Λκ. κβ' 1-71
Η προδοσία του Ιούδα | |
1 Ἢγγιζε δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων ἡ λεγομένη πάσχα. 2 καὶ ἐζήτουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τὸ πῶς ἀνέλωσιν αὐτόν· ἐφοβοῦντο γὰρ τὸν λαόν. 3 Εἰσῆλθε δὲ ὁ σατανᾶς εἰς ᾿Ιούδαν τὸν ἐπικαλούμενον ᾿Ισκαριώτην, ὄντα ἐκ τοῦ ἀριθμοῦ τῶν δώδεκα, 4 καὶ ἀπελθὼν συνελάλησε τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι καὶ στρατηγοῖς τὸ πῶς αὐτὸν παραδῶ αὐτοῖς. 5 καὶ ἐχάρησαν, καὶ συνέθεντο αὐτῷ ἀργύρια δοῦναι· 6 καὶ ἐξωμολόγησε, καὶ ἐζήτει εὐκαιρίαν τοῦ παραδοῦναι αὐτὸν αὐτοῖς ἄτερ ὄχλου. | 1 Πλησίαζε τότε η εορτή των αζύμων, που λέγεται Πάσχα. 2 Και οι αρχιερείς και οι γραμματείς ζητούσαν το πώς να τον θανατώσουν, γιατί φοβούνταν το λαό. 3 Εισήλθε τότε ο Σατανάς στον Ιούδα, που καλείται Ισκαριώτης, ο οποίος ήταν από τον αριθμό των δώδεκα. 4 Και πήγε και συνομίλησε με τους αρχιερείς και με τους στρατηγούς το πώς να τους τον παραδώσει. 5 Και χάρηκαν και συμφώνησαν να του δώσουν αργυρά νομίσματα. 6 Και υποσχέθηκε, και ζητούσε ευκαιρία να τον παραδώσει σ’ αυτούς χωρίς πλήθος γύρω του. |
Το Πάσχα με τους μαθητές | |
7 ῏Ηλθε δὲ ἡ ἡμέρα τῶν ἀζύμων, ἐν ᾗ ἔδει θύεσθαι τὸ πάσχα, 8 καὶ ἀπέστειλε Πέτρον καὶ ᾿Ιωάννην εἰπών· πορευθέντες ἑτοιμάσατε ἡμῖν τὸ πάσχα ἵνα φάγωμεν. 9 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ποῦ θέλεις ἑτοιμάσωμεν; 10 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἰδοὺ εἰσελθόντων ὑμῶν εἰς τὴν πόλιν συναντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος κεράμιον ὕδατος βαστάζων· ἀκολουθήσατε αὐτῷ εἰς τὴν οἰκίαν οὗ εἰσπορεύεται, 11 καὶ ἐρεῖτε τῷ οἰκοδεσπότῃ τῆς οἰκίας· λέγει σοι ὁ διδάσκαλος, ποῦ ἐστι τὸ κατάλυμα ὅπου τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου φάγω; 12 κἀκεῖνος ὑμῖν δείξει ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον· ἐκεῖ ἑτοιμάσατε. 13 ἀπελθόντες δὲ εὗρον καθὼς εἴρηκεν αὐτοῖς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα. | 7 Ήρθε λοιπόν η ημέρα των αζύμων, κατά την οποία έπρεπε να θυσιάσουν το Πάσχα. 8 Και απέστειλε τον Πέτρο και τον Ιωάννη και είπε: «Πηγαίνετε και ετοιμάστε μας το Πάσχα να φάμε». 9 Εκείνοι του είπαν: «Πού θέλεις να ετοιμάσουμε;» 10 Αυτός τους είπε: «Ιδού, όταν εισέλθετε στην πόλη, θα σας συναντήσει ένας άνθρωπος, βαστάζοντας στάμνα με νερό. Ακολουθήστε τον στην οικία στην οποία μπαίνει, 11 και θα πείτε στον οικοδεσπότη της οικίας: “Σου λέει ο δάσκαλος: Πού είναι το κατάλυμα όπου το Πάσχα θα φάω μαζί με τους μαθητές μου”; 12 Κι εκείνος θα σας δείξει ένα ανώγι μεγάλο, στρωμένο. εκεί ετοιμάστε». 13 Έφυγαν, τότε, και βρήκαν καθώς τους είχε πει και ετοίμασαν το Πάσχα. |
Η καθιέρωση της Θείας Ευχαριστίας | |
