5.3 Η Δυτική Σκέψη και η εξάρτησή της από την Ελληνική Λογική - Point of view

Εν τάχει

5.3 Η Δυτική Σκέψη και η εξάρτησή της από την Ελληνική Λογική


Η παρούσα ανάρτηση ανήκει στο σύνολο των άρθρων του Χάρη Φουνταλή επί θεμάτων νοολογίας

5.3.1 Η λογική σε άσπρο-μαύρο, και το πρόβλημα των ορισμών

Σκεφτείτε, αυτή τη στιγμή που διαβάζετε το παρόν, είναι ημέρα ή νύχτα;
Αν είναι μεταξύ 10 το πρωί και 3 το απόγευμα (και δεδομένου οτι δεν βρίσκεστε στη βόρεια Νορβηγία, το βόρειο Καναδά, ή την Ανταρκτική), θα απαντήσετε με απόλυτη βεβαιότητα: «Ημέρα, φυσικά». Κι αν είναι γύρω στις 11 το βράδυ, ή 2 μετά τα μεσάνυχτα (και πάλι υποθέτοντας μέσα γεωγραφικά πλάτη), θα απαντήσετε: «Ασφαλώς και είναι νύχτα». Μάλιστα, για να ξέρουμε όλοι για τί μιλάμε, μπορούμε να καταφύγουμε σε έναν “ορισμό”:
«Μέρα είναι από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου. Μετά είναι νύχτα.»
Τί γίνεται όμως αν βρισκόμαστε σ’ εκείνα τα λεπτά του 24-ώρου κατά τα οποία ο ήλιος έχει μόλις δύσει, αλλά το ηλιακό φως διαχέεται ακόμη στην ατμόσφαιρα; Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, δεν είναι μέρα αλλά νύχτα, που μοιάζει να αντίκειται στην κοινή λογική. Νύχτα αμέσως μόλις δύσει ο ήλιος; Μπορείτε βέβαια να πείτε: «Μετά τη δύση είμαστε στο λυκόφως». Α, ώστε έτσι. Άρα ο παραπάνω ορισμός δεν είναι σωστός, γιατί εκτός από τη μέρα και τη νύχτα υπάρχει και το λυκόφως μετά τη δύση (άρα και το λυκαυγές, πριν την ανατολή). Πότε όμως ακριβώς περνάμε από το λυκόφως στη νύχτα; Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή; Όχι βέβαια. Αυτό που συμβαίνει είναι ένα σταδιακό πέρασμα από το λυκόφως προς τη νύχτα. Κάθε προσπάθεια επιβολής ενός ορισμού για το πόσο διαρκεί το λυκόφως μοιάζει τεχνητή, επιτηδευμένη, αμφισβητήσιμη, και άρα τελείως περιττή, αφού δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό παρά μόνο να πείσει τον κατασκευαστή του ορισμού οτι τάχα “ξέρει για τί πράγμα μιλάει”. Παράδειγμα:
«Το λυκόφως αρχίζει απο τη δύση του ήλιου, και διαρκεί για μία ώρα μετά απ’ αυτή.»
Ανοησίες. Πρώτα-πρώτα, λίγοι θα συμφωνούσαν οτι αμέσως μετά τη δύση του ήλιου έχουμε λυκόφως. Στους περισσότερους τόπους, για λίγα λεπτά μετά τη δύση του ήλιου η γενική εντύπωση είναι οτι εξακολουθούμε να έχουμε μέρα. Μάλιστα, όσο ανεβαίνετε προς τα βόρεια πλάτη (π.χ. προς την Ολλανδία και Δανία αν είστε στην Ευρώπη, ή προς τον Καναδά αν είστε στην Αμερική), τόσο τα λεπτά αυτά μετά τη δύση κατά τα οποία μοιάζει να είναι ακόμα ημέρα αυξάνονται, επειδή ο ήλιος διαγράφει ένα πιο μεγάλο τόξο, και δύει υπό οξύτερη γωνία στον ορίζοντα. Αν πάτε στην Αγία Πετρούπολη, στο Ελσίνκι, ή στο Όσλο, θα διαπιστώσετε οτι κάποιες μέρες του καλοκαιριού (γύρω στις 21 Ιουνίου, το “θερινό ηλιοστάσιο”) ο ήλιος δύει υπό τόσο οξεία (μικρή) γωνία, που δεν μοιάζει καθόλου με λυκόφως η κατάσταση του ουρανού. Μάλιστα, επειδή η Γη κάνει μικρές κυκλικές κινήσεις διάρκειας μερικών λεπτών (όπως κάνει και μια σβούρα που περιστρέφεται στο πάτωμα), μπορεί ο ήλιος να ξανα-ανατείλει για λίγα λεπτά — οπότε λέμε οτι έχουμε τον “ήλιο του μεσονυκτίου” —  για να ξανακατέβει κάτω από τον ορίζοντα στη συνέχεια. Σε καμιά στιγμή σε όλη αυτή τη διαδικασία δεν μοιάζει να υπάρχει λυκόφως. Έπειτα, από πού κι ως πού το λυκόφως διαρκεί για «μία ώρα» μετά τη δύση; Βάσει ποιας εξουσίας ή αυθεντίας αποφασίστηκε αυτό; Κάποιος άλλος μπορεί να διαφωνήσει και να πει «Όχι, το λυκόφως διαρκεί τρία τέταρτα», ή «μία ώρα και δέκα λεπτά»· και βέβαια, όλοι αυτοί οι ορισμοί είναι αυθαίρετοι και περιττοί, όπως προανέφερα. Υπάρχουν μόνο για να νομίζουμε οτι έχουμε έναν ορισμό για το πότε είναι λυκόφως και πότε νύχτα.
Αυτά όλα τα ανέφερα γιατί υπάρχει το ακριβώς αντίστοιχο πρόβλημα του πότε έχουμε να κάνουμε με μια ψυχή και πότε όχι. Πότε κατά την εξελικτική, και ακόμα πιο σπουδαία κατά την αναπτυξιακή διαδικασία, περνάμε από τη “μη ψυχή” στην “ψυχή”; Μπορεί κανείς να καταφύγει σε ψευδοορισμούς (π.χ., «Πέντε μήνες μετά τη σύλληψη»), που όμως θα είναι αυθαίρετοι, υποκειμενικοί, και άρα αμφισβητήσιμοι.
Υπάρχει όμως κάτι βαθύτερο που πρέπει να ερευνήσουμε, που πάει πέρα από έναν απλοϊκό ορισμό και μια απλή αμφισβήτησή του. Πρόκειται για την επιμονή της Δυτικής Σκέψης να επιβάλλει ορισμούς προκειμένου να ξέρει για τί μιλάει (ή σκέπτεται), και να χρησιμοποιεί τους ορισμούς αυτούς σαν θεμέλια για περαιτέρω ανάπτυξη θεωριών και σκέψης. Αυτή η Δυτική επιμονή είναι που μας υποχρεώνει να σκεφτόμαστε με όρους “άσπρου–μαύρου”, όπως: «Αυτό έχει ψυχή» και «Εκείνο δεν έχει». Όλα άρχισαν κάποτε, χιλιάδες χρόνια πριν, στον τόπο-μας.

