Κι όμως, εκεί, στη μέση αυτού του χωραφιού υπήρχε μια δυστυχισμένη ψυχή: Ο Σίτος.
Η ζωούλα του δεν θα ήταν καθόλου εύκολη. Κι αυτό εξ αιτίας του Ζοχά. Ένα μεγάλο αγριόχορτο που βρέθηκε δίπλα του και μεγάλωνε απειλητικά.Στην αρχή ο Σίτος νόμισε ότι θα έχει ένα φίλο πλάι του και χάρηκε. Σύντομα όμως κατάλαβε ότι ο Ζοχάς δεν είχε διόλου καλές προθέσεις.
– Καλημέρα, του είπε ο Σίτος ευγενικά και φιλικά.
Και ο Ζοχάς του έριξε ένα άγριο βλέμμα αντί να του απαντήσει.
– Χαίρομαι που θα είμαστε γείτονες, συνέχισε ο Σίτος.
Κι ο Ζοχάς του δίνει μια με το πλατύ του φύλλο και τον σκεπάζει ολόκληρο!
Κόντεψε να πνιγεί. Ανάσα δεν μπορούσε να πάρει. Έσπρωξε λίγο και έβγαλε το κεφαλάκι του στο πλάι, μα ο Ζοχάς τον πλάκωσε και με ένα άλλο φύλλο.
Μα δεν ήταν τυχαίο. Ο Ζοχάς ήταν εκεί για να κάνει τη ζωή τού Σίτου δύσκολη. Για να τον πλακώνει κάθε φορά που πάλευε να ξεμυτίσει και να πάρει ανάσα. Για να του στερήσει τον ήλιο και να μην τον αφήσει να μεγαλώσει. Για να καταστρέψει το όνειρό του να γίνει ένα μοσχοβολιστό καρβέλι.
Ήρθε η Άνοιξη. Τα υπόλοιπα σιτάρια είχαν ήδη τεντώσει ψηλά τα πράσινα κορμάκια τους και δέχονταν τη φροντίδα της βροχής και του ήλιου. Δεν κοιτούσαν χαμηλά, δεν έβλεπαν το δράμα του Σίτου. Ούτε και άκουγαν τη φωνούλα του όταν τους ζητούσε να τον βοηθήσουν.
Ο Σίτος είχε απομείνει εγκλωβισμένος κάτω από τα φύλλα του Ζοχά που όλο και μεγάλωναν, όλο και τον πλάκωναν πιο πολύ.
Ήταν απελπισμένος.
Ο Ζοχάς την αγριοκοίταξε. Η Ακρίδα δεν του έδωσε σημασία. Ο Ζοχάς θυμωμένος τίναξε τα φύλλα του για να τη διώξει και τότε φάνηκε από κάτω ο Σίτος!
– Μπα, μπα, ένα σιτάρι που είναι ακόμη μωρό! είπε η Ακρίδα. Τι κάνεις τεμπελάκο;
– Δεν είμαι τεμπέλης, απάντησε δειλά ο Σίμος, με έχει πλακώσει και δεν μπορώ να…
Ο Ζοχάς του έδωσε μια και τον εξαφάνισε πάλι.
Η Ακρίδα κατάλαβε τι γινόταν και έφυγε αποφασισμένη.
– Ζήτω! Είμαι ελεύθερος! φώναξε ο Σίτος. Ευχαριστώ Ακρίδες, ευχαριστώ πολύ!
Τότε, επιτέλους, τον είδαν και τα υπόλοιπα σιτάρια.
– Καημενούλη, πρέπει να βιαστείς, έχεις χάσει πολύ χρόνο. Έννοια σου, θα σε βοηθήσουμε.
Του άνοιξαν γύρω του χώρο, έτσι ώστε να έχει πιο πολύ ήλιο. Κι αυτός έβαλε τα δυνατά του να ανέβει ψηλά. Έπινε βροχή, έτρωγε από το χώμα, έπαιρνε ήλιο, προσπαθούσε με τόση θέληση!
Το Καλοκαίρι ο Σίτος ήταν ένα όμορφο, ψιλόλιγνο σιτάρι. Όταν τον θέριζαν, ήξερε πια ότι το όνειρό του θα γίνει πραγματικότητα!
Μα δεν ήταν. Εκεί, στη μέση του, ο Ζοχάς άρχισε να βγάζει φύλλα ξανά.
Γι αυτό, αν βρεθείτε σε ένα χωράφι με σιτάρια, έχετε το νου σας μήπως δείτε κανένα άλλο μικρό σιταράκι να το βασανίζει.