Όταν η Αντίκλεια μύρισε το αίμα και στάθηκε μπροστά στον μικρό λάκκο με τα πρόσφορα που έφτιαξε ο γιός της ο Οδυσσέας για να τραβήξει τους νεκρούς του κάτω κόσμου, στάθηκε δίβουλη αν έπρεπε να τον σκεπάσει με την τραγική Αλήθεια, ή να του δώσει κουράγιο να ζήσει κι άλλο, κερνώντας τον γνήσια, αδοκίμαστη Απάτη.
Κοίταξε με τρόπο την Περσεφόνη και εκείνη έκλεισε με κατανόηση τα μάτια της. Ας τον άφηναν να ζήσει!
Η Αλήθεια είναι τόσο αλλόκοτη και απρόβλεπτη, ώστε ο Άιδης αυτήν χρησιμοποιεί ως γιατρικό στους επισκέπτες του.
Μαθαίνοντας ο νεκρός την Αλήθεια, χάνει πάσαν ιδέα για τη Ζωή και δεν βρυκολακιάζει.
Ο νους του ατονεί, η ψυχή του ελευθερώνεται και αισθάνεται τα μέλη του που λυώνουν ως περιττά αποφόρια από τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να απαλλαγεί.
Αν η Αντίκλεια έλεγε στον γιο της την Αλήθεια, ο Οδυσσέας θα διέκοπτε την συμμετοχή του στον Νόστο και θα σιχαινόταν κάθε επιστροφή στην βουρκωμένη Γαία.
Ως χαρίεν παιδάκι θα έβγαζε βόλτες τον Κέρβερο και θα έκανε τον ταχυδρόμο του Πλούτωνα που έστελνε συχνά ραβασάκια πόθου στην Περσεφόνη, ώσπου να ατονήσουν τα μέλη του και να επιστρέψει στο μαύρο κοινοβούλιο με τις ψυχές.
Αλλά η Αντίκλεια είχε διαλέξει την Απάτη.
Ο Οδυσσέας δεν θα μάθαινε ποτέ την βρώμα που έζεχνε πάνω στο κορμί της ο βάναυσος Σίσυφος, που την κοιμήθηκε και της φύτεψε το σπέρμα του και την κουκούλωσαν με έναν γεροβασιλιά παθιασμένο με τη στάνη, τα γουρούνια και τα ζαρζαβατικά του, ονόματι Λαέρτη.
Και δεν θα αρνιόταν να εξηγήσει πως, μόνη και αβοήθητη στο ανάκτορο η Πηνελόπη, χωρίς προστάτες και με έναν γιο για τα πανηγύρια που σκεφτόταν μόνον τον γλυκό του μπαμπάκα, αρνιόταν να παντρευτεί επισήμως κάποιον από τους μνηστήρες, αλλά αφηνόταν στο χάδι, σε ποικίλες διεισδύσεις του πάθους τους μέσα στο σώμα της, να σέρνεται στα τέσσερα, να την κρατάνε τρεις και να την χαίρονται δύο, κι έπειτα ανάστροφα, και μετά να την τυλίγουν με το υφαντό που ύφαινε και να θέλει ο θάλαμος πλύσιμο και το ύφασμα στεγνοκαθαριστήριο κάθε βαρύ πρωινό.
Γι αυτό και η Αντίκλεια αφηγήθηκε στον Οδυσσέα αυτά που ποθούσε να ακούσει, ευχαριστώντας πάνω απ΄ όλα τον πλέκτη του Έπους, ονόματι Όμηρο, που ήταν μια από τις αγαπημένες μεταμορφώσεις του Τειρεσία.
Ο Λαέρτης ζούσε με βοσκούς έξω από το Μέγαρο, η Πηνελόπη ήταν ανέγγιχτη και πιστή, το πραξικόπημα εναντίον των Μνηστήρων αναπόδραστο και πάνω στο χυμένο αίμα γλυστρώντας, ο Οδυσσέας έπρεπε να πάρει ένα κουπί αναζητώντας έναν τόπο που κανένας δεν θα αναγνώριζε τη χρήση του, κι εκεί θα τον περίμενε το άλλο του παιδί να τον σκοτώσει, ο γιός της Κίρκης, για να λύσει μια παρεξήγηση, από αυτές στις οποίες αρέσκεται ο ηδυσμένος Λόγος, ο μόνος κληρονόμος του κάτω Κόσμου.
Η συνάντηση του πανούργου Σίσυφου με τον αρχικλέφτη Αυτόλυκο
Γιος του Ερμού ήταν ο Αυτόλυκος. Ο Θεός των κλεφτών τον γέννησε με μια ερωμένη του Απόλλωνος. Κοντά στη Χιόνη, «το κορίτσι του χιονιού», πήρε τη νύχτα τη θέση του μεγαλύτερου αδελφού του σ' ένα καταφύγιο στα χιονισμένα βουνά του Παρνασσού. Έτσι γεννήθηκε ο Αυτόλυκος, που τιμούσε περισσότερο απ' όλους τους Θεούς τον πατέρα του Ερμή. Απ’ αυτόν πήρε το χάρισμα της κλεψιάς και της επιδέξιας ψευδορκίας. Ό,τι άγγιζε το χέρι του το έκανε αόρατο. Μπορούσε να μεταμορφώνη τα άσπρα ζώα σε μαύρα και τα μαύρα σε άσπρα. Από τα κερασφόρα έπερνε τα κέρατα και τα τοποθετούσε σ’ αυτά που δεν είχαν.
