Πραξ. κδ΄ 1-27
Η κατηγορία κατά του Παύλου | |
1 Μετὰ δὲ πέντε ἡμέρας κατέβη ὁ ἀρχιερεὺς ᾿Ανανίας μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ρήτορος Τερτύλλου τινός, οἵτινες ἐνεφάνισαν τῷ ἡγεμόνι κατὰ τοῦ Παύλου. 2 κληθέντος δὲ αὐτοῦ ἤρξατο κατηγορεῖν ὁ Τέρτυλλος λέγων· 3 πολλῆς εἰρήνης τυγχάνοντες διὰ σοῦ καὶ κατορθωμάτων γινομένων τῷ ἔθνει τούτῳ διὰ τῆς σῆς προνοίας, πάντῃ τε καὶ πανταχοῦ ἀποδεχόμεθα, κράτιστε Φῆλιξ, μετὰ πάσης εὐχαριστίας. 4 ἵνα δὲ μὴ ἐπὶ πλεῖόν σε ἐγκόπτω, παρακαλῶ ἀκοῦσαί σε ἡμῶν συντόμως τῇ σῇ ἐπιεικείᾳ. 5 εὑρόντες γὰρ τὸν ἄνδρα τοῦτον λοιμὸν καὶ κινοῦντα στάσιν πᾶσι τοῖς ᾿Ιουδαίοις τοῖς κατὰ τὴν οἰκουμένην, πρωτοστάτην τε τῆς τῶν Ναζωραίων αἱρέσεως, 6 ὃς καὶ τὸ ἱερὸν ἐπείρασε βεβηλῶσαι, ὃν καὶ ἐκρατήσαμεν καὶ κατὰ τὸν ἡμέτερον νόμον ἠθελήσαμεν κρίνειν· 7 παρελθὼν δὲ Λυσίας ὁ χιλίαρχος μετὰ πολλῆς βίας ἐκ τῶν χειρῶν ἡμῶν ἀπήγαγε, 8 κελεύσας τοὺς κατηγόρους αὐτοῦ ἔρχεσθαι ἐπὶ σέ· παρ᾿ οὗ δυνήσῃ αὐτὸς ἀνακρίνας περὶ πάντων τούτων ἐπιγνῶναι ὧν ἡμεῖς κατηγοροῦμεν αὐτοῦ. 9 συνεπέθεντο δὲ καὶ οἱ ᾿Ιουδαῖοι φάσκοντες ταῦτα οὕτως ἔχειν. | 1 Μετά λοιπόν από πέντε ημέρες κατέβηκε ο αρχιερέας Ανανίας μαζί με μερικούς πρεσβυτέρους και με ρήτορα κάποιο Τέρτυλλο, οι οποίοι εμφάνισαν την αναφορά τους στον ηγεμόνα κατά του Παύλου. 2 Αφού λοιπόν κλήθηκε αυτός, άρχισε να τον κατηγορεί ο Τέρτυλλος λέγοντας: «Επειδή πολλή ειρήνη απολαμβάνουμε μ’ εσένα και μεταρρυθμίσεις γίνονται στο έθνος τούτο μέσω της δικής σου πρόνοιας, 3 με κάθε τρόπο και παντού αποδεχόμαστε αυτά, εξοχότατε Φήλικα, με κάθε ευχαριστία. 4 Αλλά για να μη σε απασχολώ περισσότερο, σε παρακαλώ να μας ακούσεις σύντομα με την επιείκειά σου. 5 Γιατί βρήκαμε τον άντρα τούτο σαν πανούκλα και να υποκινεί στάσεις σε όλους τους Ιουδαίους που είναι στην οικουμένη και να είναι πρωτοστάτης της αιρέσεως των Ναζωραίων. 6 Αυτός ακόμα και το ναό προσπάθησε να βεβηλώσει, τον οποίο τότε κρατήσαμε και κατά το δικό μας νόμο θελήσαμε να τον κρίνουμε. 7 Ήρθε όμως ο Λυσίας ο χιλίαρχος και με πολλή βία τον απήγαγε από τα χέρια μας, 8 και διέταξε τους κατηγόρους του να έρχονται μπροστά σου . Από αυτόν θα δυνηθείς ο ίδιος, όταν τον ανακρίνεις, να γνωρίσεις καλά για όλα τούτα που εμείς τον κατηγορούμε». 9 Συμφώνησαν λοιπόν και οι Ιουδαίοι, λέγοντας ότι έτσι έχουν αυτά. |
Ο Παύλος υπερασπίζεται τον εαυτό του | |
