Λκ. ιζ' 1-37
Λόγοι του Ιησού | |
1 Ἒλεγε δὲ καὶ πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ· ἀνένδεκτόν ἐστι τοῦ μὴ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα· οὐαὶ δὲ δι᾿ οὗ ἔρχεται. 2 λυσιτελεῖ αὐτῷ εἰ λίθος μυλικὸς περίκειται περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ ἔρριπται εἰς τὴν θάλασσαν, ἢ ἵνα σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων. 3 προσέχετε ἑαυτοῖς. ἐὰν δὲ ἁμάρτῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ἐπιτίμησον αὐτῷ· καὶ ἐὰν μετανοήσῃ, ἄφες αὐτῷ· 4 καὶ ἐὰν ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἁμάρτῃ εἰς σὲ καὶ ἑπτάκις τῆς ἡμέρας ἐπιστρέψῃ πρός σε λέγων, μετανοῶ, ἀφήσεις αὐτῷ. 5 Καὶ εἶπον οἱ ἀπόστολοι τῷ Κυρίῳ· πρόσθες ἡμῖν πίστιν. 6 εἶπε δὲ ὁ Κύριος· εἰ ἔχετε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐλέγετε ἂν τῇ συκαμίνῳ ταύτῃ, ἐκριζώθητι καὶ φυτεύθητι ἐν τῇ θαλάσσῃ, καὶ ὑπήκουσεν ἂν ὑμῖν. 7 Τίς δὲ ἐξ ὑμῶν δοῦλον ἔχων ἀροτριῶντα ἢ ποιμαίνοντα, ὃς εἰσελθόντι ἐκ τοῦ ἀγροῦ ἐρεῖ, εὐθέως παρελθὼν ἀνάπεσε, 8 ἀλλ᾿ οὐχὶ ἐρεῖ αὐτῷ· ἑτοίμασον τί δειπνήσω, καὶ περιζωσάμενος διακόνει μοι ἕως φάγω καὶ πίω, καὶ μετὰ ταῦτα φάγεσαι καὶ πίεσαι σύ; 9 μὴ χάριν ἔχει τῷ δούλῳ ἐκείνῳ ὅτι ἐποίησε τὰ διαταχθέντα; οὐ δοκῶ. 10 οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ποιήσητε πάντα τὰ διαταχθέντα ὑμῖν, λέγετε ὅτι δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν. | 1 Είπε μάλιστα προς τους μαθητές του: «Αδύνατο είναι το να μην έρθουν τα σκάνδαλα, όμως αλίμονο σ’ αυτόν μέσω του οποίου έρχεται. 2 Είναι προτιμότερο γι’ αυτόν αν μυλόπετρα τοποθετηθεί γύρω από τον τράχηλό του και ριχτεί στη θάλασσα παρά να σκανδαλίσει έναν από τους μικρούς αυτούς. 3 Προσέχετε τους εαυτούς σας. Αν αμαρτήσει ο αδελφός σου, επιτίμησέ τον, και αν μετανοήσει, άφησέ του. 4 Και αν εφτά φορές την ημέρα αμαρτήσει σ’ εσένα και εφτά φορές επιστρέψει προς εσένα, λέγοντας: “Μετανοώ”, να του αφήσεις». 5 Και τότε είπαν οι απόστολοι στον Κύριο: «Πρόσθεσέ μας πίστη». 6 Είπε όμως ο Κύριος: «Αν έχετε πίστη σαν κόκκο σιναπιού, θα λέγατε στη συκαμινιά αυτή: “ Ξεριζώσου και φυτέψου μέσα στη θάλασσα” – και θα σας υπάκουε». 7 «Ποιος λοιπόν από εσάς, αν έχει δούλο που οργώνει ή βόσκει, όταν αυτός εισέλθει στην οικία από τον αγρό, θα του πει: “Αμέσως πέρασε και κάθισε, για να φας”; 8 Αλλά αντίθετα δε θα του πει: “Ετοίμασε τι να δειπνήσω και ζώσου γύρω την ποδιά να με διακονείς, ωσότου φάω και πιω, και μετά από αυτά θα φας και θα πιεις εσύ”; 9 Μήπως έχει χάρη στο δούλο, επειδή έκανε αυτά που τον διέταξε; 10 Έτσι κι εσείς, όταν κάνετε όλα αυτά που σας διέταξαν, να λέτε: “Δούλοι άχρηστοι είμαστε. αυτό που οφείλαμε να κάνουμε έχουμε κάνει”». |
Ο καθαρισμός των δέκα λεπρών | |
