγχωρήσει σ’ αὐτούς τό ἀνόμημα, πού διέπραξαν σέ βάρος του, ἐν ἀγνοίᾳ τους ὅμως, καί νά κηρύξει στήν χώρα τους τόν ὑπ’ αὐτῶν ἀγνοούμενο Θεό καί τά προστάγματά Του, γιά νά ζήσουν τόν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς τους συμφώνως πρός τό θέλημά Του, καί ἔτσι νά ἐπιτύχουν τά αἰώνια καί ἀόρατα ἀγαθά, τῶν ὁποίων βεβαίως τίς εἰκόνες καί τούς τύπους ἀξιώθηκε νά προΐδει ὁ Γάδ.
Μέ κατάπληξη ἄκουσε ὅλα αὐτά ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς καί θαύμασε τό βάθος τῆς Θείας Πρόνοιας· ἀμέσως δέ εὐχαρίστησε πρεπόντως τόν Θεό καί τούς κατήχησε. Ἐν συνεχείᾳ τούς βάπτισε ὅλους στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐβάπτισε δέ καί ἄλλα ἀναρίθμητα πλήθη Ἰνδῶν, οἱ ὁποῖοι πίστευσαν στόν Θεό ἀπό τό θαῦμα τό ὁποῖο ἔγινε»29. Βλέπετε, πόσο θαυμαστά ἐνεργεῖ ὁ Θεός, ὅταν κάνουμε τό θέλημά Του!
«Στό Γεροντικό. Κάποτε ἕνας Γέροντας Ἀσκητής ἔφυγε ἀπό τήν ἔρημο καί πῆγε σέ μία πόλη, γιά νά πουλήσει τά ἐργόχειρά του»30. Ἔτσι ἔκαναν οἱ ἀσκητές. Ἔφτιαχναν καλάθια, ζεμπίλια κ.λ.π. καί πήγαιναν στήν πόλη, τά πουλοῦσαν, καί ἔπαιρναν κάποια χρήματα, μέ τά ὁποῖα ἀγόραζαν συνήθως παξιμάδι, ξηρό ἄρτο, πού κρατοῦσε πολύ καιρό καί γύριζαν στό κελλί τους. Ἔτσι ζοῦσαν, μέ ἁπλό ψωμί καί νερό καί κάνοντας τό ἐργόχειρό τους.
«Κατά σύμπτωση», ὁ ἀσκητής αὐτός, «κάθισε στήν πόρτα ἑνός πλουσίου, ὁ ὁποῖος ψυχορραγοῦσε. Ἐκεῖ πού καθόταν, κοίταξε μέ προσοχή καί βλέπει μερικούς μαύρους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι προκαλοῦσαν φόβο μέ τήν θέα τους, γιατί ἦταν ἐπάνω σέ μαῦρα ἄλογα καί κρατοῦσαν στά χέρια τους φλογισμένα τύμπανα. Αὐτοί λοιπόν οἱ μαῦροι ἄνθρωποι ἔφθασαν μέ τά μαῦρα ἄλογά τους ἔξω ἀπό τήν πόρτα τῆς οἰκίας τοῦ πλουσίου. Ἄφησαν ἐκεῖ τά ἄλογά τους καί οἱ ἴδιοι μπῆκαν στό σπίτι. Μόλις τούς εἶδε ὁ ἄρρωστος καί ψυχορραγῶν πλούσιος, ἄρχισε νά κραυγάζει ἀπεγνωσμένα, Κύριε, ἐλέησέ με καί βοήθησέ με.
Τότε λέγουν σέ αὐτόν ἐκεῖνοι: Τώρα, πού βασίλευσε ὁ ἥλιος, θυμήθηκες τόν Θεό; Γιατί, ὅταν ἔλαμπε ἡ ἡμέρα, δέν Τόν ἀνεζήτησες; Τώρα πλέον δέν ὑπάρχει γιά σένα οὔτε ἐλπίδα σωτηρίας, οὔτε παρηγοριά. Καί ἀμέσως ἀπέσπασαν βιαίως τήν ψυχή του καί ἀνεχώρησαν»31. Φοβερό πράγμα! Ἐπαναλαμβάνω καί πάλι, πόσο δύσκολο πράγμα εἶναι ἡ μετάνοια. Δέν εἶναι ἁπλό, δέν εἶναι μιά κουβέντα, ἐλέησέ με Κύριε… Πρέπει ὅλος ὁ ἄνθρωπος νά ἀλλάξει, νά ἀποφασίσει νά κάνει τό καλό καί νά μισήσει τό κακό καί αὐτό εἶναι ἔργο ζωῆς. Ἡ πιό ὀδυνηρή ὥρα καί ἡ πιό φοβερή καί ἡ πιό κρίσιμη εἶναι ἡ τελευταία μας ὥρα καί γι’ αὐτή τήν ὥρα πρέπει νά προετοιμαζόμαστε ὅλη μας τή ζωή. Ὅπως ἕνας ἀθλητής, πού θά τρέξει στούς Ὀλυμπιακούς, κάνει προετοιμασία γιά μῆνες ἤ καί γιά χρόνια, μέχρι νά πάρει τό βραβεῖο στούς ἀγῶνες, ἔτσι καί ὁ χριστιανός ὅλη του τή ζωή ἀγωνίζεται γιά νά πάρει στό τέλος τό βραβεῖο, τήν τελευταία ἐκείνη ὥρα νά μήν κυριευθεῖ ἀπό τά πάθη, ἀλλά νά εἶναι μέ ἀγάπη στόν Θεό καί στόν πλησίον. Εἶναι φοβερό νά ἀκοῦς ἀνθρώπους ψυχορραγοῦντες καί νά βρίζουν τόν Χριστό, νά βρίζουν τήν Θεία Κοινωνία, νά βρίζουν τούς ἱερεῖς. Φοβερό πράγμα… Τί εἶναι αὐτό, ἄν δέν εἶναι πρόγευση τῆς κόλασης;
«Τοῦ Ἁγίου Ἐφραίμ. Ἀδελφοί μου, μεγάλος εἶναι ὁ φόβος κατά τήν ὥρα τοῦ θανάτου, διότι κατά τή στιγμή τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα παρουσιάζονται ἐνώπιον αὐτῆς ὅλα τά ἔργα πού διέπραξε κατά τήν ἡμέρα καί τήν νύκτα, καί τά καλά καί τά πονηρά, ἐνῶ, συγχρόνως, οἱ Ἄγγελοι βιάζονται γιά νά ἐκβάλουν τήν ψυχή ἀπό τό σῶμα». Βιάζονται οἱ δαίμονες νά κολάσουν τόν ἄνθρωπο. «Ἡ ψυχή λοιπόν τοῦ ἁμαρτωλοῦ βλέπουσα τά πονηρά ἔργα της δειλιάζει νά ἐξέλθει»32. Τρέμει… σοῦ λέει, ποῦ θά πάω τώρα;…θά μ’ ἁρπάξουν..
