Ιω. ιη' 1-40
Η προδοσία και η σύλληψη του Ιησού | |
1 Ταῦτα εἰπὼν ὁ ᾿Ιησοῦς ἐξῆλθε σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ πέραν τοῦ χειμάρρου τῶν Κέδρων, ὅπου ἦν κῆπος, εἰς ὃν εἰσῆλθεν αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. 2 ᾔδει δὲ καὶ ᾿Ιούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν τὸν τόπον, ὅτι πολλάκις συνήχθη καὶ ὁ ᾿Ιησοῦς ἐκεῖ μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ. 3 ὁ οὖν ᾿Ιούδας λαβὼν τὴν σπεῖραν καὶ ἐκ τῶν ἀρχιερέων καὶ Φαρισαίων ὑπηρέτας ἔρχεται ἐκεῖ μετὰ φανῶν καὶ λαμπάδων καὶ ὅπλων. 4 ᾿Ιησοῦς οὖν εἰδὼς πάντα τὰ ἐρχόμενα ἐπ' αὐτόν, ἐξελθὼν εἶπεν αὐτοῖς· τίνα ζητεῖτε; 5 ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· ᾿Ιησοῦν τὸν Ναζωραῖον. λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι. εἱστήκει δὲ καὶ ᾿Ιούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν μετ' αὐτῶν. 6 ὡς οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὅτι ἐγώ εἰμι, ἀπῆλθον εἰς τὰ ὀπίσω καὶ ἔπεσον χαμαί. 7 πάλιν οὖν αὐτοὺς ἐπηρώτησε· τίνα ζητεῖτε; οἱ δὲ εἶπον· ᾿Ιησοῦν τὸν Ναζωραῖον. 8 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· εἶπον ὑμῖν ὅτι ἐγώ εἰμι. εἰ οὖν ἐμὲ ζητεῖτε, ἄφετε τούτους ὑπάγειν· 9 ἵνα πληρωθῇ ὁ λόγος ὃν εἶπεν, ὅτι οὓς δέδωκάς μοι, οὐκ ἀπώλεσα ἐξ αὐτῶν οὐδένα. 10 Σίμων οὖν Πέτρος ἔχων μάχαιραν εἵλκυσεν αὐτήν, καὶ ἔπαισε τὸν τοῦ ἀρχιερέως δοῦλον καὶ ἀπέκοψεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον τὸ δεξιόν· ἦν δὲ ὄνομα τῷ δούλῳ Μάλχος. 11 εἶπεν οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς τῷ Πέτρῳ· βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην· τὸ ποτήριον ὃ δέδωκέ μοι ὁ πατήρ, οὐ μὴ πίω αὐτό; | 1 Αφού είπε αυτά ο Ιησούς, εξήλθε μαζί με τους μαθητές του πέρα από το χείμαρρο του Κεδρών όπου ήταν κήπος, στον οποίο εισήλθε αυτός και οι μαθητές του. 2 Μάλιστα ήξερε αυτόν τον τόπο και ο Ιούδας, που τον παράδωσε, γιατί πολλές φορές συνάχτηκε ο Ιησούς εκεί μαζί με τους μαθητές του. 3 Ο Ιούδας, λοιπόν, αφού έλαβε τη στρατιωτική μονάδα και υπηρέτες από τους αρχιερείς και από τους Φαρισαίους, έρχεται εκεί μαζί με φανάρια και με λαμπάδες και με όπλα. 4 Τότε ο Ιησούς, επειδή ήξερε όλα τα ερχόμενα σ’ αυτόν, εξήλθε και τους λέει: «Ποιον ζητάτε;» 5 Του αποκρίθηκαν: «Τον Ιησού το Ναζωραίο». Τους λέει: «Εγώ Είμαι». Είχε σταθεί επίσης και ο Ιούδας, που τον παράδωσε, μαζί τους. 6 Μόλις λοιπόν τους είπε, «Εγώ Είμαι», έφυγαν προς τα πίσω και έπεσαν χάμω. 7 Πάλι τότε τους ρώτησε: «Ποιον ζητάτε;» Εκείνοι είπαν: «Τον Ιησού το Ναζωραίο». 8 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Σας είπα ότι εγώ είμαι. Αν λοιπόν εμένα ζητάτε, αφήστε τούτους να πηγαίνουν» 9 – για να εκπληρωθεί ο λόγος που είπε: «Από αυτούς που μου έχεις δώσει δεν έχασα κανέναν». 10 Ο Σίμωνας Πέτρος τότε, που είχε μάχαιρα, την τράβηξε και χτύπησε το δούλο του αρχιερέα και του απέκοψε το αυτί το δεξιό. Και το όνομα του δούλου ήταν Μάλχος. 11 Είπε λοιπόν ο Ιησούς στον Πέτρο: «Βάλε τη μάχαιρα στη θήκη. το ποτήρι που μου έχει δώσει ο Πατέρας δε θα το πιω;» |
