Λκ. ια' 1-54
Διδασκαλία για την προσευχή | |
1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτὸν ἐν τόπῳ τινὶ προσευχόμενον, ὡς ἐπαύσατο, εἶπέ τις τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς αὐτόν· Κύριε, δίδαξον ἡμᾶς προσεύχεσθαι, καθὼς καὶ ᾿Ιωάννης ἐδίδαξε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ. 2 εἶπε δὲ αὐτοῖς· ὅταν προσεύχησθε, λέγετε· Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς· ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου· ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου·γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς· 3 τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δίδου ἡμῖν τὸ καθ᾿ ἡμέραν· 4 καὶ ἄφες ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν· καὶ γὰρ αὐτοὶ ἀφίεμεν παντὶ τῷ ὀφείλοντι ἡμῖν· καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ρῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. 5 Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· τίς ἐξ ὑμῶν ἕξει φίλον, καὶ πορεύσεται πρὸς αὐτὸν μεσονυκτίου καὶ ἐρεῖ αὐτῷ· φίλε, χρῆσόν μοι τρεῖς ἄρτους, 6 ἐπειδὴ φίλος μου παρεγένετο ἐξ ὁδοῦ πρός με καὶ οὐκ ἔχω ὃ παραθήσω αὐτῷ· 7 κἀκεῖνος ἔσωθεν ἀποκριθεὶς εἴπῃ· μή μοι κόπους πάρεχε· ἤδη ἡ θύρα κέκλεισται καὶ τὰ παιδία μου μετ᾿ ἐμοῦ εἰς τὴν κοίτην εἰσίν· οὐ δύναμαι ἀναστὰς δοῦναί σοι; 8 λέγω ὑμῖν, εἰ καὶ οὐ δώσει αὐτῷ ἀναστὰς διὰ τὸ εἶναι αὐτοῦ φίλον, διά γε τὴν ἀναίδειαν αὐτοῦ ἐγερθεὶς δώσει αὐτῷ ὅσων χρῄζει. 9 κἀγὼ ὑμῖν λέγω, αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν· 10 πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιχθήσεται. 11 τίνα δὲ ἐξ ὑμῶν τὸν πατέρα αἰτήσει ὁ υἱὸς ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ; ἢ καὶ ἰχθύν, μὴ ἀντὶ ἰχθύος ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ; 12 ἢ καὶ ἐὰν αἰτήσῃ ᾠόν, μὴ ἐπιδώσει αὐτῷ σκορπίον; 13 εἰ οὖν ὑμεῖς, ὑπάρχοντες πονηροί, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὁ ἐξ οὐρανοῦ δώσει πνεῦμα ἀγαθὸν τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν; | 1 Και συνέβηκε, ενώ προσευχόταν σε κάποιον τόπο, μόλις έπαψε, να πει κάποιος από τους μαθητές του προς αυτόν: «Κύριε, δίδαξέ μας να προσευχόμαστε, καθώς και ο Ιωάννης δίδαξε στους μαθητές του». 2 Τους είπε τότε: «Όταν προσεύχεστε, λέγετε: “Πατέρα, ας αγιαστεί το όνομά σου. ας έρθει η βασιλεία σου. 3 Τον άρτο μας της ερχόμενης ημέρας δίνε μας κάθε ημέρα. 4 Και άφησε από εμάς τις αμαρτίες μας, γιατί και εμείς οι ίδιοι αφήνουμε από καθέναν που μας οφείλει. Και μη μας φέρεις μέσα σε πειρασμό”». 5 Και είπε προς αυτούς: «Ποιος από εσάς θα έχει ένα φίλο και αν θα πορευτεί προς αυτόν μεσάνυχτα και του πει: “Φίλε, δάνεισέ μου τρεις άρτους, 6 επειδή ένας φίλος μου παρουσιάστηκε από το δρόμο προς εμένα και δεν έχω τι να του παραθέσω για φαγητό”, 7 τότε εκείνος από μέσα θα αποκριθεί και θα του πει: “Μη με ενοχλείς. Ήδη η θύρα είναι κλεισμένη και τα παιδιά μου μαζί μου είναι στο κρεβάτι. Δε δύναμαι να σηκωθώ και να σου δώσω”. 