5.3.2 Προέλευση της ασπρόμαυρης λογικής

Θυμάμαι πως κάμποσο καιρό πριν, ένας φίλος-μου (μη-Έλληνας) μου διηγιόταν το σενάριο μιας θεατρικής παράστασης που μόλις είχε δει, όπου ο συγγραφέας σατίριζε την άποψη οτι όλα φαίνεται να ξεκίνησαν από την αρχαία Ελλάδα. Υπήρχε λοιπόν ο ρόλος ενός καθηγητή κλασικών σπουδών στην παράσταση, όπου ο καλός καθηγητής υποστήριζε οτι εκτός από πράγματα που όλοι ξέρουμε οτι όντως προήλθαν από τους αρχαίους Έλληνες (δημοκρατία, αθλητισμός, θέατρο, χρήση νομισμάτων, κλπ.), ένα σωρό άλλα πράγματα είχαν επίσης αρχαιοελληνική καταγωγή· λόγου χάρη, χρήση οδοντόβουρτσας και οδοντόκρεμας· ηρεμιστικά χάπια κατά της αϋπνίας· ποδήλατο· χρήση πιστωτικής κάρτας· και άλλα διάφορα. Επειδή τα περισσότερα απ’ αυτά δεν θα μπορούσαν παρά να είναι προϊόντα της μετέπειτα εξέλιξης της τεχνολογίας, εκεί έβγαινε κάποιο γέλιο κατά την παράσταση από το κοινό, που έβλεπε το πόσο “μακριά πήγαινε τη βαλίτσα” της προέλευσης — από “υπερβάλλοντα ζήλο” φιλελληνισμού βέβαια — ο κύριος καθηγητής.
Και όμως, όσο κι αν είναι όντως γελοίο να υποστηρίζουμε οτι, π.χ., τις πιστωτικές κάρτες τις εφηύραν οι αρχαίοι Έλληνες, εντούτοις υπάρχουν πράγματι κάποια χαρακτηριστικά του Δυτικού πολιτισμού-μας που έχουν βαθιά τη ρίζα-τους εκεί, στην αρχαία Ελλάδα, και την αρχαία αυτή προέλευσή τους δεν την αντιλαμβανόμαστε με ευκολία. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό είναι η επιμονή-μας να βλέπουμε τα πράγματα σαν ν’ ανήκουν πάντα σε καλά ορισμένες κατηγορίες, σαν ή άσπρα ή μαύρα, ποτέ σαν ανήκοντα σε μια γκρίζα, ακαθόριστη περιοχή. Οι πιο φημισμένοι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι ξεκίνησαν αυτήν την παράδοση, του να δίνουμε δηλαδή έναν ορισμό για κάθε κατηγορία, και να αποφασίζουμε, βάσει του ορισμού, τί ανήκει και τί δεν ανήκει στην κατηγορία εκείνη. Ο Πλάτων, για παράδειγμα, στο έργο “Σοφιστής” αναφέρεται συγκεκριμένα σε ορισμούς, μέσω παραδειγμάτων. Βέβαια ότι γράφει ο Πλάτων μας λέει οτι το είπε ο Σωκράτης, οπότε δεν γνωρίζουμε ποιες από τις αναφερόμενες ιδέες προήλθαν όντως από το Σωκράτη, και ποιες ανέπτυξε κυρίως ο Πλάτων. Όμως και ο Αριστοτέλης, μαθητής του Πλάτωνος, ισχυρίζεται οτι την αναζήτηση ορισμών την ξεκίνησε ο Σωκράτης.
Πάντως ήταν ο Αριστοτέλης που ασχολήθηκε πρώτος με το ερώτημα του τί είναι μια κατηγορία, δηλαδή μια έννοια. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, μια έννοια είναι αυτό που είναι διότι έχει ένα σύνολο χαρακτηριστικών που την ορίζουν (βλ. “Αναλυτικά Πρότερα”, που είναι μέρος του συνόλου των έργων που ονομάζονται “Λογικά”, ή “Όργανον”). Για κάθε έννοια υπάρχει μια ουσία, που την κάνει να είναι αυτό που είναι («τὸ τί ἦν εἶναι»). Οι ουσίες είναι στην πραγματικότητα ορισμοί. Επίσης, κάθε έννοια ανήκει σε ένα γένος, και έχει μια ειδοποιό διαφορά, που της επιτρέπει ν’ ανήκει σ’ ένα ξεχωριστό είδος μέσα στο γένος. Για παράδειγμα, η έννοια “άνθρωπος” μπορεί να οριστεί σαν «ένα ζώο [αυτό είναι το γένος] που έχει την ικανότητα να διαλογίζεται [η ειδοποιός διαφορά]», σύμφωνα με την Αριστοτέλεια σκέψη.
Οι αντιδράσεις στη λογική των ορισμών δεν έλλειψαν από τους αρχαίους ακόμα χρόνους. Ιδίως είναι γνωστή η κριτική που άσκησαν οι Στωικοί φιλόσοφοι, παρόλο που τα έργα-τους δεν διασώθηκαν ως σήμερα (δυστυχώς, θεωρήθηκαν αντιτιθέμενα στη Χριστιανική θρησκεία). Ο Διογένης ο Λαέρτιος (3ος αι. μ.Χ.), για παράδειγμα, αναφέρει το εξής ανέκδοτο: Ο Πλάτων είχε δώσει τον ορισμό οτι άνθρωπος είναι «παν δίποδον άπτερον». Λογικό ακούγεται, αφού τα μόνα δίποδα, γνωστά κατά την αρχαιότητα, ήσαν τα πτηνά και ο άνθρωπος· και απ’ αυτά μόνο ο άνθρωπος είναι άπτερο ον. Όταν το άκουσε αυτό ένας άλλος Διογένης, αυτός της Σινώπης (ο Κυνικός φιλόσοφος, ο ίδιος που ζούσε σε πιθάρι, κατά τον 4ο αι. π.Χ.), έπιασε ένα κοτόπουλο, το ξεπουπούλιασε, και περιφερόταν μ’ αυτό στην αρχαία αγορά. Όταν τον ρωτούσαν οι περαστικοί, «Τί είναι αυτό που κουβαλάς στον ώμο-σου Διογένη;», εκείνος απαντούσε: «Ο άνθρωπος του Πλάτωνα!».
Αλλά η ιδέα του ορισμού και της “επακριβώς ορισμένης έννοιας” θριάμβευσε εκεί που πραγματικά όφειλε να θριαμβεύσει: στα μαθηματικά, και πιο συγκεκριμένα στη γεωμετρία, της οποίας η ανάπτυξη οφείλεται ουσιαστικά στους Έλληνες. Ολόκληρο το οικοδόμημα της Ευκλείδειας γεωμετρίας στηρίζεται στην έννοια της “επακριβώς ορισμένης έννοιας”, του ορισμού δηλαδή. Τί είναι “κύκλος”; Ορισμός: κύκλος είναι το σύνολο των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα άλλο δοσμένο σημείο. Δεν είναι δυνατό να συναγάγουμε κανένα συμπέρασμα περί κύκλων αν δεν έχουμε στα χέρια-μας αυτόν τον ορισμό, ώστε να ξεκινήσουμε από κάπου. Όταν ο μαθηματικός έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα «Απόδειξε οτι το τάδε αντικείμενο είναι του είδους Χ» (δηλαδή ανήκει στην κατηγορία Χ), το πρώτο πράγμα που σκέφτεται είναι: «Ποιος είναι ο ορισμός του είδους Χ; Αρκεί να αποδείξω οτι το δοσμένο αντικείμενο ικανοποιεί τον ορισμό του Χ». Αν αφαιρέσουμε τους ορισμούς από τα μαθηματικά είναι σαν να τραβάμε το χαλί κάτω από τα πόδια του μαθηματικού οικοδομήματος, το οποίο χωρίς αυτό το θεμελιακό συστατικό-του καταρρέει σαν χάρτινος πύργος.
