Αιώνια μέρα - Point of view

Εν τάχει

Αιώνια μέρα





Η ιστορία έχει ως εξής. Τέσσερα άτομα κάθονται γύρω από μια φωτιά σε ένα άνοιγμα μέσα σε ένα πυκνό δάσος γεμάτο λεύκες.Ο ήλιος έχει μόλις δύσει και το σκοτάδι απλώνεται αργά και σταθερά ανάμεσα από τους κορμούς και τα φύλλα των δέντρων. Φτάνει στην παρέα μας και την προσπερνάει γιατί το φως της φωτιάς επιμένει, επιμένει να φωτίζει τα πρόσωπά τους. Μια μικρή φωτιά που νίκησε το σκοτάδι.





Ο ένας από αυτούς είναι ο Νίκος, νεαρός φοιτητής στην Αθήνα εδώ και 4 χρόνια. Ο άλλος είναι ο Γιώργος, 40άρης πολιτικός μηχανικός στην Πάτρα .Η τρίτη της παρέας είναι η Αγγελική, μια 20αρα γκόμενα από την Θεσσαλονίκη. Και τέλος, υπάρχει και η Γιώτα, 30 χρονών ασφαλίστρια από Αθήνα. Αυτοί είναι άσχετοι και άγνωστοι μεταξύ τους. Απλά έτυχε αυτό το βράδυ να ανταμώσουν γύρω από μια φωτιά. Έτυχε γιατί εγώ το προκάλεσα αυτό. Γιατί εγώ τους έδωσα ζωή μέσα στις γραμμές μου.

Πρώτος μίλησε ο Γιώργος:

΄΄Μπορεί να μου πείτε που είμαστε και ποιοι είστε εσείς?’’, ρώτησε τους άλλους λες και μόλις είχε ξυπνήσει από κάποιον βαθύ ύπνο και δεν θυμόταν τίποτα.

Οι άλλοι, λες και η φωνή του Γιώργου να τους ξύπνησε κι αυτούς, κοίταξαν απορημένοι γύρω τους.

΄΄Ιδέα δεν έχω’’,είπε η Αγγελική,σφίγγοντας ταυτόχρονα την κόκκινη ζακέτα της πάνω της. Είχε αρχίσει να βάζει κρύο και υγρασία στο δάσος.

΄΄Πού στο διάολο είμαστε? Μήπως μας έχουνε απαγάγει?’’, ρώτησε κάπως έντονα η Γιώτα και έψαξε στην μαύρη τσάντα της για τσιγάρο.

΄΄Δεν νομίζω για απαγωγή και να μας έχουν έτσι χύμα μέσα στο δάσος. Κάτι άλλο συμβαίνει, μπορεί κάποιο κακόγουστο αστείο κανενός κοινού φίλου.’’, είπε σκεφτικός ο Γιώργος.

Οι άλλοι φάνηκαν να συμφωνούν μαζί του κι έτσι για την υπόλοιπη μισή ώρα βάλθηκαν να προσπαθούν να εντοπίσουν αυτόν τον κοινό φίλο,αυτή την κοινή σύνδεση μεταξύ τους. Αλλά μάταια. Έτσι κουρασμένοι από αυτή την άκαρπη προσπάθεια, έμειναν να κοιτάζονται μεταξύ τους σιωπηλοί. Η Γιώτα κάπνιζε πάλι νευρική κάπως. Το χέρι της ψιλοέτρεμε.

Τώρα από το δάσος ακούγονταν οι πρώτοι ήχοι της νυχτερινής του ζωής. Άγνωστες προς αυτούς κραυγές ζώων που ετοιμάζονταν ή είχαν ήδη ξεκινήσει το βραδινό τους κάλεσμα για ζωή ή θάνατο.

Εκείνη την στιγμή της αφόρητης σιωπής εμφανίστηκα εγώ και κάθισα δίπλα τους στην φωτιά. Οι άλλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό να κοιτάζουν αυτόν τον άγνωστο που εμφανίστηκε από το πουθενά.

΄΄Τώρα εσύ ποιος είσαι και από πού ήρθες έτσι??’’, ρώτησε οργισμένος ο Γιώργος.

΄΄Ναι! Τι διάολο συμβαίνει εδώ??!’’, φώναξε η Γιώτα. Φαίνεται της άρεσε ιδιαίτερα η φράση ΄΄τι διάολο’’ για αυτό και την χρησιμοποιούσε συχνά.

Οι άλλοι δύο δεν μίλαγαν παρά με κοίταγαν το ίδιο έκπληκτοι με τους μεγαλύτερους της παρέας. Αποφάσισα να μιλήσω.