8 Σας λέω, αν και δεν του δώσει, αφού σηκωθεί, επειδή είναι φίλος του, βεβαίως όμως για την αναίδειά του θα σηκωθεί και θα του δώσει όσα χρειάζεται. 9 Κι εγώ σας λέω: ζητάτε και θα σας δοθεί, ερευνάτε και θα βρείτε, κρούετε και θα σας ανοιχτεί. 10 Γιατί καθένας που ζητά λαβαίνει και όποιος ερευνά βρίσκει και σ’ όποιον κρούει θα του ανοιχτεί. 11 Και σε ποιον από εσάς ο γιος θα ζητήσει από τον πατέρα του ψάρι, και αντί για ψάρι θα του δώσει φίδι; 12 Ή και αν ζητήσει αυγό, θα του δώσει σκορπιό; 13 Αν λοιπόν εσείς που είστε κακοί, ξέρετε να δίνετε στα παιδιά σας δοσίματα αγαθά, πόσο μάλλον ο Πατέρας που είναι από τον ουρανό θα δώσει Πνεύμα Άγιο σε όσους του ζητούν!» |
Ο Ιησούς και ο Βεελζεβούλ | |
14 Καὶ ἦν ἐκβάλλων δαιμόνιον, καὶ αὐτὸ ἦν κωφόν· ἐγένετο δὲ τοῦ δαιμονίου ἐξελθόντος ἐλάλησεν ὁ κωφός, καὶ ἐθαύμαζον οἱ ὄχλοι· 15 τινὲς δὲ ἐξ αὐτῶν εἶπον· ἐν Βεελζεβοὺλ τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια. 16 ἕτεροι δὲ πειράζοντες σημεῖον παρ᾿ αὐτοῦ ἐζήτουν ἐξ οὐρανοῦ. 17 αὐτὸς δὲ εἰδὼς αὐτῶν τὰ διανοήματα εἶπεν αὐτοῖς· πᾶσα βασιλεία ἐφ᾿ ἑαυτὴν διαμερισθεῖσα, ἐρημοῦται, καὶ οἶκος ἐπὶ οἶκον, πίπτει. 18 εἰ δὲ καὶ ὁ σατανᾶς ἐφ᾿ ἑαυτὸν διεμερίσθη, πῶς σταθήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦ, ὅτι λέγετε ἐν Βεελζεβούλ με ἐκβάλλειν τὰ δαιμόνια; 19 εἰ δὲ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ ὑμῶν ἐν τίνι ἐκβαλοῦσι; διὰ τοῦτο αὐτοὶ κριταὶ ὑμῶν ἔσονται. 20 εἰ δὲ ἐν δακτύλῳ Θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 21 ὅταν ὁ ἰσχυρὸς καθωπλισμένος φυλάσσῃ τὴν ἑαυτοῦ αὐλήν, ἐν εἰρήνῃ ἐστὶ τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ· 22 ἐπὰν δὲ ὁ ἰσχυρότερος αὐτοῦ ἐπελθὼν νικήσῃ αὐτόν, τὴν πανοπλίαν αὐτοῦ αἴρει, ἐφ᾿ ᾗ ἐπεποίθει, καὶ τὰ σκῦλα αὐτοῦ διαδίδωσιν. 23 ὁ μὴ ὢν μετ᾿ ἐμοῦ κατ᾿ ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ᾿ ἐμοῦ σκορπίζει. | 14 Και κάποτε έβγαζε ένα δαιμόνιο. και αυτό ήταν κωφάλαλο. Συνέβηκε, λοιπόν, όταν εξήλθε το δαιμόνιο, να μιλήσει ο κωφάλαλος και θαύμασαν τα πλήθη. 15 Αλλά μερικοί από αυτούς είπαν: «Μέσω του Βεελζεβούλ, του άρχοντα των δαιμονίων, βγάζει τα δαιμόνια». 16 Και άλλοι, για να τον πειράζουν, ζητούσαν από αυτόν κάποιο σημείο από τον ουρανό. 17 Αυτός, όμως, επειδή ήξερε τα διανοήματά τους, τους είπε: «Κάθε βασιλεία, όταν διαμεριστεί κατά του εαυτού της, ερημώνεται. και πέφτει ο οίκος που στρέφεται κατά του εαυτού του. 18 Αν λοιπόν και ο Σατανάς διαμερίστηκε κατά του εαυτού του, πώς θα σταθεί ή βασιλεία του; Γιατί λέτε ότι μέσω του Βεελζεβούλ βγάζω τα δαιμόνια. 19 Και αν εγώ μέσω του Βεελζεβούλ βγάζω τα δαιμόνια, οι πνευματικοί γιοι σας μέσω ποιανού τα βγάζουν; Γι’ αυτό, αυτοί θα είναι κριτές σας. 20 Αν όμως με δάχτυλο Θεού εγώ βγάζω τα δαιμόνια, άρα έφτασε σ’ εσάς η βασιλεία του Θεού. 21 Όταν ο ισχυρός άντρας φυλάει τη δική του αυλή πλήρως οπλισμένος, είναι σε ειρήνη τα υπάρχοντά του. 22 Όταν όμως ένας ισχυρότερος από αυτόν επέλθει και τον νικήσει, αφαιρεί την πανοπλία του πάνω στην οποία είχε πεποίθηση και διαμοιράζει τα λάφυρά του. 23 Όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου, και όποιος δε συνάζει μαζί μου σκορπίζει». |