14 Καὶ ὅτε ἐγένετο ἡ ὥρα, ἀνέπεσε, καὶ οἱ δώδεκα ἀπόστολοι σὺν αὐτῷ. 15 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἐπιθυμίᾳ ἐπεθύμησα τοῦτο τὸ πάσχα φαγεῖν μεθ᾿ ὑμῶν πρὸ τοῦ με παθεῖν· 16 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ φάγω ἐξ αὐτοῦ ἕως ὅτου πληρωθῇ ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. 17 καὶ δεξάμενος τὸ ποτήριον εὐχαριστήσας εἶπε· λάβετε τοῦτο καὶ διαμερίσατε ἑαυτοῖς· 18 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ πίω ἀπὸ τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως ὅτου ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔλθῃ. 19 καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν διδόμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. 20 ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι λέγων· τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐν τῷ αἵματί μου, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον. 21 πλὴν ἰδοὺ ἡ χεὶρ τοῦ παραδιδόντος με μετ᾿ ἐμοῦ ἐπὶ τῆς τραπέζης. 22 καὶ ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου πορεύεται κατὰ τὸ ὡρισμένον· πλὴν οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι᾿ οὗ παραδίδοται. 23 καὶ αὐτοὶ ἤρξαντο συζητεῖν πρὸς ἑαυτοὺς τὸ τίς ἄρα εἴη ἐξ αὐτῶν ὁ τοῦτο μέλλων πράσσειν. | 14 Και όταν έγινε η κατάλληλη ώρα, κάθισε, για να φάει και οι απόστολοι μαζί του. 15 Και είπε προς αυτούς: «Επιθύμησα πολύ αυτό το Πάσχα να φάω μαζί σας προτού να υποφέρω. 16 Γιατί σας λέω ότι δε θα φάω αυτό, ωσότου ολοκληρωθεί μέσα στη βασιλεία του Θεού». 17 Και αφού δέχτηκε ένα ποτήρι, ευχαρίστησε το Θεό και είπε: «Λάβετε τούτο και διαμερίστε το μεταξύ σας. 18 Γιατί σας λέω ότι δε θα πιω από τώρα από το γέννημα της αμπέλου, ωσότου έρθει η βασιλεία του Θεού». 19 Και αφού έλαβε άρτο, ευχαρίστησε το Θεό, τον έκοψε με τα χέρια και τους τον έδωσε λέγοντας: «Τούτο είναι το σώμα μου που δίνεται για χάρη σας. αυτό να κάνετε στη δική μου ανάμνηση». 20 Και το ποτήρι ομοίως έδωσε μετά το δείπνο, λέγοντας: «Τούτο το ποτήρι, η καινή διαθήκη με το αίμα μου, που για χάρη σας χύνεται. 21 Όμως, ιδού, το χέρι εκείνου που με προδίδει είναι μαζί μου πάνω στο τραπέζι. 22 Γιατί, βέβαια, ο Υιός του ανθρώπου πορεύεται σύμφωνα με το ορισμένο, όμως αλίμονο στον άνθρωπο εκείνο μέσω του οποίου προδίδεται». 23 Και αυτοί άρχισαν να συζητούν μεταξύ τους, για το ποιος άραγε είναι από αυτούς που μέλλει να πράττει αυτό. |
Η φιλονικία για το ποιος είναι ο μεγαλύτερος | |
24 ᾿Εγένετο δὲ καὶ φιλονεικία ἐν αὐτοῖς, τὸ τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων. 25 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· οἱ βασιλεῖς τῶν ἐθνῶν κυριεύουσιν αὐτῶν, καὶ οἱ ἐξουσιάζοντες αὐτῶν εὐεργέται καλοῦνται· 26 ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ᾿ ὁ μείζων ἐν ὑμῖν γινέσθω ὡς ὁ νεώτερος, καὶ ὁ ἡγούμενος ὡς ὁ διακονῶν. 27 τίς γὰρ μείζων, ὁ ἀνακείμενος ἢ ὁ διακονῶν; οὐχὶ ὁ ἀνακείμενος; ἐγὼ δέ εἰμι ἐν μέσῳ ὑμῶν ὡς ὁ διακονῶν. 28 ὑμεῖς δέ ἐστε οἱ διαμεμενηκότες μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τοῖς πειρασμοῖς μου· 29 κἀγὼ διατίθεμαι ὑμῖν καθὼς διέθετό μοι ὁ πατήρ μου βασιλείαν, 30 ἵνα ἐσθίητε καὶ πίνητε ἐπὶ τῆς τραπέζης μου ἐν τῇ βασιλείᾳ μου, καὶ καθίσεσθε ἐπὶ θρόνων κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ ᾿Ισραήλ. | 24 Έγινε τότε και φιλονικία μεταξύ τους, για το ποιος από αυτούς φαίνεται ότι είναι μεγαλύτερος. 25 Εκείνος τους είπε: «Οι βασιλιάδες των εθνών κυριαρχούν σ’ αυτά και όσοι τα εξουσιάζουν καλούνται ευεργέτες. 