Ιω. στ' 1-71
Ο χορτασμός των πέντε χιλιάδων | |
1 Μετὰ ταῦτα ἀπῆλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς πέραν τῆς θαλάσσης τῆς Γαλιλαίας τῆς Τιβεριάδος· 2 καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς, ὅτι ἑώρων αὐτοῦ τὰ σημεῖα ἃ ἐποίει ἐπὶ τῶν ἀσθενούντων. 3 ἀνῆλθε δὲ εἰς τὸ ὄρος ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ ἐκεῖ ἐκάθητο μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ. 4 ἦν δὲ ἐγγὺς τὸ πάσχα, ἡ ἑορτὴ τῶν ᾿Ιουδαίων. 5 ἐπάρας οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ θεασάμενος ὅτι πολὺς ὄχλος ἔρχεται πρὸς αὐτόν, λέγει πρὸς τὸν Φίλιππον· πόθεν ἀγοράσωμεν ἄρτους ἵνα φάγωσιν οὗτοι; 6 τοῦτο δὲ ἔλεγε πειράζων αὐτόν· αὐτὸς γὰρ ᾔδει τί ἔμελλε ποιεῖν. 7 ἀπεκρίθη αὐτῷ Φίλιππος· διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκοῦσιν αὐτοῖς ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχύ τι λάβῃ. 8 λέγει αὐτῷ εἷς ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, ᾿Ανδρέας ὁ ἀδελφὸς Σίμωνος Πέτρου. 9 ἔστι παιδάριον ἓν ὧδε, ὃς ἔχει πέντε ἄρτους κριθίνους καὶ δύο ὀψάρια· ἀλλὰ ταῦτα τί ἐστιν εἰς τοσούτους; 10 εἶπε δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς· ποιήσατε τοὺς ἀνθρώπους ἀναπεσεῖν· ἦν δὲ χόρτος πολὺς ἐν τῷ τόπῳ. ἀνέπεσον οὖν οἱ ἄνδρες τὸν ἀριθμὸν ὡσεὶ πεντακισχίλιοι. 11 ἔλαβε δὲ τοὺς ἄρτους ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εὐχαριστήσας διέδωκε τοῖς μαθηταῖς, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ἀνακειμένοις· ὁμοίως καὶ ἐκ τῶν ὀψαρίων ὅσον ἤθελον. 12 ὡς δέ ἐνεπλήσθησαν, λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· συναγάγετε τὰ περισσεύσαντα κλάσματα, ἵνα μή τι ἀπόληται. 13 συνήγαγον οὖν καὶ ἐγέμισαν δώδεκα κοφίνους κλασμάτων ἐκ τῶν πέντε ἄρτων τῶν κριθίνων ἃ ἐπερίσσευσε τοῖς βεβρωκόσιν. 14 Οἱ οὖν ἄνθρωποι, ἰδόντες ὃ ἐποίησε σημεῖον ὁ ᾿Ιησοῦς, ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης ὁ ἐρχόμενος εἰς τὸν κόσμον. 15 ᾿Ιησοῦς οὖν γνοὺς ὅτι μέλλουσιν ἔρχεσθαι καὶ ἁρπάζειν αὐτὸν ἵνα ποιήσωσιν αὐτὸν βασιλέα, ἀνεχώρησε πάλιν εἰς τὸ ὄρος αὐτὸς μόνος. | 1 Μετά από αυτά ο Ιησούς πήγε πέρα από τη λίμνη της Γαλιλαίας, την Τιβεριάδα. 2 Τον ακολουθούσε μάλιστα πολύ πλήθος, επειδή έβλεπαν τα θαυματουργικά σημεία που έκανε πάνω στους ασθενείς. 3 Ο Ιησούς, λοιπόν, ανέβηκε στο όρος, και εκεί καθόταν μαζί με τους μαθητές του. 4 Ήταν τότε κοντά το Πάσχα, η εορτή των Ιουδαίων. 5 Σήκωσε, λοιπόν, ο Ιησούς τα μάτια και παρατήρησε ότι πολύ πλήθος έρχεται προς αυτόν, και τότε λέει προς το Φίλιππο: 6 Αυτό όμως το έλεγε, για να τον δοκιμάσει. γιατί αυτός ήξερε τι έμελλε να κάνει. 7 Ο Φίλιππος τού αποκρίθηκε: «Διακοσίων δηναρίων άρτοι δεν τους αρκούν, για να λάβει καθένας από λίγο». 8 Του λέει ένας από τους μαθητές του, ο Ανδρέας, ο αδελφός του Σίμωνα Πέτρου: 9 «Είναι ένα παιδάκι εδώ, που έχει πέντε άρτους κρίθινους και δύο ψάρια. αλλά αυτά τι είναι για τόσο πολλούς;» 10 Ο Ιησούς είπε: «Κάντε τους ανθρώπους να ξαπλώσουν στη γη». Υπήρχε, λοιπόν, πολύ χορτάρι στον τόπο εκείνο. Ξάπλωσαν λοιπόν στη γη οι άντρες, που ήταν κατά τον αριθμό περίπου πέντε χιλιάδες. 