Η επιστροφή του ακάθαρτου πνεύματος | |
24 ῞Οταν τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθῃ ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι᾿ ἀνύδρων τόπων ζητοῦν ἀνάπαυσιν, καὶ μὴ εὑρίσκον λέγει· ὑποστρέψω εἰς τὸν οἶκόν μου ὅθεν ἐξῆλθον· 25 καὶ ἐλθὸν εὑρίσκει σεσαρωμένον καὶ κεκοσμημένον. 26 τότε πορεύεται καὶ παραλαμβάνει ἑπτὰ ἕτερα πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ ἐκεῖ, καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων. | 24 «Όταν το ακάθαρτο πνεύμα εξέλθει από τον άνθρωπο, περνά μέσα από άνυδρους τόπους ζητώντας ανάπαυση, αλλά δε βρίσκει. Τότε λέει: “Θα επιστρέψω στον οίκο μου απ’ όπου εξήλθα”. 25 Και όταν έρθει, τον βρίσκει σκουπισμένο και κοσμημένο. 26 Τότε πορεύεται και παραλαβαίνει άλλα εφτά πνεύματα χειρότερα από τον εαυτό του και, αφού εισέλθουν, κατοικούν εκεί. Και γίνεται η τελευταία κατάσταση εκείνου του ανθρώπου χειρότερη από την πρώτη». |
Η αληθινή μακαριότητα | |
27 ᾿Εγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. 28 αὐτὸς δὲ εἶπε· μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν. | 27 Συνέβηκε, λοιπόν, ενώ αυτός έλεγε αυτά, να υψώσει τη φωνή της κάποια γυναίκα από το πλήθος και του είπε: «Μακάρια η κοιλιά που σε βάσταξε και οι μαστοί που θήλασες». 28 Και αυτός είπε: «Βεβαίως, αλλά μάλλον είναι μακάριοι εκείνοι που ακούν το λόγο του Θεού και τον φυλάγουν». |
Ζητούν σημείο | |
29 Τῶν δὲ ὄχλων ἐπαθροιζομένων ἤρξατο λέγειν· ἡ γενεὰ αὕτη γενεὰ πονηρά ἐστι· σημεῖον ζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ εἰ μὴ τὸ σημεῖον ᾿Ιωνᾶ τοῦ προφήτου. 30 καθὼς γὰρ ἐγένετο ᾿Ιωνᾶς σημεῖον τοῖς Νινευΐταις, οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου τῇ γενεᾷ ταύτῃ σημεῖον. 31 βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῶν ἀνδρῶν τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτούς, ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶντος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶντος ὧδε. 32 ἄνδρες Νινευῒ ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν, ὅτι μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα ᾿Ιωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον ᾿Ιωνᾶ ὧδε. | 29 Και όταν τα πλήθη συναθροίζονταν, άρχισε να λέει: «Η γενιά αυτή είναι γενιά κακή. σημείο ζητά, αλλά σημείο δε θα της δοθεί παρά μόνο το σημείο του Ιωνά. 30 Γιατί καθώς ο Ιωνάς έγινε σημείο για τους Νινευίτες, έτσι θα είναι και ο Υιός του ανθρώπου για τη γενιά αυτή. 31 Η βασίλισσα του νότου θα εγερθεί κατά την κρίση μαζί με τους άντρες αυτής της γενιάς και θα τους κατακρίνει, γιατί ήρθε από τα πέρατα της γης, για να ακούσει τη σοφία του Σολομώντα, και ιδού, περισσότερο του Σολομώντα είναι εδώ. 32 Άντρες Νινευίτες θα αναστηθούν κατά την κρίση μαζί με αυτήν τη γενιά και θα την κατακρίνουν. Γιατί μετανόησαν στο κήρυγμα του Ιωνά, και ιδού, περισσότερο του Ιωνά είναι εδώ». |
Το φως του σώματος | |
