Κατά Λουκάν κεφάλαιον 14 - Point of view

Εν τάχει

Κατά Λουκάν κεφάλαιον 14





Λκ. ιδ' 1-35

Η θεραπεία του υδρωπικού
1 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐλθεῖν αὐτὸν εἰς οἶκόν τινος τῶν ἀρχόντων τῶν Φαρισαίων σαββάτῳ φαγεῖν ἄρτον, καὶ αὐτοὶ ἦσαν παρατηρούμενοι αὐτόν.  2 καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπός τις ἦν ὑδρωπικὸς ἔμπροσθεν αὐτοῦ.  3 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπε πρὸς τοὺς νομικοὺς καὶ Φαρισαίους λέγων· εἰ ἔξεστι τῷ σαββάτῳ θεραπεύειν; οἱ δὲ ἡσύχασαν.  4 καὶ ἐπιλαβόμενος ἰάσατο αὐτὸν καὶ ἀπέλυσε.  5 καὶ ἀποκριθεὶς πρὸς αὐτοὺς εἶπε· τίνος ὑμῶν υἱὸς ἢ βοῦς εἰς φρέαρ ἐμπεσεῖται, καὶ οὐκ εὐθέως ἀνασπάσει αὐτὸν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τοῦ σαββάτου;  6 καὶ οὐκ ἴσχυσαν ἀνταποκριθῆναι αὐτῷ πρὸς ταῦτα.  1 Και όταν αυτός ήρθε στον οίκο κάποιου από τους άρχοντες των Φαρισαίων το Σάββατο, για να φάει άρτο, τότε αυτοί τον παρατηρούσαν συνεχώς.  2 Και ιδού, κάποιος άνθρωπος ήταν υδρωπικός μπροστά του.  3 Και έλαβε το λόγο ο Ιησούς και είπε προς τους νομικούς και τους Φαρισαίους: «Επιτρέπεται το Σάββατο να θεραπεύσει κανείς ή όχι;»  4 Εκείνοι σώπασαν. Και τότε, αφού τον έπιασε, τον γιάτρεψε και τον άφησε να φύγει.  5 Και είπε προς αυτούς: «Ποιανού από εσάς ο γιος ή το βόδι θα πέσει σε πηγάδι, και αμέσως δε θα τον ανασύρει την ημέρα του Σαββάτου;»  6 Και δεν μπόρεσαν να αποκριθούν ενάντια προς αυτά. 
Μαθήματα στον οικοδεσπότη και στους καλεσμένους
7 ῎Ελεγε δὲ πρὸς τοὺς κεκλημένους παραβολήν, ἐπέχων πῶς τὰς πρωτοκλισίας ἐξελέγοντο, λέγων πρὸς αὐτούς·  8 ὅταν κληθῇς ὑπό τινος εἰς γάμους, μὴ κατακλιθῇς εἰς τὴν πρωτοκλισίαν, μήποτε ἐντιμότερός σου ᾖ κεκλημένος ὑπ᾿ αὐτοῦ,  9 καὶ ἐλθὼν ὁ σὲ καὶ αὐτὸν καλέσας ἐρεῖ σοι· δὸς τούτῳ τόπον· καὶ τότε ἄρξῃ μετ᾿ αἰσχύνης τὸν ἔσχατον τόπον κατέχειν.  10 ἀλλ᾿ ὅταν κληθῇς, πορευθεὶς ἀνάπεσε εἰς τὸν ἔσχατον τόπον, ἵνα ὅταν ἔλθῃ ὁ κεκληκώς σε εἴπῃ σοι· φίλε, προσανάβηθι ἀνώτερον· τότε ἔσται σοι δόξα ἐνώπιον τῶν συνανακειμένων σοι.  11 ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται.  12 ῎Ελεγε δὲ καὶ τῷ κεκληκότι αὐτόν· ὅταν ποιῇς ἄριστον ἢ δεῖπνον, μὴ φώνει τοὺς φίλους σου μηδὲ τοὺς ἀδελφούς σου μηδὲ τοὺς συγγενεῖς σου μηδὲ γείτονας πλουσίους, μήποτε καὶ αὐτοί σε ἀντικαλέσωσι, καὶ γενήσεταί σοι ἀνταπόδομα.  