Αντίθετα, άλλοι αρχαίοι λαοί εκτός των Ελλήνων δεν είχαν αναπτύξει ακόμη την έννοια της επακριβώς ορισμένης έννοιας. Για τους Βαβυλώνιους, λόγου χάρη, μια “στο περίπου” τιμή του π (του πηλίκου της περιφέρειας ενός κύκλου διά τη διάμετρό του) αρκούσε. Οι Βαβυλώνιοι πίστευαν οτι η τιμή του π είναι 3 (ενώ στην πραγματικότητα ο π όχι μόνο δεν είναι ακέραιος, αλλά δεν μπορεί να αναγραφεί επακριβώς με οποιοδήποτε πεπερασμένο πλήθος δεκαδικών ψηφίων: 3.14159265358979323...).(*) Το ίδιο μάλλον πίστευαν και οι αρχαίοι Εβραίοι, καθώς στην Αγία Γραφή (Χρον. Β΄ 4:2) αναγράφεται το εξής:
Καὶ ἐποίησεν τὴν θάλασσαν χητήν, πηχέων δέκα τὴν διαμέτρησιν, στρογγύλην κύκλοθεν,
καὶ πηχέων πέντε τὸ ὕψος, καὶ τὸ κύκλωμα πηχέων τριάκοντα.
Δηλαδή: «Και έφτιαξε τη λιωμένη θάλασσα, διαμέτρου δέκα πήχεων, σε σχήμα κύκλου, και ύψους πέντε πήχεων, και με περιφέρεια τριάντα πήχεις.» Άρα π = 30/10 = 3. Σε αντίθεση με τα παραπάνω, οι Έλληνες γνώριζαν όχι μόνο οτι ο π δεν είναι ακέραιος, αλλά και οτι είναι άρρητος αριθμός (δηλαδή δεν μπορεί να εκφραστεί σαν κλάσμα δύο ακεραίων). Ο Αρχιμήδης, τον 3ο αι. π.Χ., περιέγραψε μια μέθοδο μέσω της οποίας ο π βρίσκεται σαν το όριο των περιμέτρων πολυγώνων εγγεγραμμένων και περιγεγραμμένων σε κύκλο.
Εκτός από τη γεωμετρία, υπάρχει ένα ακόμη πεδίο της ελληνικής, και μετέπειτα Δυτικής διανόησης, όπου θριάμβευσε η “λογική σε άσπρο–μαύρο”: είναι ακριβώς το πεδίο της λογικής, που σήμερα θωρείται κλάδος των μαθηματικών (διδάσκεται στα πανεπιστήμια στους τομείς των μαθηματικών, ως “μαθηματική λογική”), στην αρχαιότητα όμως η διασύνδεση της λογικής με τα μαθηματικά δεν είχε γίνει ακόμη κατανοητή, οπότε η λογική θεωρείτο κλάδος της φιλοσοφίας. Η μαθηματική λογική, τουλάχιστον στον πυρήνα-της (που λέγεται “προτασιακός και κατηγορηματικός λογισμός”), θεμελιώνεται στην ιδέα οτι μια πρόταση είναι είτε σωστή, είτε λάθος. Αλήθεια-ή-ψέμα, δεν υπάρχει τίποτε το ενδιάμεσο, καμιά “γκρίζα” τιμή για την τιμή μιας πρότασης. Λόγου χάρη: «Κάθε άνθρωπος είναι θνητός.» Αλήθεια ή ψέμα; Αλήθεια, θα σκεφτεί κανείς, αφού δεν γνωρίζουμε κανέναν αθάνατο άνθρωπο. «Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος.» Αλήθεια κι αυτό — εκατό τοις εκατό. «Άρα ο Σωκράτης είναι θνητός», συμπεραίνει η κλασική λογική, που συχνά ονομάζεται και “Αριστοτέλεια λογική”, επειδή θεμελιώθηκε ουσιαστικά μέσω του έργου του Αριστοτέλη. Σκεφτείτε όμως και το εξής: «Κάθε άνθρωπος είναι είτε άντρας είτε γυναίκα.» Αλήθεια ή ψέμα; Μμμ... εδώ το πράμα σηκώνει συζήτηση. Δεν είναι μόνο οι ομοφυλόφιλοι, είναι κ’ εκείνοι που έχουν αλλάξει φύλο, αλλά κ’ εκείνοι που αισθάνονται οτι δεν έχουν φύλο, ή οτι ανήκουν πότε στο ένα φύλο και πότε στο άλλο. Στην αρχαία εποχή όμως οι στοχαστές δεν ασχολούνταν με τέτοιες “προβληματικές” προτάσεις, τις οποίες προσπερνούσαν αδιάφορα. Η κλασική λογική ασχολιόταν με προτάσεις που είχαν ξεκάθαρα δύο τιμές: αλήθεια ή ψέμα. Σήμερα βέβαια υπάρχουν και κλάδοι της μαθηματικής λογικής που δέχονται και άλλες τιμές, ενδιάμεσες, χώρια από την αλήθεια και το ψέμα· αλλά ο πυρήνας της λογικής όπως είπα, είναι ο κλασικός προτασιακός και κατηγορηματικός λογισμός, που είναι η “λογική σε άσπρο–μαύρο”, και που τον διδάσκεται ο σημερινός μαθηματικός, ο φιλόσοφος, αλλά και ο επιστήμονας υπολογιστών που ασχολείται με τον τομέα που λέγεται “τεχνητή νοημοσύνη”.
Οι αρχαίοι φιλόσοφοι ήσαν όλοι-τους άριστα εξοικειωμένοι με — και εκπαιδευμένοι στη — γεωμετρία. (Άλλωστε ο Πλάτων δεν ήταν εκείνος που έγραψε πάνω από την είσοδο της ακαδημίας-του: «ΜΗΔΕΙΣ  ΑΓΕΩΜΕΤΡΗΤΟΣ  ΕΙΣΙΤΩ», δηλαδή κανένας ανεκπαίδευτος στη γεωμετρία να μη μπει;) Παρόμοια, ήσαν άριστοι χρήστες της λογικής. Όντας λοιπόν πλήρως εξοικειωμένοι με την ιδέα του οτι για να μιλήσουμε για κάτι και να έχουν νόημα αυτά που θα πούμε, πρέπει να ξέρουμε επακριβώς για ποιο πράγμα μιλάμε, προσπάθησαν να επεκτείνουν την έννοια του ορισμού πέρα από το φυσικό-της περιβάλλον, που ήταν τα μαθηματικά. Την επέκτειναν λοιπόν σε τομείς όπως η φιλοσοφία. «Τί είναι άνθρωπος; — το τάδε.» «Τί είναι θεός; — το δείνα.» Αυτή η πρακτική όμως, όπως θα δούμε, είναι επιφανειακά μεν σωστή, κατά βάση δε λάθος. Ας δούμε πρώτα πώς αναπτύχθηκε η ιδέα του ορισμού και της “επακριβώς ορισμένης έννοιας” στους αιώνες που ακολούθησαν.