«Ἐκβιαζομένη ὅμως ἀπό τούς Ἀγγέλους καί τρέμουσα γιά τά πονηρά ἔργα της λέγει καί παρακαλεῖ φοβισμένη: ἀφῆστε με μία ὥρα ἀκόμη καί κατόπιν νά βγῶ». Τώρα θυμήθηκε τήν μετάνοια… «Τήν ἀπάντηση ὅμως στήν ψυχή δίδουν ὅλα μαζί τά ἔργα, ὅσα ἔκανε καί τῆς λέγουν: Ἐσύ μᾶς ἔκανες.. μαζί σου λοιπόν πρέπει νά παρουσιασθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τρέμουσα τότε καί ὀδυρομένη χωρίζεται ἀπό τό σῶμα καί φεύγει, γιά νά παρουσιασθεῖ ἐνώπιον τοῦ ἀθανάτου κριτηρίου τῆς θείας Δικαιοσύνης»33. Βλέπετε; Οἱ συνοδοί μας εἶναι τά ἔργα μας. Ἄν τά ἔργα σου εἶναι καλά, θά ἔχεις μιά ἐλπίδα, μιά παρρησία. Ἄν εἶναι κακά, θά ντρέπεσαι, θά φοβᾶσαι νά φύγεις.
«Στό Γεροντικό. Ἕνας Γέροντας Ἀσκητής διηγήθηκε τά ἑξῆς:
Ἕνας ἀδελφός ἐπιθυμοῦσε νά ἀναχωρήσει ἀπό τόν κόσμο γιά νά γίνει μοναχός. Ἐμποδιζόταν, ὅμως, ἀπό τή μητέρα του», ὡς συνήθως… Ποῦ θά πᾶς παιδάκι μου;.. ποῦ θά μᾶς ἀφήσεις;... Οἱ γονεῖς δέν θέλουν συνήθως τά παιδιά τους νά γίνουν μοναχοί, τό ὁποῖο εἶναι βέβαια καί ἀντιχριστιανικό.
– Γιατί τί ποιό καλό νά ἔχεις τό παιδί σου ἀφιερωμένο στόν Θεό, νά προσεύχεται γιά σένα;
Ἀλλά καί ἀντίθετο μέ τά ἀνθρώπινα δικαιώματα… σήμερα πού μιλᾶμε γιά ἀνθρώπινα δικαιώματα!
– Γιατί δεσμεύεις τήν ἐλευθερία τοῦ παιδιοῦ σου;
Ὅπως ἐσύ ἐλεύθερα ἤθελες καί ἔκανες γάμο καί παντρεύτηκες, αὐτό θέλει νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεό. Γιατί τό ἐμποδίζεις καί δέν σέβεσαι τήν ἐλευθερία του;
«Ὁ ἀδελφός παρά ταῦτα», πού τόν ἐμπόδιζε ἡ μητέρα του, «δέν παραιτεῖτο ἀπό τόν σκοπό του λέγοντας πρός τήν μητέρα του· θέλω νά σώσω τήν ψυχή μου. Ἀφοῦ λοιπόν ἡ μητέρα τοῦ ἀδελφοῦ παρά τίς προσπάθειές της δέν μπόρεσε νά τόν μεταπείσει καί νά τόν κράτησει κοντά της, τοῦ ἐπέτρεψε νά ἀναχωρήσει. Ὁ ἀδελφός, πράγματι, ἀναχώρησε ἀπό τόν κόσμο καί ἔγινε μοναχός· ὡστόσο ὅμως πέρασε τή ζωή του μέ ἀμέλεια. Ἐν τῷ μεταξύ πέθανε καί ἡ μητέρα του.
Μετά ἀπό ἀρκετό χρόνο ὁ ἀδελφός ἀσθένησε ἀπό βαριά ἀρρώστια καί ἔφθασε στόν θάνατο. Κατά τήν ἀρρώστια του αὐτή περιέπεσε σέ λιποθυμία», λιποθύμησε, «ὁπότε ἡ ψυχή του ἐξῆλθε τοῦ σώματος καί ἀνηρπάγη γιά νά κριθεῖ. Ἐκεῖ δέ», στήν κρίση, τήν μερική κρίση, τήν πρώτη κρίση πού περνάει ἡ ψυχή, ὅταν βγαίνει ἀπό τό σῶμα, «μεταξύ τῶν κολαζομένων βρῆκε καί τήν μητέρα του»34. Τήν συνάντησε στόν Ἅδη. Προφανῶς καί ἡ ψυχή του πῆγε στόν Ἅδη καί τήν βρῆκε νά κολάζεται.
«Ἐκείνη, μόλις τόν εἶδε, εἶπε μέ κατάπληξη, παιδί μου, καί σύ καταδικάστηκες σ’ αὐτόν ἐδῶ τόν τόπο τῶν κολασμένων; Ποῦ εἶναι τά λόγια, πού μοῦ ἔλεγες, ὅτι θέλω νά σώσω τήν ψυχή μου;». Καλά ἐγώ.. ἤμουνα στόν κόσμο, ἔζησα ὅπως ἔζησα… μοῦ ἄξιζε πού ἦρθα ἐδῶ. Ἐσύ πού ἄφησες καί τόν κόσμο;
«Ἐκεῖνος τότε, καταντροπιασμένος γιά ὅσα ἄκουσε, στεκόταν περίλυπος, χωρίς νά μπορεῖ νά ἀπολογηθεῖ τίποτε πρός τήν μητέρα του. Κατόπιν ἄκουσε μία φωνή, ἡ ὁποία ἔλεγε «πάρτε τον αὐτόν ἀπό ἐδῶ». Ἀμέσως τότε συνῆλθε ἀπό τήν ἔκσταση καί τήν λιποθυμία καί διηγοῦνταν μέ φόβο, στούς εὑρισκομένους πλησίον του ὅλα ὅσα εἶδε καί ἄκουσε καί δοξολογοῦσε τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος μέ κάθε τρόπο ἐπιζητεῖ τήν σωτηρία τῶν ἁμαρτωλῶν.
Ὅταν λοιπόν ἔγινε καλά ἀπό τήν ἀρρώστια, ἀφοῦ κλείσθηκε στό κελλί του, κάθισε μόνος του φροντίζοντας ἄγρυπνα γιά τήν σωτηρία του, μετανοώντας καί κλαίοντας γιά ὅσα διέπραξε προηγουμένως ἀπό ἀμέλεια καί ραθυμία»35. Ἦρθε στόν ἑαυτό του μέ ἀφορμή αὐτό τό ὅραμα.