Εκείνο τον καιρό -πρέπει ακόμα να ήταν η εποχή των σπάνιων πρωτόγονων ανθρώπων– έβοσκαν τα κοπάδια και των δύο πανούργων σε μια μεγάλη περιοχή, ανάμεσα στον Παρνασσό και τον Ισθμό. Ποτέ δεν μπορούσαν να πιάσουν τον Αυτόλυκο, όταν έκανε μια κλεψιά. Ο Σίσυφος έβλεπε μόνον, ότι το κοπάδι του μέρα με τη μέρα γινόταν μικρότερο και του άλλου μεγαλύτερο. Τότε βρήκε ένα τέχνασμα. Ανήκε στους πρώτους που κατείχανε την τέχνη των γραμμάτων. Έτσι χάραξε στις οπλές των βοδιών τα αρχικά του ονόματός του. Ο Αυτόλυκος όμως μπόρεσε κι αυτό ν’ αλλάξη, γιατί μπορούσε ν’ αλλάζη το καθετί στα ζώα. Τότε ο Σίσυφος έχυσε μολύβι στο βαθούλωμα της οπλής, που φανέρωνε στα ίχνη των βοδιών τη φράση: «ο Αυτόλυκος μ’ έκλεψε».
Για πρώτη φορά ύστερα απ’ αυτή τη μαρτυρία αποδείχτηκε ο αρχικλέφτης νικημένος. Ήταν ένας αγώνας πονηριάς, κι ο Αυτόλυκος εκτίμησε τόσο πολύ τον νικητή, που έκλεισε μαζί του την ίδια στιγμή φιλία. Δεν είναι λοιπόν εντελώς σαφές από ποιον προήλθε αυτό που συνέβη στο φιλόξενο σπίτι του.
Ένα ποίημα, λοιπόν, που το λέγαν ομηρικό, δείχνει τον Σίσυφο να βρίσκεται σχεδόν χωρίς να φαίνεται στο δωμάτιο της κόρης αυτού που τον φιλοξενούσε: ο πανούργος καθόταν πάνω στο στρώμα και το κορίτσι κρατούσε τ’ αδράχτι του.
Γλίστρησε κρυφά κοντά στην ωραία Αντίκλεια; Θα ‘ταν άξιος για κάτι τέτοιο. Αλλά και ο Αυτόλυκος ήταν ικανός γι’ αυτή τη σκέψη, να προσφέρη με την πονηριά του την κόρη του στον νικητή, για να γεννηθή ο πιο πονηρός απ’ όλους.
Έτσι έγινε η Αντίκλεια η μητέρα του Οδυσσέως. Όχι από τον Λαέρτη, που τον ξέρουμε σαν πατέρα του Οδυσσέως, αλλά από τον Σίσυφο κληρονόμησε, σύμφωνα μ’ αυτή την ιστορία, την πανουργία. Ο Λαέρτης την ζήτησε σε γάμο, όταν ήταν πια έγκυος.
Ένας αγγειογράφος της Μεγάλης Ελλάδας διατήρησε τη σκηνή: πως ο ερωτευμένος νέος παρουσιάζει στους έκπληκτους συντρόφους του τη νύφη σ' ενδιαφέρουσα κατάσταση. Γιατί δεν απατήθηκε ούτε μια φορά: Ο Αυτόλυκος στην αγγειογραφία του δείχνει το Σίσυφου σ’ ένα φύλλο – σ’ ένα φύλλο λίγο μεγαλύτερο από φύλλο δάφνης.
Ήταν η απόδειξη πως ο ξένος που γνώριζε τη γραφή ήταν ο αίτιος της εγκυμοσύνης. Την τελευταία νίκη την κέρδισε η Αφροδίτη, που απεικονιζόταν επίσης εδώ και που έδωσε στον Οδυσσέα έναν πατέρα να τον φροντίζη: τον τότε ακόμα νέο κι ερωτευμένο Λαέρτη.
1. μαγική τελετή που αποσκοπούσε στην πρόσκληση του πνεύματος κάποιου νεκρού από τον Άδη για να μαντεύσει για το μέλλον («μάγων τοὺς ἀρίστους ζητήσαντι νεκυίᾳ τε χρησαμένῳ μαθεῖν περὶ τοῦ τέλους τοῦ βίου αὐτοῦ», Ηρωδιαν.)
2. ως κύριο όν. Νέκυια ή Νεκύα ή Νεκυομαντεία
τίτλος της ενδεκάτης (λ) ραψωδίας της Οδύσσειας, όπου περιγράφεται η κατάβαση του Οδυσσέα στον Άδη και η συνομιλία του με τους νεκρούς («ὅσας ἐν νεκυίᾳ κατωνόμακεν», Πλούτ.)
3. νέκυια: ἡ, (νέκυς) μαγική τις τελετή, δι’ ἧς τὰ πνεύματα τῶν νεκρῶν ἀναβιβάζονται καὶ ἐρωτῶνται περὶ τοῦ μέλλοντος, Πλούτ. 2. 17Β· νεκυίᾳ χρήσασθαι Ἡρῳδιαν. 4. 12· ― οὕτω κοινῶς ἐκαλεῖτο ἡ ἑνδεκάτη ῥαψῳδία τῆς Ὀδ., Διόδ. 4. 39, Πλούτ. 2. 740Ε· καλουμένη νεκυομαντεία ὑπὸ τοῦ Εὐστ. 1670. 23.