Λκ. ιβ' 1-59
Προειδοποίηση εναντίον της υποκρισίας | |
1 Ἐν οἷς ἐπισυναχθεισῶν τῶν μυριάδων τοῦ ὄχλου ὡς καταπατεῖν ἀλλήλους, ἤρξατο λέγειν πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ πρῶτον· προσέχετε ἑαυτοῖς ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων, ἥτις ἐστὶν ὑπόκρισις. 2 οὐδὲν δὲ συγκεκαλυμμένον ἐστὶν ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται, καὶ κρυπτὸν ὃ οὐ γνωσθήσεται· 3 ἀνθ᾿ ὧν ὅσα ἐν τῇ σκοτίᾳ εἴπατε, ἐν τῷ φωτὶ ἀκουσθήσεται, καὶ ὃ πρὸς τὸ οὖς ἐλαλήσατε ἐν τοῖς ταμείοις, κηρυχθήσεται ἐπὶ τῶν δωμάτων. | 1 Στο μεταξύ, αφού συνάχτηκαν στο ίδιο μέρος οι μυριάδες του πλήθους, ώστε να καταπατούν ο ένας τον άλλο, άρχισε να λέει πρώτα προς τους μαθητές του: «Προσέχετε τους εαυτούς σας από το προζύμι των Φαρισαίων, που είναι υποκρισία. 2 Κανένα λοιπόν συγκαλυμμένο δεν υπάρχει που δε θα αποκαλυφτεί και κρυφό που δε θα γνωριστεί. 3 Συνεπώς, όσα είπατε στο σκοτάδι θα ακουστούν στο φως, και ό,τι μιλήσατε στο αυτί μέσα στα απόμερα δωμάτια θα κηρυχτεί επάνω από τα δώματα». |
«Ποιον να φοβάστε» | |
4 Λέγω δὲ ὑμῖν τοῖς φίλοις μου· μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, καὶ μετὰ ταῦτα μὴ ἐχόντων περισσότερόν τι ποιῆσαι. 5 ὑποδείξω δὲ ὑμῖν τίνα φοβηθῆτε· φοβήθητε τὸν μετὰ τὸ ἀποκτεῖναι ἔχοντα ἐξουσίαν ἐμβαλεῖν εἰς τὴν γέενναν· ναί, λέγω ὑμῖν, τοῦτον φοβήθητε. 6 οὐχὶ πέντε στρουθία πωλεῖται ἀσσαρίων δύο; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐκ ἔστιν ἐπιλελησμένον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· 7 ἀλλὰ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς ὑμῶν πᾶσαι ἠρίθμηνται. μὴ οὖν φοβεῖσθε· πολλῶν στρουθίων διαφέρετε. | 4 «Λέω λοιπόν σ’ εσάς τους φίλους μου: μη φοβηθείτε από αυτούς που σκοτώνουν το σώμα και μετά από αυτά δεν έχουν κάτι περισσότερο να κάνουν. 5 Αλλά θα σας υποδείξω ποιον να φοβηθείτε: να φοβηθείτε αυτόν που μετά τη θανάτωση έχει εξουσία να σας ρίξει στη γέεννα. Ναι, σας λέω, αυτόν να φοβηθείτε. 6 Πέντε σπουργίτια δεν πουλιούνται για δύο δραχμές; Και όμως ένα από αυτά δεν είναι λησμονημένο μπροστά στο Θεό. 7 Αλλά και οι τρίχες της κεφαλής σας έχουν όλες αριθμηθεί. Μη φοβάστε. από πολλά σπουργίτια διαφέρετε». |
Να ομολογούμε το Χριστό στους ανθρώπους | |
