Πραξ. κγ΄ 1-35
Ο Παύλος μπροστά στο συνέδριο | |
1 Ἀτενίσας δὲ ὁ Παῦλος τῷ συνεδρίῳ εἶπεν· ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ πάσῃ συνειδήσει ἀγαθῇ πεπολίτευμαι τῷ Θεῷ ἄχρι ταύτης τῆς ἡμέρας. 2 ὁ δὲ ἀρχιερεὺς ᾿Ανανίας ἐπέταξε τοῖς παρεστῶσιν αὐτῷ τύπτειν αὐτοῦ τὸ στόμα. 3 τότε ὁ Παῦλος πρὸς αὐτὸν εἶπε· τύπτειν σε μέλλει ὁ Θεός, τοῖχε κεκονιαμένε· καὶ σὺ κάθῃ κρίνων με κατὰ τὸν νόμον, καὶ παρανομῶν κελεύεις με τύπτεσθαι! 4 οἱ δὲ παρεστῶτες εἶπον· τὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ λοιδορεῖς; 5 ἔφη τε ὁ Παῦλος· οὐκ ᾔδειν, ἀδελφοί, ὅτι ἐστὶν ἀρχιερεύς· γέγραπται γάρ· ἄρχοντα τοῦ λαοῦ σου οὐκ ἐρεῖς κακῶς. 6 γνοὺς δὲ ὁ Παῦλος ὅτι τὸ ἓν μέρος ἐστὶ Σαδδουκαίων, τὸ δὲ ἕτερον Φαρισαίων, ἔκραξεν ἐν τῷ συνεδρίῳ· ἄνδρες ἀδελφοί, ἐγὼ Φαρισαῖός εἰμι, υἱὸς Φαρισαίου· περὶ ἐλπίδος καὶ ἀναστάσεως νεκρῶν ἐγὼ κρίνομαι. 7 τοῦτο δὲ αὐτοῦ λαλήσαντος ἐγένετο στάσις τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Σαδδουκαίων, καὶ ἐσχίσθη τὸ πλῆθος. 8 Σαδδουκαῖοι μὲν γὰρ λέγουσι μὴ εἶναι ἀνάστασιν μήτε ἄγγελον μήτε πνεῦμα, Φαρισαῖοι δὲ ὁμολογοῦσι τὰ ἀμφότερα. 9 ἐγένετο δὲ κραυγὴ μεγάλη, καὶ ἀναστάντες οἱ γραμματεῖς τοῦ μέρους τῶν Φαρισαίων διεμάχοντο λέγοντες· οὐδὲν κακὸν εὑρίσκομεν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ· εἰ δὲ πνεῦμα ἐλάλησεν αὐτῷ ἢ ἄγγελος, μὴ θεομαχῶμεν. 10 πολλῆς δὲ γενομένης στάσεως εὐλαβηθεὶς ὁ χιλίαρχος μὴ διασπασθῇ ὁ Παῦλος ὑπ᾿ αὐτῶν, ἐκέλευσε τὸ στράτευμα καταβῆναι καὶ ἁρπάσαι αὐτὸν ἐκ μέσου αὐτῶν ἄγειν τε εἰς τὴν παρεμβολήν. 11 Τῇ δὲ ἐπιούσῃ νυκτὶ ἐπιστὰς αὐτῷ ὁ Κύριος εἶπε· θάρσει, Παῦλε· ὡς γὰρ διεμαρτύρω τὰ περὶ ἐμοῦ εἰς ῾Ιερουσαλήμ, οὕτω σὲ δεῖ καὶ εἰς Ρώμην μαρτυρῆσαι. | 1 Ατένισε λοιπόν ο Παύλος στο συνέδριο και είπε: «Άντρες αδελφοί, εγώ με όλη την αγαθή συνείδηση έχω πολιτευτεί στο Θεό μέχρις αυτήν την ημέρα». 2 Αλλά ο αρχιερέας Ανανίας διέταξε σ’ αυτούς που είχαν σταθεί δίπλα του να του χτυπήσουν το στόμα. 