13 ἀλλ᾿ ὅταν ποιῇς δοχήν, κάλει πτωχούς, ἀναπήρους, χωλούς, τυφλούς,  14 καὶ μακάριος ἔσῃ, ὅτι οὐκ ἔχουσιν ἀνταποδοῦναί σοι· ἀνταποδοθήσεται γάρ σοι ἐν τῇ ἀναστάσει τῶν δικαίων.  7 Έλεγε μάλιστα προς τους καλεσμένους μια παραβολή, επειδή πρόσεχε πώς διάλεγαν τα πρώτα καθίσματα, λέγοντας προς αυτούς:  8 «Όταν κληθείς από κάποιον σε γάμους, μην καθίσεις στο πρώτο κάθισμα, μην τυχόν είναι καλεσμένος από αυτόν κάποιος πιο επίσημος από εσένα,  9 και έρθει αυτός που κάλεσε εσένα και αυτόν και σου πει: “Δώσε τόπο σε τούτον”. Και τότε θα αρχίσεις να κατέχεις με ντροπή την τελευταία θέση.  10 Αλλά όταν κληθείς, πήγαινε και κάθισε στην τελευταία θέση, ώστε, όταν έρθει αυτός που σε έχει καλέσει, να σου πει: “Φίλε, ανέβα παραπάνω”. Τότε θα δοξαστείς μπροστά σε όλους αυτούς που κάθονται, για να φάνε μαζί σου.  11 Γιατί καθένας που υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί, και όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του θα υψωθεί».  12 Έλεγε ακόμα και σ’ αυτόν που τον είχε καλέσει: «Όταν κάνεις γεύμα ή δείπνο, μη φωνάζεις τους φίλους σου μήτε τους αδελφούς σου μήτε τους συγγενείς σου μήτε πλούσιους γείτονες, μην τυχόν και αυτοί σε καλέσουν αντίστοιχα και σου γίνει ανταπόδοση.  13 Αλλά όταν κάνεις υποδοχή, να καλείς φτωχούς, ανάπηρους, χωλούς, τυφλούς.  14 Και θα είσαι μακάριος, επειδή δεν έχουν να σου ανταποδώσουν, γιατί θα σου ανταποδοθεί κατά την ανάσταση των δικαίων». 
Η παραβολή του μεγάλου δείπνου
15 ᾿Ακούσας δέ τις τῶν συνανακειμένων ταῦτα εἶπεν αὐτῷ· μακάριος ὃς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.  16 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἄνθρωπός τις ἐποίησε δεῖπνον μέγα καὶ ἐκάλεσε πολλούς·  17 καὶ ἀπέστειλε τὸν δοῦλον αὐτοῦ τῇ ὥρᾳ τοῦ δείπνου εἰπεῖν τοῖς κεκλημένοις· ἔρχεσθε, ὅτι ἤδη ἕτοιμά ἐστι πάντα.  18 καὶ ἤρξαντο ἀπὸ μιᾶς παραιτεῖσθαι πάντες. ὁ πρῶτος εἶπεν αὐτῷ· ἀγρὸν ἠγόρασα, καὶ ἔχω ἀνάγκην ἐξελθεῖν καὶ ἰδεῖν αὐτόν· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον.  19 καὶ ἕτερος εἶπε· ζεύγη βοῶν ἠγόρασα πέντε, καὶ πορεύομαι δοκιμάσαι αὐτά· ἐρωτῶ σε, ἔχε με παρῃτημένον.  