Τζιμάρας Φιγούρας: Ο σκαφάτος της κρίσης - Point of view

Εν τάχει

Τζιμάρας Φιγούρας: Ο σκαφάτος της κρίσης


  Κατ' αρχάς να σάς συστήσω τον κύριο Τζιμάρα Φιγούρα, τού ξερόλα και τής ημιμάθειας, ετών 45, και σύζυγος η Σούλα τής αμάθειας σκέτο. Ντύσιμο πάντα επώνυμο, ακριβό και με μεγάλα γράμματα οι φίρμες. Γούστο ανάλογο, αυτοκίνητο ανάλογο, εξεσουάρ, καδένες, χρυσό ρόλεξ, δακτυλίδι κ.λπ.
Επάγγελμα ό,τι θέλετε βάλτε, αλλά με πολύ καλό εισόδημα (βασικά νεόπλουτος).
Ας ξεκινήσουμε την ιστορία.
Από γνωστό έμαθε ο Τζιμάρας τα φουσκωτά. Και όταν πήγε και βόλτα, ξετρελλάθηκε. Ενθουσιάστηκε και η Σούλα, πάνε καλά και οι δουλειές τού Τζίμη και να, έγινε το κακό. Ο γνωστός τού είπε ότι υπάρχει ένα μοναδικό περιοδικό που λέει τα πάντα για τα φουσκωτά. Αφού το πήρε και το ξεφύλισσε, τού γυάλισε ένα δεκάμετρο με δύο μηχανές.
Την άλλη μέρα βουρ στο μαγαζί, ντυμένος στην πένα, με όλα τα χρυσαφικά του, και δίπλα η Σούλα για να διαλέξει χρώμα. Τής άρεσε κάτι σε φούξια, αλλά ο πωλητής είπε ότι δεν βγαίνει σε τέτοιο χρώμα. Τότε συμβιβάστηκε με κόκκινο. "Σαν το θρύλο είπε ο Τζιμάρας!!!". Για μηχανές διάλεξε τις μεγαλύτερες που δεχόταν το σκάφος και ζήτησε αν μπορούσαν να μπούνε τρεις... Γιατί και τού φίλου δύο είχε.
Βάλε ένα με τρεις μηχανές...
Ο πωλητής δαγκώθηκε, τού εξήγησε ότι δεν γίνεται και τον διαβεβαίωσε ότι θα έχει πολύ καλύτερες επιδόσεις από το οκτάμετρο με τις δύο διακοσάρες τού φίλου του, αφού αυτός θα έπαιρνε δύο τρακοσάρες. Ετσι λοιπόν, αφού σιγουρεύτηκε ότι θα έχει καλύτερο σκάφος από τού φίλου του, πέρασαν στον εξοπλισμό. G.P.S.-Plotter, βυθόμετρο, v.h.f., radar (ο φίλος δεν είχε τέτοιο), εργάτη, ψυγείο, τηλεόραση, ράδιο με ενισχυτή και δέκα ηχεία, προβολείς, όργανα και ό,τι είδε σε κάθε σελίδα τού καταλόγου έλεγε, βάλε, βάλε και τελειωμό δεν είχε.
Ξεχάσαμε την πυξίδα, λέει ο πωλητής. Όχι, τού λέει ο Τζίμης. Τι να την κάνω αφού έχω τα πάντα. Α!!! λέει ο Τζιμάρας. Τα ηλεκτρονικά να είναι όλα παρακαλώ μόνο από καταστήματα που διαφημίζονται στο περιοδικό. Κάγκελλο ο πωλητής. Αλλά τι να πει; Μετρητά ήταν αυτά. Πότε σαλπάρω; είπε ο Τζιμάρας την ώρα που μέτραγε την παχυλή προκαταβολή. Σε ένα μήνα είπε ο πωλητής το σκάφος θα είναι έτοιμο και δοκιμασμένο και στο νερό με τις μηχανές στρωμένες για να μην έχετε καμμία έννοια.