8 Λέγω δὲ ὑμῖν· πᾶς ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁμολογήσει ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ· 9 ὁ δὲ ἀρνησάμενός με ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ἀπαρνηθήσεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ. 10 καὶ πᾶς ὃς ἐρεῖ λόγον εἰς τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἀφεθήσεται αὐτῷ· τῷ δὲ εἰς τὸ ῞Αγιον Πνεῦμα βλασφημήσαντι οὐκ ἀφεθήσεται. 11 ὅταν δὲ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας, μὴ μεριμνᾶτε πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε· 12 τὸ γὰρ ῞Αγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν. | 8 «Λέω λοιπόν σ’ εσάς: καθέναν που με ομολογήσει ζώντας μέσα σ’ εμένα μπροστά στους ανθρώπους, και ο Υιός του ανθρώπου θα τον ομολογήσει ζώντας μέσα σ’ αυτόν μπροστά στους αγγέλους του Θεού. 9 Αυτόν όμως που με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους θα τον απαρνηθώ μπροστά στους αγγέλους του Θεού. 10 Και σε καθέναν που θα πει λόγο ενάντια στον Υιό του ανθρώπου θα του αφεθεί. Σ’ εκείνον όμως που βλαστήμησε ενάντια στο Άγιο Πνεύμα δεν θα του αφεθεί. 11 Όταν λοιπόν σας φέρουν μέσα στις συναγωγές και απέναντι στις αρχές και στις εξουσίες, μη μεριμνήσετε πώς ή τι θα απολογηθείτε ή τι θα πείτε. 12 Γιατί το Άγιο Πνεύμα θα σας διδάξει αυτήν την ώρα όσα πρέπει να πείτε». |
Η παραβολή του άφρονα πλουσίου | |
13 Εἶπε δέ τις αὐτῷ ἐκ τοῦ ὄχλου· διδάσκαλε, εἰπὲ τῷ ἀδελφῷ μου μερίσασθαι τὴν κληρονομίαν μετ᾿ ἐμοῦ. 14 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπε, τίς με κατέστησε δικαστὴν ἢ μεριστὴν ἐφ᾿ ὑμᾶς; 15 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· ὁρᾶτε καὶ φυλάσσεσθε ἀπὸ πάσης πλεονεξίας· ὅτι οὐκ ἐν τῷ περισσεύειν τινὶ ἡ ζωὴ αὐτοῦ ἐστιν ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ. 16 Εἶπε δὲ παραβολὴν πρὸς αὐτοὺς λέγων· ἀνθρώπου τινὸς πλουσίου εὐφόρησεν ἡ χώρα· 17 καὶ διελογίζετο ἐν ἑαυτῷ λέγων· τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τοὺς καρπούς μου; 18 καὶ εἶπε· τοῦτο ποιήσω· καθελῶ μου τὰς ἀποθήκας καὶ μείζονας οἰκοδομήσω, καὶ συνάξω ἐκεῖ πάντα τὰ γενήματά μου καὶ τὰ ἀγαθά μου, 19 καὶ ἐρῶ τῇ ψυχῇ μου· ψυχή, ἔχεις πολλὰ ἀγαθὰ κείμενα εἰς ἔτη πολλά· ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου. 20 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Θεός· ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ· ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται; 21 οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ, καὶ μὴ εἰς Θεὸν πλουτῶν. | 13 Είπε τότε κάποιος από το πλήθος σ’ αυτόν: «Δάσκαλε, πες στον αδελφό μου να μοιράσει μαζί μου την κληρονομιά». 14 Εκείνος του είπε: «Άνθρωπε, ποιος με κατάστησε κριτή ή διαμεριστή επάνω σας;» 15 Και είπε προς αυτούς: «Προσέχετε και φυλάγεστε από κάθε πλεονεξία, γιατί, όταν έχει κάποιος περίσσια, η ζωή του δεν προέρχεται από τα υπάρχοντά του». 