όπως αυτό νοείται από την ελληνική εταιρεία φιλοσοφικής ψυχολογίας και ψ/θ
Το ποιες εκφράσεις, αντιδράσεις και συμπεριφορές του ανθρώπου είναι φυσιολογικές και ποιες παθολογικές, είναι γνωστό στον ευρύ χώρο της κλινικής ψυχολογίας και ψυχοπαθολογίας πόσο είναι σχετικό, πόσο είναι δηλαδή ασαφή και ακαθόριστα τα όρια μεταξύ των δύο αυτών εννοιών ειδικά στον άνθρωπο. Έτσι, για να ορίσουμε εδώ τις δύο αυτές ασαφείς καταστάσεις, δεχόμαστε τουποκειμενικό κριτήριο. Αυτό σημαίνει ότι, κατ΄ αρχάς, θεωρούμε μία κατάσταση ότι είναι "παθολογική" όταν ο άνθρωπος αισθάνεται, νοιώθει ο ίδιος έτσι. (Αυτό βέβαια δε θέλει να πει ότι αν δεν νοιώθει έτσι, δεν "πάσχει" κάπου. Απλά, το "πάσχειν" του εκφράζεται με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο βαθμό που ο ίδιος δεν το αντιλαμβάνεται...).
Από την άλλη δε μεριά ισχύει και το αντίθετο: μπορεί δηλαδή να νοιώθει (να νομίζει) κάποιος ότι "πάσχει" και ότι χρειάζεται κάποια "θεραπεία" χωρίς όμως αυτό να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι οι όροι "φυσιολογικό" και "παθολογικό" (ή "ομαλή" και "ανώμαλη" συμπεριφορά) στον άνθρωπο, αναφέρεται ουσιαστικά σ΄ ένα ποσοτικό (στατιστικό) χαρακτηρισμό. Αναφέρεται δηλαδή στο τι ισχύει συνήθως, κατά μέσο όρο, στα μέλη μιας συγκεκριμένης κοινωνίας μία δεδομένη εποχή. Κάθε απόκλιση απ΄ αυτόν το μέσο όρο βγαίνει, περισσότερο ή λιγότερο, από τα όρια του φυσιολογικού ή ομαλού.
Αποκλίσεις του φυσιολογικού ή ομαλού στη φυσική γενικά λειτουργία του ανθρώπου μπορούν να θεωρηθούν:
1) η μη απόκτηση σε ορισμένη ηλικία της ανάπτυξης και γενικά της ψυχοσωματικής ωριμότητας και συγκρότησης του ατόμου, σύμφωνα με το τι ισχύει στην πλειοψηφία των ατόμων της κοινωνίας στην οποία ζει το άτομο στην ίδια περίπου ηλικία.
2) Η εκτροπή γενικά της συμπεριφοράς του ατόμου προς μη συνηθισμένες (αναφορικά πάντα με το μέσο όρο των γύρω του) εκφράσεις και αντιδράσεις.
3) Η υπερβολική καθυστέρηση στην εμφάνιση κάποιων συγκεκριμένων ψυχο-πνευματικών συμπεριφορών, σε σχέση πάντα με το τι συμβαίνει στα άλλα γενικά μέλη της κοινωνίας που ζει το συγκεκριμένο άτομο.
4) Η μη τήρηση της συνήθους σειράς με την οποία εμφανίζονται γενικά σε έναν πληθυσμό οι διάφορες ψυχο-σωματικές και πνευματικές λειτουργίες κατά τη φάση της ανάπτυξης του ανθρώπου.
5) Η υπέρβαση σε μια ορισμένη χρονολογική ηλικία των συνήθων λειτουργιών και συμπεριφορών που εμφανίζονται γενικά στην πλειονότητα των ατόμων στην ίδια περίπου χρονολογική ηλικία.