3 Τότε ο Παύλος είπε προς αυτόν: «Μέλλει ο Θεός να σε χτυπήσει, τοίχε ασβεστωμένε! Μολονότι εσύ κάθεσαι να με κρίνεις κατά το νόμο, όμως παρανομώντας διατάζεις να με χτυπούν;» 4 Αλλά εκείνοι που είχαν σταθεί δίπλα του είπαν: «Τον αρχιερέα του Θεού βρίζεις;» 5 Και είπε ο Παύλος: «Δεν ήξερα, αδελφοί, ότι είναι αρχιερέας. γιατί είναι γραμμένο: Άρχοντα του λαού σου δε θα κακολογήσεις». 6 Επειδή κατάλαβε τότε ο Παύλος ότι το ένα μέρος είναι Σαδουκκαίοι και το άλλο Φαρισαίοι, έκραζε μέσα στο συνέδριο: «Άντρες αδελφοί, εγώ είμαι Φαρισαίος, γιος Φαρισαίων. για ελπίδα και ανάσταση νεκρών εγώ κρίνομαι». 7 Και όταν αυτός είπε τούτο, έγινε διάσταση των Φαρισαίων και των Σαδουκκαίων και σχίστηκε το πλήθος. 8 Γιατί, βέβαια, οι Σαδουκκαίοι λένε πως δεν υπάρχει ανάσταση μήτε άγγελος μήτε πνεύμα, οι Φαρισαίοι όμως ομολογούν και τα δύο. 9 Έγινε τότε κραυγή μεγάλη και σηκώθηκαν μερικοί από τους γραμματείς του μέρους των Φαρισαίων και έκαναν διαμάχη, λέγοντας: «Τίποτα κακό δε βρίσκουμε στον άνθρωπο τούτο. και αν πνεύμα μίλησε σ’ αυτόν ή άγγελος;» 10 Επειδή λοιπόν έγινε πολλή διάσταση, φοβήθηκε ο χιλίαρχος μην κομματιαστεί ο Παύλος από αυτούς και διέταξε το στράτευμα να κατεβεί και να τον αρπάξει από το μέσο αυτών και να τον οδηγήσει στο στρατώνα. 11 Και την επόμενη νύχτα τού εμφανίστηκε ο Κύριος και είπε: «Έχε θάρρος. γιατί όπως μαρτύρησες επίσημα όσα αφορούν εμένα στην Ιερουσαλήμ, έτσι εσύ πρέπει να μαρτυρήσεις και στη Ρώμη». |
Συνωμοσία ενάντια στη ζωή του Παύλου | |
12 Γενομένης δὲ ἡμέρας ποιήσαντές τινες τῶν ᾿Ιουδαίων συστροφὴν ἀνεθεμάτισαν ἑαυτούς, λέγοντες μήτε φαγεῖν μήτε πιεῖν ἕως οὗ ἀποκτείνωσι τὸν Παῦλον. 13 ἦσαν δὲ πλείους τεσσαράκοντα οἱ ταύτην τὴν συνωμοσίαν πεποιηκότες· 14 οἵτινες προσελθόντες τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς πρεσβυτέροις εἶπον· ἀναθέματι ἀνεθεματίσαμεν ἑαυτοὺς μηδενὸς γεύσασθαι ἕως οὗ ἀποκτείνωμεν τὸν Παῦλον. 15 νῦν οὖν ὑμεῖς ἐμφανίσατε τῷ χιλιάρχῳ σὺν τῷ συνεδρίῳ, ὅπως αὔριον αὐτὸν καταγάγῃ πρὸς ὑμᾶς, ὡς μέλλοντας διαγινώσκειν ἀκριβέστερον τὰ περὶ αὐτοῦ· ἡμεῖς δὲ πρὸ τοῦ ἐγγίσαι αὐτὸν ἕτοιμοί ἐσμεν τοῦ ἀνελεῖν αὐτόν. 