10 ᾿Απεκρίθη δὲ ὁ Παῦλος, νεύσαντος αὐτῷ τοῦ ἡγεμόνος λέγειν· ἐκ πολλῶν ἐτῶν ὄντα σε κριτὴν τῷ ἔθνει τούτῳ ἐπιστάμενος εὐθυμότερον τὰ περὶ ἐμαυτοῦ ἀπολογοῦμαι, 11 δυναμένου σου γνῶναι ὅτι οὐ πλείους εἰσί μοι ἡμέραι δεκαδύο ἀφ᾿ ἧς ἀνέβην προσκυνήσων εἰς ῾Ιερουσαλήμ· 12 καὶ οὔτε ἐν τῷ ἱερῷ εὗρόν με πρός τινα διαλεγόμενον ἢ ἐπισύστασιν ποιοῦντα ὄχλου, οὔτε ἐν ταῖς συναγωγαῖς οὔτε κατὰ τὴν πόλιν· 13 οὔτε παραστῆσαι δύνανται περὶ ὧν νῦν κατηγοροῦσί μου. 14 ὁμολογῶ δὲ τοῦτό σοι, ὅτι κατὰ τὴν ὁδὸν ἣν λέγουσιν αἵρεσιν οὕτω λατρεύω τῷ πατρῴῳ Θεῷ, πιστεύων πᾶσι τοῖς κατὰ τὸν νόμον καὶ τοῖς ἐν τοῖς προφήταις γεγραμμένοις, 15 ἐλπίδα ἔχων εἰς τὸν Θεὸν ἣν καὶ αὐτοὶ οὗτοι προσδέχονται, ἀνάστασιν μέλλειν ἔσεσθαι νεκρῶν, δικαίων τε καὶ ἀδίκων· 16 ἐν τούτῳ δὲ καὶ αὐτὸς ἀσκῶ ἀπρόσκοπτον συνείδησιν ἔχειν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἀνθρώπους διὰ παντός. 17 δι᾿ ἐτῶν δὲ πλειόνων παρεγενόμην ἐλεημοσύνας ποιήσων εἰς τὸ ἔθνος μου καὶ προσφοράς· 18 ἐν οἷς εὗρόν με ἡγνισμένον ἐν τῷ ἱερῷ, οὐ μετὰ ὄχλου οὐδὲ μετὰ θορύβου, τινὲς ἀπὸ τῆς ᾿Ασίας ᾿Ιουδαῖοι, 19 οὓς ἔδει ἐπὶ σοῦ παρεῖναι καὶ κατηγορεῖν εἴ τι ἔχοιεν πρός με. 20 ἢ αὐτοὶ οὗτοι εἰπάτωσαν τί εὗρον ἐν ἐμοὶ ἀδίκημα στάντος μου ἐπὶ τοῦ συνεδρίου, 21 ἢ περὶ μιᾶς ταύτης φωνῆς ἧς ἔκραξα ἑστὼς ἐν αὐτοῖς, ὅτι περὶ ἀναστάσεως νεκρῶν ἐγὼ κρίνομαι σήμερον ὑφ᾿ ὑμῶν. 22 ᾿Ακούσας δὲ ταῦτα ὁ Φῆλιξ ἀνεβάλετο αὐτούς, ἀκριβέστερον εἰδὼς τὰ περὶ τῆς ὁδοῦ, εἰπών· ὅταν Λυσίας ὁ χιλίαρχος καταβῇ, διαγνώσομαι τὰ καθ᾿ ὑμᾶς, 23 διαταξάμενός τε τῷ ἑκατοντάρχῃ τηρεῖσθαι τὸν Παῦλον ἔχειν τε ἄνεσιν καὶ μηδένα κωλύειν τῶν ἰδίων αὐτοῦ ὑπηρετεῖν ἢ προσέρχεσθαι αὐτῷ. | 10 Και αποκρίθηκε ο Παύλος, όταν του έγνεψε ο ηγεμόνας να μιλήσει: «Επειδή γνωρίζω καλά πως από πολλά έτη είσαι κριτής στο έθνος τούτο, ευχαρίστως απολογούμαι γι’ αυτά που αφορούν τον εαυτό μου, 11 γιατί μπορείς να μάθεις καλά ότι δεν έχω περισσότερες από δώδεκα ημέρες, αφότου ανέβηκα να προσκυνήσω στην Ιερουσαλήμ. 12 Και ούτε μέσα στο ναό με βρήκαν να συνδιαλέγομαι με κάποιον ή να μαζεύω πλήθος, ούτε μέσα στις συναγωγές ούτε στην πόλη, 13 ούτε δύνανται να αποδείξουν σ’ εσένα εκείνα για τα οποία τώρα με κατηγορούν. 14 Σου ομολογώ λοιπόν αυτό, ότι κατά την Οδό που λένε αίρεση, έτσι λατρεύω τον πατρώο Θεό, πιστεύοντας σε όλα όσα είναι γραμμένα σύμφωνα με το νόμο και όσα είναι μέσα στους προφήτες, 15 έχοντας ελπίδα στο Θεό, που και αυτοί οι ίδιοι περιμένουν, ότι μέλλει να γίνει ανάσταση δικαίων και αδίκων. 