«Τόσο δέ βαθιά ἦταν ἡ κατάνυξή του καί τόσο ἄφθονα τά δάκρυά του, ὥστε πολλοί ἀπό ἐκείνους πού τόν ἔβλεπαν, τόν λυποῦνταν καί τόν παρακαλοῦσαν νά μετριάσει λίγο τόν κόπο καί τήν ἄσκησή του, μή τυχόν ἀπό τούς θρήνους του πάθει καμία βλάβη ἡ ὑγεία του. Ἐκεῖνος, ὅμως, δέν ἐννοοῦσε νά παρηγορηθεῖ, ἀπαντώντας στίς συμβουλές: ἄν τόν ὀνειδισμό τῆς μητέρας μου δέν μπόρεσα νά ὑποφέρω, πῶς θά βαστάσω τήν ντροπή, κατά τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως, ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, τῶν Ἁγίων Ἀγγέλων καί ὁλοκλήρου τῆς Κτίσεως;». Τότε θά εἶναι τό δημόσιο ρεζίλεμα, τό παγκόσμιο.
«Ἄς προσέξουμε καί ἐμεῖς, ἀδελφοί, καί ἄς ἀγωνισθοῦμε, γιά νά ζήσουμε συμφώνως μέ τήν ὑπόσχεση πού δώσαμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ»36. Καί οἱ Μοναχοί νά ζήσουν σύμφωνα μέ τίς μοναχικές ὑποσχέσεις, ἀλλά καί ὅλοι οἱ χριστιανοί δώσαμε ὑποσχέσεις ὅτι θά ἀποταχθοῦμε τόν σατανᾶ καί θά συνταχθοῦμε μέ τόν Χριστό. Αὐτές οἱ ὑποσχέσεις, δυστυχῶς, δέν τηροῦνται καί αὐτό ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τήν κόλαση.
Ἄς προσέξουμε λοιπόν, λέει ἐδῶ ὁ Εὐεργετινός, καί ἄς ἀγωνισθοῦμε, γιά νά ζήσουμε σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεση πού δώσαμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, «ἀλλά καί μέ τήν ἐκτίμηση πού τρέφουν σέ μᾶς οἱ κατά σάρκα συγγενεῖς μας καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, τούς ὁποίους ἐγκατελείψαμε γιά τόν πόθο τῆς τελειότητος καί γιά νά εὐαρεστήσουμε στόν Θεό»37. Καί ἕνας Μοναχός ἐγκαταλείπει τούς δικούς του, γιά νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεό καί νά σώσει τήν ψυχή του, ἀλλά καί ἕνας χριστιανός πού ζεῖ πράγματι τόν Χριστό ἐγκαταλείπει τούς συγγενεῖς του, ὅταν αὐτοί ζοῦνε κοσμικά. Δέν μπορεῖ νά συζεῖ, νά ἔχει τόν ἴδιο τρόπο ζωῆς καί νά συναναστρέφεται μαζί τους, ἄν θέλει νά ζήσει κατά Θεόν. Κι αὐτό βέβαια κάποιους τούς στενοχωρεῖ. Καί ὁ χριστιανός ἀνθρωπίνως, εἴτε γίνει Μοναχός εἴτε ὄχι, στενοχωρεῖ κάποιους ἀνθρώπους συγγενεῖς του, οἱ ὁποῖοι δέν συμφωνοῦν μέ τίς ἐπιλογές του.
– Ἀλλά δέν εἶναι τραγικό καί ὁ ἴδιος μετά νά μήν σωθεῖ;
Νά ἔχει αὐτή τήν διπλή στενοχώρια, ἀπ’ τή μιά στενοχώρησε τούς δικούς του καί ἀπό τήν ἄλλη στενοχώρησε τόν Θεό. Γι’ αὐτό λέει ἐδῶ ὁ Εὐεργετινός, ἄς προσέξουμε καί νά ἀγωνισθοῦμε νά ζήσουμε σύμφωνα μέ τίς ὑποσχέσεις πού δώσαμε στόν Θεό, ἀλλά καί νά ἀνταποκριθοῦμε στίς προσδοκίες τῶν ἀνθρώπων πού μᾶς ἐκτιμοῦν βλέποντάς μας νά θέλουμε νά ζήσουμε κατά Θεόν καί ἔτσι νά εὐαρεστήσουμε στόν Θεό.
«Ἐάν δέ ζήσουμε, κατ’ ἄλλον τρόπο, μέ ἀμέλεια καί ραθυμία (πράγμα πού εὔχομαι νά μή μᾶς συμβεῖ), πῶς τότε θά ὑποφέρουμε, ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ Κριτηρίου, τήν ντροπή, ὄχι μόνο ἐνώπιον τῆς ἄνω καί κάτω Κτίσεως, ἀλλά καί ἐνώπιον ἐκείνων, πού εἴχαμε συγγενεῖς ἐπάνω στή γῆ καί τῶν ἄλλων γνωστῶν, ἀπό τούς ὁποίους φύγαμε, γιά νά πλησιάσουμε τόν Θεό;
Τότε ἀλλοίμονο σέ μᾶς! Ἄν δέ καί μέ αὐτούς μαζί κολασθοῦμε, μαζί μέ ὅλες τίς ἄλλες συμφορές καί τιμωρίες τῆς Κολάσεως θά ἔχουμε καί αὐτούς κατηγόρους, θά μᾶς εἰρωνεύονται καί αὐτοί, γιατί, ὅπως εἶπε καί ἕνας Ἅγιος, ἄν καί χάσαμε τίς ἀπολαύσεις τῆς κοσμικῆς ζωῆς, ἐντούτοις οὔτε καί Μοναχοί κατορθώσαμε νά γίνουμε, γιά τό ὁποῖο φύγαμε ἀπό τόν κόσμο»38.
Εἶναι γνωστή ἡ ρύση τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ὅταν συνάντησε κάποιον Συγκλητικό ὁ ὁποῖος εἶχε γίνει Μοναχός, ὁ ὁποῖος ὅμως δέν εἶχε κάνει πλήρη ἀποταγή, εἶχε κρατήσει κάποια χρήματα, κρυφά, γιά τά γεράματά του.. εἶχε κάποιους λογισμούς… Δέν τά παρέδωσε ὅλα, ὅπως πρέπει σ’ ἕναν ὑποψήφιο Μοναχό, νά παραδώσει ὅλη του τήν περιουσία στό Μοναστήρι, στόν ἡγούμενο. Ὁπότε τοῦ εἶπε τό ἑξῆς περίφημο: «Καί τόν Συγκλητικόν ἀπώλεσας καί Μοναχός δέν ἔγινες». Ἔχασες καί τό ἀξίωμα τοῦ Συγκλητικοῦ καί τίς ἀπολαβές πού ἔχει αὐτό τό ἀξίωμα καί Μοναχός δέν ἀξιώθηκες νά γίνεις. Ἀλλίμονο, κι ἐμεῖς νά μήν ἀκούσουμε ποτέ ὅτι χάσαμε καί τήν κοσμική ζωή καί δέν μπορέσαμε νά σωθοῦμε, ὄντες χριστιανοί κατ’ ὄνομα καί ὄχι πραγματικά.