5.3.3 Περαιτέρω ανάπτυξη και επίδραση της ασπρόμαυρης λογικής στη Δυτική σκέψη

Μετά το λήθαργο στον οποίο έριξε ο Χριστιανισμός το Δυτικό πολιτισμό κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, όταν πια το Ευρωπαϊκό πνεύμα ξύπνησε κατά την περίοδο της Αναγέννησης και άρχισε να μελετάει τους αρχαίους συγγραφείς, ξανα-ανακάλυψε την έννοια της επακριβώς ορισμένης έννοιας. Δόθηκε ένας ορισμός του μέτρου, ως το 1/40.000 της περιμέτρου της Γης (παρόλο που η γήινη περίμετρος δεν ήταν γνωστή με απόλυτη ακρίβεια, γιαυτό ο ορισμός του μέτρου άλλαξε αργότερα). Κατασκευάστηκαν μηχανικά ωρολόγια που μετρούσαν το χρόνο με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια απ’ ότι οι αρχαίες και Μεσαιωνικές κλεψύδρες. Στη φυσική, ο Γαλιλαίος έδωσε τον ορισμό της ταχύτητας ως το λόγο του μήκους δια το χρόνο — μεταξύ πολλών άλλων θεμελιωδών ορισμών — ενώ ο Νεύτωνας θεμελίωσε τον απειροστικό λογισμό, που αποτελεί σήμερα μάλλον το πιο σημαντικό κομμάτι του οικοδομήματος των μαθηματικών και της κλασικής φυσικής. Με την ανάπτυξη της έννοιας της ακρίβειας, ο Δυτικός πολιτισμός γνώρισε εκπληκτική τεχνολογική ανάπτυξη — τόσο μεγάλη, που μέχρι τις μέρες-μας επισκιάζει οποιονδήποτε άλλον πολιτισμό στον πλανήτη, και τον οδηγεί σε εξαφάνιση.
Στη λογική, ο Άγγλος μαθηματικός George Boole έβαλε τα θεμέλια της μαθηματικοποίησης της λογικής, με αποτέλεσμα αυτή σήμερα να ονομάζεται στα αγγλικά “Boolean logic. Πρόκειται για την ίδια λογική που πρωτοδιατύπωσε ο Αριστοτέλης, αλλά περιβεβλημένη πλέον με μαθηματικό μανδύα. Επειδή οι σημερινοί υπολογιστές χρησιμοποιούν αυτή τη λογική (τη λογική των bits, όπου ένα bit είναι ή 0=“ψέμα”, ή 1=“αλήθεια”), ο Boole θεωρείται ως ένας από τους θεμελιωτές της επιστήμης υπολογιστών. Πραγματικά, ολόκληρος ο σημερινός τεχνολογικός πολιτισμός-μας βασίζεται στην ψηφιακή πληροφορία, που υλοποιείται μέσω της ασπρόμαυρης λογικής των bits. Χωρίς ψηφιακή πληροφορία, ούτε υπολογιστές θα υπήρχαν (άρα ούτε το παρόν κείμενο θα διαβάζατε, ελλείψει Ίντερνετ), ούτε κινητά τηλέφωνα, ούτε CD, ή DVD, ή MP3, ούτε τόσα και τόσα τεχνολογικά προϊόντα. Μάλιστα, αυτά τα προϊόντα που έχουμε σήμερα δεν είναι τίποτα μπροστά σ’ αυτά που εν δυνάμει μπορεί να παραγάγει η τεχνολογία στο μέλλον. Αν ο Δυτικός πολιτισμός δεν υποστεί κάμψη και παρακμάσει, αν δεν καταστραφεί από την ίδια-του τη ασυγκράτητη βουλιμία να αναπτυχθεί χωρίς όριο και μέτρο, τότε θα οφείλει την εκπληκτική-του ανάπτυξη ακριβώς στη “λογική σε άσπρο–μαύρο”, που πρωτοεμφανίστηκε δειλά-δειλά κάποτε στην αρχαία Ελλάδα, μεγάλωσε, θέριεψε, και συνεχίζει την οργιώδη ανάπτυξή της ως τις μέρες-μας.