16 Γι’ αυτό κι εγώ ο ίδιος προσπαθώ να έχω συνείδηση χωρίς πρόσκομμα προς το Θεό και τους ανθρώπους διαπαντός. 17 Ύστερα από πολλά έτη, λοιπόν, παρουσιάστηκα στο έθνος μου, για να κάνω ελεημοσύνες και προσφορές. 18 Με αυτά ασχολούμουν όταν με βρήκαν εξαγνισμένο μέσα στο ναό, όχι μαζί με πλήθος ούτι με θόρυβο, 19 μερικοί λοιπόν Ιουδαίοι από την επαρχία της Ασίας, οι οποίοι έπρεπε να είναι παρόντες μπροστά σου και να με κατηγορούν αν έχουν κάτι εναντίον μου. 20 Ή αυτοί οι ίδιοι ας πουν τι αδίκημα βρήκαν όταν στάθηκα μπροστά στο συνέδριο, 21 ή γι’ αυτήν τη μία φωνή που έκραξα μεταξύ τους όταν είχα σταθεί: “Για ανάσταση νεκρών εγώ κρίνομαι σήμερα μπροστά σας”». 22 Ανέβαλε τότε γι’ αυτούς ο Φήλικας τη δίκη, επειδή ήξερε ακριβέστερα τα σχετικά με την Οδό, και είπε: «Όταν ο Λυσίας ο χιλίαρχος κατεβεί, θα αποφασίσω όσα σας αφορούν». 23 Διέταξε τον εκατόνταρχο να τον επιτηρούν και να έχει άνεση και να μην εμποδίζουν κανέναν από τους δικούς του να τον υπηρετεί. |
Ο Παύλος κρατείται σε επιτήρηση | |
24 Μετὰ δὲ ἡμέρας τινὰς παραγενόμενος ὁ Φῆλιξ σὺν Δρουσίλλῃ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ, οὔσῃ ᾿Ιουδαίᾳ, μετεπέμψατο τὸν Παῦλον καὶ ἤκουσεν αὐτοῦ περὶ τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως. 25 διαλεγομένου δὲ αὐτοῦ περὶ δικαιοσύνης καὶ ἐγκρατείας καὶ τοῦ κρίματος τοῦ μέλλοντος ἔσεσθαι, ἔμφοβος γενόμενος ὁ Φῆλιξ ἀπεκρίθη· τὸ νῦν ἔχον πορεύου, καιρὸν δὲ μεταλαβὼν μετακαλέσομαί σε, 26 ἅμα δὲ καὶ ἐλπίζων ὅτι χρήματα δοθήσεται αὐτῷ ὑπὸ τοῦ Παύλου ὅπως λύσῃ αὐτόν· διὸ καὶ πυκνότερον αὐτὸν μεταπεμπόμενος ὡμίλει αὐτῷ. 27 Διετίας δὲ πληρωθείσης ἔλαβε διάδοχον ὁ Φῆλιξ Πόρκιον Φῆστον· θέλων δὲ χάριν καταθέσθαι τοῖς ᾿Ιουδαίοις ὁ Φῆλιξ κατέλιπε τὸν Παῦλον δεδεμένον. | 24 Και μετά από μερικές ημέρες παρουσιάστηκε ο Φήλικας μαζί με τη Δρουσίλλα, τη δική του γυναίκα που ήταν Ιουδαία, και έστειλε να φέρουν τον Παύλο και τον άκουσε για την πίστη στο Χριστό Ιησού. 25 Ενώ λοιπόν αυτός συνδιαλεγόταν για δικαιοσύνη και για εγκράτεια και για την κρίση τη μελλοντική, γέμισε φόβο ο Φήλικας και αποκρίθηκε: «Προς το παρόν πήγαινε και, όταν θα έχω καιρό, θα στείλω να σε καλέσω». 26 Συγχρόνως και έλπιζε ότι θα δοθούν χρήματα σ’ αυτόν από τον Παύλο. γι’ αυτό και συχνότερα έστελνε να τον φέρνουν και μιλούσε μαζί του. 27 Όταν λοιπόν συμπληρώθηκε μια διετία, ήρθε διάδοχος στο Φήλικα ο Πόρκιος Φήστος και, επειδή ήθελε να κάνει χάρη στους Ιουδαίους, ο Φήλικας εγκατέλειψε τον Παύλο φυλακισμένο. |