Δυστυχῶς καί σήμερα ἔχει ἐπικρατήσει σέ πολλούς ἡ εὐσεβοφάνεια. Φαίνονται εὐσεβεῖς, ἐνῶ δέν εἶναι εὐσεβεῖς καί ὑπάρχει αὐτή ἡ διπλή ζωή, ἡ ὑποκριτική ζωή. Εἶναι οἱ χριστιανοί τῆς Κυριακῆς… μπορεῖ νά πηγαίνουν στήν ἐκκλησία ἀλλά πέραν τούτου οὐδέν… ἤ καί κάτι ἀκόμα, μπορεῖ καμιά φορά νά ἐξομολογοῦνται ἤ καί νά κοινωνοῦν, ἀλλά ἡ ζωή τους δέν εἶναι χριστιανική ζωή. Εἶναι ζωή κοσμική. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι βεβαίως δέν θά ἀπολαύσουν τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν μετανοήσουν. Καί κάποιες «χαρές» τῆς κοσμικῆς ζωῆς δέν ἀπολαμβάνουν καί τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν θά ἀπολαύσουν. Ὁ Χριστός μᾶς θέλει 100% δικούς Του, μᾶς θέλει θερμούς καί ὄχι χλιαρούς.
Αὐτά ἤθελα νά πῶ σήμερα στήν ἀγάπη σας. Νά εὐχαριστήσουμε τούς Ἁγίους πού μᾶς ἀποκαλύπτουν ὅλα αὐτά πρός διδασκαλία. Ὄντως ὑπάρχει ὁ παράδεισος, ὑπάρχει ἡ κόλαση, ὑπάρχουν οἱ δαίμονες, ὑπάρχει ἡ ἀνταπόδοση, ὑπάρχει ἡ κρίση, ὑπάρχει τό κριτήριο τῶν ἔργων, μέ βάση τά ὁποῖα θά κριθοῦμε, θά ἀπολαύσουμε ἤ δέν θά ἀπολαύσουμε τή γλυκύτατη θέα τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ ὡς γλυκύτατο φῶς ἤ θά τήν αἰσθανθοῦμε ὡς καυστική φωτιά, ὅ μή γένοιτο!
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : ……………………..
Ἀπ. : Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι αὐτό πού τελικά μᾶς σώζει. Ἀλλά σώζει αὐτούς, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά σωθοῦν καί τό ἐπιβεβαιώνουν μέ τά ἔργα τους. Νά τί χρειάζονται τά ἔργα! Δέν εἶναι ἀνταλλαγή. Ἔκανα πολλά ἔργα, περνάω στόν παράδεισο… ἔκανα λιγότερα, κόβομαι.. ὅπως λένε οἱ αἱρετικοί οἱ παπικοί – οἱ καθολικοί. Κι ἄν δέν σοῦ φτάνουν, νά ἀγοράσεις μερικά ἀπό τούς ἁγίους, γιατί αὐτοί ἔχουν περίσσεια καλῶν ἔργων… βάλε καί μερικά χρήματα στόν Πάπα… Ἔτσι χτίστηκε ὁ Ἅγιος Πέτρος τῆς Ρώμης καί ἔγιναν πάμπλουτοι οἱ Πάπες καί τό Βατικανό ἔγινε κράτος κοσμικό, γεμάτο χλιδή. Δέν ἰσχύουν αὐτά τά πράγματα. Δέν εἶναι ἀνταλλαγή: κάνω καλά ἔργα – παίρνω τόν παράδεισο, δέν κάνω – δέν τόν παίρνω. Χρειάζονται τά καλά ἔργα, γιά νά ἐπιβεβαιώνουν στήν πράξη τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου νά σωθεῖ. «Ἐάν μέ ἀγαπᾶτε», λέει ὁ Κύριος «τηρῆστε τίς ἐντολές»39. Δέν λέει, ἁπλῶς νά Μοῦ τό λέτε, Σέ ἀγαπάω Κύριε… Αὐτό εὔκολο εἶναι. Τό λές μέ τά ἔργα σου; Δηλαδή τηρεῖς τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες ἀντιστρατεύονται στό κοσμικό φρόνημα καί πνεῦμα;
Δυστυχῶς, σήμερα πάρα πολλοί χριστιανοί λένε ὅτι ἀγαποῦν, ἀλλά στήν πράξη δέν ἀγαποῦν, γιατί δέν τηροῦν τίς ἐντολές. Καί πόσες φορές ἔχουμε κι ἐμεῖς οἱ πνευματικοί δυσκολία, στενοχώρια, διότι βλέπουμε αὐτή τήν διπλή ζωή. Ἀγκομαχώντας προσπαθοῦνε… ἤ μᾶλλον δέν προσπαθοῦνε… κάνουν κάποια πράγματα ἴσα-ἴσα γιά νά μήν κολαστοῦν. Ἀλλά δέν θέλει αὐτό τό πράγμα ὀ Θεός. Μία κατάσταση σάν τό ἀσανσέρ, μία πάνω, μία κάτω.
Πόσες φορές, ἄς ποῦμε, ὁ πνευματικός ἀναγκάζεται νά στερήσει ἀπό λεγόμενους χριστιανούς τήν Θεία Κοινωνία, διότι, λ.χ. αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀπολυτοποιήσει τόν γάμο. Καί σοῦ λένε, τί νά κάνουμε, τό παιδί μου πρέπει νά παντρευτεῖ… καί φέρνουν τή φιλενάδα ἤ τόν φίλο τους καί τά κοιμίζουν στό σπίτι τους. Γίνονται οἱ γονεῖς συνεργοί στήν πορνεία τῶν παιδιῶν, τό ὁποῖο εἶναι μέγιστο ἁμάρτημα. Καί συμμετέχουν οἱ γονεῖς, γιατί ἔχουν ἀπολυτοποιήσει τόν γάμο, καί σοῦ λένε, πῶς ἀλλιῶς θά παντρευτεῖ τό παιδί; Ἐνῶ ὁ Χριστός δέν εἶπε ὅτι σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι νά παντρευτοῦμε ἤ νά κάνουμε γάμο στά παιδιά μας. Σκοπός τῆς ζωῆς μας εἶναι ἡ θέωση. Ἀλλά, ἐπειδή ζοῦνε μέ τό κοσμικό φρόνημα αὐτοί οἱ ἄνθρωποι δέν τηροῦν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Κατά τά ἄλλα ὅμως μπορεῖ νά φαίνονται εὐσεβεῖς καί νά ἐξομολογοῦνται. Ἀλλά αὐτή δέν εἶναι ζωή κατά Θεόν.