11 Ο Ιησούς έλαβε τότε τους άρτους και, αφού ευχαρίστησε το Θεό, τους διαμοίρασε σ’ εκείνους που ήταν ξαπλωμένοι στη γη. όμοια και από τα ψάρια, όσο ήθελαν. 12 Και μόλις χόρτασαν, λέει στους μαθητές του: «Συνάξτε τα κομμάτια που περίσσεψαν, για να μη χαθεί τίποτα». 13 Τα σύναξαν, λοιπόν, και γέμισαν δώδεκα κοφίνια με κομμάτια από τους πέντε άρτους τους κρίθινους, τα οποία περίσσεψαν σ’ αυτούς που είχαν φάει. 14 Τότε οι άνθρωποι, όταν είδαν αυτό το θαυματουργικό σημείο που έκανε, έλεγαν: «Αυτός είναι αληθινά ο προφήτης ο ερχόμενος στον κόσμο». 15 Ο Ιησούς, τότε, επειδή κατάλαβε ότι μέλλουν να έρθουν και να τον αρπάξουν, για να τον κάνουν βασιλιά, αναχώρησε πάλι στο όρος αυτός μόνος του. |
Ο Ιησούς βαδίζει πάνω στη λίμνη | |
16 ῾Ως δὲ ὀψία ἐγένετο, κατέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπὶ τὴν θάλασσαν, 17 καὶ ἐμβάντες εἰς τὸ πλοῖον ἤρχοντο πέραν τῆς θαλάσσης εἰς Καπερναούμ. καὶ σκοτία ἤδη ἐγεγόνει καὶ οὐκ ἐληλύθει πρὸς αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς, 18 ἥ τε θάλασσα ἀνέμου μεγάλου πνέοντος διηγείρετο. 19 ἐληλακότες οὖν ὡς σταδίους εἴκοσι πέντε ἢ τριάκοντα θεωροῦσι τὸν ᾿Ιησοῦν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ ἐγγὺς τοῦ πλοίου γινόμενον, καὶ ἐφοβήθησαν. 20 ὁ δέ λέγει αὐτοῖς· ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. 21 ἤθελον οὖν λαβεῖν αὐτὸν εἰς τὸ πλοῖον, καὶ εὐθέως τὸ πλοῖον ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς εἰς ἣν ὑπῆγον. | 16 Μόλις λοιπόν βράδιασε, κατέβηκαν οι μαθητές του στη λίμνη 17 και, αφού μπήκαν σ’ ένα πλοίο, έρχονταν αντίπερα στη λίμνη, στην Καπερναούμ. Και είχε γίνει ήδη σκοτάδι, αλλά ακόμα ο Ιησούς δεν είχε έρθει προς αυτούς. 18 Και η λίμνη ταραζόταν από δυνατό άνεμο που έπνεε. 19 Αφού, λοιπόν, είχαν πλεύσει περίπου τέσσερα ή πέντε χιλιόμετρα, βλέπουν τον Ιησού να περπατάει πάνω στη λίμνη και να έρχεται κοντά στο πλοίο, και φοβήθηκαν. 20 Εκείνος τους λέει: «Εγώ είμαι. μη φοβάστε». 21 Ήθελαν, τότε, να τον πάρουν στο πλοίο, και αμέσως ήρθε το πλοίο στην ξηρά στο μέρος όπου πήγαιναν. |
Ο Ιησούς είναι ο Άρτος της Ζωής | |
22 Τῇ ἐπαύριον ὁ ὄχλος ὁ ἑστηκὼς πέραν τῆς θαλάσσης ἰδὼν ὅτι πλοιάριον ἄλλο οὐκ ἦν ἐκεῖ εἰ μὴ ἓν ἐκεῖνο εἰς ὃ ἐνέβησαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ὅτι οὐ συνεισῆλθε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὸ πλοιάριον, ἀλλὰ μόνοι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπῆλθον· 23 ἄλλα δὲ ἦλθε πλοιάρια ἐκ Τιβεριάδος ἐγγὺς τοῦ τόπου, ὅπου ἔφαγον τὸν ἄρτον εὐχαριστήσαντος τοῦ Κυρίου· 24 ὅτε οὖν εἶδεν ὁ ὄχλος ὅτι ᾿Ιησοῦς οὐκ ἔστιν ἐκεῖ οὐδὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, ἐνέβησαν αὐτοὶ εἰς τὰ πλοῖα καὶ ἦλθον εἰς Καπερναοὺμ ζητοῦντες τὸν ᾿Ιησοῦν. 