11 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτὸν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ αὐτὸς διήρχετο διὰ μέσου Σαμαρείας καὶ Γαλιλαίας. 12 καὶ εἰσερχομένου αὐτοῦ εἴς τινα κώμην ἀπήντησαν αὐτῷ δέκα λεπροὶ ἄνδρες, οἳ ἔστησαν πόρρωθεν, 13 καὶ αὐτοὶ ἦραν φωνὴν λέγοντες· ᾿Ιησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς. 14 καὶ ἰδὼν εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἐπιδείξατε ἑαυτοὺς τοῖς ἱερεῦσι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ὑπάγειν αὐτοὺς ἐκαθαρίσθησαν. 15 εἷς δὲ ἐξ αὐτῶν, ἰδὼν ὅτι ἰάθη, ὑπέστρεψε μετὰ φωνῆς μεγάλης δοξάζων τὸν Θεόν, 16 καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ εὐχαριστῶν αὐτῷ· καὶ αὐτὸς ἦν Σαμαρείτης. 17 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· οὐχὶ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ; 18 οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ εἰ μὴ ὁ ἀλλογενὴς οὗτος; 19 καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀναστὰς πορεύου· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. | 11 Και καθώς πορευόταν στην Ιερουσαλήμ, συνέβηκε αυτός να περνά τότε διαμέσου της Σαμάρειας και της Γαλιλαίας. 12 Και ενώ αυτός εισερχόταν σε κάποιο χωριό, τον συνάντησαν δέκα λεπροί άντρες, οι οποίοι στάθηκαν από μακριά. 13 Και αυτοί ύψωσαν τη φωνή τους, λέγοντας: «Ιησού επιστάτη, ελέησέ μας». 14 Και όταν είδε, τους είπε: «Πάτε και επιδείξτε τους εαυτούς σας στους ιερείς». Και ενώ αυτοί πήγαιναν, συνέβηκε να καθαριστούν. 15 Ένας τότε από αυτούς, όταν είδε ότι γιατρεύτηκε, επέστρεψε δοξάζοντας το Θεό με φωνή μεγάλη, 16 και έπεσε με το πρόσωπο δίπλα στα πόδια του ευχαριστώντας τον. και αυτός ήταν Σαμαρείτης. 17 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και είπε: «Δεν καθαρίστηκαν οι δέκα; Αλλά οι εννιά πού είναι; 18 Δε βρέθηκαν να επιστρέψουν, για να δώσουν δόξα στο Θεό, παρά μόνο ο αλλοεθνής αυτός;» 19 Και είπε σ’ αυτόν: «Σήκω και πήγαινε. η πίστη σου σε έχει σώσει». |
Ο ερχομός της Βασιλείας του Θεού | |
20 ᾿Επερωτηθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν Φαρισαίων πότε ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀπεκρίθη αὐτοῖς καὶ εἶπεν· οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, 21 οὐδὲ ἐροῦσιν ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ· ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν. 22 Εἶπε δὲ πρὸς τοὺς μαθητάς· ἐλεύσονται ἡμέραι ὅτε ἐπιθυμήσετε μίαν τῶν ἡμερῶν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἰδεῖν, καὶ οὐκ ὄψεσθε. 23 καὶ ἐροῦσιν ὑμῖν· ἰδοὺ ὧδε, ἰδοὺ ἐκεῖ· μὴ ἀπέλθητε μηδὲ διώξητε. 24 ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ ἀστράπτουσα ἐκ τῆς ὑπ᾿ οὐρανὸν εἰς τὴν ὑπ᾿ οὐρανὸν λάμπει, οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ ἡμέρᾳ αὐτοῦ. 25 πρῶτον δὲ δεῖ αὐτὸν πολλὰ παθεῖν καὶ ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης. 26 καὶ καθὼς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Νῶε οὕτως ἔσται καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου· 27 ἤσθιον, ἔπινον, ἐγάμουν, ἐξεγαμίζοντο, ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε ὁ Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, καὶ ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἀπώλεσεν ἅπαντας. 28 ὁμοίως καὶ ὡς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Λώτ· ἤσθιον, ἔπινον, ἠγόραζον, ἐπώλουν, ἐφύτευον, ᾠκοδόμουν· 29 ᾗ δὲ ἡμέρᾳ ἐξῆλθε Λὼτ ἀπὸ Σοδόμων, ἔβρεξε πῦρ καὶ θεῖον ἀπ᾿ οὐρανοῦ καὶ ἀπώλεσεν ἅπαντας. 