Το ανοσολογικό σύστημα έχει ως σκοπό την προστασία του οργανισμού από ξένους εισβολείς, όπως είναι τα μικρόβια, τα παράσιτα ή τα ξένα κύτταρα. Το ανοσολογικό σύστημα παρουσιάζει 4 χαρακτηριστικές ιδιότητες:
1. Εκπαιδεύεται, δηλαδή όταν θα προσβληθεί από τον εισβολέα θα “μάθει” τον εισβολέα και θα αναπτύξει ειδική ανοσία.
2. Αναπτύσσει ειδική μνήμη έναντι των εισβολέων που έχει “δει”.
3. Παρουσιάζει ανοσολογική ανοχή, δηλαδή δε στρέφεται κατά του εαυτού του αλλά διακρίνει τα στοιχεία του οργανισμού του από τα ξένα (αυτοανοχή).
4. Συνεργάζεται και με άλλα συστήματα του οργανισμού, όπως το νευρικό, μεταβολικό, ενδοκρινολογικό.
Η απώλεια της αυτοανοχής οδηγεί σε παθολογικές καταστάσεις που ονομάζονται αυτοάνοσα νοσήματα που σημαίνει ότι το ανοσολογικό σύστημα επιτίθεται εναντίον δικών του κυττάρων, ιστών και οργάνων με αποτέλεσμα την ανάπτυξη νόσου.
Τα αυτοάνοσα νοσήματα είναι πολυπαραγοντικής αιτιολογίας. Στην ανάπτυξή τους συμμετέχουν γενετικοί, περιβαλλοντικοί (π.χ ιοί, μικρόβια, υπεριώδης ακτινοβολία), ορμονικοί (π.χ οιστρογόνα) και νευροψυχολογικοί παράγοντες (π.χ ψυχοτραυματικά γεγονότα, έντονο στρες).
Τα αυτοάνοσα νοσήματα αφορούν όλες τις ηλικιακές ομάδες και διακρίνονται σε:
α) οργανοειδικά, δηλαδή σε αυτά όπου προσβάλλεται ένα όργανο (π.χ Διαβήτης τύπου Ι) και σε
β) συστεμικά όπου προσβάλλονται πολλά όργανα (π.χ ερυθηματώδης λύκος, ρευματοειδής αρθρίτιδα κλπ.).
Στρες και Αυτοάνοσα Νοσήματα
Το ανοσοποιητικό σύστημα είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στο στρες. Η κύρια ορμόνη του στρες, η κορτιζόλη έχει επίδραση στο ανοσοποιητικό σύστημα. Γενικά, βοηθά στην εξισορρόπηση της ανοσοποιητικής λειτουργίας. Όταν το στρες είναι ισχυρό, ο έλεγχος της κορτιζόλης στο ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί μόνιμα να μειωθεί, οδηγώντας στην αύξηση της φλεγμονής. Η αύξηση της φλεγμονής οδηγεί σε ένα εύρος ασθενειών και διαταραχών συμπεριλαμβανομένων αυτοάνοσων, καρδιολογικών νοσημάτων και διαβήτη. Το ποια διαταραχή θα αναπτυχθεί κάθε φορά είναι αποτέλεσμα συνδυασμού γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Όταν το στρες είναι ισχυρό, ο οργανισμός αρχίζει να αποκτά αντίσταση στην κορτιζόλη ή δεν παράγει αρκετή κορτιζόλη. Όταν αυτό συμβαίνει, η φλεγμονή μπορεί να αυξηθεί λόγω ελλείμματος ενδογενούς αναχαίτισης. Η αύξηση της φλεγμονής μπορεί λοιπόν να οδηγήσει στην εκδήλωση και αυτοάνοσων νοσημάτων. Ενδεχομένως το στρες δεν προκαλεί αυτοάνοσο νόσημα από μόνο του. Ωστόσο για άτομα που έχουν γενετική προδιάθεση, το στρες μπορεί να είναι ένας από τους παράγοντες που οδηγούν στην ανάπτυξη της ασθένειας.
Υπάρχουν πάνω από 50εκ. Αμερικανοί που ζουν με ένα αυτοάνοσο νόσημα και το 75% είναι γυναίκες σύμφωνα με τον Αμερικανικό Οργανισμό για τα Αυτοάνοσα Νοσήματα.
Αυτές οι ασθένειες είναι χρόνιες και η αποτελεσματικότητα της θεραπείας είναι απρόβλεπτη.
Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να επιβραδύνει την πρόοδο της νόσου, όμως σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχουν από ήπιες ως σοβαρές παρενέργειες των φαρμάκων. Ένας παράγοντας που κάνει τη διάγνωση και τη θεραπεία δύσκολη είναι η ευρεία ποικιλία των συμπτωμάτων και οι πολλαπλές περιοχές του οργανισμού που μπορεί να επηρεαστούν.
Η φαρμακευτική αγωγή μπορεί να επιβραδύνει την πρόοδο της νόσου, όμως σε αρκετές περιπτώσεις υπάρχουν από ήπιες ως σοβαρές παρενέργειες των φαρμάκων. Ένας παράγοντας που κάνει τη διάγνωση και τη θεραπεία δύσκολη είναι η ευρεία ποικιλία των συμπτωμάτων και οι πολλαπλές περιοχές του οργανισμού που μπορεί να επηρεαστούν.