16 Είπε μάλιστα μια παραβολή προς αυτούς, λέγοντας: «Κάποιου πλούσιου ανθρώπου κάρπισαν τα χωράφια με ευφορία. 17 Και διαλογιζόταν μέσα του, λέγοντας: “Τι να κάνω, επειδή δεν έχω πού να συνάξω τους καρπούς μου”; 18 Και είπε: “Αυτό θα κάνω: θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου και θα οικοδομήσω μεγαλύτερες και θα συνάξω εκεί όλο το σιτάρι και τα αγαθά μου, 19 και θα πω στην ψυχή μου: ‘ Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά που κείτονται για έτη πολλά. αναπαύου, φάγε, πιες, ευφραίνου’.” 20 Είπε τότε σ’ αυτόν ο Θεός: “Άφρονα, αυτήν τη νύκτα απαιτούν την ψυχή σου από εσένα. και αυτά που ετοίμασες ποιανού θα είναι”; 21 Έτσι γίνεται σ’ όποιον θησαυρίζει για τον εαυτό του και δεν πλουτίζει για το Θεό». |
Μέριμνες και άγχος | |
22 Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε. 23 οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; 24 κατανοήσατε τοὺς κόρακας, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν, οἷς οὐκ ἔστι ταμεῖον οὐδὲ ἀποθήκη, καὶ ὁ Θεὸς τρέφει αὐτούς· πόσῳ μᾶλλον ὑμεῖς διαφέρετε τῶν πετεινῶν; 25 τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; 26 εἰ οὖν οὔτε ἐλάχιστον δύνασθε, τί περὶ τῶν λοιπῶν μεριμνᾶτε; 27 κατανοήσατε τὰ κρίνα πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· λέγω δὲ ὑμῖν, οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. 28 εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσι, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; 29 καὶ ὑμεῖς μὴ ζητεῖτε τί φάγητε καὶ τί πίητε, καὶ μὴ μετεωρίζεσθε· 30 ταῦτα γὰρ πάντα τὰ ἔθνη τοῦ κόσμου ἐπιζητεῖ· ὑμῶν δὲ ὁ πατὴρ οἶδεν ὅτι χρῄζετε τούτων· 31 πλὴν ζητεῖτε τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. 32 Μὴ φοβοῦ τὸ μικρὸν ποίμνιον· ὅτι εὐδόκησεν ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν. 33 πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντα ὑμῶν καὶ δότε ἐλεημοσύνην. ποιήσατε ἑαυτοῖς βαλλάντια μὴ παλαιούμενα, θησαυρὸν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὅπου κλέπτης οὐκ ἐγγίζει οὐδὲ σὴς διαφθείρει· 34 ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ καὶ ἡ καρδία ὑμῶν ἔσται. | 22 Είπε λοιπόν προς τους μαθητές του: «Γι’ αυτό σας λέω: μη μεριμνάτε για τη ζωή σας τι θα φάτε, μήτε για το σώμα σας τι θα ντυθείτε. 23 Γιατί η ζωή είναι πιο πολύ από την τροφή και το σώμα από το ένδυμα. 24 Παρατηρήστε τους κόρακες, γιατί δε σπέρνουν ούτε θερίζουν, οι οποίοι δεν έχουν κελάρι ούτε αποθήκη, και όμως ο Θεός τούς τρέφει. Πόσο περισσότερο εσείς διαφέρετε από τα πετεινά! 