33 Οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας εἰς κρυπτὴν τίθησιν οὐδὲ ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, ἵνα οἱ εἰσπορευόμενοι τὸ φέγγος βλέπωσιν. 34 ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ὅταν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, καὶ ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἐστιν· ἐπὰν δὲ πονηρὸς ᾖ, καὶ τὸ σῶμά σου σκοτεινόν. 35 σκόπει οὖν μὴ τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστίν. 36 εἰ οὖν τὸ σῶμά σου ὅλον φωτεινόν, μὴ ἔχον τι μέρος σκοτεινόν, ἔσται φωτεινὸν ὅλον ὡς ὅταν ὁ λύχνος τῇ ἀστραπῇ φωτίζῃ σε. | 33 «Κανείς, όταν ανάψει λύχνο, δεν τον θέτει σε κρύπτη ούτε κάτω από το μόδι, αλλά πάνω στο λυχνοστάτη, για να βλέπουν το φως εκείνοι που μπαίνουν. 34 Ο λύχνος του σώματος είναι ο οφθαλμός σου. Όταν ο οφθαλμός σου είναι γενναιόδωρος, τότε όλο το σώμα σου είναι φωτεινό. όταν όμως είναι φιλάργυρος, τότε το σώμα σου είναι σκοτεινό. 35 Πρόσεχε, λοιπόν, να μην είναι σκοτάδι το φως που βρίσκεται μέσα σου. 36 Αν λοιπόν το σώμα σου είναι όλο φωτεινό, μην έχοντας κάποιο μέρος σκοτεινό, θα είναι φωτεινό όλο όπως όταν σε φωτίζει ο λύχνος με τη λάμψη του». |
Ο Ιησούς κατακρίνει τους Φαρισαίους και τους νομικούς | |
37 ᾿Εν δὲ τῷ λαλῆσαι αὐτὸν ταῦτα ἠρώτα αὐτὸν Φαρισαῖός τις ὅπως ἀριστήσῃ παρ᾿ αὐτῷ· εἰσελθὼν δὲ ἀνέπεσεν. 38 ὁ δὲ Φαρισαῖος ἰδὼν ἐθαύμασεν ὅτι οὐ πρῶτον ἐβαπτίσθη πρὸ τοῦ ἀρίστου. 39 εἶπε δὲ ὁ Κύριος πρὸς αὐτόν· νῦν ὑμεῖς οἱ Φαρισαῖοι τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τοῦ πίνακος καθαρίζετε, τὸ δὲ ἔσωθεν ὑμῶν γέμει ἁρπαγῆς καὶ πονηρίας. 40 ἄφρονες! οὐχ ὁ ποιήσας τὸ ἔξωθεν καὶ τὸ ἔσωθεν ἐποίησε; 41 πλὴν τὰ ἐνόντα δότε ἐλεημοσύνην, καὶ ἰδοὺ ἅπαντα καθαρὰ ὑμῖν ἔσται. 42 ἀλλ᾿ οὐαὶ ὑμῖν τοῖς Φαρισαίοις, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ πήγανον καὶ πᾶν λάχανον, καὶ παρέρχεσθε τὴν κρίσιν καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι, κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι. 43 οὐαὶ ὑμῖν τοῖς Φαρισαίοις, ὅτι ἀγαπᾶτε τὴν πρωτοκαθεδρίαν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς. 44 οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἐστὲ ὡς τὰ μνημεῖα τὰ ἄδηλα, καὶ οἱ ἄνθρωποι περιπατοῦντες ἐπάνω οὐκ οἴδασιν. 45 ᾿Αποκριθεὶς δέ τις τῶν νομικῶν λέγει αὐτῷ· διδάσκαλε, ταῦτα λέγων καὶ ἡμᾶς ὑβρίζεις. 46 ὁ δὲ εἶπε· καὶ ὑμῖν τοῖς νομικοῖς οὐαί, ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα, καὶ αὐτοὶ ἑνὶ τῶν δακτύλων ὑμῶν οὐ προσψαύετε τοῖς φορτίοις. 47 οὐαὶ ὑμῖν, ὅτι οἰκοδομεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν προφητῶν, οἱ δὲ πατέρες ὑμῶν ἀπέκτειναν αὐτούς. 48 ἄρα μαρτυρεῖτε καὶ συνευδοκεῖτε τοῖς ἔργοις τῶν πατέρων ὑμῶν, ὅτι αὐτοὶ μὲν ἀπέκτειναν αὐτούς, ὑμεῖς δὲ οἰκοδομεῖτε αὐτῶν τὰ μνημεῖα. 