Εἶπα ἕνα παράδειγμα τώρα, γιά νά καταλάβετε τί σημαίνει νά κάνουμε τά σωστά ἔργα. Ἕνας ἄνθρωπος πού θέλει νά σωθεῖ, θά τηρήσει τίς ἐντολές. Αὐτό θά ἔχει κόστος βέβαια. Θά τοῦ ποῦνε ὄτι εἶσαι καθυστερημένος, ὅτι δέν εἶσαι «in», ὅπως λένε σήμερα τά παιδιά, ὅτι δέν εἶσαι ἄνθρωπος ὅπως ὅλοι. Εἶσαι φανατικός, εἶσαι ἀκραῖος, εἶσαι αὐστηρός… Ἄς τό ποῦνε… δέν μᾶς νοιάζει! Ἐμᾶς μᾶς νοιάζει ὁ Χριστός. Ἄν μᾶς νοιάζουν αὐτά, τότε δέν εἴμαστε τοῦ Χριστοῦ καί μᾶς νοιάζει ὁ κόσμος. Καταλάβατε; Ἑπομένως, νά ποῦ χρειάζονται τά ἔργα. Τά ἔργα βεβαιώνουν-ἐπιβεβαιώνουν ὅτι ἀγαπᾶμε τόν Χριστό ἤ ἀναιροῦν αὐτό πού λέμε στά λόγια ὅτι ἀγαπᾶμε τόν Χριστό. Γι’ αὐτό λέει ὁ Χριστός μας ὅτι θά κριθοῦμε μέ τά ἔργα μας. Τά ἔργα δηλαδή θά ἀποδείξουν, ἄν θέλουμε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἤ ὄχι.
Ἐρ. : ……………………..
Ἀπ. : Πρίν 40 χρόνια οἱ γυναῖκες πού βάφανε τά μαλλιά τους ξέρετε πῶς χαρακτηρίζονταν; Πῶς; Πέστε μου! Πόρνες… ἦταν οἱ κοινές γυναῖκες. Γιατί…;
Ἐρ. : Εἶναι διαφορετική ἡ μόδα…
Ἀπ. : Ναί… ἄρα δέν εἴμαστε μέ τόν Χριστό, εἴμαστε μέ τή μόδα. Καταλάβατε; Ἄν αὔριο αὐτοκτονοῦν οἱ ἄνθρωποι, θά λέει τό παιδί στή μαμά, πήγαινε ν΄ αὐτοκτονήσεις μαμά, γιά νά εἴμαστε στή μόδα. Θά πάει;… Ἅμα εἶναι χαζή, θά πάει. Δυστυχῶς, βλέπετε; Ποιόν ἔχουμε ἀφεντικό; Τό ἀφεντικό εἶναι ὁ Χριστός ἤ ἡ μόδα; Καί μόδα ξέρετε τί θά πεῖ; Εἶναι ἀπό τό “mode”, τρόπος ζωῆς. Ὁ τρόπος ζωῆς μας εἶναι αὐτό πού λέει ὁ Χριστός ἤ αὐτό πού λέει ὁ κόσμος; Ἅμα ἀκολουθοῦμε αὐτό πού λέει ἡ μόδα, εἶναι αὐτό πού λέει ὁ κόσμος. Ἄρα εἴμαστε φίλοι τοῦ Θεοῦ ἤ ἐχθροί; Εἴμαστε ἐχθροί. Γιατί λέει ὁ Χριστός, ὅποιος ἀγαπάει τόν κόσμο, δηλαδή τόν τρόπο ζωῆς τοῦ κόσμου, εἶναι ἐχθρός μου40. Εἶναι ἐχθρός τοῦ Θεοῦ αὐτόματα. Μπορεῖς μετά νά σωθεῖς; Δέν μπορεῖς, ὅταν συμπλέεις μέ τόν τρόπο ζωῆς τοῦ κόσμου, δηλαδή μέ τόν ἐχθρό τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖς νά εἶσαι μέ τόν ἐχθρό τοῦ Θεοῦ καί νά εἶσαι στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Πῶς θά εἶσαι;… Ἀφοῦ μισεῖς τόν Θεό. Στήν πράξη Τόν μισεῖς.
Ἐρ. : ……………………..
Ἀπ. : Ναί, αὐτή εἶναι καλή πρόκληση γιά μετάνοια. Μέ τήν ἴδια ἔννοια σᾶς λέω: τό κακό σήμερα ἔχει κυριαρχήσει. Ἕνας πού δέν κάνει τό κακό, προκαλεῖ, μέ τήν ἴδια ἔννοια… Ἄρα ὅλοι πρέπει νά γίνουμε κακοί! Γιά νά μήν ταράζεται ἡ κοινωνία… ἡ ὁποία εἶναι διεφθαρμένη. Ὄχι! Πρέπει νά ταραχτεῖ ἡ κοινωνία! Νά φύγουν οἱ λάσπες καί οἱ βρωμιές πού ὑπάρχουνε. Νά πάψει νά εἶναι λίμνη. Ὅταν ταραχτοῦν τά νερά, τότε βγαίνουν οἱ βρωμιές. Ὅταν ἡ θάλασσα δέν ἔχει κύματα, βρωμίζει. Στό τέλος θά βρωμίσει τό νερό, ἄν δέν ὑπάρχουν κύματα, ἄν δέν ταραχτεῖ. Γι’ αὐτό οἰκονόμησε ὁ Θεός νά ταράζονται τά νερά, νά ἀνανεώνονται, νά ὀξυγονώνονται κ.λ.π.
Λοιπόν, αὐτή εἶναι ἡ καλή πρόκληση. Ἡ κακή πρόκληση εἶναι αὐτό πού κάνουν οἱ πολλοί. Δηλαδή τί κάνουν; Προκαλοῦν στήν ἁμαρτία μέ τό νά συμπλέουν μέ τό mode, μέ τόν τρόπο ζωῆς, μέ τή μόδα. Τί κάνουν; Παρακινοῦν καί τούς ἄλλους νά ἁμαρτήσουν. Αὐτό πρέπει νά σταματήσει. Ἐσύ προκαλεῖς παιδί μου(!), πού λές στή μητέρα νά βάφει τά μαλλιά της, νά κάνει δηλαδή κάτι ἀντίθετο μ’ αὐτό πού λέει ὁ Χριστός. Ἔβαφε ἡ Παναγία τά μαλλιά της; Ἤ ἔβαφε καμιά ἁγία τά μαλλιά της; Ὁ τρόπος ζωῆς τῶν ἁγίων εἶναι ὁ τρόπος πού πρέπει νά ἐπιλέξουμε.
