Πραξ. κστ΄ 1-32
Ο Παύλος απολογείται μπροστά στον Αγρίππα | |
1 Ἀγρίππας δὲ πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη· ἐπιτρέπεταί σοι ὑπὲρ σεαυτοῦ λέγειν. τότε ὁ Παῦλος ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπελογεῖτο· 2 περὶ πάντων ὧν ἐγκαλοῦμαι ὑπὸ ᾿Ιουδαίων, βασιλεῦ ᾿Αγρίππα, ἥγημαι ἐμαυτὸν μακάριον ἐπὶ σοῦ μέλλων ἀπολογεῖσθαι σήμερον, 3 μάλιστα γνώστην ὄντα σε πάντων τῶν κατὰ ᾿Ιουδαίους ἐθῶν τε καὶ ζητημάτων· διὸ δέομαί σου μακροθύμως ἀκοῦσαί μου. 4 Τὴν μὲν οὖν βίωσίν μου τὴν ἐκ νεότητος τὴν ἀπ᾿ ἀρχῆς γενομένην ἐν τῷ ἔθνει μου ἐν ῾Ιεροσολύμοις ἴσασι πάντες οἱ ᾿Ιουδαῖοι, 5 προγινώσκοντές με ἄνωθεν, ἐὰν θέλωσι μαρτυρεῖν, ὅτι κατὰ τὴν ἀκριβεστάτην αἵρεσιν τῆς ἡμετέρας θρησκείας ἔζησα Φαρισαῖος. 6 καὶ νῦν ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς πρὸς τοὺς πατέρας ἐπαγγελίας γενομένης ὑπὸ τοῦ Θεοῦ ἕστηκα κρινόμενος, 7 εἰς ἣν τὸ δωδεκάφυλον ἡμῶν ἐν ἐκτενείᾳ νύκτα καὶ ἡμέραν λατρεῦον ἐλπίζει καταντῆσαι· περὶ ἧς ἐλπίδος ἐγκαλοῦμαι, βασιλεῦ ᾿Αγρίππα, ὑπὸ τῶν ᾿Ιουδαίων. 8 τί ἄπιστον κρίνεται παρ᾿ ὑμῖν εἰ ὁ Θεὸς νεκροὺς ἐγείρει; 9 ἐγὼ μὲν οὖν ἔδοξα ἐμαυτῷ πρὸς τὸ ὄνομα ᾿Ιησοῦ τοῦ Ναζωραίου δεῖν πολλὰ ἐναντία πρᾶξαι· 10 ὃ καὶ ἐποίησα ἐν ῾Ιεροσολύμοις, καὶ πολλοὺς τῶν ἁγίων ἐγὼ ἐν φυλακαῖς κατέκλεισα τὴν παρὰ τῶν ἀρχιερέων ἐξουσίαν λαβών, ἀναιρουμένων τε αὐτῶν κατήνεγκα ψῆφον, 11 καὶ κατὰ πάσας τὰς συναγωγὰς πολλάκις τιμωρῶν αὐτοὺς ἠνάγκαζον βλασφημεῖν, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις. | 1 Ο Αγρίππας τότε είπε προς τον Παύλο: «Σου επιτρέπεται να λες για τον εαυτό σου». Τότε ο Παύλος έκτεινε το χέρι του και απολογούνταν: 2 «Για όλα όσα κατηγορούμαι από Ιουδαίους, βασιλιά Αγρίππα, θεωρώ τον εαυτό μου μακάριο, γιατί μπροστά σου σήμερα μέλλω να απολογούμαι. 3 Επειδή μάλιστα είσαι γνώστης όλων των Ιουδαϊκών εθίμων και ζητημάτων, γι’ αυτό σε παρακαλώ μακρόθυμα να με ακούσεις. 4 Τον τρόπο λοιπόν πράγματι του βίου μου από τη νεότητά μου, που έζησα από την αρχή μέσα στο έθνος μου και μέσα στα Ιεροσόλυμα, τον ξέρουν όλοι οι Ιουδαίοι 5 που με προγνωρίζουν από την αρχή – αν θέλουν, ας το μαρτυρούν – ότι κατά την ακριβέστατη αίρεση της δικής μας θρησκείας έζησα, Φαρισαίος. 