Ο Ιησούς οδηγείται στον Άννα | |
12 ῾Η οὖν σπεῖρα καὶ ὁ χιλίαρχος καὶ οἱ ὑπηρέται τῶν ᾿Ιουδαίων συνέλαβον τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ ἔδησαν αὐτόν, 13 καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν πρὸς ῎Ανναν πρῶτον· ἦν γὰρ πενθερὸς τοῦ Καϊάφα, ὃς ἦν ἀρχιερεὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου. 14 ἦν δὲ Καϊάφας ὁ συμβουλεύσας τοῖς ᾿Ιουδαίοις ὅτι συμφέρει ἕνα ἄνθρωπον ἀπολέσθαι ὑπὲρ τοῦ λαοῦ. | 12 Η στρατιωτική μονάδα, λοιπόν, και ο χιλίαρχος και οι υπηρέτες των Ιουδαίων συνέλαβαν τον Ιησού και τον έδεσαν 13 και τον οδήγησαν στον Άννα πρώτα. γιατί ήταν πεθερός του Καϊάφα, που ήταν αρχιερέας του έτους εκείνου. 14 Και ήταν ο Καϊάφας αυτός που συμβούλεψε τους Ιουδαίους ότι συμφέρει ένας άνθρωπος να πεθάνει υπέρ του λαού. |
Ο Πέτρος απαρνείται το Χριστό | |
15 ᾿Ηκολούθει δὲ τῷ ᾿Ιησοῦ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής. ὁ δὲ μαθητὴς ἐκεῖνος ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ, καὶ συνεισῆλθε τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως· 16 ὁ δὲ Πέτρος εἱστήκει πρὸς τῇ θύρᾳ ἔξω. ἐξῆλθεν οὖν ὁ μαθητὴς ὁ ἄλλος, ὃς ἦν γνωστὸς τῷ ἀρχιερεῖ, καὶ εἶπε τῇ θυρωρῷ, καὶ εἰσήγαγε τὸν Πέτρον. 17 λέγει οὖν ἡ παιδίσκη ἡ θυρωρὸς τῷ Πέτρῳ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν μαθητῶν εἶ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; λέγει ἐκεῖνος· οὐκ εἰμί. 18 εἱστήκεισαν δὲ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ ὑπηρέται ἀνθρακιὰν πεποιηκότες, ὅτι ψῦχος ἦν, καὶ ἐθερμαίνοντο· ἦν δὲ μετ' αὐτῶν ὁ Πέτρος ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος. | 15 Και ακολουθούσε τον Ιησού ο Σίμωνας Πέτρος και ένας άλλος μαθητής. Ο μαθητής λοιπόν εκείνος ήταν γνωστός στον αρχιερέα και εισήλθε μαζί με τον Ιησού στην αυλή του αρχιερέα, 16 ενώ ο Πέτρος είχε σταθεί κοντά προς τη θύρα έξω. Εξήλθε λοιπόν ο άλλος μαθητής, ο γνωστός του αρχιερέα, και είπε στη θυρωρό και εισήγαγε τον Πέτρο. 17 Λέει τότε στον Πέτρο η δούλη η θυρωρός: «Μήπως κι εσύ είσαι από τους μαθητές του ανθρώπου τούτου;» Εκείνος λέει: «Δεν είμαι». 18 Και είχαν σταθεί οι δούλοι και οι υπηρέτες, έχοντας κάνει ανθρακιά, επειδή έκανε κρύο, και θερμαίνονταν. Είχε σταθεί τότε και ο Πέτρος μαζί τους και θερμαινόταν. |
Ο Άννας ανακρίνει τον Ιησού | |
19 ῾Ο οὖν ἀρχιερεὺς ἠρώτησε τὸν ᾿Ιησοῦν περὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ περὶ τῆς διδαχῆς αὐτοῦ. 20 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγὼ παρρησίᾳ ἐλάλησα τῷ κόσμῳ· ἐγὼ πάντοτε ἐδίδαξα ἐν συναγωγῇ καὶ ἐν τῷ ἱερῷ, ὅπου πάντοτε οἱ ᾿Ιουδαῖοι συνέρχονται, καὶ ἐν κρυπτῷ ἐλάλησα οὐδέν. 