Καί ἕνας πού νηστεύει, προκαλεῖ σήμερα. Ὁπότε πρέπει νά ποῦμε δέν πρέπει νά νηστεύουμε γιά νά μήν προκαλέσουμε, ἔτσι δέν εἶναι; Μέ τήν ἴδια λογική… ἐγώ θά σᾶς πῶ κι ἕνας πού πάει στήν ἐκκλησία προκαλεῖ. Γιατί σήμερα πόσοι ἐκκλησιάζονται; Τό 3% τῶν Ἑλλήνων καί ἄν… Ἄρα τί πρέπει νά κάνουμε; Νά μήν πηγαίνουμε καί ἐκκλησία. Θά τά κόψουμε ὅλα στό τέλος, γιά νά μήν προκαλοῦμε(!) τούς καημένους τούς κοσμικούς… νά μήν τούς ταράζουμε τή συνείδηση καί τούς βάζουμε ἐνοχές ὅτι δέν εἶναι καλοί.. Κι αὐτοί χριστιανοί εἶναι! Ἐσύ πού πᾶς στήν ἐκκλησία τί θέλεις νά μᾶς παραστήσεις;… Μήν πηγαίνεις κι ἐσύ!
Βλέπετε ποῦ πάει τό πράγμα; Νά τά διαλύσουμε ὅλα δηλαδή, γιά νά κοιμοῦνται κι αὐτοί μέ ἥσυχη τή συνείδησή τους. Ὄχι! Ὀφείλουμε νά ζοῦμε κατά Θεόν. Αὐτοί πού μᾶς βλέπουν ἐλέγχονται, γι’ αὐτό τό λένε αὐτό «μήν προκαλεῖς». Γιατί τούς νοιάζει ὁ ἕνας;
Βλέπετε, τώρα στή Σύνοδο τῆς Κρήτης ἕνας δέν ὑπέγραψε καί πέσανε ὅλοι νά τόν φᾶνε! Ἀπό τούς 24 ἐπισκόπους πού πήγανε, οἱ 23 ὑπογράψανε τήν αἵρεση. Ἕνας δέν ὑπέγραψε καί ὅλοι τοῦ λέγανε γιατί δέν ὑπογράφεις καί οἱ ἄλλοι ἀπό τίς γύρω τοπικές Ἐκκλησίες. Γιατί τούς ἔνοιαζε ὁ ἕνας, ἀφοῦ ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶχαν ὑπογράψει; Γιατί, ἀκριβῶς, εἶναι ἔλεγχος.
Αὐτός πού εἶναι μέ τήν ἀλήθεια εἶναι ἔλεγχος γιά τούς ἀσεβεῖς. «Βαρύς ἐστιν καί βλεπόμενος»41… Μιά γυναίκα πού δέν βάφει τά μαλλιά της, εἶναι ἔλεγχος γιά ὅλες τίς ἄλλες πού τά βάφουνε Γιατί ἀλλοιώνεις τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὅλο τό σῶμα μας εἶναι εἰκόνα, εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Καί τό πρόσωπο καί ὅλο τό σῶμα.
Γιατί ἀπαγορεύει ὁ Θεός τίς ἐντομίδες; Ξέρετε τί εἶναι οἱ ἐντομίδες; Εἶναι αὐτά τά τατουάζ πού βάζουνε σήμερα κατά κόρον. Ἀπαγορεύονται τά τατουάζ. Γιατί ἀπαγορεύονται; Γιατί ἀλλοιώνεις τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τό σῶμα σου. Τό σῶμα εἶναι εἰκόνα Θεοῦ, ὅπως καί ἡ ψυχή, ὁ ὅλος ἄνθρωπος εἶναι κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Εἶναι ναός. Δέν μπορεῖς νά κάνεις τίποτα σ’ ἕναν ναό, νά βάλεις κι ἐσύ τά δικά σου σχέδια καί χρώματα, ἤ σέ μιά εἰκόνα, μιά ἁγιογραφία.
Ἐρ. : …….. ἀφοῦ δέν ἔχω καταφέρει νά κόψω τά πάθη μου, δέν εἶναι ὑποκρισία νά μή βάφω τά μαλλιά μου;….
Ἀπ. : Ἔ, τί νά σᾶς πῶ… Εἶναι σάν νά λέει ὁ ἄρρωστος, θά συνεχίσω νά εἶμαι ἄρρωστος. Εἶναι μιά σχιζοφρένεια αὐτό τό πράγμα. Μά ἐπειδή ἀκριβῶς εἶσαι ἄρρωστος, φρόντισε νά γίνεις καλά! Εἶναι τόσο δύσκολο δηλαδή νά μή βάφεις τά μαλλιά σου; Ἐγω νομίζω εἶναι νά τά βάφεις, ὄχι νά μήν τά βάφεις.
Ἐρ. : Εἶναι ὑποκρισία νά μήν τά βάφω ἐνῶ ἔχω ἄλλα πάθη…
Ἀπ. : Γιατί αὐτό δέν εἶναι πάθος; Ὑπάρχει τό πάθος τῆς χρωματοπροσωπείας. Τό πάθος αὐτό λέγεται κενοδοξία. Τά πάθη μας πῶς τά πολεμᾶμε; Τά πάθη μας τά πολεμᾶμε μέ τό νά ἀποφεύγουμε καθετί πού ὁδηγεῖ στό πάθος. Ἄν θέλεις νά κόψεις τά πάθη σου πραγματικά, θά πρέπει νά πολεμήσεις ὅλους τούς παράγοντες πού σέ ὁδηγοῦν σ’ αὐτό τό πάθος. Τότε εἶσαι εἰλικρινής καί ἐπιβεβαιώνεις ὅτι θέλεις νά κόψεις τά πάθη σου.
Ἕνα κορυφαῖο πάθος στή γυναίκα -καί στόν ἄνδρα- εἶναι ἡ κενοδοξία. Τό μακιγιάζ, ὁ καλλωπισμός δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά μία ἱκανοποίηση τοῦ πάθους τῆς κενοδοξίας. Ἡ γυναίκα πού τά φτιάχνει αὐτά, τά φτιάχνουν καί ἄνδρες σήμερα, καί ἱερεῖς τά φτιάχνουν δυστυχῶς, γιά νά ποῦμε καί τά δικά μας, τί ἀποδεικνύουν; Ὅτι δέν θέλουν νά ἀποδεσμευτοῦν ἀπό τό πάθος τῆς κενοδοξίας, γιατί δέν πολεμοῦν τούς παράγοντες πού ὁδηγοῦν σ’ αὐτό τό πάθος. Ἄρα εἶσαι ἀνειλικρινής, ὅταν λές εἶμαι χριστιανός καί τί νά κάνω;.. ἔχω τά πάθη μου.. Νά τά κοπάσεις τά πάθη σου, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί μέ τή δική σου προσπάθεια.