25 Και ποιος από εσάς μεριμνώντας δύναται στο ανάστημά του να προσθέσει έναν πήχη; 26 Αν λοιπόν ούτε το ελάχιστο δε δύναστε, για τα υπόλοιπα τι μεριμνάτε; 27 Παρατηρήστε τα κρίνα πώς αυξάνουν: δεν κοπιάζουν ούτε γνέθουν. Σας λέω, όμως, ούτε ο Σολομώντας με όλη τη δόξα του δεν ντύθηκε όπως ένα από αυτά. 28 Αν λοιπόν το χορτάρι, που είναι σήμερα στον αγρό και αύριο ρίχνεται στο φούρνο, ο Θεός έτσι το ντύνει, πόσο περισσότερο θα ντύσει εσάς ολιγόπιστοι! 29 Και εσείς μη ζητάτε τι θα φάτε και τι θα πιείτε και μην είστε μετέωροι από ανησυχία. 30 Γιατί όλα αυτά, τα επιζητούν τα έθνη του κόσμου. αλλά ο δικός σας Πατέρας ξέρει ότι έχετε ανάγκη από αυτά. 31 Όμως, ζητάτε τη βασιλεία του και αυτά θα προστεθούν σ’ εσάς. 32 Μη φοβάσαι, μικρό ποίμνιο, γιατί ευαρεστήθηκε ο Πατέρας σας να δώσει σ’ εσάς τη βασιλεία. 33 Πουλήστε τα υπάρχοντά σας και δώστε τα ελεημοσύνη. Κάντε στους εαυτούς σας πορτοφόλια που δεν παλιώνουν, θησαυρό ανεξάντλητο στους ουρανούς, όπου κλέφτης δεν τον πλησιάζει ούτε σκόρος τον φθείρει. 34 Γιατί όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί και θα είναι η καρδιά σας». |
Άγρυπνοι υπηρέτες | |
35 ῎Εστωσαν ὑμῶν αἱ ὀσφύες περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι· 36 καὶ ὑμεῖς ὅμοιοι ἀνθρώποις προσδεχομένοις τὸν κύριον ἑαυτῶν, πότε ἀναλύσει ἐκ τῶν γάμων, ἵνα ἐλθόντος καὶ κρούσαντος εὐθέως ἀνοίξωσιν αὐτῷ. 37 μακάριοι οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι, οὓς ἐλθὼν ὁ κύριος εὑρήσει γρηγοροῦντας. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι περιζώσεται καὶ ἀνακλινεῖ αὐτούς, καὶ παρελθὼν διακονήσει αὐτοῖς. 38 καὶ ἐὰν ἔλθῃ ἐν τῇ δευτέρᾳ φυλακῇ καὶ ἐν τῇ τρίτῃ φυλακῇ ἔλθῃ καὶ εὕρῃ οὕτω, μακάριοί εἰσιν οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι. 39 τοῦτο δὲ γινώσκετε ὅτι εἰ ᾔδει ὁ οἰκοδεσπότης ποίᾳ ὥρᾳ ὁ κλέπτης ἔρχεται, ἐγρηγόρησεν ἂν καὶ οὐκ ἂν ἀφῆκε διορυγῆναι τὸν οἶκον αὐτοῦ. 40 καὶ ὑμεῖς οὖν γίνεσθε ἕτοιμοι· ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται. 41 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος· Κύριε, πρὸς ἡμᾶς τὴν παραβολὴν ταύτην λέγεις ἢ καὶ πρὸς πάντας; 42 εἶπε δὲ ὁ Κύριος· τίς ἄρα ἐστὶν ὁ πιστὸς οἰκονόμος καὶ φρόνιμος, ὃν καταστήσει ὁ κύριος ἐπὶ τῆς θεραπείας αὐτοῦ τοῦ διδόναι ἐν καιρῷ τὸ σιτομέτριον; 43 μακάριος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, ὃν ἐλθὼν ὁ κύριος αὐτοῦ εὑρήσει οὕτω ποιοῦντα. 44 ἀληθῶς λέγω ὑμῖν ὅτι ἐπὶ πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ καταστήσει αὐτόν. 