6) Η εμμονή (προσκόλληση) του ατόμου σε ορισμένες αντιδράσεις και συμπεριφορές οι οποίες θα έπρεπε να έχουν πλέον ξεπεραστεί καθώς και η οπισθοδρόμηση (ή παλινδρόμηση) σε ψυχοσωματικές και πνευματικές λειτουργίες και συμπεριφορές που είχαν ήδη στην αναπτυξιακή του πορεία ξεπεραστεί.
Από τις παραπάνω περιπτώσεις που θεωρούνται τυπικές αποκλίσεις της φυσιολογικής (ομαλής) συμπεριφοράς και λειτουργικότητας γενικά του ατόμου, συμπεραίνεται ότι ο κοινός παράγων που λαμβάνεται εδώ υπ΄ όψη για μια τέτοια κρίση και αξιολόγηση, είναι ο παράγων "χρόνος". Αυτός αποτελεί ένα από τα "βασικά σημεία αναφοράς" βάσει του οποίου θα χαρακτηριστεί ένα άτομο φυσιολογικό και ομαλό ή όχι. Πρόκειται για έναν παράγοντα ο οποίος βρίσκεται εκτός του ανθρώπου αυτού καθ΄ αυτού. Δεν έχει δηλαδή καμία σχέση με τον άνθρωπο και τη συμπεριφορά του. Απλά αποτελεί, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, ένα αντικειμενικό "σημείο αναφοράς" που έχουμε πάντα ανάγκη για να κρίνουμε και να αξιολογήσουμε οτιδήποτε. (Περισσότερα για τη χρονολογική ηλικία και γενικά για τις «ηλικίες του ανθρώπου», βλ. στο ομώνυμο κεφάλαιο του βιβλίου του Γ. Ρίζου, Εισαγωγή στη ψυχολογία του ενιαίου ανθρώπου, Αθήνα 1997).
Είναι προφανές ότι τα κριτήρια γενικά της φυσιολογικής και ομαλής ή μη λειτουργίας και συμπεριφοράς του ανθρώπου είναι συμβατικά. Χαρακτηρίζονται δηλαδή σ΄ ένα μεγάλο βαθμό από αυθαιρεσία και σχετικότητα. Και είναι λογικό να είναι τα κριτήρια συμβατικά και, επομένως, αυθαίρετα και σχετικά αφού, την αναμενόμενη φυσιολογική και ομαλή λειτουργία ενός κατασκευάσματος του ανθρώπου, π.χ. μιας μηχανής, μόνο ο "κατασκευαστής" του ή οι "προδιαγραφές" που ο ίδιος έχει αναφέρει σαφώς, μπορεί να την καθορίσει.
Και συγκεκριμένα, υπάρχει εδώ αυθαιρεσία και σχετικότητα γιατί δεν λαμβάνεται καθόλου υπ΄ όψη κάτι το οποίο αποτελεί σήμερα αυτονόητο από όλους τους ειδικούς. Ότι δηλαδή, κάθε άτομο ακολουθεί, μέχρι ένα βαθμό, ένα δικό του προσωπικό ρυθμό ανάπτυξης και γενικά λειτουργίας, έκφρασης και συμπεριφοράς.
Θεωρείται αυτονόητο ότι, το αναπτυξιακό θέμα κάθε ζωντανού οργανισμού που γεννά η φύση εξαρτάται, αφ΄ ενός μεν από τις κληρονομικές του καταβολές (γονότυπο), αφ΄ ετέρου δε από τιςεπιδράσεις, ερεθίσματα (προσλαμβάνουσες) του περιβάλλοντος στο οποίο γεννήθηκε και ζει. Ειδικά δε για τον άνθρωπο, εξαρτάται κυρίως και από το πώς το συγκεκριμένο άτομο χειρίζεται (αντιδρά) τις δύο προηγούμενες παραμέτρους στη ζωή του μέχρι σήμερα. Αν αντιδρούσε δηλαδή θετικά(Εγωικά) ή αρνητικά (ψευτοεγωικά).