5.3.4 Προβλήματα και αστοχίες της ασπρόμαυρης λογικής

Η ακρίβεια είναι καλή και άγια όσο ασχολούμαστε με τα μαθηματικά, και με τους τομείς της διανόησης που έχουν άμεση εξάρτηση από τα μαθηματικά, όπως η φυσική, η αστρονομία, και η τεχνολογία. Όσο απομακρυνόμαστε όμως από το μαθηματικό πυρήνα της επιστήμης, τόσο μικρότερο ρόλο παίζει η απόλυτη ακρίβεια και οι “αεροστεγείς” ορισμοί. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη βιολογία, η οποία βρίσκεται αρκετά κοντά στον πυρήνα της επιστήμης, αλλά όχι στο απόλυτο κέντρο ώστε να υπάρχουν κάποια στοιχειώδη μαθηματικά σ’ αυτή. Οι βιολόγοι, επηρεασμένοι από την επιτυχία των μαθηματικών επιστημών όπως η φυσική και η αστρονομία, επιχείρησαν να ορίσουν αυστηρά τις έννοιες της επιστήμης-τους. Θέλησαν λοιπόν να ορίσουν την έννοια “βιολογικό είδος”, δηλαδή τη μικρότερη κατηγορία στην οποία ανήκει κάθε ζώο, φυτό, μύκητας, κλπ. (Π.χ., εμείς οι άνθρωποι ανήκουμε στο είδος Homo sapiens· οι σκύλοι ανήκουν στο είδος Canis lupus, το είδος του λύκου δηλαδή· η στρουθοκάμηλος στο είδος Struthio camelus· κλπ.) Είπαν αρχικά οτι δύο έμβια όντα ανήκουν στο ίδιο είδος όταν μπορούν να ζευγαρώσουν (κι αν είναι του ίδιου φύλου, τότε εξετάζουμε τους άμεσους προγόνους-τους του αντίθετου φύλου) και από το ζευγάρωμα προκύπτουν απόγονοι που δεν είναι στείροι. Παράδειγμα: μια λέαιανα κ’ ένα αρσενικό λιοντάρι ανήκουν στο ίδιο είδος (Panthera leo) γιατί εν γένει μπορούν να ζευγαρώσουν, και οι σκύμνοι-τους (τα λιονταράκια) μπορούν κι αυτά να γεννήσουν άλλα λιονταράκια. Ένα λιοντάρι και μια τίγρη όμως ανήκουν σε διαφορετικά είδη, γιατί παρόλο που μπορούν μερικές φορές να ζευγαρώσουν, εντούτοις οι απόγονοί τους είναι στείρα ζώα· άρα δεν ικανοποιείται ο ορισμός “ίδιο είδος” σε όλα-του τα άρθρα στην περίπτωση αυτή, άρα οι τίγρεις είναι άλλο είδος (Panthera tigris). Έλα όμως που μερικές φορές η φύση αρνείται να μπει στα καλούπια των ορισμών! Παράδειγμα: το άλογο και ο γάιδαρος θεωρούνται οτι ανήκουν σε διαφορετικά είδη (το άλογο στο Equus caballus, και ο γάιδαρος στο Equus asinus). Παρόλο που η φοράδα μπορεί να ζευγαρώσει με τον αρσενικό γάιδαρο, ο καρπός αυτού του ζευγαρώματος, δηλαδή το μουλάρι, είναι ζώο στείρο. Ή τουλάχιστον, υποτίθεται στείρο. Και όμως έχουν παρατηρηθεί πάνω από 60 περιπτώσεις στον κόσμο όπου μουλάρια γέννησαν μικρά (η μία απ’ αυτές μάλιστα στην Ελλάδα, στο χωριό Ταξιάρχες, κοντά στη Δράμα(*)). Τί κάνουμε λοιπόν τώρα, αφού δεν ικανοποιείται πλήρως ο ορισμός; Είναι το άλογο και το γαϊδούρι ίδια είδη, ή διαφορετικά; Δεν έχει νόημα να επιμείνουμε να βρούμε μια απάντηση, γιατί το πρόβλημα προήλθε από την επιμονή-μας να ορίσουμε με ακρίβεια την έννοια “βιολογικό είδος”. Θα μπορούσαμε να πούμε οτι το άλογο και το γαϊδούρι είναι σχεδόν πάντα διαφορετικά είδη, και ν’ αφήσουμε το θέμα εκεί. Το “σχεδόν” όμως είναι το αντίθετο του “ακριβώς”, και αυτό δεν αρέσει στους — επιστημονικά γαλουχημένους — βιολόγους.
Ένα πιο σημαντικό — για μας — πρόβλημα ορισμού στη βιολογία είναι το ερώτημα του “τί είναι ζωή” — ακριβώς ανάλογο του “τί είναι ψυχή”. Δηλαδή, κάποτε οι βιολόγοι αναρωτήθηκαν, ποιος είναι ο ορισμός της έννοιας “ζωή”; Αν είχαμε έναν τέτοιο ορισμό θα μπορούσαμε να απαντήσουμε αμέσως στο ερώτημα του αν μια δοσμένη οντότητα είναι ζωντανή ή όχι. (Παρατηρείστε το ακριβώς ανάλογο θέμα με τον ορισμό της ψυχής.) Κάθε προσπάθεια όμως ορισμού της έννοιας “ζωή” ή “ζωντανό”, απέτυχε. Αρχικά είπαν οτι ζωντανή είναι η οντότητα που μπορεί να πολλαπλασιάζεται από μόνη-της· δηλαδή, χωρίς καμία ανθρώπινη επέμβαση, να μπορεί να παράγει αντίγραφα του εαυτού-της. Κατά τα μέσα του 20ού αιώνα όμως, ο μαθηματικός John von Neumann απέδειξε οτι μπορούν να υπάρξουν μηχανικές οντότητες, κατασκευασμένες από μοχλούς, βίδες, αρθρώσεις, και άλλα μηχανικά μέρη, που είναι σε θέση να αυτο-πολλαπλασιάζονται χωρίς ανθρώπινη επέμβαση. Θα τις λέγαμε ποτέ αυτές τις οντότητες “ζωντανές”; Άλλωστε σήμερα, με την πρόοδο των υπολογιστών και του προγραμματισμού, και φοιτητές ακόμα μπορούν να φτιάξουν προγράμματα που έχουν την ικανότητα να αυτο-πολλαπλασιάζονται, και κανένας δεν θα ήθελε να ονομάσει τα προγράμματα αυτά “ζωντανά”. Ύστερα πρόσθεσαν στον υποτιθέμενο “ορισμό” οτι εκτός από τον αυτο-πολλαπλασιασμό, η οντότητα θα έπρεπε να έχει και μεταβολισμό, δηλαδή να παίρνει υλικό από το περιβάλλον, μέρος του οποίου να αφομοιώνει, και να αποβάλλει στο περιβάλλον άλλο μέρος το οποίο δεν χρειάζεται. Και ο ορισμός αυτός όμως απέτυχε, γιατί τέθηκε το πρόβλημα των ιών: είναι οι ιοί ζωντανοί ή όχι; Δεν μπορούμε να το πούμε με βεβαιότητα, γιατί οι ιοί καί αυτο-πολλαπλασιάζονται, καί μεταβολισμό μπορούν να έχουν (κάτω από ορισμένες συνθήκες), αλλά οι βιολόγοι διστάζουν να τους πουν “ζωντανούς” οργανισμούς. Το πρόβλημα είναι οτι ο ιός δεν χρειάζεται ούτε το μεταβολισμό, ούτε την αναπαραγωγή. Μπορεί να υπάρξει σε λανθάνουσα κατάσταση επί απροσδιόριστο χρονικό διάστημα χωρίς να του συμβαίνει τίποτα, οπότε και δεν διαφέρει σε τίποτα από ένα άβιο σύνολο μορίων, από έναν κρύσταλλο άβιας ύλης. Επίσης, το ίδιο ακριβώς πρόβλημα μπορούμε να αναδείξουμε και πάλι μέσω προγραμμάτων σε υπολογιστές, όπου τα προγράμματα όχι μόνο αυτο-αναπαράγονται, αλλά και επιδεικνύουν λειτουργίες μεταβολισμού. Απέτυχε λοιπόν και ο βελτιωμένος ορισμός να κατηγοριοποίησει όλες τις οντότητες αυστηρά είτε σε άβιες, είτε σε έμβιες (“ζωντανές”).
Απομακρυνόμενοι ακόμα περισσότερο από τον “μαθηματικό πυρήνα” της επιστήμης (δηλαδή τη φυσική), και περνώντας από τη βιολογία στη νοολογία, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με χίλια-δυο προβλήματα αν θέλουμε να επιμείνουμε σε ορισμούς. Ουσιαστικά καμία έννοια δεν ορίζεται αυστηρά μέσω ενός “αεροστεγούς” ορισμού. Ας πάρουμε για παράδειγμα την έννοια “έπιπλο”. Μπορείτε να ορίσετε αυστηρά τί είναι το έπιπλο; Ο ορισμός-σας σίγουρα θα είναι τέτοιος που θα περιλαμβάνει τις καρέκλες, γιατί αν οι καρέκλες δεν είναι έπιπλα, τότε ποια είναι; Πολύ ωραία. Το καθισματάκι του μωρού στο αυτοκίνητο όμως τί είναι, έπιπλο; Και καλά το μωρουδιακό κάθισμα· με τα ίδια τα καθίσματα του αυτοκινήτου τί γίνεται; Κι αυτά έπιπλα είναι; Θα σκεφτόσασταν ποτέ να δώσετε τα καθίσματα του αυτοκινήτου σαν παραδείγματα αν σας ρωτούσαν «Πες-μου παράδειγμα ενός επίπλου!»;
Ερευνητές νοολόγοι έκαναν ακριβώς τέτοια πειράματα (π.χ. ο J. A. Hampton, το 1979, και στη συνέχεια πολλοί άλλοι), και διαπίστωσαν οτι οι άνθρωποι είναι σίγουροι πως ορισμένα αντικείμενα ανήκουν σε μια έννοια (ή κατηγορία, π.χ.: “έπιπλο”), ενώ για άλλα αντικείμενα δεν είναι τόσο σίγουροι. Για παράδειγμα, ο Hampton ζητούσε από εξεταζόμενους στο εργαστήριό του να βάλουν ένα βαθμό στο κατά πόσον είναι σίγουροι οτι κάτι είναι “λαχανικό”. Τα λάχανα και τα ραδίκια έπαιρναν την υψηλότερη βαθμολογία, αλλά οι ντομάτες όχι τόσο ψηλή (στην Αμερική οι ντομάτες θεωρούνται ελαφρώς και σαν φρούτο, και ο τοματοχυμός πίνεται από μερικούς σαν τους άλλους χυμούς φρούτων), ενώ οι ελιές και τα φύκια ήσαν στο μεταίχμιο του “είναι λαχανικό” και “δεν είναι λαχανικό” (κάποια φύκια τρώγονται, ιδίως στην ιαπωνική κουζίνα). Το πιο ενδιαφέρον είναι (όπως έδειξαν μετέπειτα έρευνες) οτι ο ίδιος εξεταζόμενος μπορεί να χαρακτηρίσει π.χ. τις ελιές σαν “λαχανικό” τη μια φορά, και όταν εξεταστεί πάλι μετά από μερικές εβδομάδες (μεταξύ άλλων ερωτήσεων), να χαρακτηρίσει τις ελιές σαν “όχι λαχανικό”, έχοντας ξεχάσει την προηγούμενη απόλυτη άποψή του. Κ’ εσείς μπορείτε να εξετάσετε τον εαυτό-σας αν αναρωτηθείτε: «Ας πω το όνομα ενός πτηνού, γρήγορα, το πρώτο που θα μου έρθει στο μυαλό!» Πιθανά θα πείτε «σπουργίτι». Ή μπορεί «περιστέρι» αν ζείτε σε πόλη, ή «κότα» αν ζείτε σε χωριό. Σίγουρα όμως δεν θα πείτε «στρουθοκάμηλος» ή «πιγκουΐνος», παρόλο που γνωρίζετε πολύ καλά οτι κ’ εκείνα πτηνά είναι. Γιατί; Διότι, παρά τους ορισμούς περί πτηνών που μπορεί να έχουν οι βιολόγοι, η έννοια “πτηνό” δεν βασίζεται σε ορισμούς μέσα στο μυαλό-σας (ας πούμε στο ποια γονίδια πρέπει να έχει το DNA ενός πτηνού), αλλά σε παραδείγματα πτηνών, απ’ αυτά που βλέπετε πιο συχνά. Τα τυπικά πουλιά έχουν φτερά και πετάνε, και είναι μικρά. Αυτά είναι στον πυρήνα της έννοιας “πτηνό”. Η στρουθοκάμηλος είναι τεράστια, και βέβαια δεν πετάει· ούτε οι πιγκουΐνοι πετάνε, είναι κι αυτοί μεγαλόσωμοι (τουλάχιστον κάποια είδη-τους) και κολυμπάνε σαν ψάρια. Αυτά δεν είναι καθόλου τυπικά χαρακτηριστικά ενός πουλιού. Έτσι λοιπόν, στρουθοκάμηλοι και πιγκουΐνοι ανήκουν στην περιοχή την άλω, απομακρυσμένα από τον πυρήνα με τα “τυπικά πτηνά”. Το ίδιο μπορούμε να πούμε πρακτικά για κάθε έννοια που μπορεί να συλλάβει ο νους του ανθρώπου.
Αυτές οι έρευνες δείχνουν οτι η αρχαία άποψη των Πλάτωνα–Αριστοτέλη οτι κάθε έννοια ορίζεται αυστηρά μέσω ενός ορισμού δεν είναι σωστή, γιατί δεν συμβαδίζει με αυτά που παρατηρούμε για το πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι. Όταν οι θεωρίες δεν εξηγούν τα δεδομένα, τότε είναι οι θεωρίες που μπαίνουν στην άκρη, όχι τα δεδομένα. Σήμερα στη νοολογία λέμε οτι οι έννοιες δεν ορίζονται μέσω ορισμών (που μέσω ασπρόμαυρης λογικής είτε καταχωρούν στην κατηγορία είτε απορρίπτουν από αυτήν το αντικείμενο), αλλά οτι περιλαμβάνουν παραδείγματα, άλλα απ’ τα οποία είναι πιο τυπικά, άλλα λιγότερο τυπικά, ενώ άλλα ανήκουν σε μια “γκρίζα” περιοχή όπου είναι δύσκολο να πούμε με βεβαιότητα οτι ανήκουν στην κατηγορία ή όχι.