25 καὶ εὑρόντες αὐτὸν πέραν τῆς θαλάσσης εἶπον αὐτῷ· ραββί, πότε ὧδε γέγονας; 26 ᾿Απεκρίθη αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ζητεῖτέ με, οὐχ ὅτι εἴδετε σημεῖα, ἀλλ' ὅτι ἐφάγετε ἐκ τῶν ἄρτων καὶ ἐχορτάσθητε. 27 ἐργάζεσθε μὴ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην, ἀλλὰ τὴν βρῶσιν τὴν μένουσαν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἣν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑμῖν δώσει· τοῦτον γὰρ ὁ πατὴρ ἐσφράγισεν ὁ Θεός. 28 εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· τί ποιῶμεν ἵνα ἐργαζώμεθα τά ἔργα τοῦ Θεοῦ; 29 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτό ἐστι τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύσητε εἰς ὃν ἀπέστειλεν ἐκεῖνος. 30 εἶπον οὖν αὐτῷ· τί οὖν ποιεῖς σὺ σημεῖον ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμέν σοι; τί ἐργάζῃ; 31 οἱ πατέρες ἡμῶν τὸ μάννα ἔφαγον ἐν τῇ ἐρήμῳ, καθώς ἐστι γεγραμμένον· ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς φαγεῖν. 32 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ Μωϋσῆς δέδωκεν ὑμῖν τὸν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλ' ὁ πατήρ μου δίδωσιν ὑμῖν τὸν ἄρτον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ τὸν ἀληθινόν. 33 ὁ γὰρ ἄρτος τοῦ Θεοῦ ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ. 34 εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν· Κύριε, πάντοτε δὸς ἡμῖν τὸν ἄρτον τοῦτον. 35 εἶπε δὲ αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς· ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ πεινάσῃ, καὶ ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ διψήσῃ πώποτε. 36 ἀλλ' εἶπον ὑμῖν ὅτι καὶ ἑωράκατέ με καὶ οὐ πιστεύετε. 37 Πᾶν ὃ δίδωσί μοι ὁ πατήρ, πρὸς ἐμὲ ἥξει, καὶ τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω· 38 ὅτι καταβέβηκα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ οὐχ ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τὸ ἐμόν, ἀλλὰ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με. 39 τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκέ μοι μὴ ἀπολέσω ἐξ αὐτοῦ, ἀλλὰ ἀναστήσω αὐτὸ ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 40 τοῦτο δέ ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἀναστήσω αὐτὸν ἐγὼ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 41 ᾿Εγόγγυζον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι εἶπεν, ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, 42 καὶ ἔλεγον· οὐχ οὗτός ἐστιν ᾿Ιησοῦς ὁ υἱὸς ᾿Ιωσήφ, οὗ ἡμεῖς οἴδαμεν τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα; πῶς οὖν λέγει οὗτος ὅτι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβέβηκα; 43 ἀπεκρίθη οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· μὴ γογγύζετε μετ' ἀλλήλων. 44 οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 45 ἔστι γεγραμμένον ἐν τοῖς προφήταις· καὶ ἔσονται πάντες διδακτοὶ Θεοῦ. πᾶς ὁ ἀκούων παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαθὼν ἔρχεται πρός με· 46 οὐχ ὅτι τὸν πατέρα τις ἑώρακεν, εἰ μὴ ὁ ὢν παρὰ τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἑώρακε τὸν πατέρα. 