16 ἀκούσας δὲ ὁ υἱὸς τῆς ἀδελφῆς Παύλου τὸ ἔνεδρον, παραγενόμενος καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν παρεμβολὴν ἀπήγγειλε τῷ Παύλῳ. 17 προσκαλεσάμενος δὲ ὁ Παῦλος ἕνα τῶν ἑκατοντάρχων ἔφη· τὸν νεανίαν τοῦτον ἀπάγαγε πρὸς τὸν χιλίαρχον· ἔχει γάρ τι ἀπαγγεῖλαι αὐτῷ. 18 ὁ μὲν οὖν παραλαβὼν αὐτὸν ἤγαγε πρὸς τὸν χιλίαρχον καί φησιν· ὁ δέσμιος Παῦλος προσκαλεσάμενός με ἠρώτησε τοῦτον τὸν νεανίαν ἀγαγεῖν πρός σε, ἔχοντά τι λαλῆσαί σοι. 19 ἐπιλαβόμενος δὲ τῆς χειρός αὐτοῦ ὁ χιλίαρχος καὶ ἀναχωρήσας κατ᾿ ἰδίαν ἐπυνθάνετο, τί ἐστιν ὃ ἔχεις ἀπαγγεῖλαί μοι; 20 εἶπε δὲ ὅτι οἱ ᾿Ιουδαῖοι συνέθεντο τοῦ ἐρωτῆσαί σε ὅπως αὔριον εἰς τὸ συνέδριον καταγάγῃς τὸν Παῦλον, ὡς μελλόντων τι ἀκριβέστερον πυνθάνεσθαι περὶ αὐτοῦ. 21 σὺ οὖν μὴ πεισθῇς αὐτοῖς· ἐνεδρεύουσι γὰρ αὐτὸν ἐξ αὐτῶν ἄνδρες πλείους τεσσαράκοντα, οἵτινες ἀνεθεμάτισαν ἑαυτοὺς μήτε φαγεῖν μήτε πιεῖν ἕως οὗ ἀνέλωσιν αὐτόν, καὶ νῦν ἕτοιμοί εἰσι προσδεχόμενοι τὴν ἀπὸ σοῦ ἐπαγγελίαν. 22 ὁ μὲν οὖν χιλίαρχος ἀπέλυσε τὸν νεανίαν, παραγγείλας μηδενὶ ἐκλαλῆσαι ὅτι ταῦτα ἐνεφάνισας πρός με. | 12 Όταν λοιπόν ξημέρωσε, έκαναν συνωμοσία οι Ιουδαίοι και αναθεμάτισαν τους εαυτούς τους, λέγοντας πως δε θα φάνε μήτε θα πιουν, ωσότου σκοτώσουν τον Παύλο. 13 Ήταν τότε περισσότεροι από σαράντα όσοι έκαναν αυτήν τη συνωμοσία, 14 οι οποίοι προσήλθαν στους αρχιερείς και στους πρεσβυτέρους και είπαν: «Με ανάθεμα αναθεματίσαμε τους εαυτούς μας να μη γευτούμε τίποτα, ωσότου σκοτώσουμε τον Παύλο. 15 Τώρα, λοιπόν, εσείς εμφανιστείτε στο χιλίαρχο μαζί με το συνέδριο, για να τον κατεβάσει σ’ εσάς δήθεν πως μέλλετε να γνωρίσετε ακριβέστερα τα σχετικά μ’ αυτόν. Εμείς, όμως, προτού πλησιάσει αυτός, είμαστε έτοιμοι να τον σκοτώσουμε». 16 Επειδή άκουσε ο γιος της αδελφής του Παύλου την ενέδρα, παρουσιάστηκε και εισήλθε στο στρατώνα και το ανάγγειλε στον Παύλο. 17 Προσκάλεσε τότε ο Παύλος έναν από τους εκατόνταρχους και είπε: «Το νεαρό τούτο οδήγησε προς το χιλίαρχο, γιατί έχει κάτι να του αναγγείλει». 