30 κατὰ τὰ αὐτὰ ἔσται ᾗ ἡμέρᾳ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαλύπτεται. 31 ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ὃς ἔσται ἐπὶ τοῦ δώματος καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ ἐν τῇ οἰκίᾳ, μὴ καταβάτω ἆραι αὐτά, καὶ ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ ὁμοίως μὴ ἐπιστρεψάτω εἰς τὰ ὀπίσω. 32 μνημονεύετε τῆς γυναικὸς Λώτ. 33 ὃς ἐὰν ζητήσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὃς ἐὰν ἀπολέσῃ αὐτήν, ζωογονήσει αὐτήν. 34 λέγω ὑμῖν, ταύτῃ τῇ νυκτὶ δύο ἔσονται ἐπὶ κλίνης μιᾶς, εἷς παραληφθήσεται καὶ ὁ ἕτερος ἀφεθήσεται· 35 δύο ἔσονται ἀλήθουσαι ἐπὶ τὸ αὐτό, μία παραληφθήσεται καὶ ἡ ἑτέρα ἀφεθήσεται· 36 δύο ἐν τῷ ἀγρῷ, εἷς παραληφθήσεται καὶ ὁ ἕτερος ἀφεθήσεται. 37 καὶ ἀποκριθέντες λέγουσιν αὐτῷ· ποῦ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ὅπου τὸ σῶμα, ἐκεῖ ἐπισυναχθήσονται καὶ οἱ ἀετοί. | 20 Και όταν ρωτήθηκε από τους Φαρισαίους πότε έρχεται η βασιλεία του Θεού, τους αποκρίθηκε και είπε: «Δεν έρχεται η βασιλεία του Θεού με παρατήρηση, 21 ούτε θα πουν: “Ιδού εδώ” ή “εκεί”, γιατί ιδού, η βασιλεία του Θεού είναι μέσα σας». 22 Είπε τότε προς τους μαθητές: «Θα έρθουν ημέρες που θα επιθυμήσετε να δείτε μια από τις ημέρες του Υιού του ανθρώπου, και δε θα δείτε. 23 Και θα σας πουν: “Ιδού εκεί”, ή “ιδού εδώ” – μη φύγετε μήτε να τους ακολουθήσετε. 24 Γιατί όπως ακριβώς η αστραπή αστράφτει και λάμπει από το ένα μέρος κάτω από τον ουρανό στο άλλο μέρος κάτω από τον ουρανό, έτσι θα είναι ο Υιός του ανθρώπου κατά την Ημέρα του. 25 Πρώτα, όμως, πρέπει αυτός πολλά να πάθει και να αποδοκιμαστεί από τη γενιά αυτή. 26 Και καθώς έγινε κατά τις ημέρες του Νώε, έτσι θα είναι και κατά τις ημέρες του Υιού του ανθρώπου: 27 έτρωγαν, έπιναν, πάντρευαν, νυμφεύονταν, μέχρι την ημέρα που εισήλθε ο Νώε στην κιβωτό και ήρθε ο κατακλυσμός και τους εξολόθρεψε όλους. 28 Όμοια επίσης θα είναι καθώς έγινε κατά τις ημέρες του Λωτ: έτρωγαν, έπιναν, αγόραζαν, πουλούσαν, φύτευαν, οικοδομούσαν. 29 Αλλά την ημέρα που εξήλθε ο Λωτ από τα Σόδομα έβρεξε φωτιά και θειάφι από τον ουρανό και τους εξολόθρεψε όλους. 30 Κατά τον ίδιο τρόπο θα είναι την ημέρα που ο Υιός του ανθρώπου θα αποκαλυφτεί. 31 Εκείνη την ημέρα αυτός που θα είναι πάνω στο δώμα και τα σκεύη του βρίσκονται μέσα στην οικία του ας μην κατεβεί να τα πάρει, και όμοια όποιος είναι στον αγρό ας μην επιστρέψει προς τα πίσω. 32 Να θυμάστε τη γυναίκα του Λωτ. 33 Όποιος ζητήσει να περισώσει τη ζωή του θα τη χάσει, και όποιος τη χάσει θα τη ζωογονήσει. 34 Σας λέω, αυτήν τη νύχτα θα είναι δύο πάνω σ’ ένα κρεβάτι, ο ένας θα παραληφτεί και ο άλλος θα αφεθεί. 35 Θα είναι δύο γυναίκες που θα αλέθουν στο ίδιο μέρος, η μία θα παραληφτεί ενώ η άλλη θα αφεθεί. 36 Δύο άντρες θα είναι στον αγρό. ένας θα παραληφτεί και ο άλλος θα αφεθεί». 37 Και αυτοί αποκρίθηκαν και του λένε: «Πού, Κύριε;» Εκείνος τους είπε: «Όπου είναι το σώμα, εκεί στο ίδιο μέρος και οι αετοί θα συναχτούν». |