45 ἐὰν δὲ εἴπῃ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, χρονίζει ὁ κύριός μου ἔρχεσθαι, καὶ ἄρξηται τύπτειν τοὺς παῖδας καὶ τὰς παιδίσκας, ἐσθίειν τε καὶ πίνειν καὶ μεθύσκεσθαι, 46 ἥξει ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἐν ἡμέρᾳ ᾗ οὐ προσδοκᾷ καὶ ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκει, καὶ διχοτομήσει αὐτόν, καὶ τὸ μέρος αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀπίστων θήσει. 47 ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλάς· 48 ὁ δὲ μὴ γνούς, ποιήσας δὲ ἄξια πληγῶν, δαρήσεται ὀλίγας. παντὶ δὲ ᾧ ἐδόθη πολύ, πολὺ ζητηθήσεται παρ᾿ αὐτοῦ, καὶ ᾧ παρέθεντο πολύ, περισσότερον αἰτήσουσιν αὐτόν. | 35 «Ας είναι η μέση σας περιζωσμένη και οι λύχνοι σας να καίνε. 36 Και εσείς να είστε όμοιοι με ανθρώπους που περιμένουν το δικό τους κύριο πότε αυτός θα γυρίσει από τους γάμους, ώστε, όταν έρθει και κρούσει, αμέσως να του ανοίξουν. 37 Μακάριοι οι δούλοι εκείνοι, τους οποίους, όταν έρθει ο κύριος, θα τους βρει να αγρυπνούν. Αλήθεια σας λέω ότι θα περιζωστεί την ποδιά του και θα τους καθίσει στο τραπέζι και, αφού έρθει κοντά τους, θα τους διακονήσει. 38 Κι αν στη δεύτερη κι αν στην τρίτη φρουρά της νύχτας έρθει και τους βρει έτσι, εκείνοι είναι μακάριοι. 39 Και ας γνωρίζετε αυτό: ότι αν ήξερε ο οικοδεσπότης ποια ώρα έρχεται ο κλέφτης, δε θα άφηνε να διαρρήξουν τον οίκο του. 40 Κι εσείς να είστε έτοιμοι, γιατί την ώρα που δε νομίζετε έρχεται ο Υιός του ανθρώπου». 41 Είπε τότε ο Πέτρος: «Κύριε, προς εμάς λες αυτήν την παραβολή ή και προς όλους;» 42 Και είπε ο Κύριος: «Ποιος άραγε είναι ο πιστός οικονόμος, ο φρόνιμος, τον οποίο θα καταστήσει ο κύριος επιστάτη πάνω στο υπηρετικό προσωπικό του, για να τους δίνει στον κατάλληλο καιρό το καθορισμένο ποσό της τροφής τους; 43 Μακάριος ο δούλος εκείνος που ο κύριός του θα τον βρει να κάνει έτσι, όταν έρθει. 44 Αλήθεια σας λέω ότι θα τον καταστήσει επιστάτη πάνω σε όλα τα υπάρχοντά του. 45 Αν όμως ο δούλος εκείνος πει μέσα στην καρδιά του: “Αργεί να έρχεται ο κύριός μου”, και αρχίσει να χτυπά τους δούλους και τις δούλες, και να τρώει και να πίνει και να μεθάει, 46 θα έρθει ο κύριος του δούλου εκείνου την ημέρα που δεν προσδοκά και την ώρα που δε γνωρίζει, και θα τον κόψει στα δύο και το μερίδιό του θα το θέσει μαζί με τους άπιστους. 47 Εκείνος ο δούλος, λοιπόν, που γνώρισε το θέλημα του κυρίου του και δεν ετοίμασε ή δεν έκανε σύμφωνα με το θέλημά του θα δαρθεί με πολλά χτυπήματα. 48 Όποιος όμως δεν το γνώρισε, αλλά έκανε άξια χτυπημάτων, θα δαρθεί με λίγα. Και σε καθέναν που δόθηκε πολύ, πολύ θα ζητηθεί από αυτόν, και σ’ όποιον παράθεσαν πολύ, περισσότερο θα του ζητήσουν». |
Η φωτιά του Ιησού Χριστού | |