18 Αυτός, λοιπόν, αφού τον παράλαβε, τον οδήγησε προς το χιλίαρχο και λέει: «Ο δέσμιος Παύλος με προσκάλεσε και με παρακάλεσε να οδηγήσω τούτο το νεαρό προς εσένα, γιατί έχει κάτι να σου μιλήσει». 19 Αφού έπιασε λοιπόν το χέρι του ο χιλίαρχος και αναχώρησε ιδιαιτέρως, ζητούσε να μάθει: «Τι είναι αυτό που έχεις να μου αναγγείλεις;» 20 Είπε τότε: «Οι Ιουδαίοι συμφώνησαν να σου ζητήσουν, ώστε αύριο να κατεβάσεις τον Παύλο στο συνέδριο, δήθεν πως πρόκειται κάτι ακριβέστερο να ζητήσουν να μάθουν γι’ αυτόν. 21 Εσύ, λοιπόν, μην πειστείς από αυτούς. γιατί τον ενεδρεύουν περισσότεροι από σαράντα άντρες από αυτούς, οι οποίοι αναθεμάτισαν τους εαυτούς τους μήτε να φάνε μήτε να πιουν, ωσότου τον σκοτώσουν, και τώρα είναι έτοιμοι, περιμένοντας από εσένα την υπόσχεση». 22 Ο χιλίαρχος, λοιπόν, απόλυσε το νεαρό και του παράγγειλε: «Σε κανέναν να μη μιλήσεις έξω ότι αυτά φανέρωσες προς εμένα». |
Ο Παύλος μεταφέρεται στο Φήλικα | |
23 Καὶ προσκαλεσάμενος δύο τινὰς τῶν ἑκατοντάρχων εἶπεν· ἑτοιμάσατε στρατιώτας διακοσίους ὅπως πορευθῶσιν ἕως Καισαρείας, καὶ ἱππεῖς ἑβδομήκοντα καὶ δεξιολάβους διακοσίους, ἀπὸ τρίτης ὥρας τῆς νυκτός, 24 κτήνη τε παραστῆσαι, ἵνα ἐπιβιβάσαντες τὸν Παῦλον διασώσωσι πρὸς Φήλικα τὸν ἡγεμόνα, 25 γράψας ἐπιστολὴν περιέχουσαν τὸν τύπον τοῦτον· 26 Κλαύδιος Λυσίας τῷ κρατίστῳ ἡγεμόνι Φήλικι χαίρειν. 27 τὸν ἄνδρα τοῦτον συλληφθέντα ὑπὸ τῶν ᾿Ιουδαίων καὶ μέλλοντα ἀναιρεῖσθαι ὑπ᾿ αὐτῶν ἐπιστὰς σὺν τῷ στρατεύματι ἐξειλόμην αὐτόν, μαθὼν ὅτι Ρωμαῖός ἐστι. 28 βουλόμενος δὲ γνῶναι τὴν αἰτίαν δι᾿ ἣν ἐνεκάλουν αὐτῷ, κατήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ συνέδριον αὐτῶν· 29 ὃν εὗρον ἐγκαλούμενον περὶ ζητημάτων τοῦ νόμου αὐτῶν, μηδὲν δὲ ἄξιον θανάτου ἢ δεσμῶν ἔγκλημα ἔχοντα. 30 μηνυθείσης δέ μοι ἐπιβουλῆς εἰς τὸν ἄνδρα μέλλειν ἔσεσθαι ὑπὸ τῶν ᾿Ιουδαίων, ἐξαυτῆς ἔπεμψα πρός σε, παραγγείλας καὶ τοῖς κατηγόροις λέγειν τὰ πρὸς αὐτὸν ἐπὶ σοῦ. ἔρρωσο. 