6 Και τώρα, έχω σταθεί και κρίνομαι για την ελπίδα της υπόσχεσης που έγινε στους πατέρες μας από το Θεό, 7 στην οποία το δωδεκάφυλο έθνος μας ελπίζει να καταφθάσει, λατρεύοντας ένθερμα νύχτα και ημέρα. Γι’ αυτήν την ελπίδα κατηγορούμαι από Ιουδαίους, βασιλιά. 8 Γιατί κρίνεται απίστευτο από εσάς, αν ο Θεός εγείρει νεκρούς; 9 Εγώ πράγματι, λοιπόν, νόμισα μέσα μου ότι κατά του ονόματος του Ιησού του Ναζωραίου πρέπει να πράξω πολλά ενάντια. 10 Αυτό και έκανα στα Ιεροσόλυμα, και πολλούς από τους αγίους εγώ κατέκλεισα μέσα σε φυλακές, αφού έλαβα την εξουσία από τους αρχιερείς και, όταν ήθελαν να τους θανατώνουν, έδωσα ψήφο εναντίον τους. 11 Και σε όλες τις συναγωγές πολλές φορές τιμωρώντας τους τους ανάγκαζα να βλαστημούν και έχοντας μανία περισσή τους καταδίωκα ως και στις έξω πόλεις». |
Ο Παύλος μιλά για τη μεταστροφή του στο Χριστό | |
12 ᾿Εν οἷς καὶ πορευόμενος εἰς τὴν Δαμασκὸν μετ᾿ ἐξουσίας καὶ ἐπιτροπῆς τῆς παρὰ τῶν ἀρχιερέων, 13 ἡμέρας μέσης κατὰ τὴν ὁδὸν εἶδον, βασιλεῦ, οὐρανόθεν ὑπὲρ τὴν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου περιλάμψαν με φῶς καὶ τοὺς σὺν ἐμοὶ πορευομένους· 14 πάντων δὲ καταπεσόντων ἡμῶν εἰς τὴν γῆν ἤκουσα φωνὴν λαλοῦσαν πρός με καὶ λέγουσαν τῇ ῾Εβραΐδι διαλέκτῳ· Σαοὺλ Σαούλ, τί με διώκεις; σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν. 15 ἐγὼ δὲ εἶπον· τίς εἶ, Κύριε; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ᾿Ιησοῦς ὃν σὺ διώκεις. 16 ἀλλὰ ἀνάστηθι καὶ στῆθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου· εἰς τοῦτο γὰρ ὤφθην σοι, προχειρίσασθαί σε ὑπηρέτην καὶ μάρτυρα ὧν τε εἶδες ὧν τε ὀφθήσομαί σοι, 17 ἐξαιρούμενός σε ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐθνῶν, εἰς οὓς ἐγώ σε ἀποστέλλω 18 ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς αὐτῶν, τοῦ ἐπιστρέψαι ἀπὸ σκότους εἰς φῶς καὶ τῆς ἐξουσίας τοῦ σατανᾶ ἐπὶ τὸν Θεόν, τοῦ λαβεῖν αὐτοὺς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ κλῆρον ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πίστει τῇ εἰς ἐμέ. | 12 «Ενώ ασχολούμουν με αυτά και πορευόμουν στη Δαμασκό με εξουσία και έγκριση που ήταν των αρχιερέων, 13 στο μέσο της ημέρας κατά την οδό είδα, βασιλιά, φως από τον ουρανό πιο δυνατό από τη λαμπρότητα του ήλιου, που έλαμψε γύρω μου και γύρω από αυτούς που πορεύονταν μαζί μου. 14 Και ενώ όλοι εμείς είχαμε πέσει κάτω στη γη, άκουσα φωνή να λέει προς εμένα στην εβραϊκή διάλεκτο: “Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; Είναι σκληρό για σένα να κλοτσάς προς τα βούκεντρα”. 