47 ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἔχει ζωὴν αἰώνιον. 48 ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. 49 οἱ πατέρες ὑμῶν ἔφαγον τὸ μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἀπέθανον· 50 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων, ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ. 51 ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. 52 ᾿Εμάχοντο οὖν πρὸς ἀλλήλους οἱ ᾿Ιουδαῖοι λέγοντες· πῶς δύναται οὗτος ἡμῖν δοῦναι τὴν σάρκα φαγεῖν; 53 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. 54 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 55 ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. 56 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ. 57 καθὼς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με κἀκεῖνος ζήσεται δι' ἐμέ. 58 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, οὐ καθὼς ἔφαγον οἱ πατέρες ὑμῶν τὸ μάννα καὶ ἀπέθανον· ὁ τρώγων τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. 59 Ταῦτα εἶπεν ἐν συναγωγῇ διδάσκων ἐν Καπερναούμ. | 22 Την επόμενη ημέρα, το πλήθος που είχε σταθεί αντίπερα στη λίμνη είδε ότι άλλο πλοιάριο δεν ήταν εκεί παρά μόνο ένα, και ότι ο Ιησούς δεν εισήλθε στο πλοίο μαζί με τους μαθητές του, αλλά οι μαθητές του έφυγαν μόνοι. 23 Άλλα πλοιάρια ήρθαν από την Τιβεριάδα κοντά στον τόπο όπου έφαγαν τον άρτο, όταν ευχαρίστησε ο Κύριος το Θεό. 24 Όταν λοιπόν το πλήθος είδε ότι ο Ιησούς δεν είναι εκεί ούτε οι μαθητές του, αυτοί μπήκαν στα πλοιάρια και ήρθαν στην Καπερναούμ, ζητώντας τον Ιησού. 25 Και όταν τον βρήκαν αντίπερα στη λίμνη, του είπαν: «Ραβί, πότε έχεις έρθει εδώ;» 26 Ο Ιησούς τους αποκρίθηκε και είπε: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, με ζητάτε όχι επειδή είδατε θαυματουργικά σημεία, αλλά επειδή φάγατε από τους άρτους και χορτάσατε. 27 Να εργάζεστε όχι για την τροφή που καταστρέφεται, αλλά για την τροφή που μένει για ζωή αιώνια, που ο Υιός του ανθρώπου θα σας δώσει. Γιατί αυτόν ο Πατέρας σφράγισε, ο Θεός». 28 Είπαν λοιπόν προς αυτόν: «Τι να κάνουμε, για να εργαζόμαστε τα έργα του Θεού;» 29 Ο Ιησούς αποκρίθηκε και τους είπε: «Αυτό είναι το έργο του Θεού: το να πιστεύετε σε αυτόν που απέστειλε εκείνος». 30 Είπαν τότε σ’ αυτόν: «Ποιο λοιπόν σημείο κάνεις εσύ, για να δούμε και να σε πιστέψουμε; Τι εργάζεσαι; 31 Οι πατέρες μας έφαγαν το μάννα στην έρημο καθώς είναι γραμμένο: Άρτο από τον ουρανό τους έδωσε να φάνε». 32 Είπε τότε σ’ αυτούς ο Ιησούς: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, ο Μωυσής δε σας έχει δώσει τον άρτο από τον ουρανό, αλλά ο Πατέρας μου σας δίνει τον άρτο τον αληθινό από τον ουρανό. 33 Γιατί ο άρτος του Θεού είναι εκείνος που κατεβαίνει από τον ουρανό και δίνει ζωή στον κόσμο». 34 Είπαν λοιπόν προς αυτόν: «Κύριε, πάντοτε δώσε μας αυτόν τον άρτο». 