Τά πάθη πῶς κόβονται; Τελικά τά πάθη κόβονται μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά σέ ποιούς δίνει ὁ Θεός τή Χάρη; Σ’ αὐτούς πού κάνουν ὅλα τά πρίν. Δηλαδή ὅ,τι χρειάζεται ἀνθρωπίνως πρέπει νά τό κάνεις, γιά να ’ρθεῖ μετά καί ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ νά συμπληρώσει τήν δική σου προσπάθεια καί νά σοῦ πάρει τελείως τό πάθος. Ἕνας πού θέλει νά κόψει ἄς ποῦμε τό πάθος τῆς ὑπερηφάνειας, πῶς θά τό κόψει; Θά λέει, Θεέ μου, κάνε με ταπεινό; Καί αὐτό θά τό πεῖ, ἀλλά προπάντων θά κάνει καθετί πού βοηθάει στήν ταπείνωση. Δηλαδή, ν’ ἀγαπήσει τή φτώχεια. Ἡ φτώχεια φέρνει ταπείνωση. Ὁ Κύριος εἶπε «μακάριοι οἱ πτωχοί»42. Ὄχι τῷ πνεύματι. Σκέτο μακάριοι οἱ πτωχοί. Νά γίνεις ἑκούσια πτωχός. Ξέρετε πόσο βοηθάει αὐτό στήν ταπείνωση; Μετά λέει, νά φορᾶς ταπεινά ἐνδύματα, νά μιλᾶς ταπεινά, νά φέρεσαι ταπεινά. Ὅλα αὐτά δέν εἶναι ταπείνωση, ἀλλά εἶναι τό ἀνθρώπινο πού κάνουμε γιά νά δείξουμε στόν Θεό ὅτι θέλουμε ταπείνωση.
Θέλεις νά ἀπαλλαγεῖς ἀπό τήν κενοδοξία κ. τάδε; Θά πρέπει νά ἀπαλλαγεῖς ἀπό αὐτά τά ἐξωτερικά. Δέν μπορεῖς νά στολίζεσαι σάν λατέρνα καί νά λές μετά, ξέρεις, ἔχω τά πάθη μου! Ἔ, βέβαια τά ἔχεις… Ἀφοῦ τά τρέφεις… καί μιά ζωή θά τά ἔχεις. Δέν θέλεις νά τά ἀποβάλλεις. Ἄν θέλεις νά τά ἀποβάλλεις, θά ξεκινήσεις ἀπό τά ἐξωτερικά καί σιγά-σιγά θά ἔρθει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καί θά σοῦ πάρει καί ἀπό μέσα σου τήν ἐπιθυμία πού ἔχεις νά φαίνεσαι ὡραία, νά σοῦ λένε οἱ ἄλλοι τά κοπλιμέντα κ.λ.π. Καταλάβατε; Ὅλο δηλαδή αὐτό τό σκεπτικό εἶναι μιά μεγάλη ὑποκρισία. Δέν θέλουν νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά πάθη τους καί γι’ αὐτό δέν κάνουν καί τόν ἀνάλογο ἀγῶνα. Ἕνας, ξαναλέω, πού θέλει νά κόψει τά πάθη, κόβει κατ’ ἀρχάς τούς παράγοντες πού ὁδηγοῦν στό πάθος. Ἔτσι κάνει ἕνας σωστός στρατηγός. Θέλει νά καταλάβει μία πόλη; Θά πρέπει νά κόψει τήν τροφοδοσία, τό νερό καί τό φαγητό. Ὁπότε, εὔκολα θά πέσει ἡ πόλη. Ἄν λοιπόν θέλεις νά κόψεις ἕνα πάθος, πρέπει νά κόψεις καθετί πού τρέφει τό πάθος.
Ἐρ. : Σχετικά μέ τίς ἐμπειρίες πού εἴπατε. Ὅταν γίνεται κάποια χειρουργική ἐπέμβαση ὁ ἄνθρωπος βλέπει ἕνα φῶς, σ’ ἕνα τούνελ καί δέν θέλει νά φύγει ἀπό ἐκεῖ καί συνήθως βλέπει κάποια πρόσωπα δικά του πού τοῦ λένε, δέν ἦρθε ἀκόμα ἡ ὥρα σου, πρέπει νά ἐπιστρέψεις πάλι πίσω. Αὐτά τί εἶναι;
Ἀπ. : Γι’ αὐτά τά πράγματα ἔχει ἀσχοληθεῖ πολύ ὁ π. Σεραφείμ Ρόουζ. Ἔχει ἕνα ὁλόκληρο βιβλίο γιά τήν ζωή μετά τόν θάνατο. Διαβάστε το καί θά δεῖτε. Μπορεῖ νά εἶναι καί δαιμονικές ἀπάτες. Γιατί; Γιατί ὁ διάβολος ξεγελάει τόν ἄνθρωπο. Αὐτά πού ἐμεῖς παραδεχόμαστε εἶναι αὐτά πού ἔχουμε στά βιβλία μας τά ὀρθόδοξα, τά ὁποῖα -προσέξτε- ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στή μετάνοια. Μπορεῖ νά εἶναι δαιμονικές φαντασίες αὐτά πού λέτε, τά φῶτα, τά τούνελ, οἱ ὡραῖοι κῆποι κ.λ.π. Μπορεῖ νά εἶναι καί ἀπό τόν Θεό, ἀλλά θέλει προσοχή. Ἕνας ἄνθρωπος πού ζεῖ ὀρθόδοξα καί ἔχει πνευματικό ὁδηγό, θά βρεῖ τήν ἄκρη.
Γιατί ὁ διάβολος πουλάει τό παραμύθι μέσα ἀπ’ αὐτά, ξέρετε, ὅτι ὅλοι θά σωθοῦνε καί ὅλοι θά πᾶνε στόν παράδεισο. Κυκλοφοροῦν διάφορες τέτοιες ἱστορίες καί ὅλοι βλέπουνε ὡραῖα πράγματα. Δέν εἶναι ἔτσι. Ὀρίστε ἐδῶ… τί λένε καί τί κάνουνε οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, οἱ ὁποῖοι δέν ζοῦνε κατά Θεόν.
Ἐρ. : ……………………..