15 Εγώ τότε είπα: “Ποιος είσαι, Κύριε;” Και ο Κύριος είπε: “Εγώ είμαι ο Ιησούς, που εσύ καταδιώκεις. 16 Αλλά σήκω και στάσου στα πόδια σου. γιατί γι’ αυτό σου φανερώθηκα, για να σε προκαθορίσω υπηρέτη και μάρτυρα, και γι’ αυτά που είδες σ’ εμένα και γι’ αυτά που θα σου φανερωθώ. 17 Θα σε ελευθερώνω από το λαό Ισραήλ και από τους εθνικούς στους οποίους εγώ σε αποστέλλω, 18 για να ανοίξεις τα μάτια τους, ώστε να επιστρέψουν από το σκότος στο φως και από την εξουσία του Σατανά στο Θεό, για να λάβουν άφεση αμαρτιών και κληρονομιά μεταξύ των αγιασμένων με την πίστη που είναι σ’ εμένα”». |
Η μαρτυρία του Παύλου σε Ιουδαίους και εθνικούς | |
19 ῞Οθεν, βασιλεῦ ᾿Αγρίππα, οὐκ ἐγενόμην ἀπειθὴς τῇ οὐρανίῳ ὀπτασίᾳ, 20 ἀλλὰ τοῖς ἐν Δαμασκῷ πρῶτον καὶ ῾Ιεροσολύμοις, εἰς πᾶσάν τε τὴν χώραν τῆς ᾿Ιουδαίας καὶ τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγέλλω μετανοεῖν καὶ ἐπιστρέφειν ἐπὶ τὸν Θεόν, ἄξια τῆς μετανοίας ἔργα πράσσοντας. 21 ἕνεκα τούτων με οἱ ᾿Ιουδαῖοι συλλαβόμενοι ἐν τῷ ἱερῷ ἐπειρῶντο διαχειρίσασθαι. 22 ἐπικουρίας οὖν τυχὼν τῆς παρὰ τοῦ Θεοῦ ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης ἕστηκα μαρτυρόμενος μικρῷ τε καὶ μεγάλῳ, οὐδὲν ἐκτὸς λέγων ὧν τε οἱ προφῆται ἐλάλησαν μελλόντων γενέσθαι καὶ Μωϋσῆς, 23 εἰ παθητὸς ὁ Χριστός, εἰ πρῶτος ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν φῶς μέλλει καταγγέλλειν τῷ λαῷ καὶ τοῖς ἔθνεσι. | 19 «Συνεπώς, βασιλιά Αγρίππα, δεν έγινα απειθής στην ουράνια οπτασία, 20 αλλά σ’ αυτούς που είναι στη Δαμασκό, πρώτα, και στα Ιεροσόλυμα και σε όλη τη χώρα της Ιουδαίας και στους εθνικούς ανάγγελλα να μετανοούν και να επιστρέφουν στο Θεό, πράττοντας έργα άξια της μετάνοιας. 21 Εξαιτίας αυτών οι Ιουδαίοι με συνέλαβαν, όταν ήμουν μέσα στο ναό, και προσπαθούσαν να με φονεύσουν. 22 Επιτυγχάνοντας λοιπόν βοήθεια που είναι από το Θεό, μέχρι αυτήν την ημέρα έχω σταθεί, μαρτυρώντας σε μικρούς και μεγάλους τίποτα άλλο εκτός από το να λέω αυτά που και οι προφήτες μίλησαν ότι μέλλουν να γίνουν και ο Μωυσής: 23 περί του αν έπρεπε να πάθει ο Χριστός, αν πρώτος από την ανάσταση των νεκρών έμελλε να αναγγείλει φως και στο λαό Ισραήλ και στα έθνη». |