35 Ο Ιησούς τους απάντησε: «Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής. Όποιος έρχεται προς εμένα δε θα πεινάσει, και όποιος πιστεύει σ’ εμένα δε θα διψάσει ποτέ. 36 Αλλά σας είπα ότι και με έχετε δει και δεν πιστεύετε. 37 Καθετί που μου δίνει ο Πατέρας θα έρθει προς εμένα, και αυτόν που έρχεται προς εμένα δε θα τον βγάλω έξω, 38 γιατί έχω κατεβεί από τον ουρανό όχι για να κάνω το θέλημα το δικό μου, αλλά το θέλημα εκείνου που με έστειλε. 39 Και αυτό είναι το θέλημα εκείνου που με έστειλε: να μη χάσω από Αυτόν τίποτα από ό,τι μου έχει δώσει, αλλά να το αναστήσω την έσχατη ημέρα. 40 Γιατί αυτό είναι το θέλημα του Πατέρα μου: καθένας που βλέπει τον Υιό και πιστεύει σ’ αυτόν να έχει ζωή αιώνια. και εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα». 41 Γόγγυζαν τότε οι Ιουδαίοι γι’ αυτόν, επειδή είπε: «Εγώ είμαι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό», 42 και έλεγαν: «Δεν είναι αυτός ο Ιησούς, ο γιος του Ιωσήφ, που εμείς ξέρουμε τον πατέρα και τη μητέρα του; Πώς λέει τώρα: “Από τον ουρανό έχω κατεβεί”;» 43 Αποκρίθηκε ο Ιησούς και τους είπε: «Μη γογγύζετε μεταξύ σας. 44 Κανείς δε δύναται να έρθει προς εμένα αν ο Πατέρας που με έστειλε δεν τον ελκύσει. κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα. 45 Είναι γραμμένο στους προφήτες: Και θα είναι όλοι διδαγμένοι από το Θεό. Καθένας που άκουσε και έμαθε από τον Πατέρα, έρχεται προς εμένα. 46 Όχι ότι τον Πατέρα έχει δει κανείς άλλος εκτός από αυτόν που είναι από το Θεό. αυτός έχει δει τον Πατέρα. 47 Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, όποιος πιστεύει έχει ζωή αιώνια. 48 Εγώ είμαι ο άρτος της ζωής. 49 Οι πατέρες σας έφαγαν το μάννα στην έρημο και πέθαναν. 50 Αυτός είναι ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό, για να φάει κανείς από αυτόν και να μην πεθάνει. 51 Εγώ είμαι ο άρτος ο ζωντανός που κατέβηκε από τον ουρανό. Αν κάποιος φάει από τούτον τον άρτο, θα ζήσει στον αιώνα. Και ο άρτος, λοιπόν, που εγώ θα δώσω είναι η σάρκα μου υπέρ της ζωής του κόσμου». 52 Μάχονταν λοιπόν μεταξύ τους οι Ιουδαίοι, λέγοντας: «Πώς δύναται αυτός να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του;» 53 Τους είπε τότε ο Ιησούς: «Αλήθεια, αλήθεια σας λέω, αν δε φάτε τη σάρκα του Υιού του ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε ζωή μέσα σας. 54 Εκείνος που μου τρώει τη σάρκα και μου πίνει το αίμα έχει ζωή αιώνια, κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα. 55 Γιατί η σάρκα μου είναι αληθινή τροφή και το αίμα μου είναι αληθινό ποτό. 56 Όποιος μου τρώει τη σάρκα και μου πίνει το αίμα, μένει μέσα μου κι εγώ μέσα του. 57 Καθώς με απέστειλε ο ζωντανός Πατέρας κι εγώ ζω για τον Πατέρα, έτσι και όποιος με τρώει θα ζήσει κι εκείνος για μένα. 58 Αυτός είναι ο άρτος που κατέβηκε από τον ουρανό, όχι καθώς έφαγαν οι πατέρες και πέθαναν. Όποιος τρώει τούτον τον άρτο θα ζήσει στον αιώνα». 59 Αυτά είπε, διδάσκοντας στη συναγωγή, στην Καπερναούμ. |