Αφού έφυγε ο Τζιμάρας με τη Σούλα, σκέφθηκε. Ρε συ, θέλουμε και τζιπ. Πώς θα τραβάμε το σκάφος με τον κομπρέσσορα; Βουρ επόμενη στάση σε αντιπροσωπεία αυτοκινήτων και η Σούλα άντε πάλι στο καθήκον να διαλέξει χρώμα τού... Καγιανά. Α! και κοτσαδόρο θέλω είπε φωναχτά ο Τζιμάρας, γιατί πήρα ένα δεκάμετρο φουσκωτό με δύο τρακοσάρες και το μάτι τσεκάριζε την πανέμορφη γραμματέα τού καταστήματος. Η Σούλα διάλεγε χρώμα. Αφού συμφώνησε λοιπόν για τα 5000 κυβικά και τα 450 άλογα τού Καγιανά, έφυγε ευτυχισμένος.
Μπροστά ο Καγιανάς, πίσω το θηρίο.
Ο μήνας πέρασε και όλα ήταν έτοιμα. Ο Καγιανάς, η σκαφάρα και ο Τζιμάρας βέβαια. Όλο το μήνα φρόντισε να τού φέρουν το δίπλωμα στο σπίτι, ρούφηξε όλες τις σελίδες τού ευγαγγελίου που γράφει ο θεός, είχε πάρει όλη την επώνυμη ναυτική κολλεξιόν, μπουφάν, νιτσεράδες, και φυσικά καπέλλο με κλάρα και με τη λέξη "captain". Έτσι απέκτησε άποψη για προπέλλες, ιπποδυνάμεις, μίλια, επιδόσεις κ.λπ.
Την παραμονή τής παραλαβής ειδοποιήθηκε ότι όλα ήταν όπως τα είχαν συμφωνήσει. Το σκάφος δοκιμάστηκε, οι μηχανές στρώθηκαν, επιλέχθηκαν οι σωστές προπέλλες, αλλά αυτό που τον καθησύχασε ήταν ότι το σκάφος πήγε άνετα 65+κόμβους. "Μίλια, πόσα μίλια πήγε;" ξαναρώτησε ο Τζιμάρας (γιατί κόμπους ήξερε να κάνει). Ο πωλητής τότε κατάλαβε και τού είπε αυτό που ήθελε να ακούσει. "Εβδομήντα πέντε μίλια!". Εκεί τού έφυγε ένα βάρος. Τού φίλου του δεν πήγαινε πάνω από 58 μίλια. Πριν κοιμηθεί είδε και τον καιρό στην τηλεόραση. Πέντε με έξι έδινε στο Κεντρικό Αιγαίο και Σαρωνικό τέσσερα.
Στην παράδοση τού σκάφους τού εξήγησαν όλες τις λεπτομέρειες, αλλά το μυαλό τού Τζιμάρα ήταν ήδη στο πέλαγος, ενώ η Σούλα κοίταγε μασώντας την τσίκλα και βλεφάριζε με το τεκνό πωλητή. Το κοτσάρανε λοιπόν στον Καγιανά το δεκάμετρο και βουρ για τη γλίστρα.


Δεν κάνει ένα χιλιόμετρο ο Τζιμάρας και νά' σου ο μπάτσος που τού λέει ότι είναι παράνομος. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε. "Ρε ξέρεις ποιος είμαι γω;" και τέτοια ο Τζιμάρας. Τίποτα το όργανο. Τού κόβει την κλήση. Ο Τζιμάρας παίρνει την άκρη που έχει στο υπουργείο και λέει το και το. Αφού τού είπαν ο.κ., ξεκίνησε πετώντας την κλήση στο πάτωμα. "Ακούς εκεί το κωλόπαιδο, να πει παράνομο το Τζίμη!!!"
Με τον Καγιανά και το θηρίο έκλεισε η γλίστρα!
Μετά από λίγο φτάνει στη γλίστρα το μεγαθήριο και με μαγκιά και επιδεξιότητα ο Τζιμάρας το ρίχνει στη γλίστρα (είχε κάνει και νταλικιέρης στα νιάτα του). Μια ήσυχη μέρα στη μαρίνα, αλλά είναι; Τι είναι αυτό που διακρίνω εκεί, σε αυτό που μοιάζει για γλίστρα; Κάτι σε κόκκινο χρώμα... Αν ρίχναμε ίσως μια πιο προσεκτική ματιά... Α, μα ναι! είναι ο Τζιμάρας! Με τον Καγιανά και τη σκαφάρα! Μέσα στη μέση! Πιάνει όλη τη γλίστρα! Μα τι σκαφάρα είναι αυτή! Αλλά πού είναι ο Τζιμάρας;
Τι φωνάζεις ρε; Κάτσε να τελειώσω τη φραπεδιά μου.
Αμάν! Για στάκα λίγο! Η φραπεδιά είναι ιερό πράμα! Ήσυχα φιλαράκια, μη γίνει εδώ ο κακός χαμός! Εσείς να κοιτάτε τη δουλειά σας! Αφού απόλαυσε τη φραπεδιά του μέσα στο μπάχαλο και τη φασαρία που δημιουργούσαν κάτι φτωχαδάκια με πεντάμετρα που ήθελαν να ρίξουν τα βαρκάκια τους, ο Τζιμάρας αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να σαλπάρει. Βουρ στο σκάφος λοιπόν με τη Σουλίτσα δίπλα του.
Ντράγκστερ μέχρι την έξοδο τής μαρίνας!
Με το που βάζει μπρος ανοίγει όλες τις συσκευές που είχε, σημαδεύει την έξοδο τής μαρίνας και οι μανέτες στο πάτωμα. Το σκάφος εκσφενδονίζεται, ο Τζιμάρας δεν πιάνεται. Ολοι χαιρετούν με τα δύο χέρια και ανοικτά τα δάκτυλα, φωνάζουν και ο Τζιμάρας αναρωτιέται. "Καλά, πού με γνωρίζουν;" Αφού αφήνει τη μαρίνα πίσω, το κοντέρ γράφει 72 μίλια. Ο Τζιμάρας βλέπει το πρώτο νησί.
Σταματάει, ρίχνει άγκυρα, βάζει τέρμα το cd με Βέρα Λάμπρου στο γνωστό ναυτικό άσμα "το νινί σέρνει καράβι", ανοίγει το ψυγείο, παίρνει μια μπύρα και η Σούλα αλοιβότανε για να μαυρίσει. Ανάβοντας το πούρο του λέει. "Είδες μωρή πόσο κοντά ήτανε η Τζιά;" (Φλέβες στην πραγματικότητα). "Δέκα λεπτά κάναμε. Κάτι ήξερα εγώ που διάλεξα τα τρακοσάρια".