Φεύγοντας, για λίγο, από την παγκοσμίως ακαδημαϊκή τυποποίηση και ταξινόμηση των ψυχοπαθολογικών διαταραχών της συμπεριφοράς του ανθρώπου (DSM), θα μπορούσαμε, σύμφωνα με μία «αυθαίρετη» ταξινόμηση της παρούσας άποψης, να διακρίνουμε αυτές τις διαταραχές σε κάποιους κεντρικούς «κορμούς» (ή άξονες).
1. Προβλήματα επικοινωνίας. Πρόκειται για τα κύρια προβλήματα που απασχολούν λίγο-πολύ όλους τους "ασθενείς" που αντιμετωπίζει η παρούσα άποψη τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σ’ αυτούς που ζητούν να συμμετάσχουν στις ομάδες αυτογνωσίας της φ.ψ.& ψ/θ.
Αυτά αναλύονται στην επικοινωνία με τον εαυτό και την επικοινωνία με τους άλλους.
Σύμφωνα με το θεωρητικό μοντέλο της φ.ψ. & ψ/θ, τα προβλήματα επικοινωνίας με τους άλλους, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, προβάλλουν (καθρεπτίζουν) τα προβλήματα επικοινωνίας με τον εαυτό μου και, αντίστροφα, αυτά θα εκφραστούν (καθρεπτιστούν) οπωσδήποτε με κάποιο τρόπο στην επικοινωνία με τους άλλους.
Μ΄ αυτή την έννοια, όταν λέμε εδώ "προβλήματα επικοινωνίας" εννοούμε κατά βάση προβλήματα επικοινωνίας με τον εαυτό. Αυτά θεωρούμε ότι βρίσκονται στον πυρήνα κάθε άλλου προβλήματος και διαταραχής του ψυχικού μηχανισμού του ανθρώπου.
Το παρόν ψυχο-φιλοσοφικό μοντέλο του ανθρώπου θεωρεί τον όρο "επικοινωνία" συνώνυμο με τον όρο "γνώση". Με αυτό δε τον όρο νοείται εδώ μία κατάσταση βίωσης, βαθιάς δηλαδή αντίληψης του εαυτού μου και όχι μία απλή εξωτερική γνώση. Λέγοντας δε στη συνέχεια "γνώση του εαυτού" (αυτογνωσία) με την παραπάνω έννοια, νοείται η συνειδητοποίηση τόσο των λεγόμενων"αδύνατων σημείων μου" όσο και των "ισχυρών".
Στο βαθμό που έχει δημιουργηθεί (με πολύ συστηματική προσπάθεια) αυτή η κατάσταση (αυτογνωσία) στον άνθρωπο, στον ίδιο βαθμό αυτή ισχυροποιεί τις αδύνατες λειτουργίες (αδυναμίες) του ψυχικού μηχανισμού του και, από την άλλη μεριά, σταθεροποιεί και εκφράζει καλύτερα (καθαρότερα) τις ισχυρές, καθώς επίσης και τις διαταραχές και αρρυθμίες του πολυεπίπεδου οργανισμού του. Έτσι και μόνο έτσι θεωρούμε ότι ο άνθρωπος μειώνει αποτελεσματικά τις ατέλειές του και τις εξ αυτών λανθασμένες επιλογές και αντιδράσεις του και, παράλληλα, αξιοποιεί και εκφράζει δημιουργικά τα ισχυρά του σημεία. Αυτές δηλαδή τις λειτουργίες του οι οποίες αποτελούν τη "βάση", την "κινητήρια δύναμη" της ύπαρξής του. Έτσι επιτυγχάνει όσο μπορεί καλύτερα να ισορροπεί και να ελέγχει τόσο τις υπερβολές όσο και τιςελλείψεις στη δική του (Εγωική) φυσιολογική έκφραση και, επομένως, στη φυσιολογική -υγιή- λειτουργία, τόσο των αδύνατων όσο και των ισχυρών σημείων του ψυχο-σωματικού οργανισμού του.