5.3.5 Πώς η ασπρόμαυρη λογική αδυνατεί να “χωρέσει” την έννοια “ψυχή”

Μια που αναφέραμε στην προηγούμενη υπο-ενότητα το πρόβλημα του ορισμού της ζωής, ενδιαφέρον είναι να παρατηρήσουμε εδώ οτι όποτε ο νους του ανθρώπου ερχόταν αντιμέτωπος με μια αναφυόμενη ιδιότητα της ύλης, όπως η ζωή, η ψυχή, ή ακόμα και η φωτιά, κατέφευγε σε δύο λύσεις: ο μεν αρχαίος νους πρότεινε τη θεϊκή προέλευση (Προμηθέας → φωτιά, Θεός → ζωή, Θεός → ψυχή)· ο δε νεότερος, επιστημονικός νους κατέφευγε σε μια άλλη — εξίσου λανθασμένη — άποψη: οτι υπάρχει μια ειδική ουσία που προκαλεί τις παρατηρούμενες ιδιότητες. Συγκεκριμένα:
  • Το 1667, ο Γερμανός ιατρός και αλχημιστής Johann Joachim Becher δημοσίευσε το έργο-του “Φυσική εκπαίδευση”, στο οποίο πρότεινε οτι κάθε υλικό που μπορεί να καεί έχει μέσα-του μια ειδική ουσία που την ονόμασε “φλογιστόν” (από την ελληνική λέξη φλοξ - φλογός). Φυσικά, καμία τέτοια ειδική ουσία δεν υπάρχει. Τα υλικά που μπορούν ν’ αρπάξουν φωτιά περιέχουν μόρια (πολλών και διαφόρων τύπων, δηλαδή χημικών ενώσεων) που μπορούν να ενωθούν εύκολα με οξυγόνο. Η βίαιη ένωση τρισεκατομμυρίων μορίων με το οξυγόνο παράγει την αναφυόμενη ιδιότητα που αντιλαμβανόμαστε σαν “φλόγα”.
  • Στις αρχές του 20ού αιώνα (το 1907), όπως ήδη αναφέρθηκε σε ένα προηγούμενο εδάφιο, ο Γάλλος φιλόσοφος Henri Bergson πρότεινε οτι κάθε έμβιος οργανισμός είναι ζωντανός γιατί περιέχει μια ειδική ουσία, που την ονόμασε “ζωτική δύναμη” (“élan vital). Εννοείται οτι καμία τέτοια ουσία δεν υπάρχει. Τα όντα που είναι ζωντανά περιλαμβάνουν οργανίδια, ιστούς, και διάφορες ουσίες, όλα διατεταγμένα με τέτοιο τρόπο ώστε το όλον να παρουσιάζει τις ιδιότητες εκείνες που αποδίδουμε στη ζωή (κίνηση, λήψη τροφής, πολλαπλασιασμό, κλπ.). Με άλλα λόγια, το όλον παρουσιάζει την αναφυόμενη ιδιότητα που ονομάζουμε “ζωή”.
  • Μέχρι τις μέρες-μας ακόμα, οι περισσότεροι πιστεύουν οτι κάθε άνθρωπος είναι άνθρωπος γιατί περιέχει μια ειδική “ουσία” (αν και συνήθως θεωρούν οτι αυτή είναι χωρίς φυσική υπόσταση), την οποία ονομάζουν “ψυχή”. Το παρόν κείμενο προσπαθεί να δείξει οτι καμία τέτοια ειδική “ουσία” δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει, και για το λόγο αυτό “ψυχή” (δηλαδή την αναφυόμενη ιδιότητα της έννοιας “εγώ”) δεν έχουν μόνο οι άνθρωποι, αλλά — σε μικρότερο βαθμό — και κάποια ζώα.
Το πρόβλημα που προκύπτει με την παραδοχή της ειδικής οντότητας που ο μέσος άνθρωπος ονομάζει “ψυχή” είναι οτι κάθε ζωντανός οργανισμός πρέπει είτε να την έχει, είτε να μην την έχει. Είναι ένα πρόβλημα ασπρόμαυρης λογικής. Με τη λογική αυτή δεν μπορούμε να πούμε οτι το τάδε ζωντανό ον έχει “λίγη ψυχή”, για τον ίδιο λόγο που δεν μπορούμε να πούμε οτι μια γυναίκα είναι “ολίγον έγκυος”. Ή έχεις έμβρυο μέσα στην κοιλιά-σου ή δεν έχεις. Αν η ψυχή είναι μια — έστω άυλη — οντότητα, τότε ο κάθε δοσμένος οργανισμός ή έχει απ’ αυτήν την οντότητα ή δεν έχει· μέση λύση δεν υπάρχει. Άρα, ο σκύλος, ή έχει ψυχή ή δεν έχει. Αν δεν έχει ψυχή — ωιμέ! — κλάφτε-τα ζωοόφιλοι όλου του κόσμου! Το αγαπημένο-σας κατοικίδιο είναι ένα άψυχο αντικείμενο, που σας ξεγελάει με τα καμώματά του, κάνοντάς σας να νομίζετε οτι έχει ψυχή· αλλά είναι τόσο άψυχο όσο και το σαλάμι που αγοράσατε από το σούπερ μάρκετ. Άρα, αφού το κατοικίδιό σας δεν έχει ψυχή, γιατί κλαίτε και οδύρεστε αν τύχει και σαλαμοποιηθεί από το διερχόμενο αυτοκίνητο; σαλάμι το ένα, σαλάμι και τ’ άλλο! Ε λοιπόν, γιατί αυτή η σκέψη, αγαπητοί ζωόφιλοι, σας κάνει να επαναστατείτε; Μήπως γιατί κατά βάθος πιστεύετε οτι το κατοικίδιό σας έχει απ’ αυτή την οντότητα που τη λέτε “ψυχή”; Αλλά αν έχει τί γίνεται αυτή η οντότητα όταν πεθαίνει; Για τους ανθρώπους λέμε οτι “παρέδωσε το πνεύμα εις Κύριον”, δηλαδή η ψυχή-του πήγε στο Δημιουργό-της. Για τους σκύλους τί να πούμε; Οτι παραδίδουν την ψυχή-τους κι αυτοί; Πού; Μήπως υπάρχει και παράδεισος σκύλων, όπως ας πούμε έχουμε και κλινικές σκύλων εδώ στη Γη; Γελοίο δεν ακούγεται; Και όντως είναι, αλλά η γελοιότητα είναι απλώς αποτέλεσμα της αρχικής λαθεμένης λογικής σε άσπρο–μαύρο, οτι δηλαδή η ψυχή είτε υπάρχει είτε όχι.
Το πρόβλημα των εκτρώσεων
Πολύ πιο σοβαρό πρόβλημα που υψώνει εμπρός-μας η ασπρόμαυρη λογική είναι το ερώτημα του αν ένα γονιμοποιημένο ανθρώπινο ωάριο έχει ψυχή ή όχι. Αν όχι, τότε κανένα πρόβλημα δεν υπάρχει με την έκτρωση και την αποβολή-του από τον οργανισμό. Αλλά κάποτε μέσα στη διάρκεια της κύησης δεν πρέπει ν’ αποκτά ψυχή; Γιατί, τί στην ευχή, άψυχα γεννιούνται τα μωρά; Οπότε, ποια χρονική στιγμή έρχεται αυτή η ειδική ουσία στο έμβρυο, ώστε να ξέρουμε πότε εμφανίζεται το ηθικό πρόβλημα της έκτρωσης; Όσο για την περίπτωση του ν’ αποκτά το ωάριο ψυχή αμέσως με τη γονιμοποίηση, ήδη ανέφερα ένα σωρό προβλήματα που προκαλεί αυτή η ιδέα, στην εισαγωγή αυτού του κειμένου.