Σούλα χαιρέτα! Είμαστε στη Μύκονο...
Αφού ήπιε τρεις μπύρες και πέταξε όλα τα σκουπίδια στη θάλασσα, βάζει μπρος τις τρακοσάρες τού Τζιμάρα (έτσι τις βάφτισε) και ξεκινάει με το γνωστό ναυτικό τρόπο. Όμως... γκαπ... η μούρη βουτάει, η μια μηχανή σβήνει και το σκάφος φρενάρει... "Γαμώτο, ξέχασα την άγκυρα", μονολογεί. Αφού κάλπασε πάλι με 70 μίλια, μετά από λίγο άλλο νησί. "Να κάνουμε μανάρα μου και μια βουτιά στην Κύθνο (Αρζεντάς) τι λες;" Κύθνο... βουτιά στην Κύθνο η Σούλα.
Ο Τζιμάρας κι' άλλη μπύρα, να και κάτι κονσέρβες για τη λιγούρα. Όλα στη θάλασσα φυσικά. Ρουφώντας την πουράκλα λέει τελικά. "Λάθος καιρό είπανε, λάδι είναι, τρία μπωφόρ έχει". "Τζίμη μου να δούμε και λίγο κόσμο μωρέ", είπε η Σούλα ενώ ξεφύλλιζε το κουτσομπολίστικο περιοδικό της. Θα δούμε κούκλα μου, λέει ο Τζιμάρας. Το απόγευμα θα είμαστε Μύκονο και όλο το βράδυ δικό μας θα είναι". Το χαμόγελο στ' αυτιά η Σούλα.
Αφού ξεκίνησαν, μετά από λίγο νά' σου κι' άλλο νησί. "Ρε καλά λένε ότι το Αιγαίο είναι παράδεισος. Ολο νησιά συναντάς. Σούλα θα κάτσουμε και λίγο στη Σέριφο (Μακρόνησος) και μετά βουρ για Μύκονο". Κι' εδώ μια απ' τα ίδια. Σκουπίδια, μουσική, μπύρες κ.λπ. Και μετά από λίγο βουρ για Μύκονο. Σημαδεύει το νησί που αχνοφαινόταν στον ορίζοντα και οι μανέτες στο πάτωμα.
Ο καιρός όμως είχε αρχίσει να φορτώνει. "Ρε τι σαχλαμάρες είπανε; Ακου 5-6... οχτάρι γεμάτο είναι... Κοίτα κάτι κυματάρες Σούλα", αλλά το σκάφος τα σιδέρωνε με 50 μίλια. Ο Τζιμάρας πέταγε εκεί μεσοπέλαγα, τον χαιρετάγανε από ένα γκαζάδικο που σφύραγε με τη μπουρού πολλές φορές, ανταπέδωσε και ο Τζιμάρας τον χαιρετισμό όταν πέρασε 50 μέτρα από την πλώρη του!
Μού σφυρίζει κι' αυτός! Πού με γνωρίζει;
Μετά από λίγο νά' σου και η Μύκονος (Τζια). Μπαίνει ο Τζιμάρας με όλα τα μίλια, νά' σου πάλι οι χαιρετούρες. "Και εδώ με ξέρουν;" αναρωτήθηκε. Βρίσκει να δέσει, αφού φώναξε σε κάτι ψαράδες να πάρουν τις πετονιές τους από το ντόκο, τούς διώχνει και δένει.