Η διάγνωση μπορεί να πάρει πολλά χρόνια, ειδικά αν δε λαμβάνονται σοβαρά υπόψη τα συμπτώματα ή ο ασθενής έχει πειστεί ή έχει οδηγηθεί από το περιβάλλον του να αισθάνεται ότι όλα τα συμπτώματα είναι “στο μυαλό του”, κάτι που συνεισφέρει στο να αισθάνονται οι ασθενείς αβέβαιοι για τα συμπτώματά τους και να αναρωτιούνται πόσο γνωρίζουν το σώμα τους και τον οργανισμό τους. Είναι ενθαρρυντικό να τονιστεί ότι η συνεχής ιατρική έρευνα που έχει ως αποτέλεσμα την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία έχει δώσει στους ασθενείς την ελπίδα ότι μπορούν να ζήσουν πιο ολοκληρωμένη και πιο παραγωγική ζωή.
Ζώντας με ένα Αυτοάνοσο Νόσημα:
κοινωνικό και συναισθηματικό πλαίσιο
Ένα κοινό θέμα που αναδύεται ανάμεσα στους ανθρώπους που ζουν με ένα αυτοάνοσο νόσημα είναι το συναίσθημα της μοναξιάς με την ασθένειά τους. Αρκετοί θεωρούν ότι η οικογένεια και οι φίλοι είναι διαθέσιμοι και υποστηρικτικοί αρχικά ή όταν προκύψει μια κρίση, όπως είναι η νοσηλεία, αλλά ότι αυτή η υποστήριξη εξασθενίζει μακροπρόθεσμα.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι η οικογένεια και οι φίλοι έχουν και οι ίδιοι από τη μεριά τους βιώσει την απώλεια του αγαπημένου πρώην εαυτού του ασθενούς και συχνά αισθάνονται από τη μεριά τους άγχος και θλίψη. Οι αντικρουόμενες ανάγκες του ασθενή μεν, να βρει και να αποδεχτεί μια καινούρια αίσθηση του εαυτού και αυτές των αγαπημένων δε, να πιαστούν απ’ ό,τι ήξεραν ως τώρα μπορεί να αποτελέσουν πηγή έντασης και στρες στις σχέσεις.
Αρκετοί άνθρωποι με χρόνιο αυτοάνοσο νόσημα νιώθουν ότι υπάρχει ένα έλλειμμα κατανόησης από τους κοντινούς τους ανθρώπους για τις εμπειρίες που βιώνουν και μια έλλειψη επιθυμίας από τους κοντινούς τους να μάθουν για την πάθησή τους.
Αυτό μπορεί να δημιουργήσει συναισθήματα απόρριψης που μπορεί να οδηγήσουν σε αυξημένα συναισθήματα απομόνωσης και μοναξιάς.
Το να διαγνωστεί κάποιος και να ζει με ένα αυτοάνοσο νόσημα, πολλές φορές επηρεάζει την εικόνα του εαυτού και την αντίληψη για τον εαυτό. Ερωτήματα όπως, “ποιος θα με θέλει τώρα” ανακύπτουν, ειδικά σε νεαρότερα και ανύπαντρα άτομα. Συναισθήματα χαμηλής αυτοεκτίμησης, θλίψης, ακόμα και κατάθλιψης συχνά βιώνονται από ανθρώπους που ζουν με αυτοάνοσα νοσήματα και κάποια άτομα μπορεί να βρίσκουν βοηθητική την ψυχοθεραπεία.
Αποτελεσματικότητα της ψυχοθεραπείας
στα αυτοάνοσα νοσήματα
Οι ερευνητές έχουν διαπιστώσει μια σημαντική μείωση στα επίπεδα κατάθλιψης, ανησυχίας και καθημερινού στρες σε όσους αντιμετωπίζονται ψυχοθεραπευτικά με γνωστικοσυμπεριφορικές μεθόδους και μια σημαντική βελτίωση στη γενική ποιότητα ζωής και τη βίωση σωματικών συμπτωμάτων.
Με τη γνωστικοσυμπεριφορική θεραπεία επιτυγχάνεται επαναπρογραμματισμός των σκέψεων όσον αφορά τις πεποιθήσεις υγείας. Επίσης, με την αλλαγή των δυσλειτουργικών αρνητικών σκέψεων επιτυγχάνεται αλλαγή στη συμπεριφορά και τη συναισθηματική βίωση. Τέλος, ο ψυχολόγος υγείας βοηθάει τον ασθενή να δεχθεί τη διάγνωση και να προσαρμόσει ανάλογα τη ζωή του, να κατανοήσει τις πληροφορίες του ιατρού και άλλων επαγγελματιών υγείας, να συμμορφωθεί με τη φαρμακευτική αγωγή και την όποια θεραπεία και να βάλει στοχους για το μέλλον.
Βιβλιογραφία
“Association of Stress-Related Disorders With Subsequent Autoimmune Disease,” Song, H., Fang, F., Tomasson, G., et al, JAMA 2018; 319:2388-2319
McGonagle D, McDermott MF. A proposed classification of the immunological diseases. PLoS Med. 2006;3:e297.
Efficacy of Cognitive Behavioural Therapy for the Treatment of Chronic Stress in Patients with Lupus Erythematosus: A Randomized Controlled Trial. Psychotherapy and Psychosomatics 2010; 79:107-115