49 Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη! 50 βάπτισμα δὲ ἔχω βαπτισθῆναι, καὶ πῶς συνέχομαι ἕως οὗ τελεσθῇ! 51 δοκεῖτε ὅτι εἰρήνην παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ; οὐχί, λέγω ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἢ διαμερισμόν. 52 ἔσονται γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν πέντε ἐν οἴκῳ ἑνὶ διαμεμερισμένοι, τρεῖς ἐπὶ δυσὶ καὶ δύο ἐπὶ τρισί· 53 διαμερισθήσονται πατὴρ ἐπὶ υἱῷ καὶ υἱὸς ἐπὶ πατρί, μήτηρ ἐπὶ θυγατρὶ καὶ θυγάτηρ ἐπὶ μητρί, πενθερὰ ἐπὶ τὴν νύμφην αὐτῆς καὶ νύμφη ἐπὶ τὴν πενθερὰν αὐτῆς. | 49 «Φωτιά ήρθα να βάλω πάνω στη γη, και τι άλλο να θέλω αν ήδη άναψε! 50 Και βάφτισμα έχω να βαφτιστώ, και πώς πιέζομαι ωσότου τελεστεί! 51 Νομίζετε ότι παρουσιάστηκα, για να δώσω ειρήνη στη γη; Όχι, σας λέω, αλλά μόνο διχασμό. 52 Γιατί θα είναι από τώρα πέντε μέσα σ’ έναν οίκο διχασμένοι, τρεις εναντίον δύο, και δύο εναντίον τριών: 53 Θα διχαστούν πατέρας ενάντια σε γιο και γιος ενάντια σε πατέρα, μητέρα ενάντια στη θυγατέρα και θυγατέρα ενάντια στη μητέρα, πεθερά ενάντια στη νύφη της και νύφη ενάντια στην πεθερά». |
Τα σημεία των καιρών | |
54 ῎Ελεγε δὲ καὶ τοῖς ὄχλοις· ὅταν ἴδητε τὴν νεφέλην ἀνατέλλουσαν ἀπὸ δυσμῶν, εὐθέως λέγετε, ὄμβρος ἔρχεται, καὶ γίνεται οὕτω· 55 καὶ ὅταν νότον πνέοντα, λέγετε ὅτι καύσων ἔσται, καὶ γίνεται. 56 ὑποκριταί, τὸ πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς οἴδατε δοκιμάζειν, τὸν δὲ καιρὸν τοῦτον πῶς οὐ δοκιμάζετε; | 54 Έλεγε τότε και στα πλήθη: «Όταν δείτε τη νεφέλη να ανεβαίνει από τα δυτικά, αμέσως λέτε ότι έρχεται βροχή, και γίνεται έτσι. 55 Και όταν πνέει νοτιάς, λέτε ότι θα είναι καύσωνας, και γίνεται. 56 Υποκριτές, την όψη της γης και του ουρανού ξέρετε να δοκιμάζετε, τον καιρό όμως τούτο πώς δεν ξέρετε να δοκιμάζετε;» |
Συμβιβασμός με τον αντίδικο | |
57 τί δὲ καὶ ἀφ᾿ ἑαυτῶν οὐ κρίνετε τὸ δίκαιον; 58 ὡς γὰρ ὑπάγεις μετὰ τοῦ ἀντιδίκου σου ἐπ᾿ ἄρχοντα, ἐν τῇ ὁδῷ δὸς ἐργασίαν ἀπηλλάχθαι ἀπ᾿ αὐτοῦ, μήποτε κατασύρῃ σε πρὸς τὸν κριτήν, καὶ ὁ κριτής σε παραδῷ τῷ πράκτορι, καὶ ὁ πράκτωρ σε βαλεῖ εἰς φυλακήν. 59 λέγω σοι, οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν ἕως οὗ καὶ τὸ ἔσχατον λεπτὸν ἀποδῷς. | 57 «Γιατί λοιπόν και από μόνοι σας δεν κρίνετε το δίκαιο; 58 Καθώς δηλαδή πηγαίνεις στον άρχοντα μαζί με τον αντίδικό σου, προσπάθησε να απαλλαχτείς από αυτόν ενώ είσαι στο δρόμο, μην τυχόν σε σύρει βίαια προς τον κριτή, και ο κριτής σε παραδώσει στο δεσμοφύλακα, και ο δεσμοφύλακας σε ρίξει στη φυλακή. 59 Σου λέω, δε θα εξέλθεις από εκεί, ωσότου αποδώσεις και το τελευταίο λεπτό». |