Όλα αυτά είναι ψευδοπροβλήματα, απόρροια της λανθασμένης ιδέας οτι κάθε οργανισμός πρέπει είτε να έχει ψυχή είτε να μην έχει. Αντίθετα, αν δεχτούμε οτι η ψυχή είναι μια αναφυόμενη ιδιότητα, τότε είναι δυνατό να πούμε οτι ένας οργανισμός έχει “στοιχειώδη” ψυχή, ο άλλος έχει “απλή”, κι ο δείνα έχει “σύνθετη”, “πολύπλοκη” ψυχή. Μπορούμε να δεχτούμε μια συνεχή διαβάθμιση στο πόσο πολύπλοκη μπορεί να είναι μια ψυχή, με την υψηλότερη τιμή να κατέχεται από οποιονδήποτε άνθρωπο ενήλικο σε εγρήγορση (ξυπνητό), και με σώας τας φρένας.
Άρα το μικρό παιδί έχει απλούστερη ψυχή από έναν ενήλικο. Ακούγεται παράξενο; Αν ακούγεται έτσι, είναι γιατί όταν χρησιμοποιώ τη λέξη “ψυχή”, αυτόματα το μυαλό-σας πάει στην οικεία έννοια, αυτήν την οποία κριτικάρω όλη την ώρα και ισχυρίζομαι οτι είναι μόνο μια προσέγγιση της πραγματικότητας. Αν όμως με τη λέξη “ψυχή” εννοήσετε την αναφυόμενη ιδιότητα της έννοιας “εγώ”, τότε δεν τίθεται κανένα αξεπέραστο εμπόδιο, γιατί η εσωτερική παράσταση του “εγώ” μπορεί να είναι στοιχειώδης, απλοϊκή, απλή, σύνθετη, πολυσύνθετη, ή να έχει οποιαδήποτε ενδιάμεση τιμή πολυπλοκότητας. Ένα γονιμοποιημένο ωάριο; Όχι, προφανώς δεν έχει τέτοιου είδους ψυχή, καθώς είναι ανίκανο να διατηρεί εσωτερικές παραστάσεις· δεν έχει νευρωνικά κύτταρα, αφού είναι ένα σκέτο κύτταρο από μόνο-του. Κάποτε στη διάρκεια της κύησης, το έμβριο αναπτύσσει τα πρώτα νευρωνικά κύτταρα (τους νευρώνες), αλλά δεν αποκτά αυτόματα εσωτερικές παραστάσεις, γιατί ένας ή δυο νευρώνες είναι εντελώς ανεπαρκείς για να επιτύχουν κάτι τέτοιο. Πόσοι ακριβώς νευρώνες επαρκούν, ώστε να ξέρουμε πότε πρωτοσχηματίζεται αυτή η διαφορετική έννοια της ψυχής; Λάθος ερώτημα! Τόσο λάθος, όσο και το ερώτημα του πότε ακριβώς περνάμε από το λυκόφως στη νύχτα. Ποτέ δεν συμβαίνει κάποια τέτοια μαγική στιγμή. Γιαυτό και το ερώτημα του πότε ακριβώς είναι ηθικά θεμιτό να διακόψουμε την κύηση του εμβρύου είναι ένα λαθεμένο ερώτημα, αφού προϋποθέτει “άσπρη–μαύρη” απάντηση. Στις Η.Π.Α. έχουν σημειωθεί ακόμα και δολοφονίες γιατρών από φανατικούς θρησκόληπτους, επειδή οι πρώτοι εκτελούσαν εκτρώσεις και οι δεύτεροι έχουν αποφασίσει οτι το γονιμοποιημένο ωάριο έχει αυτόματα “ψυχή” — με την κλασική έννοια. Αν οι άνθρωποι καταλάβαιναν οτι αυτό για το οποίο μάχονται (διακινδυνεύοντας την ελευθερία-τους, ή και τη ζωή-τους ακόμα, γιατί σε κάποιες Πολιτείες των Η.Π.Α. υπάρχει η θανατική ποινή) είναι ένα ψευδοπρόβλημα, αυτά τα βίαια επεισόδια και οι δολοφονίες θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί.
Και τί μπορούμε να κάνουμε για τους άλλους θανάτους, αυτούς των εμβρύων; Πότε έχουμε ηθικό πρόβλημα αφαίρεσης ζωής (ή ψυχής), και πότε όχι;
Η δική-μου άποψη είναι οτι όπως δεν υπάρχει άσπρο–μαύρο στο ερώτημα του πότε δημιουργείται η ψυχή, έτσι δεν υπάρχει άσπρο–μαύρο στο πότε εμφανίζεται το ηθικό πρόβλημα. Το “πρόβλημα” ξεκινάει από το μηδέν, όταν έχουμε ένα σκέτο γονιμοποιημένο ωάριο, γιατί αυτό έχει μηδενική δυνατότητα εσωτερικών παραστάσεων. Μπορεί βέβαια να σκεφτεί κανείς οτι το γονιμοποιημένο ωάριο είναι ένας εν δυνάμει ενήλικος άνθρωπος. Μα όλα τα κύτταρα του ανθρώπινου σώματος είναι εν δυνάμει άνθρωποι. Όπως έδειξαν τα πειράματα κλωνοποίησης, από οποιοδήποτε κύτταρο μπορούμε να πάρουμε το DNA, να το κλωνοποιήσουμε, και να φτιάξουμε έναν ζώντα οργανισμό — υγιή η μη-υγιή δεν έχει σημασία, πάντως ζώντα. Γιατί λοιπόν έχει τόση σημασία το ωάριο που είναι γονιμοποιημένο; Επειδή γίνεται ενήλικος “πιο εύκολα”; Μα τότε, αν είναι απλώς ζήτημα ευκολίας, περιμένετε λίγο καιρό να τελειοποιηθεί η τεχνική της κλωνοποίησης, κ’ ελάτε μετά να συζητήσουμε ποιο γίνεται ενήλικος πιο εύκολα: το ωάριο στην κοιλιά-σας, ή το κύτταρο στη ρίζα της τρίχας που μόλις ξερριζώσατε με το τσιμπιδάκι;
Από κει και πέρα, καθώς το έμβρυο αρχίζει να μεγαλώνει σε πολυπλοκότητα, μεγαλώνει και το ηθικό δίλημμα αντίστοιχα. Προς το παρόν δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πόσο πολύπλοκες είναι οι εσωτερικές παραστάσεις του ανθρώπινου εμβρύου σε κάθε στάδιο της ανάπτυξής του. Γιαυτό και δεν είναι σωστό να παίρνουμε απόλυτες δικονομικές αποφάσεις, του τύπου οτι είτε η έκτρωση είναι ανθρωποκτονία, είτε οτι δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα μ’ αυτήν. Καθώς η νοολογία προοδεύει, θα είμαστε στο μέλλον σε θέση να εκτιμήσουμε με πιο μεγάλη σιγουριά το μέγεθος του ηθικού προβλήματος σε κάθε στάδιο της κύησης. Τότε, γνωρίζοντας το μέγεθος του προβλήματος, θα μπορούμε ν’ αποφασίσουμε και με ορθολογικό τρόπο το πότε πρέπει να επεμβαίνει ο νόμος, και πόσο αυστηρή πρέπει να είναι η ποινή όταν επεμβαίνει. Προς το παρόν, επειδή δεν γνωρίζουμε, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να πάψουμε να παίρνουμε εξτρεμιστική, απόλυτη στάση, και όσο το έμβρυο δεν έχει ακόμα γεννηθεί, ν’ αφήνουμε τους ίδιους τους γονείς να πράττουν κατά την κρίση-τους, χωρίς να επεμβαίνει η Πολιτεία. Στο κάτω-κάτω, σήμερα, μέσα στην άγνοιά της, μπορεί η Πολιτεία να είναι αυτή που κάνει λάθος όταν παίρνει μια εξτρεμιστική στάση. Ποιος θα τιμωρήσει την Πολιτεία για τα λάθη-της, και πώς;