21 τί με ἐπερωτᾷς; ἐπερώτησον τοὺς ἀκηκοότας τί ἐλάλησα αὐτοῖς· ἴδε οὗτοι οἴδασιν ἃ εἶπον ἐγώ. 22 ταῦτα δὲ αὐτοῦ εἰπόντος εἷς τῶν ὑπηρετῶν παρεστηκὼς ἔδωκε ράπισμα τῷ ᾿Ιησοῦ εἰπών· οὕτως ἀποκρίνῃ τῷ ἀρχιερεῖ; 23 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· εἰ κακῶς ἐλάλησα, μαρτύρησον περὶ τοῦ κακοῦ· εἰ δὲ καλῶς, τί με δέρεις; 24 ἀπέστειλεν αὐτὸν ὁ ῎Αννας δεδεμένον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα. | 19 Ο αρχιερέας, λοιπόν, ρώτησε τον Ιησού για τους μαθητές του και για τη διδαχή του. 20 Του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Εγώ με παρρησία έχω μιλήσει στον κόσμο. Εγώ πάντοτε δίδαξα στη συναγωγή και στο ναό, όπου όλοι οι Ιουδαίοι συνέρχονται, και στα κρυφά δε μίλησα τίποτα. 21 Τι με ρωτάς; Ρώτησε αυτούς που έχουν ακούσει τι τους μίλησα. Δες, αυτοί ξέρουν όσα είπα εγώ». 22 Και όταν είπε αυτά, ένας από τους υπηρέτες που είχε σταθεί εκεί κοντά έδωσε ένα χαστούκι στον Ιησού και του είπε: «Έτσι αποκρίνεσαι στον αρχιερέα;» 23 Του αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Αν κακώς μίλησα, μαρτύρησε για το κακό. αν όμως καλώς, γιατί με δέρνεις;» 24 Τον απέστειλε τότε ο Άννας δεμένο προς τον Καϊάφα τον αρχιερέα. |
Ο Πέτρος αρνείται πάλι τον Ιησού | |
25 ῏Ην δὲ Σίμων Πέτρος ἑστὼς καὶ θερμαινόμενος. εἶπον οὖν αὐτῷ· μὴ καὶ σὺ ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶ; 26 ἠρνήσατο οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· οὐκ εἰμί. λέγει εἷς ἐκ τῶν δούλων τοῦ ἀρχιερέως, συγγενὴς ὢν οὗ ἀπέκοψε Πέτρος τὸ ὠτίον· οὐκ ἐγώ σε εἶδον ἐν τῷ κήπῳ μετ' αὐτοῦ; 27 πάλιν οὖν ἠρνήσατο ὁ Πέτρος, καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησεν. | 25 Και ο Σίμωνας Πέτρος είχε σταθεί και θερμαινόταν. Του είπαν, λοιπόν: «Μήπως κι εσύ είσαι από τους μαθητές του;» Εκείνος αρνήθηκε και είπε: «Δεν είμαι». 26 Λέει ένας από τους δούλους του αρχιερέα, που ήταν συγγενής αυτού που απέκοψε ο Πέτρος το αυτί: «Δε σε είδα εγώ μέσα στον κήπο μαζί του;» 27 Πάλι, λοιπόν, αρνήθηκε ο Πέτρος. και αμέσως λάλησε ένας πετεινός. |
Ο Ιησούς μπροστά στον Πιλάτο | |
28 ῎Αγουσιν οὖν τὸν ᾿Ιησοῦν ἀπὸ τοῦ Καϊάφα εἰς τὸ πραιτώριον· ἦν δὲ πρωΐ· καὶ αὐτοὶ οὐκ εἰσῆλθον εἰς τὸ πραιτώριον, ἵνα μὴ μιανθῶσιν, ἀλλ' ἵνα φάγωσι τὸ πάσχα. 29 ἐξῆλθεν οὖν ὁ Πιλᾶτος πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπε· τίνα κατηγορίαν φέρετε κατὰ τοῦ ἀνθρώπου τούτου; 30 ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· εἰ μὴ ἦν οὗτος κακοποιός, οὐκ ἄν σοι παρεδώκαμεν αὐτόν. 31 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ κατὰ τὸν νόμον ὑμῶν κρίνατε αὐτόν. εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ ᾿Ιουδαῖοι· ἡμῖν οὐκ ἔξεστιν ἀποκτεῖναι οὐδένα· 32 ἵνα ὁ λόγος τοῦ ᾿Ιησοῦ πληρωθῇ ὃν εἶπε σημαίνων ποίῳ θανάτῳ ἤμελλεν ἀποθνήσκειν. 