Μ΄ αυτό το τρόπο θα πρέπει να νοείται ο όρος αυτογνωσία στη παρούσα έκφραση.
2. Έλλειψη αυτοπεποίθησης. Γι΄ αυτό το πρόβλημα, το οποίο αποτελεί ένα από τα πιο βασικά τουwellbeen του ανθρώπου και για το οποίο έχουν γραφτεί πολλά μέχρι σήμερα από άλλες ψυχολογικές απόψεις για τη φύση και την έκφρασή του καθώς και τα αίτια δημιουργίας του, η παρούσα άποψη το "βλέπει" σαν έκφραση όχι πρωτογενή αλλά δευτερογενή, έκφραση δηλαδή συμπτωματική. Έκφραση η οποία, βασιζόμενη σε κάποια "αδύνατα σημεία" μας, εμφανίζεται ως συνέπεια κάποιας άλλης ισχυρότερης (σημαντικότερης) αδυναμίας μας. Και η πιο ισχυρή (σημαντική) αδυναμία στο ανθρώπινο ον, σύμφωνα με τη φ.ψ.& ψ/θ, δεν μπορεί να είναι άλλη από την προαναφερθείσαέλλειψη αυτογνωσίας.
Η ίδια σχέση ισχύει και για τα άλλα γενικά "προβλήματα" και "διαταραχές" που αντιμετωπίζει η φ.ψ.& ψ/θ δουλεύοντας ατομικά ή σε ομάδα: το άγχος, την ανησυχία γενικά τόσο για τον εαυτό μου, (τις διάφορες πτυχές της ζωής μου γενικά) όσο και για τους "δικούς μου" καθώς επίσης και την ανασφάλεια και την έλλειψη αυτοεκτίμησης.
Με βάση τις προαναφερθείσες «παθολογικές καταστάσεις» που βιώνουν τα άτομα και ζητούν την ατομική ή σε ομάδα «θεραπεία» της φιλοσοφικής συμβουλευτικής και ψυχοθεραπείας, η μεθοδολογία αντιμετώπισης αυτών των διαταραχών, αναλύεται αντίστοιχα σε τρεις άξονες(κύκλους) ασκήσεων αυτογνωσίας ως εξής:
1ος άξονας (κύκλος): συνειδητοποίηση και συγκεκριμένες ασκήσεις πρακτικής εφαρμογής ελέγχου εκφράσεών μας οι οποίες γίνονται αυτόματα, μηχανικά (ασυνείδητα). Αποτελούν δηλαδήαντιδράσεις και όχι δράσεις.
Σ΄ αυτόν δηλαδή τον κύκλο δουλεύουμε σκοπεύοντας, σ΄ ένα πρώτο στάδιο, να γνωρίσουμε καλά (συνειδητοποιήσουμε) ότι οι περισσότερες εκφράσεις μας, απ΄ όλα τα επίπεδα και πτυχές της ύπαρξής μας, είναι μηχανικές, αυτόματες, δηλαδή ασυνείδητες. Είναι με άλλα λόγια, σύμφωνα με τη σημειολογία της παρούσας άποψης, αντιδράσεις και όχι δράσεις του ανθρώπου.
Αυτό σημαίνει ότι αυτές οι εκφράσεις μας, τις οποίες έχουμε μάθει κατά τη διάρκεια της ζωής μας μέσα στο περιβάλλον που έχουμε ζήσει μέχρι σήμερα και τις οποίες εκφράζουμε συνήθως στην καθημερινή μας ζωή, αποτελούν αντιδράσεις της στιγμής. Αντιδράσεις δηλαδή οι οποίες επιλέγονται όχι από το μόνο αντικειμενικά συνειδητό μέρος του ανθρώπου, το φυσικό "κέντρο" και"πυρήνα" της ύπαρξής του, το Εγώ του, αλλά από άλλα "ευκαιριακά κέντρα" (εξωγενείςπεριβαλλοντικές καταστάσεις που διαμορφώνουν ευκαιριακά τη στάση του συνειδητού Εγώ του, κατά τη διάρκεια της ζωής του). Αυτά τα "κέντρα" τα οποία ονομάζονται από την παρούσα άποψη"ψευτο-εγώ".