Λόγια αιώνιας ζωής | |
60 Πολλοὶ οὖν ἀκούσαντες ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπον· σκληρός ἐστιν οὗτος ὁ λόγος· τίς δύναται αὐτοῦ ἀκούειν; 61 εἰδὼς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐν ἑαυτῷ ὅτι γογγύζουσι περὶ τούτου οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο ὑμᾶς σκανδαλίζει; 62 ἐὰν οὖν θεωρῆτε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἀναβαίνοντα ὅπου ἦν τὸ πρότερον; 63 τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν· τὰ ρήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι καὶ ζωή ἐστιν. 64 ἀλλ' εἰσὶν ἐξ ὑμῶν τινες οἳ οὐ πιστεύουσιν. ᾔδει γὰρ ἐξ ἀρχῆς ὁ ᾿Ιησοῦς τίνες εἰσὶν οἱ μὴ πιστεύοντες καὶ τίς ἐστιν ὁ παραδώσων αὐτόν. 65 καὶ ἔλεγε· διὰ τοῦτο εἴρηκα ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ᾖ δεδομένον αὐτῷ ἐκ τοῦ πατρός μου. 66 ᾿Εκ τούτου πολλοὶ ἀπῆλθον ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω καὶ οὐκέτι μετ' αὐτοῦ περιεπάτουν. 67 Εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς τοῖς δώδεκα· μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν; 68 ἀπεκρίθη οὖν αὐτῷ Σίμων Πέτρος· Κύριε, πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα; ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις· 69 καὶ ἡμεῖς πεπιστεύκαμεν καὶ ἐγνώκαμεν ὅτι σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. 70 ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· οὐκ ἐγὼ ὑμᾶς τοὺς δώδεκα ἐξελεξάμην; καὶ ἐξ ὑμῶν εἷς διάβολός ἐστιν. 71 ἔλεγε δὲ τὸν ᾿Ιούδαν Σίμωνος ᾿Ισκαριώτην· οὗτος γὰρ ἔμελλεν αὐτὸν παραδιδόναι, εἷς ὢν ἐκ τῶν δώδεκα. | 60 Πολλοί λοιπόν από τους μαθητές του, όταν άκουσαν, είπαν: «Σκληρός είναι αυτός ο λόγος. Ποιος δύναται να τον ακούει;» 61 Επειδή, λοιπόν, ήξερε ο Ιησούς μέσα του ότι οι μαθητές του γογγύζουν γι’ αυτό, τους είπε: «Αυτό σας σκανδαλίζει; 62 Αν λοιπόν βλέπατε τον Υιό του ανθρώπου να ανεβαίνει εκεί όπου ήταν πρώτα, θα σκανδαλιζόσασταν; 63 Το Πνεύμα είναι εκείνο που ζωοποιεί, η σάρκα δεν ωφελεί τίποτα. Τα λόγια που εγώ σας έχω μιλήσει είναι Πνεύμα και είναι ζωή. 64 Αλλά είναι μερικοί από εσάς που δεν πιστεύουν». Γιατί ήξερε από την αρχή ο Ιησούς ποιοι είναι εκείνοι που δεν πιστεύουν και ποιος είναι εκείνος που θα τον παραδώσει. 65 Και έλεγε: «Γι’ αυτό σας έχω πει ότι κανείς δε δύναται να έρθει προς εμένα, αν δεν του είναι δοσμένο από τον Πατέρα». 66 Από τότε πολλοί από τους μαθητές του έφυγαν πίσω και δεν περπατούσαν πια μαζί του. 67 Ο Ιησούς, λοιπόν, είπε στους δώδεκα: «Μήπως κι εσείς θέλετε να φύγετε;» 68 Του αποκρίθηκε ο Σίμωνας Πέτρος: «Κύριε, σε ποιον θα πάμε; Έχεις λόγια αιώνιας ζωής, 69 και εμείς έχουμε πιστέψει και έχουμε γνωρίσει ότι εσύ είσαι ο Άγιος του Θεού». 70 Ο Ιησούς αποκρίθηκε σ’ αυτούς: «Εγώ δεν εξέλεξα εσάς τους δώδεκα; Και όμως, ένας από εσάς είναι Διάβολος». 71 Και έλεγε για τον Ιούδα, το γιο του Σίμωνα του Ισκαριώτη. Γιατί αυτός έμελλε να τον παραδώσει, ενώ ήταν ένας από τους δώδεκα. |