49 διὰ τοῦτο καὶ ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ εἶπεν· ἀποστελῶ εἰς αὐτοὺς προφήτας καὶ ἀποστόλους, καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενοῦσι καὶ ἐκδιώξουσιν, 50 ἵνα ἐκζητηθῇ τὸ αἷμα πάντων τῶν προφητῶν τὸ ἐκχυνόμενον ἀπὸ καταβολῆς κόσμου ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης, 51 ἀπὸ τοῦ αἵματος ῎Αβελ ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου τοῦ ἀπολομένου μεταξὺ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ τοῦ οἴκου· ναί, λέγω ὑμῖν, ἐκζητηθήσεται ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης. 52 οὐαὶ ὑμῖν τοῖς νομικοῖς ὅτι ἤρατε τὴν κλεῖδα τῆς γνώσεως· αὐτοὶ οὐκ εἰσήλθετε, καὶ τοὺς εἰσερχομένους ἐκωλύσατε. 53 λέγοντος δὲ αὐτοῦ πρὸς αὐτοὺς ταῦτα ἤρξαντο οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι δεινῶς ἐνέχειν καὶ ἀποστοματίζειν αὐτὸν περὶ πλειόνων, 54 ἐνεδρεύοντες αὐτόν, ζητοῦντες θηρεῦσαί τι ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ, ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ. | 37 Μόλις τότε μίλησε, τον παρακαλεί ένας Φαρισαίος να γευματίσει μαζί του. Και όταν εισήλθε, κάθισε, για να φάει. 38 Ο Φαρισαίος, τότε, όταν το είδε, θαύμασε, γιατί πρώτα δεν πλύθηκε πριν από το γεύμα. 39 Είπε λοιπόν ο Κύριος προς αυτόν: «Τώρα εσείς οι Φαρισαίοι καθαρίζετε το απέξω του ποτηριού και του πιάτου, αλλά το από μέσα σας είναι γεμάτο αρπαγή και κακία. 40 Άφρονες, εκείνος που έκανε το απέξω δεν έκανε και το από μέσα; 41 Όμως, όσα είναι μέσα δώστε τα ελεημοσύνη, και ιδού, όλα θα είναι καθαρά σ’ εσάς. 42 Αλλά αλίμονο σ’ εσάς τους Φαρισαίους, γιατί αποδεκατίζετε το δυόσμο και το πήγανο και κάθε λάχανο, και παρέρχεστε τη δίκαιη κρίση και την αγάπη του Θεού. Αυτά λοιπόν έπρεπε να κάνετε, κι εκείνα να μην τα παραμελείτε. 43 Αλίμονο σ’ εσάς τους Φαρισαίους, γιατί αγαπάτε την πρωτοκαθεδρία στις συναγωγές και τους χαιρετισμούς στις αγορές. 44 Αλίμονο σ’ εσάς, γιατί είστε σαν τα μνήματα τα αφανέρωτα, και οι άνθρωποι που περπατούν επάνω τους δεν το ξέρουν». 45 Αποκρίθηκε τότε κάποιος από τους νομικούς και του λέει: «Δάσκαλε, λέγοντας αυτά, βρίζεις κι εμάς». 46 Εκείνος είπε: «Και σ’ εσάς τους νομικούς αλίμονο, γιατί φορτώνετε τους ανθρώπους με φορτία δυσβάστακτα, και οι ίδιοι ούτε με ένα από τα δάχτυλά σας δεν αγγίζετε τα φορτία. 47 Αλίμονο σ’ εσάς, γιατί οικοδομείτε τα μνήματα των προφητών, ενώ οι πατέρες σας τους σκότωσαν. 48 Άρα είστε μάρτυρες και συμφωνείτε με τα έργα των πατέρων σας, γιατί αφενός αυτοί τους σκότωσαν, αφετέρου εσείς οικοδομείτε. 49 Γι’ αυτό και η σοφία του Θεού είπε: “Θα αποστείλω σ’ αυτούς προφήτες και αποστόλους, και από αυτούς μερικούς θα σκοτώσουν και θα καταδιώξουν”, 50 για να ζητηθεί το αίμα όλων των προφητών που έχει χυθεί από την αρχή της δημιουργίας του κόσμου, από τη γενιά αυτή: 51 από το αίμα του Άβελ ως το αίμα του Ζαχαρία, που σκοτώθηκε μεταξύ του θυσιαστηρίου και του οίκου του Θεού. Ναι, σας λέω, θα ζητηθεί από τη γενιά αυτή. 52 Αλίμονο σ’ εσάς τους νομικούς, γιατί αφαιρέσατε το κλειδί της γνώσης. Οι ίδιοι δεν εισήλθατε και εκείνους που θέλουν να εισέλθουν τους εμποδίσατε». 53 Και όταν αυτός εξήλθε από εκεί, άρχισαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι να τον πιέζουν φοβερά και να του ζητούν να απαντήσει πρόχειρα για πολλά πράγματα, 54 ενεδρεύοντάς τον, για να αρπάξουν κάτι από το στόμα του. |