33 Εἰσῆλθεν οὖν εἰς τὸ πραιτώριον πάλιν ὁ Πιλᾶτος καὶ ἐφώνησε τὸν ᾿Ιησοῦν καὶ εἶπεν αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων; 34 ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀφ' ἑαυτοῦ σὺ τοῦτο λέγεις ἢ ἄλλοι σοι εἶπον περὶ ἐμοῦ; 35 ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος· μήτι ἐγὼ ᾿Ιουδαῖός εἰμι; τὸ ἔθνος τὸ σὸν καὶ οἱ ἀρχιερεῖς παρέδωκάν σε ἐμοί· τί ἐποίησας; 36 ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου· εἰ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἦν ἡ βασιλεία ἡ ἐμή, οἱ ὑπηρέται ἂν οἱ ἐμοὶ ἠγωνίζοντο, ἵνα μὴ παραδοθῶ τοῖς ᾿Ιουδαίοις· νῦν δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν. 37 εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· σὺ λέγεις ὅτι βασιλεύς εἰμι ἐγώ. ἐγὼ εἰς τοῦτο γεγέννημαι καὶ εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ. πᾶς ὁ ὢν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς. 38 λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· τί ἐστιν ἀλήθεια; καὶ τοῦτο εἰπὼν πάλιν ἐξῆλθε πρὸς τοὺς ᾿Ιουδαίους καὶ λέγει αὐτοῖς· ἐγὼ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ· | 28 Οδηγούν τότε τον Ιησού από τον Καϊάφα στο πραιτόριο. και ήταν πρωί. Και αυτοί δεν εισήλθαν στο πραιτόριο, για να μη μιανθούν, αλλά να φάνε το Πάσχα. 29 Βγήκε, λοιπόν, ο Πιλάτος έξω προς αυτούς και λέει: «Ποια κατηγορία φέρετε κατά του ανθρώπου τούτου;» 30 Αποκρίθηκαν και του είπαν: «Αν αυτός δεν έκανε συνεχώς κακό, δε θα σου τον παραδίναμε». 31 Είπε τότε σ’ αυτούς ο Πιλάτος: «Λάβετέ τον εσείς και κατά το νόμο σας κρίνετέ τον». Του είπαν οι Ιουδαίοι: «Σ’ εμάς δεν επιτρέπεται να θανατώσουμε κανέναν» 32 – για να εκπληρωθεί ο λόγος του Ιησού που είπε, δίνοντας σημάδι με ποιο θάνατο έμελλε να πεθάνει. 33 Εισήλθε, λοιπόν, πάλι στο πραιτόριο ο Πιλάτος και φώναξε τον Ιησού και του είπε: «Εσύ είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;» 34 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Από τον εαυτό σου εσύ το λες αυτό ή άλλοι σου είπαν για μένα;» 35 Αποκρίθηκε ο Πιλάτος: «Μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος; Το έθνος το δικό σου και οι αρχιερείς σε παράδωσαν σ’ εμένα. τι έκανες;» 36 Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Η βασιλεία η δική μου δεν είναι από τον κόσμο τούτο. Αν από τον κόσμο τούτον ήταν η βασιλεία η δική μου, οι υπηρέτες οι δικοί μου θα αγωνίζονταν, για να μην παραδοθώ στους Ιουδαίους. Τώρα όμως η βασιλεία η δική μου δέν είναι από εδώ». 37 Του είπε τότε ο Πιλάτος: «Επομένως, βασιλιάς είσαι εσύ;» Αποκρίθηκε ο Ιησούς: «Εσύ λες σωστά ότι είμαι βασιλιάς. Εγώ γι’ αυτό έχω γεννηθεί και γι’ αυτό έχω έρθει στον κόσμο: για να μαρτυρήσω για την αλήθεια. Καθένας που είναι από την αλήθεια ακούει τη φωνή μου». 38 Λέει σ’ αυτόν ο Πιλάτος: «Τι είναι αλήθεια;» Και αφού είπε αυτό, πάλι εξήλθε προς τους Ιουδαίους και τους λέει: «Εγώ δε βρίσκω σ’ αυτόν καμία αιτία κατηγορίας. |
Ο Ιησούς καταδικάζεται σε θάνατο | |
39 ἔστι δὲ συνήθεια ὑμῖν ἵνα ἕνα ὑμῖν ἀπολύσω ἐν τῷ πάσχα· βούλεσθε οὖν ὑμῖν ἀπολύσω τὸν βασιλέα τῶν ᾿Ιουδαίων; 40 ἐκραύγασαν οὖν πάλιν πάντες λέγοντες· μὴ τοῦτον, ἀλλὰ τὸν Βαραββᾶν. ἦν δὲ ὁ Βαραββᾶς λῃστής. | 39 Υπάρχει όμως μια συνήθεια σ’ εσάς, να σας απολύω έναν υπόδικο το Πάσχα. Θέλετε, λοιπόν, να σας απολύσω το βασιλιά των Ιουδαίων;» 40 Κραύγασαν τότε πάλι λέγοντας: «Όχι τούτον, αλλά το Βαραβά». Και ήταν ο Βαραβάς ληστής. |