΄΄Γεια σας.. Με λένε Ηλία…’’, είπα και τους κοίταξα σταθερά έναν έναν. Η κακομοίρα η Αγγελική είχε ξεπαγιάσει. Αποφάσισα να το σταματήσω αυτό. Ευθύς λοιπόν αμέσως αυτή φάνηκε να ζεσταίνεται κάπως και χαλάρωσε την ζακέτα της. Της χαμογέλασα αλλά αυτή με κοίταξε ψυχρά.

΄΄Συνέχισε μαλάκα!’’, μου φώναξε ο Γιώργος.

Δεν του αποκρίθηκα και γύρισα στην Γιώτα.

΄΄Μου δίνεις ένα από τα τσιγάρα σου?’’, την ρώτησα ευγενικά.

΄΄Δεν νομίζω να σου κάνουν. Είναι slim, γυναικεία.’’, μου είπε αγριεμένη.

΄΄Απλά πιάσε το πακέτο και βγάλε μου ένα…’’, επέμεινα εγώ.

Και αυτή θυμωμένα ψαχούλεψε την τσάντα της και έβγαλε το πακέτο. Όταν είδε ότι ήταν Marlboro έμεινε ακίνητη και σαστισμένη. Της πήρα το πακέτο από το χέρι και έβγαλα ένα τσιγάρο. Πήγα προς την φωτιά και το άναψα. Ξανακάθισα δίπλα στην παρέα.




΄΄Εγώ σας έφερα εδώ…’’, συνέχισα να λέω. Τότε ο Γιώργος πήγε να πεταχτεί από την θέση του και να μου ορμήξει, βγάζοντας συνάμα μια θυμωμένη κραυγή. Άπλωσα το χέρι μου προς το μέρος του και τον σταμάτησα χωρίς να τον αγγίξω καν.

΄΄Τι μαλακίες είναι αυτά εδώ? Τι γίνεται εδώ πέρα?’’, φώναξε προς το μέρος μου έξαλλος.

Τότε εκείνη την στιγμή μίλησε ο Νίκος,από τις ελάχιστες φορές που είχε μιλήσει εκείνο το βράδυ.

΄΄Άστον να μιλήσει επιτέλους παλιομαλάκα!’’, είπε ξεσπώντας στον Γιώργο.

΄΄Ευχαριστώ Νίκο… Λοιπόν έλεγα ότι εγώ σας έφερα εδώ. Βασικά εγώ σας δημιούργησα. Δεν είστε αληθινοί.’’, σταμάτησα και τους ξανακοίταξα.

Η Αγγελική είχε αρχίσει να κλαίει ενώ όλοι οι άλλοι με κοίταγαν απλά σιωπηλοί. Δεν έδειχναν να καταλαβαίνουν και πολλά, μόνο ο Νίκος με παρατηρούσε σκεφτικός.

΄΄Είστε απλά κάποιοι τυχαίοι ήρωες σε κάποιο από τα διηγήματα που γράφω. Ό,τι γίνεται εδώ είναι επειδή εγώ αυτή την στιγμή, καθισμένος στο μοναχικό μου γραφείο, το γράφω στο χαρτί ανάμεσα στις γραμμές. Το δάσος, η φωτιά, οι κραυγές των ζώων, εσείς.. Όλα είναι της φαντασίας μου. Καταλάβατε?’’

΄΄Αυτά είναι μαλακίες ενός ψυχάκια σαν κι εσένα!’’, μου φώναξε ο Γιώργος.

΄΄Έχουμε ζωές όμως, δεν γίνεται αυτό που λες.’’, μου είπε η Αγγελική.

Της χαμογέλασα πάλι.

΄΄Για πες μου Αγγελική,τι ζωή έχεις? Τι θυμάσαι από την ζωή σου πριν από δω?’’, την προκάλεσα να μου πει.

Αυτή σκέφτηκε λίγο και μου απάντησε:

΄΄Μμμ.. Είμαι η Αγγελική,είμαι 20 χρονών και είμαι από την Θεσσαλονίκη.’’, μου είπε αμήχανα.

΄΄Ωραία. Μόνο αυτά? Οικογένεια δεν έχεις? Δουλειά? Μόνο αυτά ξέρεις?’’

Δεν μου απάντησε και μετά από λίγο έντρομη που μόνο αυτά ήξερε για τον εαυτό της, άρχισε πάλι το κλάμα.