20 καὶ ἕτερος εἶπε· γυναῖκα ἔγημα, καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν.  21 καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ἀπήγγειλε τῷ κυρίῳ αὐτοῦ ταῦτα. τότε ὀργισθεὶς ὁ οἰκοδεσπότης εἶπε τῷ δούλῳ αὐτοῦ· ἔξελθε ταχέως εἰς τὰς πλατείας καὶ ρύμας τῆς πόλεως, καὶ τοὺς πτωχοὺς καὶ ἀναπήρους καὶ χωλοὺς καὶ τυφλοὺς εἰσάγαγε ὧδε.  22 καὶ εἶπεν ὁ δοῦλος· κύριε, γέγονεν ὡς ἐπέταξας, καὶ ἔτι τόπος ἐστί.  23 καὶ εἶπεν ὁ κύριος πρὸς τὸν δοῦλον· ἔξελθε εἰς τὰς ὁδοὺς καὶ φραγμοὺς καὶ ἀνάγκασον εἰσελθεῖν, ἵνα γεμισθῇ ὁ οἶκος μου.  24 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων τῶν κεκλημένων γεύσεταί μου τοῦ δείπνου.  15 Όταν, λοιπόν, κάποιος από αυτούς που κάθονταν μαζί του για να φάνε άκουσε αυτά, του είπε: «Μακάριος όποιος φάει άρτο μέσα στη βασιλεία του Θεού».  16 Εκείνος του είπε: «Κάποιος άνθρωπος έκανε μεγάλο δείπνο, και κάλεσε πολλούς  17 και απέστειλε το δούλο του την ώρα του δείπνου να πει στους καλεσμένους: “Ελάτε, γιατί ήδη είναι όλα έτοιμα”.  18 Και άρχισαν με μια γνώμη όλοι να αποποιούνται την πρόσκληση με δικαιολογίες. Ο πρώτος τού είπε: “Αγόρασα ένα αγρό και έχω ανάγκη να εξέλθω να τον δω. σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένο που θ’ απουσιάσω”.  19 Και άλλος είπε: “Αγόρασα πέντε ζεύγη βοδιών και πηγαίνω να τα δοκιμάσω. σε παρακαλώ, θεώρησέ με δικαιολογημένο που θ’ απουσιάσω”.  20 Και άλλος είπε: “Γυναίκα νυμφεύτηκα και γι’ αυτό δε δύναμαι να έρθω”.  21 Και παρουσιάστηκε ο δούλος και ανάγγειλε αυτά στον κύριό του. Τότε οργίστηκε ο οικοδεσπότης και είπε στο δούλο του: “Έξελθε γρήγορα στις πλατείες και στα δρομάκια της πόλης και εισάγαγε εδώ τους φτωχούς και τους ανάπηρους και τους τυφλούς και τους χωλούς”.  22 Και είπε ο δούλος: “Κύριε, έχει γίνει αυτό που διέταξες, και ακόμα υπάρχει τόπος αδειανός”.  23 Και ο Κύριος είπε προς το δούλο: “Έξελθε στις οδούς και στους φράχτες και ανάγκασέ τους να εισέλθουν, για να γεμίσει ο οίκος μου.  24 Γιατί σας λέω ότι κανείς από εκείνους τους άντρες που ήταν καλεσμένοι δε θα γευτεί το δείπνο μου”». 