Αυτές λοιπόν οι αντιδράσεις είναι φυσικό και αναμενόμενο, όντας ασυνείδητες εκφράσεις του ανθρώπου, να μην είναι δυνατό να αποτελούν εκφράσεις του φυσικού και μοναδικού Εγώ. Αυτού δηλαδή που αποτελεί το μοναδικό "κέντρο" στον άνθρωπο που γνωρίζει το σωστό, δηλαδή το πραγματικά και ουσιαστικά ωφέλιμο, το πραγματικά και ουσιαστικά συμφέρον του συγκεκριμένου ανθρώπου για τη συγκεκριμένη στιγμή που εκφράζεται.
Αυτού του πρώτου σταδίου ακολουθεί ένα δεύτερο στο οποίο περιλαμβάνονται πρακτικές εφαρμογές. Περιλαμβάνουν δηλαδή συγκεκριμένες ασκήσεις αυτοελέγχου που εφαρμόζουμε στις εκφράσεις και αντιδράσεις σε κάθε επίπεδο στην καθημερινή μας ζωή. Ελέγχουμε δηλαδή αν κάθε είδους κρίση και γενικά έκφραση θέλω μας που εκδηλώνουμε είναι "σύννομη" με το φυσικό μας κέντρο, το Εγώ. Αν είναι με άλλα λόγια η κρίση μας και γενικά το θέλω μας σωστό, δηλαδή ουσιαστικά ωφέλιμο. Την ωφελιμότητα τη σταθμίζουμε με ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια τα οποία έχουμε δεχτεί από την αρχή και τα οποία βασίζονται σε συγκεκριμένες βασικές αρχές του φυσικού Εγώ κάθε ανθρώπου.
Με τις ασκήσεις δηλαδή αυτές προσπαθούμε να εκφραζόμαστε σε κάθε περίπτωση Εγωικά. Έτσι, στο βαθμό που συμβαίνει επιτυχώς αυτό, επιτυγχάνουμε ανάλογα τη μείωση των λανθασμένων (για εμάς), άρα μη ωφέλιμων, βλαβερών (έστω και αδιόρατα) αντιδράσεων. Ταυτόχρονα δε ισχυροποιούμε, ανάλογα και εδώ, το ίδιο το Εγώ μας αφού, σύμφωνα πάντα με την παρούσα έκφραση της φ.ψ.& ψ/θ, όσο εκφράζεται ο άνθρωπος Εγωικά, δηλαδή συνειδητά, τόσο αυτό ισχυροποιείται, ενισχύεται. Και αντίστροφα...
2ος άξονας. Εδώ, στη συνέχεια, και χωρίς να σταματήσει ο καθένας για τον εαυτό του να δουλεύει με τον αυτοέλεγχο, μαθαίνουμε να προσπαθούμε πάντα προς τον ίδιο στόχο, με έναν άλλο διαφορετικό τρόπο.
Συγκεκριμένα, αντίθετα από τις μη πραγματικά δικές μας (ψευτοεγωικές) αντιδράσεις που προσπαθούμε να βρούμε και να ελέγξουμε στον 1ο άξονα, εδώ προσπαθούμε να βρούμε και να ενισχύσουμε τις πραγματικά δικές μας, τις Εγωικές εκφράσεις μας. Αυτές (αναφέρονται οι πιο γνωστές στη σελ. 7), στην παρούσα αντιμετώπιση, τις ονομάζουμε αρετές του ανθρώπου. (Για την ακρίβεια, οι αρετές είναι του Εγώ τις οποίες προσπαθεί στη ζωή του να εκφράσει ο άνθρωπος). Αυτές είναι γενικά κοινές για κάθε Εγώ, για κάθε δηλαδή άνθρωπο. Απλά διαφοροποιούνται σε κάθε άνθρωπο ως προς τη φυσική τους ένταση (δυναμικό) και τρόπο έκφρασης.