26 Εσείς όμως, όχι έτσι, αλλά ο μεγαλύτερος μεταξύ σας ας γίνει όπως ο νεότερος και εκείνος που ηγείται όπως αυτός που διακονεί. 27 Γιατί ποιος είναι μεγαλύτερος, αυτός που κάθεται, για να φάει, ή αυτός που διακονεί; Δεν είναι αυτός που κάθεται; Εγώ όμως στο μέσο σας είμαι όπως αυτός που διακονεί. 28 Εσείς, λοιπόν, είστε εκείνοι που έχουν διαμείνει μαζί μου μέσα στους πειρασμούς μου. 29 Κι εγώ σας διαθέτω βασιλεία καθώς μου διέθεσε ο Πατέρας μου, 30 για να τρώτε και να πίνετε πάνω στο τραπέζι μου κατά τη βασιλεία μου, και θα καθίσετε πάνω σε θρόνους, κρίνοντας τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ». |
Προλέγεται η άρνηση του Πέτρου | |
31 Εἶπε δὲ ὁ Κύριος· Σίμων Σίμων, ἰδοὺ ὁ σατανᾶς ἐξῃτήσατο ὑμᾶς τοῦ σινιάσαι ὡς τὸν σῖτον· 32 ἐγὼ δὲ ἐδεήθην περὶ σοῦ ἵνα μὴ ἐκλίπῃ ἡ πίστις σου· καὶ σύ ποτε ἐπιστρέψας στήριξον τοὺς ἀδελφούς σου. 33 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, μετὰ σοῦ ἕτοιμός εἰμι καὶ εἰς φυλακὴν καὶ εἰς θάνατον πορεύεσθαι. 34 ὁ δὲ εἶπε· λέγω σοι, Πέτρε, οὐ φωνήσει σήμερον ἀλέκτωρ πρὶν ἢ τρὶς ἀπαρνήσῃ μὴ εἰδέναι με. | 31 «Σίμωνα, Σίμωνα, ιδού, ο Σατανάς απαίτησε για τον εαυτό του εσάς, για να σας κοσκινίσει όπως το σιτάρι. 32 Εγώ όμως δεήθηκα για σένα, για να μην εκλείψει η πίστη σου. Κι εσύ, όταν κάποτε επιστρέψεις, στήριξε τους αδελφούς σου». 33 Εκείνος του είπε: «Κύριε, είμαι έτοιμος να πάω μαζί σου και σε φυλακή και σε θάνατο». 34 Αυτός του είπε: «Σου λέω, Πέτρο, δε θα λαλήσει σήμερα πετεινός, ωσότου τρεις φορές με απαρνηθείς, λέγοντας ότι δε με ξέρεις». |
Πορτοφόλι, σακίδιο και μάχαιρα | |
35 Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὅτε ἀπέστειλα ὑμᾶς ἄτερ βαλλαντίου καὶ πήρας καὶ ὑποδημάτων, μή τινος ὑστερήθητε; οἱ δὲ εἶπον· οὐθενός. 36 εἶπεν οὖν αὐτοῖς· ἀλλὰ νῦν ὁ ἔχων βαλλάντιον ἀράτω, ὁμοίως καὶ πήραν, καὶ ὁ μὴ ἔχων πωλήσει τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ ἀγοράσει μάχαιραν. 37 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι ἔτι τοῦτο τὸ γεγραμμένον δεῖ τελεσθῆναι ἐν ἐμοί, τὸ καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη· καὶ γὰρ τὰ περὶ ἐμοῦ τέλος ἔχει. 38 οἱ δὲ εἶπον· Κύριε, ἰδοὺ μάχαιραι ὧδε δύο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· ἱκανόν ἐστι. | 35 Και είπε σ’ αυτούς: «Όταν σας απέστειλα χωρίς πορτοφόλι και σακίδιο και υποδήματα, μήπως κάτι στερηθήκατε;» Εκείνοι είπαν: «Κανένα». 36 Τους είπε τότε: «Αλλά τώρα όποιος έχει πορτοφόλι ας το πάρει, όμοια και σακίδιο, και όποιος δεν έχει ας πουλήσει το πανωφόρι του και ας αγοράσει μάχαιρα. 37 Γιατί σας λέω ότι αυτό το γραμμένο πρέπει να τελεστεί σ’ εμένα, το: Και μαζί με άνομους λογαριάστηκε. Και πράγματι, ό,τι αφορά εμένα έχει τέλος». 38 Εκείνοι είπαν: «Κύριε, ιδού δύο μάχαιρες εδώ». Αυτός τους είπε: «Αρκετό είναι». |
Η προσευχή στο Όρος των Ελαιών | |