31 Οἱ μὲν οὖν στρατιῶται κατὰ τὸ διατεταγμένον αὐτοῖς ἀναλαβόντες τὸν Παῦλον ἤγαγον διὰ τῆς νυκτὸς εἰς τὴν ᾿Αντιπατρίδα, 32 τῇ δὲ ἐπαύριον ἐάσαντες τοὺς ἱππεῖς πορεύεσθαι σὺν αὐτῷ, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν παρεμβολήν· 33 οἵτινες εἰσελθόντες εἰς τὴν Καισάρειαν καὶ ἀναδόντες τὴν ἐπιστολὴν τῷ ἡγεμόνι παρέστησαν καὶ τὸν Παῦλον αὐτῷ. 34 ἀναγνοὺς δὲ ὁ ἡγεμὼν καὶ ἐπερωτήσας ἐκ ποίας ἐπαρχίας ἐστί, καὶ πυθόμενος ὅτι ἀπὸ Κιλικίας, 35 διακούσομαί σου, ἔφη, ὅταν καὶ οἱ κατήγοροί σου παραγένωνται· ἐκέλευσέ τε αὐτὸν ἐν τῷ πραιτωρίῳ τοῦ ῾Ηρῴδου φυλάσσεσθαι. | 23 Και αφού προσκάλεσε κάποιους, δύο από τους εκατόνταρχους, είπε: «Ετοιμάστε διακόσιους στρατιώτες, για να πορευτούν ως την Καισάρεια, και εβδομήντα ιππείς και διακόσιους λογχοφόρους από τις εννιά η ώρα τη νύχτα. 24 Και προμηθεύστε ζώα, για να επιβιβάσουν τον Παύλο και να τον διασώσουν προς το Φήλικα τον ηγεμόνα». 25 Και έγραψε επιστολή που είχε αυτόν τον τύπο: 26 «Κλαύδιος Λυσίας προς τον εξοχότατο ηγεμόνα Φήλικα. χαίρε! 27 Τον άντρα τούτο που τον συνέλαβαν οι Ιουδαίοι και έμελλε να σκοτωθεί από αυτούς τον ελευθέρωσα, αφού ήρθα εσπευσμένα μαζί με το στράτευμα, επειδή έμαθα ότι είναι Ρωμαίος. 28 Και επειδή ήθελα να γνωρίσω καλά την αιτία για την οποία τον κατηγορούσαν, τον κατέβασα στο συνέδριό τους. 29 Αυτόν βρήκα να τον κατηγορούν για ζητήματα του νόμου τους, και να μην έχει κάνει κανένα έγκλημα άξιο θανάτου ή φυλακής. 30 Επειδή λοιπόν μου έδωσαν μήνυμα ότι θα γίνει επιβουλή στον άντρα, αμέσως τον έστειλα προς εσένα, αφού παράγγειλα και στους κατηγόρους του να λένε τα εναντίον του μπροστά σου. Υγίαινε ». 31 Οι στρατιώτες, λοιπόν, πράγματι σύμφωνα με αυτό που τους είχε διαταχτεί, παράλαβαν τον Παύλο και τον οδήγησαν νύχτα στην Αντιπατρίδα, 32 και την επόμενη ημέρα, αφού άφησαν τους ιππείς να φύγουν μαζί του, επέστρεψαν στο στρατώνα. 33 Οι οποίοι, ιππείς, όταν εισήλθαν στην Καισάρεια και έδωσαν την επιστολή στον ηγεμόνα, παρουσίασαν και τον Παύλο σ’ αυτόν. 34 Διάβασε τότε την επιστολή και ρώτησε από ποια επαρχία είναι και, όταν έμαθε ότι είναι από την Κιλικία, είπε: 35 «Θα σε ακούσω πλήρως, όταν και οι κατήγοροί σου παρουσιαστούν». Και διέταξε να φυλάγεται αυτός μέσα στο πραιτόριο του Ηρώδη. |