Στο βαθμό που τις ενισχύουμε (λειτουργώντας πάντα συνειδητά), ανάλογα ενισχύουμε και εδώ τοΕγώ μας. Και όσο ενισχύεται το Εγώ μας, τόσο εκφράζονται αυτές πιο καθαρά (αμιγώς) και, επομένως, πιο δημιουργικά. Αυτό σημαίνει, όπως ακριβώς και στον 1ο άξονα, να έχουμε αντιδράσεις και εκφράσεις γενικά πιο σωστές για το άτομο, με λιγότερα λάθη, πιο φυσικές και, επομένως, πιο ωφέλιμες για όλες τις υποστάσεις και όλες τις πτυχές της ύπαρξής του.
Στον 3ο άξονα (κύκλο) που ακολουθεί, δουλεύουμε επικεντρώνοντας αποκλειστικά στο θέμα τηςεπικοινωνίας με τους άλλους.
Λέγοντας εδώ "επικοινωνία" εννοούμε, σύμφωνα πάντα με την παρούσα άποψη και σε αντίθεση με ό,τι εννοεί συνήθως ο άνθρωπος, μία κατάσταση που ωφελεί και προάγει Εγωικά, άμεσα ή έμμεσα, και τα δύο μέρη της επικοινωνίας, και εμάς και τους άλλους. Μονόπλευρο όφελος, στο οποίο κατά κανόνα προσβλέπουν οι άνθρωποι επικοινωνώντας, δεν θεωρείται από την παρούσα άποψη πραγματική (Εγωική) επικοινωνία και δεν προάγει ουσιαστικά (Εγωικά) τον άνθρωπο. (Και ό,τι δεν ωφελεί και δεν προάγει ουσιαστικά τον άνθρωπο, θεωρούμε εδώ ότι τον βλάπτει, τον ζημιώνει. Δεν υπάρχει δηλαδή ενδιάμεση, τρίτη ή ουδέτερη κατάσταση...)
Ολοκληρώνοντας ο «ασθενής» και αυτόν τον 3ο άξονα (κύκλο) των ασκήσεων αυτογνωσίας και, στο βαθμό που προσπάθησε να πραγματοποιήσει όσο μπορούσε καλύτερα τις ασκήσεις και των τριών κύκλων, θα έχει ισχυροποιήσει ανάλογα το Εγώ του το οποίο θα εκφράζεται καθαρότερα και ισχυρότερα. Στο βαθμό δε που θα εκφράζεται αυτό σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωπος θα ελέγχει τις λανθασμένες και επιβλαβείς (τοξικές) αντιδράσεις του και, παράλληλα, θα εκφράζεται ωφέλιμα γι` αυτόν.
Αυτό συνεπάγεται ένα αναμφίβολο δυνάμωμα του Εγώ στη ζωή του μέσω των ασκήσεων που έχει κάνει και που συνεχίζει να κάνει. Όσο δε δυναμώνει το Εγώ μας, τόσο δυναμώνει ουσιαστικά και ο άνθρωπος. Και όσο δυναμώνει αυτός, τόσο βελτιώνεται ποιοτικά η ζωή του. Τόσο δηλαδή καλύπτεται, εξασθενεί και εξαφανίζεται κάθε είδους έκφρασης διαταραχή, δυσλειτουργία και ανισορροπία η οποία είχε εκδηλωθεί στον πολυεπίπεδο και πολύπτυχο, αλλά ενιαίο, οργανισμό του