΄΄Ξέρεις μόνο αυτά για σένα, γιατί μόνο αυτά έχω γράψει για σένα. Το ίδιο ισχύει περίπου και για τους άλλους. Και τώρα θέλω όλοι να καταλάβατε ότι ζείτε μέσα στις γραμμές αυτού του διηγήματος και να αποδεχτείτε την αλήθεια αυτή. Έγινε??’’, τους είπα και τους κοίταξα.

Και αυτοί σιγά σιγά αποδέχτηκαν τον ρόλο τους αυτό και κατάλαβαν ότι ήταν κάποιοι απλοί πρωταγωνιστές στο μυαλό ενός μοναχικού ανθρώπου.

΄΄Γιατί μας δημιούργησες? Τι θες από την δικιά μας ιστορία?’’, μίλησε ο Νίκος ο οποίος φαινόταν και ο πιο έξυπνος από τους άλλους.

‘’Νιώθω μοναξιά και κάθομαι και γράφω ιστορίες. Χάνομαι σε αυτές, ταξιδεύω σε άλλα μέρη, δικά μου. Είναι σαν μια ζεστή φωλίτσα εκεί, σαν μια κρυψώνα από την άθλια πραγματικότητα μου. Αλλά πρώτη φορά μιλάω έτσι με τους ηρωές μου.. Έχει πλάκα και απασχολεί πιο πολύ το μυαλό μου από άσχημες σκέψεις.’’, του απάντησα καπνίζοντας από το τσιγάρο της Γιώτας.

΄΄Η ζωή σου πρέπει να είναι σκατά!’’, μου είπε ο Γιώργος φτύνοντας μέσα στην φωτιά.

΄΄Αρκετά!... Αλλά η δυστυχία είναι να έχεις επίγνωση αυτής της μιζέριας και τίποτα να μην αλλάζει.’’, του απάντησα θλιμμένος.

΄΄Εσύ αλλάζεις την ζωή σου. Μην περιμένεις άλλοι να το κάνουν αυτό.’’, μου είπε ο Νίκος.

΄΄Ναι το ξέρω. Φέρε το δικό σου φως στο σκοτάδι, είχε πει ο Μπουκόφσκυ.  Αυτό παλεύω να κάνω τόσα χρόνια. Τα τελευταία το ψιλοκαταφέρνω μέσα από αυτά που γράφω. Νιώθω να ξεφεύγω από τα πάθη μου, να λυτρώνομαι κατά κάποιο τρόπο. Όπως απόψε δεν μπορούσα να μείνω με τις σκέψεις μου σε ένα άδειο δωμάτιο κι έτσι έφτιαξα εσάς και τρύπωσα σε αυτή την όμορφη γωνιά. Ωραίο δάσος, ήρεμο και επιβλητικό.’’, είπα κοιτώντας τα ψηλά δέντρα

΄΄Γιατί η ζωή σου είναι σκατά?’’, με ρώτησε η Γιώτα και πήρε και αυτή ένα ακόμα τσιγάρο.

΄΄Γιατί έχω πάθη που με καταστρέφουν, καταστρέφουν κάθε όμορφη στιγμή, καταστρέφουν ό,τι αγαπώ. Κι αυτό είναι ό,τι χειρότερο. Να σκοτώνεις ό,τι αγαπάς.’’, της απάντησα.

΄΄Μοιάζεις σαν να έχασες κάτι,μάλλον κάποιον που αγαπούσες. Τι έγινε?’’, μου είπε ο Νίκος.

΄΄Κάπως έτσι έγινε. Και δεν περνάει μέρα που να μην το πληρώνω αυτό, που να μην πονάω. Και είναι ανώφελο να κατηγορώ πια τον εαυτό μου. Όποιος μένει στις κατηγορίες, ξεχνάει την αιτία. Και αυτή πρέπει να πολέμήσω.’’, απάντησα.

΄΄Γιατί δεν φτιάχνεις μια ιστορία που να είσαι με αυτήν που έχασες? Θα νιώσεις καλύτερα μου φαίνεται…’’, συνέχισε ο φοιτητής.

΄΄Έχω φτιάξει αλλά με πληγώνουν κι αυτές. Ξέρεις οι καλές αναμνήσεις πονάνε, όχι τόσο οι άσχημες. Αλλά δεν υπάρχει ποίημα ή ιστορία που να μην την έχω βάλει μέσα, έστω και σαν αεράκι που φέρνει δροσιά ή σαν τσουχτερό κρύο που παγώνει την καρδιά. Υπάρχει και ζει κι αυτή στις γραμμές μου τώρα πια.’’ είπα κι ένα δάκρυ ξέφυγε και κύλησε στο μάγουλό μου.

΄΄Αυτό έιναι αληθινό?’’, με ρώτησε πάλι ο Νίκος.