Το κόστος της μαθητείας
25 Συνεπορεύοντο δὲ αὐτῷ ὄχλοι πολλοί. καὶ στραφεὶς εἶπε πρὸς αὐτούς·  26 εἴ τις ἔρχεται πρός με καὶ οὐ μισεῖ τὸν πατέρα ἑαυτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ τὴν γυναῖκα καὶ τὰ τέκνα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τὰς ἀδελφάς, ἔτι δὲ καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητὴς εἶναι.  27 καὶ ὅστις οὐ βαστάζει τὸν σταυρὸν ἑαυτοῦ καὶ ἔρχεται ὀπίσω μου, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής.  28 τίς γὰρ ἐξ ὑμῶν, θέλων πύργον οἰκοδομῆσαι, οὐχὶ πρῶτον καθίσας ψηφίζει τὴν δαπάνην, εἰ ἔχει τὰ πρὸς ἀπαρτισμόν;  29 ἵνα μήποτε, θέντος αὐτοῦ θεμέλιον καὶ μὴ ἰσχύσαντος ἐκτελέσαι, πάντες οἱ θεωροῦντες ἄρξωνται αὐτῷ ἐμπαίζειν,  30 λέγοντες ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος ἤρξατο οἰκοδομεῖν καὶ οὐκ ἴσχυσεν ἐκτελέσαι;  31 ἢ τίς βασιλεύς, πορευόμενος συμβαλεῖν ἑτέρῳ βασιλεῖ εἰς πόλεμον, οὐχὶ πρῶτον καθίσας βουλεύεται εἰ δυνατός ἐστιν ἐν δέκα χιλιάσιν ἀπαντῆσαι τῷ μετὰ εἴκοσι χιλιάδων ἐρχομένῳ ἐπ᾿ αὐτόν;  32 εἰ δὲ μήγε, ἔτι πόρρω αὐτοῦ ὄντος πρεσβείαν ἀποστείλας ἐρωτᾷ τὰ πρὸς εἰρήνην.  33 οὕτως οὖν πᾶς ἐξ ὑμῶν, ὃς οὐκ ἀποτάσσεται πᾶσι τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν, οὐ δύναται εἶναί μου μαθητής.  25 Πορεύονταν μαζί του λοιπόν πλήθη πολλά και, αφού στράφηκε, είπε προς αυτούς:  26 «Αν κάποιος έρχεται προς εμένα και δε μισεί το δικό του τον πατέρα και τη μητέρα και τη γυναίκα και τα παιδιά και τους αδελφούς και τις αδελφές και ακόμα και τη δική του την ψυχή, δεν δύναται να είναι μαθητής μου.  27 Όποιος δε βαστάζει το δικό του το σταυρό και δεν έρχεται πίσω μου δεν δύναται να είναι μαθητής μου.  28 Γιατί, ποιος από εσάς, όταν θέλει να οικοδομήσει έναν πύργο, αφού καθίσει, δε λογαριάζει πρώτα τη δαπάνη, για να δει αν έχει χρήματα για την αποτελείωση του έργου;  29 Μην τυχόν συμβεί, αν αυτός θέσει θεμέλιο και αν δεν μπορεί να εκτελέσει το έργο, όλοι όσοι τον βλέπουν να αρχίσουν να τον εμπαίζουν,  30 λέγοντας ότι αυτός ο άνθρωπος άρχισε να οικοδομεί και δεν μπόρεσε να το εκτελέσει.  31 Ή ποιος βασιλιάς, όταν θέλει να πάει, για να συγκρουστεί σε πόλεμο με άλλο βασιλιά, αφού καθίσει, δε θα σκεφτεί πρώτα αν έχει τη δύναμη με δέκα χιλιάδες στρατιώτες να αντιμετωπίσει αυτόν που έρχεται με είκοσι χιλιάδες εναντίον του;  32 Ειδεμή, βέβαια, ενώ αυτός είναι ακόμα μακριά, αφού αποστείλει πρεσβεία, ρωτά τους όρους προς ειρήνη.  33 Έτσι, λοιπόν, καθένας από εσάς που δεν απαρνιέται όλα τα δικά του υπάρχοντα δε δύναται να είναι μαθητής μου». 
Άνοστο αλάτι
34 Καλὸν τὸ ἅλας· ἐὰν δὲ καὶ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἀρτυθήσεται;  35 οὔτε εἰς γῆν οὔτε εἰς κοπρίαν εὔθετόν ἐστιν· ἔξω βάλλουσιν αὐτό. ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.  34 «Καλό λοιπόν είναι το αλάτι. αν όμως και το αλάτι αλλοιωθεί, με τι θα αρτυστεί;  35 Ούτε για τη γη ούτε για την κοπριά είναι κατάλληλο, έξω το πετούν. Όποιος έχει αυτιά για να ακούει ας ακούει». 
1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24

Pages