Βγήκε σεργιάνι στη Μύκονο όλο καμάρι, ήπιε τη φραπεδιά του και γύρισαν στο σκάφος, που είχε λυθεί η μια μεριά του και κοπάναγε πάνω σε κάτι πεντάμετρα. Αφού βλαστήμησε ποιος πούστης τού το έλυσε, κατάφερε το έδεσε και κάθισε να ξαποστάσει. Τότε ήρθε και η παρέα με τα πεντάμετρα. Ο Τζιμάρας τούς χαιρέτησε.
"Γεια χαρά καπετανέοι, έχετε μέρες εδώ;"
"Όχι, σήμερα ήρθαμε για ψαροντούφεκο".
"Α..." λέει ο Τζιμάρας.
"Εσύ;"
"Κι' εγώ σήμερα ήρθα. Είχα βέβαια ένα οχτάρι γεμάτο μεταξύ Σερίφου και Μυκόνου, αλλά το σκάφος θηρίο, δε μασάει". Οι πεντάμετροι νόμιζαν ότι ερχόταν από Σέριφο και σταμάτησε στη Τζια. Τότε πετάει την κεραμίδα ο Τζιμάρας.
"Εχει καλή γλίστρα εδώ στη Μύκονο;" Οι πεντάμετροι δαγκώθηκαν, γούρλωσαν τα μάτια και ξαναρώτησαν.
"Ορίστε;"
"Γλίστρα λέω, έχει καλή ή ταλαιπωρηθήκατε να τα ρίξετε αφού τα κατεβάσατε από το καράβι;"
"Καλή, καλή" είπαν οι πεντάμετροι αποχαυνωμένοι και πήγαν να αποχωρήσουν.
"Ε, πού πάτε;" φώναξε ο Τζιμάρας. "Ελάτε να κεράσω μια μπύρα". Τι να κάνουν τα παιδιά, μπήκαν στο θηρίο και άρχισαν οι ναυτικές ιστορίες. Ο ένας ήταν ήδη χωρίς μαλλιά, οι άλλοι είχαν αρχίσει την έντονη τριχόπτωση μ' αυτά που άκουγαν. Τι να πουν και πώς να εξηγήσουν ότι εδώ είναι η Τζια και όχι η Μύκονος, ότι δεν είχε οχτάρι, αλλά ένα τεσσάρι, κι' ένα σωρό άλλα. Τού μίλησαν λοιπόν για το forum.
Ο Τζιμάρας δεν το είχε ακούσει παρ' όλη την εμπειρία που κουβάλαγε. "Τι είναι αυτό; Δεν διαφημίζεται στο περιοδικό". Τα παιδιά τού εξήγησαν και ο Τζιμάρας έβγαλε το lap top του, συνδέθηκε, και τού έδειξαν τι είναι το forum.
Ο Τζιμάρας έτριβε τα μάτια του. Τι πληροφορίες, τι θέματα, τι ενημέρωση. Τρελλάθηκε! "Ρε μέχρι και για ταβέρνες λέει... πω πω φοβερό. Κοίτα Σούλα, κοίτα, για δες ποια είναι η καλύτερη ταβέρνα εδώ στη Μύκονο" (άντε πάλι αυτή η Μύκονος!). Κοιτάνε τα παιδιά και τού λένε : "Να, γράφει εδώ ότι σ' αυτό το νησί πολύ καλή ταβέρνα είναι τής Άννας στον Οτζιά".
"Ορνό", λέει ο Τζίμης. "Ορνό, λάθος θα το έχουνε γράψει. Οτζιά δεν έχει η Μύκονος. Ορνό, ορνό", επιμένει ο Τζιμάρας.

"Ναι" λένε τα παιδιά, "δίκιο έχεις. Ορνό έχει η Μύκονος. Αλλά αυτό το νησί που είμαστε είναι η Τζια και έχει Οτζιά".
Ο Τζιμάρας δεν ήξερε πού να κρυφτεί. Ξεροκατάπιε και λέει "Δηλαδή στη... στη Τζια είμαστε; Και όλα τα νησιά που πέρασα τι ήταν;" Τα παιδιά τού εξήγησαν τι συνέβη, εκείνος τούς άκουσε και από τότε έγινε τακτικό μέλος τού forum.
Ρώταγε, μάθαινε, εξόπλισε το σκάφος του με πυξίδα, χάρτες ναυτικούς, έμαθε να τα χρησιμοποιεί, και την επόμενη χρονιά πήγε στη Μύκονο και σε άλλα νησιά τού Αιγαίου.
Αλλά πάντα μέσα στην καρδιά του είχε τη Τζια. Πάντα σταμάταγε για ένα καφεδάκι. Δεν θα ξεχνούσε ποτέ το μάθημα που πήρες εκεί από κάτι φίλους με πεντάμετρα από ένα forum...
Υ.Γ. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα είναι συμπτωματική. Η ιστορία είναι φανταστική. "Τζιμάρες" σίγουρα υπάρχουν, και θα υπάρχουν. Το θέμα είναι να τούς εντοπίζουμε και να τούς ενημερώνουμε.
Κείμενο : Ισίδωρος Στεφάνου.
 via

Pages