Ἀπ. : Τί λέει στήν Ἀποκάλυψη; «Ἕστηκα ἐπί τήν θύραν καί κρούω»43. Ποιός κρούει; Ὁ Χριστός. Στέκομαι λέει στήν πόρτα καθενός, στήν πόρτα τῆς καρδιᾶς του καί χτυπάω νά Μοῦ ἀνοίξει. Ὁ Χριστός μας μᾶς καλεῖ ὅλους σέ μετάνοια. Καί βλέπετε καί στή γῆ ἦρθε ὁ Χριστός καί τό κήρυγμά Του αὐτό ἦταν, μετανοεῖτε. Μετανοεεῖτε, μετανοεῖτε… Ἔστειλε τόν Πρόδρομό Του τό κήρυγμά του αὐτό ἦταν: μετανοεῖτε. Οἱ Ἅγιοί μας τό ἴδιο: μετανοεῖτε. Ἡ ὀρθόδοξη ζωή εἶναι ἡ μετάνοια. Σ’ αὐτή μᾶς καλεῖ ὁ Θεός καί περιμένει τόν ἄνθρωπο νά ἀνταποκριθεῖ. Ἀπό τή στιγμή πού θά ἀνταποκριθεῖ ὁ ἄνθρωπος θά ἀρχίσει νά φοβᾶται τόν Θεό, νά φοβᾶται τήν κόλαση, ἀφοῦ φυσικά ἔχει πιστέψει ὅτι ὑπάρχει ἡ κόλαση καί ὑπάρχει καί ὁ παράδεισος καί θά ἀρχίσει ὁ ἄνθρωπος μετά νά τηρεῖ τίς ἐντολές, νά μάθει κατ’ ἀρχάς τίς ἐντολές. Σήμερα, δυστυχῶς, οἱ χριστιανοί δέν γνωρίζουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Οἱ πλεῖστοι χριστιανοί -πηγαίνετε μέσα στήν ἐκκλησία νά ρωτήσετε- θά σᾶς ποῦνε μερικές ἐντολές… Ἀλλά πάρα πολλές δέν τίς γνωρίζουν καί μπορεῖ νά τίς θεωροῦν καί ἀρετές, ἐνῶ εἶναι ἁμαρτίες πολλά πράγματα.
Νά σᾶς πῶ μιά ἐντολή πού δέν τήν ξέρουν συνήθως οἱ ἄνθρωποι; Λέει ὁ Κύριος -μή σᾶς σκανδαλίσει ἡ γλώσσα- «ὁ ἀπολελυμένην γαμήσας μοιχᾶται»44. Αὐτός δηλαδή πού παντρεύεται μία ἀπολελυμένη, μία χωρισμένη, κάνει μοιχεία. Τήν γνωρίζετε αὐτή τήν ἐντολή; Πού σημαίνει τί; Δέν ἐπιτρέπεται νά κάνεις δεύτερο γάμο. Σήμερα πολλοί τό θεωροῦν καλό πράγμα τόν δεύτερο γάμο, σοῦ λέει, τό ἐπιτρέπει ἡ Ἐκκλησία. Τό ἐπιτρέπει κατά ἄκρα ἀνοχή. Ἕνας πού κάνει δεύτερο γάμο, οὐσιαστικά κάνει διαρκή μοιχεία. Τό εἶπε ὁ Κύριος, ἔτσι; Αὐτός πού θά παντρευτεῖ μία ἀπολελυμένη, μία χωρισμένη, κάνει μοιχεία.
Βλέπετε πόσα πράγματα ἀγνοοῦμε;
Ἐρ. : Ἰσχύει καί γιά τόν ἄνδρα αὐτό;
Ἀπ. : Φυσικά! Καί τό ἀντίθετο. Καί γιά τόν ἄνδρα ἰσχύει καί γιά τή γυναίκα ἰσχύει νά πάρει ἕναν χωρισμένο.
Ἐρ. : Ἄρα δέν θά σωθεῖ;
Ἀπ. : Σᾶς λέω τί λέει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ. Ἀπό ἐκεῖ καί μετά δέν θά ποῦμε ποιός θά σωθεῖ καί ποιός δέν θά σωθεῖ. Θά ἀποφασίσει ὁ Χριστός. Ἄν ὑπάρχει μετάνοια, ἄν ὑπάρχουν δάκρυα, στεναγμός κ.λ.π. σώζονται. Ἀλλά γιατί νά μπεῖς σ’ αὐτή τήν ταλαιπωρία; Νά κάνεις παράβαση τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ;
Ἐρ. : Κάποιος πού βρίσκεται ἐν χηρεία;
Ἀπ. : Ἐκεῖ διαφέρει τό πράγμα. Ὅταν εἶναι χηρεία, ὅταν ἔχει πεθάνει, εἶναι διαφορετικά. Δέν εἶναι χωρισμένος αὐτός. Ἐκεῖ ἐπιτρέπεται. Ἀλλά καί ἐκεῖ πάλι, εἶναι καλύτερο, λέει ὁ Ἀπόστολος, νά μήν ξαναπαντρευτεῖ, ὁ χῆρος ἤ ἡ χήρα. Προκειμένου βέβαια νά ζεῖ ἄσωτα καί ἀπρόσεκτα, καλύτερα νά παντρευτεῖ, ἄν δέν ἀντέχει δηλαδή τόν σαρκικό πόλεμο.
Ἐρ. : ……………………..
Ἀπ. : Αὐτά μέ τόν πνευματικό τά τακτοποιοῦμε.
Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης
1 Εὐεργετινός, ἐκδ. Συναξαριστής, 2001 (στό ἑξῆς: Εὐεργετινός).
2 Ὅ.π.
3 Ὅ.π.
4 Ὅ.π.
5 Ὅ.π.
6 Ὅ.π.
7 Λουκ. 23,43.
8 Εὐεργετινός.
9 Ὅ.π.
10 Ἑβρ. 12,29.
11 Εὐεργετινός.
12 Ὅ.π.
13 Ὅ.π.
14 Ὅ.π.
15 Ὅ.π.
16 Ὅ.π.
17 Ὅ.π.
18 Ὅ.π.
19 Ἑβρ. 12, 6.
20 Εὐεργετινός.
21 Ὅ.π.
22 Ὅ.π.
23 Ὅ.π.
24 Ὅ.π.
25 Ἰωάν. 14, 2.
26 Εὐεργετινός.
27 Ὅ.π.
28 Ὅ.π.
29 Ὅ.π.
30 Ὅ.π.
31 Ὅ.π.
32 Ὅ.π.
33 Ὅ.π.
34 Ὅ.π.
35 Ὅ.π.
36 Ὅ.π.
37 Ὅ.π.
38 Ὅ.π.
39 Πρβλ. Ἰωάν. 14, 21.
40 Πρβλ. Ἰακ. 4, 4.
41 Σοφ.Σολ. 2, 14.
42 Λουκ. 6, 20.
43 Ἀποκ. 3, 20.
44 Ματθ. 19, 9.