Ο δράκος ζούσε μοναχός σε χαμένες στα βουνά σπηλιές. Περνούσε τη μέρα του τριγυρνώντας από εδώ από εκεί.. αν και τον περισσότερο χρόνο καθόταν και συλλογιζότανε.
Τι να κάνει ένας φτερωτός δράκος σε αυτά τα μέρη; Γιατί δεν βρίσκει άλλους δράκους να συναντήσει ;
Μία ημέρα εκεί που καθόταν ήρεμα, ήρθε μία παιχνιδιάρα νεράιδα και άρχισε να του πειράζει τα αυτιά.
Ξαφνιάστηκε. Ήταν η πρώτη φορά που κάτι έμψυχο δεν φοβότανε μπροστά στην θέα του.
Γύρισε και την κοίταξε κατάματα ενώ αυτή συνέχιζε να του χαμογελάει.
– Δεν φοβάσαι μήπως σε καταπιώ ;
– Όχι.. είμαι πολύ μικρούλα για να χορτάσεις.
– Δεν φοβάσαι μήπως σε φυλακίσω για πάντα ;
– Όχι.. όποτε θέλω εξαφανίζομαι.
– Δεν φοβάσαι μήπως σε αγαπήσω ;
Η νεράιδα σάστισε. Γιατί ένας δράκος να αγαπήσει μία νεράιδα ; Γιατί μία νεράιδα να μη φοβάται ένα δράκο;
(η νεράιδα συνέχισε..)
– Όχι… όλοι θέλουν κάποτε να αγαπήσουν και να αγαπηθούν.
Ο δράκος ένοιωσε ξαφνικά την επιθυμία να την αγκαλιάσει.. να την φιλήσει.
Άπλωσε τα χέρια του αλλά τα νύχια μπήκαν βαθειά στη σάρκα της .
Άνοιξε το στόμα του αλλά έβγαλε φωτιές και τα φτερά της νεράιδας κάηκαν.
Έβγαλε δάκρυα από τα μάτια του αλλά αυτά την έπνιξαν.
Η νεράιδα κάθισε και πέθανε στην αγκαλιά του.. ο δράκος έμεινε και πάλι μόνος.