5.3.6 Η έννοια “ψυχή” δεν περιορίζεται αποκλειστικά σε ένα σώμα

Η ιδέα που θα αναπτύξω στην υπο-ενότητα αυτή δεν είναι δική-μου, αλλά οφείλεται αποκλειστικά στον μέντορά μου, Douglas Hofstadter. Ομολογώ οτι ξαφνιάστηκα όταν την πρωτοσυνάντησα. Διάβασα το βιβλίο-του “I Am a Strange Loop αυτό που ανέφερα στην αρχή του κειμένου δύο χρόνια αφότου τελείωσα τη διατριβή-μου και αποφοίτησα, και δεν είχα κάνει κάποια συζήτηση μαζί-του όλο εκείνο το διάστημα. Παρόλο που ο Doug έγραφε το βιβλίο όταν ακόμη εγώ ήμουν διδακτορικός φοιτητής υπό την εποπτεία-του, οι συζητήσεις-μας περιστρέφονταν γύρω από τη δική-μου εργασία, και όχι γύρω από το βιβλίο-του του οποίου γνώριζα μόνο τον τίτλο γιατί ο Doug προτιμούσε να μη μιλάει για τα περιεχόμενα του βιβλίου που ετοίμαζε. Η ιδέα είναι η εξής.
Είπαμε νωρίτερα οτι το “εγώ” είναι μια έννοια που σχηματίζεται στο νου του ανθρώπου, ξεκινώντας από μια πολύ απλοϊκή μορφή, και αποκτώντας εξαιρετική πολυπλοκότητα καθώς μεγαλώνει ο άνθρωπος και οι εμπειρίες συσσωρεύονται στη μνήμη. Είπαμε όμως επίσης οτι εκτός από το “εγώ”, όλοι-μας σχηματίζουμε και την έννοια του “άλλου”, για κάθε άλλον άνθρωπο τον οποίο γνωρίζουμε στη ζωή. Αυτός ο “άλλος” μπορεί να είναι κάποια στιγμιαία γνωριμία που κάναμε στη διάρκεια μιας χειραψίας που ανταλλάξαμε, ή ένας από τους γονείς-μας, ή ο σύντροφος με τον οποίο μοιραζόμαστε μαζί τη ζωή. Στην πρώτη περίπτωση, η πολυπλοκότητα της έννοιας “άλλος” (ή “εκείνο το άτομο”) είναι μηδαμινή, γιατί προλάβαμε να καταχωρήσουμε μόνο ελάχιστη πληροφορία στη μνήμη-μας στη διάρκεια μιας απλής χειραψίας: ίσως μια έκφραση του προσώπου, κάποια ρούχα που το πρόσωπο φορούσε, ή κάτι τέτοιο· μάλιστα, όσο περνάει ο καιρός από το συμβάν ξεχνάμε σιγά-σιγά τις διάφορες λεπτομέρειες, με αποτέλεσμα η απλή έννοια “εκείνο το άτομο” να γίνεται ακόμα απλούστερη.
Στην περίπτωση των γονιών ή του συντρόφου-μας όμως, τα πράγματα αλλάζουν. Για τους ανθρώπους αυτούς έχουμε λάβει χιλιάδες πληροφορίες, άρα η αντίστοιχη έννοια που έχουμε σχηματίσει στη μνήμη-μας είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Όχι τόσο πολύπλοκη όσο η έννοια για το δικό-μας “εγώ” ασφαλώς, αλλά πάντως πολύπλοκη. Αντίστοιχα, και για τον ίδιο λόγο, κ’ εκείνοι έχουν σχηματίσει μια πολύπλοκη έννοια “άλλου” που περιγράφει το δικό-μας “εγώ”, όπως μας έχουν γνωρίσει και μας βλέπουν εκείνοι.
Τί σημαίινει αυτό; Οτι η έννοια “εγώ” που απεικονίζει τον εαυτό-μου δεν υπάρχει αποκλειστικά και μόνο στο δικό-μου νου, αλλά “διαχέεται” λίγο και στους νους των άλλων ανθρώπων. Δεν έχει βέβαια την εκπληκτική πολυπλοκότητα που έχει προσλάβει στο δικό-μου νου, αλλά πάντως υπάρχει. Στο νου του ανθρώπου με τον οποίο αντάλλαξα μια φευγαλέα χειραψία, το δικό-μου “εγώ” είναι στοιχειώδες, απογυμνωμένο από σχεδόν τα πάντα, τόσο απλό όσο και η έννοια “εκείνο το άτομο” που σχημάτισα για κείνον στο νου-μου. Αλλά στο νου της μητέρας-μου, η έννοια “το παιδί-μου” που απεικονίζει εμένα πρέπει να είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Μάλιστα, η έννοια αυτή στο νου της μητέρας-μου διαθέτει και ορισμένες πληροφορίες που δεν τις διαθέτει το δικό-μου “εγώ” στο νου-μου: το με τί έμοιαζα όταν γεννήθηκα και με βάλανε στην αγκαλιά-της, το αίσθημα που ένοιωσε όταν με θήλασε για πρώτη φορά, το πάρτυ γενεθλίων όταν έγινα ενός έτους, κ’ ένα σωρό παραστάσεις από την εποχή που το δικό-μου “εγώ” ήταν “στα γεννοφάσκια-του”, όταν δεν μπορούσα να καταχωρώ μόνος-μου στη μνήμη-μου τα γεγονότα που με αφορούσαν. Ακόμα, η μητέρα-μου μπορεί να έχει σχηματίσει και κάποια εντύπωση για το χαρακτήρα-μου την οποία δεν έχει το δικό-μου “εγώ”, γιατί αλλιώς βλέπω τον εαυτό-μου εγώ, αλλιώς ένας άλλος.
Αν λοιπόν το “εγώ” ενός ατόμου είναι μια εσωτερική παράσταση, τότε η παράσταση αυτή δεν βρίσκεται αποκλειστικά και μόνο σε ένα σώμα (σε έναν εγκέφαλο), αλλά κάποια αντίγραφά της — εν είδει καρικατούρας βέβαια, συγκρινόμενα με το προσωπικό-του “εγώ” — υπάρχουν και στους νους των ανθρώπων που γνώρισαν το άτομο αυτό, είτε διεξοδικά, είτε φευγαλέα.
Άρα όταν το άτομο πεθαίνει, αυτό που χάνεται είναι το κυρίαρχο “εγώ”, αυτό που βρισκόταν στο νου του ίδιου του ατόμου. Μένουν όμως οι παραστάσεις στους νους των άλλων ανθρώπων. Έστω κι αν είναι χονδροειδείς σε λεπτομέρεια, σίγουρα είναι πιο πολύ απ’ το τίποτα.
Αυτή λοιπόν ήταν η σκέψη του Hofstadter που αξίζει προσοχής. Η συνηθισμένη υλιστική άποψη είναι οτι όταν ο άνθρωπος πεθαίνει, εξαφανίζεται τελείως, αφού δεν υπάρχει “ψυχή” — με την παραδοσιακή έννοια — που να διαχωρίζεται από το σώμα και να πηγαίνει ποιος-ξέρει-πού. Η άποψη του Hofstadter — που, μετά από λεπτομερή εξέταση άρχισα να τη συμμερίζομαι κ’ εγώ, καθώς δεν βρήκα κάποιο ισχυρό επιχείρημα για να την αντικρούσω — είναι οτι εφόσον το “εγώ” που μας αφορά αποτελεί ουσιαστικότατο μέρος της ύπαρξής μας (ίσως μάλιστα το πιο ουσιαστικό απ’ όλα), κι αν δεχτούμε οτι το σώμα-μας δεν κατέχει την αποκλειστικότητα της δυνατότητας για εσωτερική παράσταση του “εγώ”-μας, τότε με το θάνατο του σώματος το “εγώ” δεν χάνεται ολοκληρωτικά· κάποια — απλοϊκά δομημένα, έστω — τμήματά του συνεχίζουν να υπάρχουν στους γύρω-μας, σε όσους μας γνώρισαν. Το μόνο σημείο όπου διαφωνώ ελαφρά είναι η σημαντικότητα του “κυρίως εγώ” (αυτού που υλοποιείται στο σώμα-μας), σε σύγκριση με εκείνη των τμημάτων του “εγώ” που υλοποιούνται στους νους άλλων ανθρώπων. Το “κυρίως εγώ” μου φαίνεται οτι παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στην ύπαρξή μας που κάνει όλα τα άλλα να μοιάζουν σαν “φτωχοί συγγενείς-του” (πάμφτωχοι, ίσως). Ο Hofstadter νομίζω οτι δίνει περισσότερη σημασία στα άλλα τμήματα του “εγώ” απ’ αυτήν που αξίζουν.
Το συμπέρασμα που βγάζω από την ιδέα αυτή είναι οτι όποιος θέλει να μεγιστοποιήσει την ύπαρξή του (όχι την υλική, αλλά τη νοητική), θα πρέπει να κάνει ότι μπορεί για να τον θυμούνται όσο το δυνατόν πιο πολύ οι συνάνθρωποί του. Βέβαια μας ενδιαφέρει συνήθως να μας θυμούνται με καλό τρόπο. Μπορεί να γίνει κανείς διάσημος γιατί δολοφόνησε κάποιον άλλο με “ιδιαζόντως ειδεχθή” τρόπο. Δεν είναι όμως έτσι που επιθυμεί ο μέσος άνθρωπος να παραμείνει στη μνήμη των συνανθρώπων-του. Πολύ πιο επιθυμητή είναι η μνήμη που έχουμε για την προσωπικότητα ενός Σωκράτη, ενός Αρχιμήδη, ή ενός Ιησού. Κατά κάποιον τρόπο, μπορούμε να πούμε οτι οι άνθρωποι αυτοί κατόρθωσαν να παραμείνουν αθάνατοι.


Pages