Του χαμογέλασα θλιμμένα.

΄΄Ναι…’’, του απάντησα.

Κοίταξα την νύχτα. Τα αστέρια φαίνονταν εκεί ψηλά. Αλλά το κρύο είχε δυναμώσει πάλι. Κοίταξα την φωτιά και αυτή φούντωσε ακόμα πιο πολύ αφήνοντας ένα κύμα ζέστης να μπει στις ψυχές μας. Κοίταξα τα αστέρια και τα έκανα βροχή να πέφτουν πάνω μας, σκορπίζοντας μια ασημένια σκόνη στην πορεία τους.

΄΄Τι ωραίο θέαμα!..’’, είπε μαγεμένη η Αγγελική κοιτάζοντας την βροχή των αστεριών.

΄΄Κι όταν αδειάσει ο ουρανός από τα αστέρια, τι θα μείνει εκεί πάνω? Ένα άθλιο σκοτάδι…’’, είπε μελαγχολικά η Γιώτα.

΄΄Υπάρχει πάντα το φεγγάρι κούκλα μου’’, της αποκρίθηκα και ευθύς στον άδειο ουρανό υψώθηκε ένα κατάλευκο φεγγάρι.

Χαμογέλασαν όλοι.

Συνεχίσαμε να μιλάμε, να τους λέω για την ζωή μου κι αυτοί να με ακούνε, να με ρωτάνε γεμάτοι περιέργεια για την ζωή έξω από την φαντασία, έξω από το μέρος αυτό-. Δεν φάνηκαν να γοητεύονται και τόσο πολύ.

Σε κάποια φάση ακουστήκαν κάποια ουρλιαχτά μέσα από το δάσος.

΄΄Τι είναι αυτό? Δικά σου είναι, εσύ ξέρεις.’’, με ρώτησε ο Γιώργος.

΄΄Τέρατα και αγρίμια της νύχτας. Οι κακές μου σκέψεις. Τα πάθη μου.’’, του απάντησα.

΄΄Κράτα τα μακριά για απόψε Ηλία’’, μου είπε ο Νίκος κάπως επιτακτικά.

Άρχισα να ιδρώνω και να ανησυχώ. Πώς με βρήκαν εδώ πάλι? Γιατί με ακολουθούν παντού?

Στα όρια του ξέφωτου ακουστήκαν βήματα, κάποια κλαριά κάνανε τον ήχο που σπάνε, τα τέρατα μας πλησιάζανε. Οι καρδιές μας είχανε παγώσει. Σε λίγο διακρίναμε κόκκινα μάτια γεμάτα μίσος και θάνατο να μας κοιτάνε.

΄΄Κάνε κάτι! Εσύ τα προκαλείς αυτά!’’, μου είπε η Γιώτα.

Και τότε ήρθε εκείνο το γνώριμο αεράκι που έφερνε την δροσιά. Ο ιδρώτας σταμάτησε και η ψυχή μου γαλήνεψε με μιάς. Σηκώθηκα και έκανα βήματα προς την μεριά που ακούγονταν τα βήματα και τα ουρλιαχτά. Και έχτισα έναν φράχτη γεμάτο κόκκινα τριαντάφυλλα γύρω γύρω μας. Και ένας ήλιος υψώθηκε στην μέση του ουρανού. Τα ουρλιαχτά σταμάτησαν και η παρέα ηρέμησε. Γύρισα εξαντλημένος σε αυτούς.

΄΄Πρέπει να φύγω… Κουράστηκα. Πρέπει να γυρίσω πίσω στην δικιά μου νύχτα. Δεν γίνεται να μείνω για πάντα εδώ.’’, τους είπα στεναχωρημένος.

Αυτοί με κοίταξαν σιωπηλοί και θλιμμένοι.

΄΄Εμείς τι θα γίνουμε? Τι κάνεις τους ήρωές σου όταν τελειώνει μια ιστορία?’’, με ρώτησε γεμάτος αγωνία ο Νίκος.

Σκέφτηκα για λίγο πριν απαντήσω.

΄΄Ή τους σκοτώνω ή ζουν για πάντα. Κι αυτά χωρίζονται από μια λεπτή γραμμή.’’, του είπα.

Κανείς δεν μίλησε και μόλις έκανα άλλο ένα τσιγάρο, σηκώθηκα. Τούς φίλησα έναν έναν στο μέτωπο κι έφυγα.

Κι αυτοί μείναν εκεί σε έναν φράχτη με τριαντάφυλλα και μια αιώνια ηλιόλουστη μέρα, δίπλα από τις στάχτες μιας σβησμένης φωτιάς…



via

Pages