Ο Παύλος κάνει έκκληση στον Αγρίππα να πιστέψει | |
24 Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἀπολογουμένου ὁ Φῆστος μεγάλῃ τῇ φωνῇ ἔφη· μαίνῃ, Παῦλε· τὰ πολλά σε γράμματα εἰς μανίαν περιτρέπει. 25 ὁ δέ, οὐ μαίνομαι, φησί, κράτιστε Φῆστε, ἀλλὰ ἀληθείας καὶ σωφροσύνης ρήματα ἀποφθέγγομαι. 26 ἐπίσταται γὰρ περὶ τούτων ὁ βασιλεύς, πρὸς ὃν καὶ παρρησιαζόμενος λαλῶ· λανθάνειν γὰρ αὐτόν τι τούτων οὐ πείθομαι οὐδέν· οὐ γάρ ἐστιν ἐν γωνίᾳ πεπραγμένον τοῦτο. 27 πιστεύεις, βασιλεῦ ᾿Αγρίππα, τοῖς προφήταις; οἶδα ὅτι πιστεύεις. 28 ὁ δὲ ᾿Αγρίππας πρὸς τὸν Παῦλον ἔφη· ἐν ὀλίγῳ με πείθεις Χριστιανὸν γενέσθαι. 29 ὁ δὲ Παῦλος εἶπεν· εὐξαίμην ἂν τῷ Θεῷ καὶ ἐν ὀλίγῳ καὶ ἐν πολλῷ οὐ μόνον σέ, ἀλλὰ καὶ πάντας τοὺς ἀκούοντάς μου σήμερον γενέσθαι τοιούτους ὁποῖος κἀγώ εἰμι, παρεκτὸς τῶν δεσμῶν τούτων. 30 Καὶ ταῦτα εἰπόντος αὐτοῦ ἀνέστη ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ ἡγεμὼν ἥ τε Βερνίκη καὶ οἱ συγκαθήμενοι αὐτοῖς, 31 καὶ ἀναχωρήσαντες ἐλάλουν πρὸς ἀλλήλους λέγοντες ὅτι οὐδὲν θανάτου ἄξιον ἢ δεσμῶν πράσσει ὁ ἄνθρωπος οὗτος. 32 ᾿Αγρίππας δὲ τῷ Φήστῳ ἔφη· ἀπολελύσθαι ἐδύνατο ὁ ἄνθρωπος οὗτος, εἰ μὴ ἐπεκέκλητο Καίσαρα. | 24 Αυτά, λοιπόν, ενώ αυτός απολογούνταν, ο Φήστος λέει με μεγάλη τη φωνή: «Είσαι τρελός, Παύλε. τα πολλά γράμματα σε περιστρέφουν στην τρέλα!» 25 Αλλά ο Παύλος λέει: «Δεν είμαι τρελός, εξοχότατε Φήστε, αλλά λόγια αλήθειας και σωφροσύνης διακηρύττω. 26 Γιατί γνωρίζει καλά γι’ αυτά ο βασιλιάς προς τον οποίο και με παρρησία μιλώ, επειδή δεν πιστεύω πως του διαφεύγει τίποτα από αυτά. γιατί δεν έχει γίνει αυτό σε μια γωνιά απόμερα. 27 Πιστεύεις, βασιλιά Αγρίππα, στους προφήτες; Ξέρω ότι πιστεύεις». 28 Και ο Αγρίππας λέει προς τον Παύλο: «Σε λίγο με πείθεις να με κάνεις χριστιανό». 29 Και ο Παύλος λέει: «Θα ευχόμουν στο Θεό και σε λίγο και σε πολύ χρόνο, όχι μόνο εσύ, αλλά και όλοι όσοι με ακούν σήμερα να γίνουν τέτοιοι, όποιος και εγώ είμαι, εκτός από τα δεσμά τούτα». 30 Και έτσι σηκώθηκαν ο βασιλιάς και ο ηγεμόνας και η Βερνίκη και αυτοί που κάθονταν μαζί τους. 31 Και όταν αναχώρησαν, μιλούσαν ο ένας προς τον άλλο λέγοντας: «Τίποτε άξιο θανάτου ή φυλακής δεν πράττει ο άνθρωπος αυτός». 32 Ο Αγρίππας τότε είπε στο Φήστο: «Θα μπορούσε να είχε απολυθεί ο άνθρωπος αυτός, αν δεν είχε επικαλεστεί τον Καίσαρα». |