Θα συμβιβάζονταν με τα παρόντα χωρίς να δυσθυμούν,
Περί ευθυμίας
παρά ταύτα πολλοί φρικιούν ακόμα και με τους στίχους του Μενάνδρου
“Αυτό εγώ δεν θα το πάθω”»,
επειδή δεν ξέρουν πόσο πολύ βοηθάει στην αποφυγή της λύπης το να μπορούμε με μελέτη και άσκηση να κοιτάμε την τύχη κατά πρόσωπο με ορθάνοιχτα μάτια και να μην κατασκευάζουμε μέσα μας λεπτεπίλεπτες και απαλές φαντασιώσεις, σαν κάποιον που μεγάλωσε στη σκιά πολλών ελπίδων οι οποίες συνεχώς υποχωρούν και ορθώνονται απέναντι στο τίποτα.
Μπορούμε, όμως, ν’ απαντήσουμε στον Μένανδρο τούτο: “Κανένας ζωντανός δεν γίνεται να πει “Αυτό εγώ δεν θα το πάθω”, αλλά, ενόσω είναι ακόμα ζωντανός, μπορεί να πει:
Αυτό εγώ δεν θα το κάνω· δεν θα πω ψέματα, δεν θα ραδιουργήσω, δεν θα κλέψω, δεν θα σκεφτώ επίβουλα”.
Τούτο είναι πραγματικά στο χέρι μας και δεν είναι μικρή αλλά μεγάλη συμβολή για την ψυχική γαλήνη.
Όπως αντιθέτως,
η συνείδησή μου, γιατί ξέρω πως έκανα έργα φοβερά, (ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ),
σαν πληγή στη σάρκα, έτσι αφήνει πίσω της και στην ψυχή τη μεταμέλεια που διαρκώς τη ματώνει και την κεντρίζει.
Τις άλλες λύπες, βέβαια, αναιρεί η λογική, αλλά η μεταμέλεια προκαλείται από την ίδια τη λογική αφού η ψυχή, μαζί με το συναίσθημα της ντροπής, τύπτεται και τιμωρείται από μόνη της.
Όπως εκείνοι που ριγούν από κρυάδες ή καίγονται από πυρετό ενοχλούνται και υποφέρουν περισσότερο από εκείνους που νιώθουν τα ίδια από εξωτερική ζέστη ή κρύο, έτσι και οι λύπες οι προερχόμενες από τυχαία γεγονότα, που είναι σαν να έρχονται απ’ έξω, είναι ελαφρότερες· όμως εκείνος ο θρήνος,
κανείς άλλος δεν φταίει για τούτα – μόνο εγώ (ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ),
που λέγεται μετά από κάθε σφάλμα μας και που προέρχεται από μέσα μας, κάνει τον πόνο ακόμα πιο βαρύ εξαιτίας της ντροπής που νιώθουμε.
Συνεπώς, ούτε το πολυτελές σπίτι ούτε η αφθονία χρυσαφιού ούτε η περηφάνια για την καταγωγή ούτε η λαμπρότητα του αξιώματος ούτε η χάρη του λόγου και η ευφράδεια παρέχουν τόση ηρεμία και γαλήνη στη ζωή όσο η καθαρή από κακές πράξεις και προθέσεις ψυχή, αυτή που έχει πηγή ζωής της το ατάραχο και αμίαντο ήθος·
από την πηγή αυτή ρέουν οι καλές πράξεις που έχουν ενέργεια εμπνευσμένη και χαρούμενη, την οποία ακολουθεί μεγαλοφροσύνη, και (που έχουν) μνήμη γλυκύτερη και ασφαλέστερη από τη “γηροτρόφο” ελπίδα του Πινδάρου.
Μήπως “και τα θυμιατήρια”, όπως είπε ο Καρνεάδης, “ακόμα κι όταν έχουν αδειάσει, δεν κρατούν το άρωμά τους για πολύ καιρό”, και οι καλές πράξεις δεν αφήνουν στην ψυχή του σοφού πάντα χαριτωμένη και φρέσκια την ανάμνησή τους, με την οποία ποτίζεται η χαρά και θάλλει, και περιφρονεί όσους κλαίγονται και κατηγορούν τη ζωή πως είναι τόπος δεινών ή τόπος εξορίας που έχει οριστεί εδώ για τις ψυχές;
Ευχαριστιέμαι, επιπλέον, με τον Διογένη ο οποίος, όταν είδε τον οικοδεσπότη του στη Σπάρτη να προετοιμάζεται με υπερηφάνεια για κάποια γιορτή, είπε:
“Ο καλός άνθρωπος δεν θεωρεί την κάθε μέρα γιορτή;”
Και λαμπρότατη βέβαια, αν έχουμε σωφροσύνη.
Αφού η ζωή είναι η πιο τέλεια μύηση και τελετουργία στα παραπάνω, πρέπει να είναι γεμάτη ψυχική γαλήνη και χαρά και όχι, όπως συμβαίνει με τους πολλούς που περιμένουν τα Κρόνια, τα Διάσια, τα Παναθήναια και άλλες τέτοιες μέρες για να ευχαριστηθούν και ν’ αναζωογονηθούν, γελώντας το γέλιο που αγοράζουν πληρώνοντας το αντίτιμο στους μίμους και τους χορευτές.
Παρ’ ότι οι άνθρωποι χαίρονται με τα γλυκόλαλα όργανα και τα πουλιά που κελαηδούν, κι ευχαριστιούνται βλέποντας τα ζώα να παίζουν και να χοροπηδούν, ενώ, αντίθετα, δυσαρεστούνται, όταν αυτά ουρλιάζουν και βρυχώνται και δείχνουν αγριεμένα, ωστόσο, αν και βλέπουν πως η δική τους ζωή είναι αγέλαστη, κατηφής και πιεσμένη από οχληρά πάθη και προβλήματα και ατέλειωτες φροντίδες, δεν δέχονται να προσφέρουν στον εαυτό τους κάποια ανάσα και ξεκούραση από κάπου, αλλά, ακόμα κι όταν άλλοι τους παρακινούν, δεν δέχονται συμβουλή, που ακολουθώντας τη θα συμβιβάζονταν με τα παρόντα χωρίς να δυσθυμούν και θα θυμούνταν το παρελθόν με ευγνωμοσύνη, ενώ θ’ αντιμετώπιζαν και το μέλλον χωρίς φόβο και καχυποψία, με ευχάριστες και λαμπρές ελπίδες.
ΗΘΙΚΑ
ΤΟΜΟΣ 12
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ
ΕΚΔΟΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