39 Καὶ ἐξελθὼν ἐπορεύθη κατὰ τὸ ἔθος εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν· ἠκολούθησαν δὲ αὐτῷ καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. 40 γενόμενος δὲ ἐπὶ τοῦ τόπου εἶπεν αὐτοῖς· προσεύχεσθε μὴ εἰσελθεῖν εἰς πειρασμόν. 41 καὶ αὐτὸς ἀπεσπάσθη ἀπ᾿ αὐτῶν ὡσεὶ λίθου βολήν, καὶ θεὶς τὰ γόνατα προσηύχετο 42 λέγων· πάτερ, εἰ βούλει παρενεγκεῖν τοῦτο τὸ ποτήριον ἀπ᾿ ἐμοῦ· πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω. 43 ὤφθη δὲ αὐτῷ ἄγγελος ἀπ᾿ οὐρανοῦ ἐνισχύων αὐτόν. 44 καὶ γενόμενος ἐν ἀγωνίᾳ ἐκτενέστερον προσηύχετο. ἐγένετο δὲ ὁ ἱδρὼς αὐτοῦ ὡσεὶ θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες ἐπὶ τὴν γῆν. 45 καὶ ἀναστὰς ἀπὸ τῆς προσευχῆς, ἐλθὼν πρὸς τοὺς μαθητὰς εὗρεν αὐτοὺς κοιμωμένους ἀπὸ τῆς λύπης, 46 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί καθεύδετε; ἀναστάντες προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν. | 39 Και αφού εξήλθε, πορεύτηκε κατά τη συνήθειά του στο Όρος των Ελαιών, και τον ακολούθησαν και οι μαθητές. 40 Όταν ήρθε λοιπόν στον τόπο εκείνο, τους είπε: «Προσεύχεστε, για να μην εισέλθετε σε πειρασμό». 41 Και αυτός απομακρύνθηκε από αυτούς σε απόσταση περίπου μιας βολής λίθου και, αφού έπεσε στα γόνατα, προσευχόταν, 42 λέγοντας: «Πατέρα, αν θέλεις, απομάκρυνε αυτό το ποτήρι από εμένα. όμως όχι το θέλημά μου, αλλά το δικό σου να γίνει». 43 Φανερώθηκε τότε σ’ αυτόν άγγελος από τον ουρανό που τον ενίσχυε. 44 Και επειδή έπεσε σε αγωνία, εντονότερα προσευχόταν. Και έγινε ο ιδρώτας του σαν θρόμβοι αίματος που κατέβαιναν στη γη. 45 Και όταν σηκώθηκε από την προσευχή, ήρθε προς τους μαθητές και τους βρήκε να κοιμούνται από τη λύπη, 46 και τους είπε: «Τι κοιμάστε; Σηκωθείτε και προσεύχεστε, για να μην εισέλθετε σε πειρασμό». |
Η προδοσία και η σύλληψη του Ιησού | |
47 ῎Ετι δὲ αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ ὄχλος, καὶ ὁ λεγόμενος ᾿Ιούδας, εἷς τῶν δώδεκα, προῆγεν αὐτούς, καὶ ἤγγισε τῷ ᾿Ιησοῦ φιλῆσαι αὐτόν· τοῦτο γὰρ σημεῖον δεδώκει αὐτοῖς· ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστιν. 48 ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ᾿Ιούδα, φιλήματι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου παραδίδως; 49 ἰδόντες δὲ οἱ περὶ αὐτὸν τὸ ἐσόμενον εἶπον αὐτῷ· Κύριε, εἰ πατάξομεν ἐν μαχαίρᾳ; 50 καὶ ἐπάταξεν εἷς τις ἐξ αὐτῶν τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ οὖς τὸ δεξιόν. 51 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἐᾶτε ἕως τούτου· καὶ ἁψάμενος τοῦ ὠτίου αὐτοῦ ἰάσατο αὐτόν. 52 εἶπε δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς πρὸς τοὺς παραγενομένους ἐπ᾿ αὐτὸν ἀρχιερεῖς καὶ στρατηγοὺς τοῦ ἱεροῦ καὶ πρεσβυτέρους· ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξεληλύθατε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων. 53 καθ᾿ ἡμέραν ὄντος μου μεθ᾿ ὑμῶν ἐν τῷ ἱερῷ οὐκ ἐξετείνατε τὰς χεῖρας ἐπ᾿ ἐμέ. ἀλλ᾿ αὕτη ἐστὶν ὑμῶν ἡ ὥρα καὶ ἡ ἐξουσία τοῦ σκότους. | 47 Ενώ αυτός ακόμη μιλούσε, ιδού όχλος, και ο λεγόμενος Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, ερχόταν μπροστά από αυτούς και πλησίασε τον Ιησού, για να τον φιλήσει. 48 Ο Ιησούς τότε του είπε: «Ιούδα, με φίλημα παραδίνεις τον Υιό του ανθρώπου;» 49 Όταν είδαν τότε εκείνοι που ήταν γύρω του αυτό που συνέβηκε, είπαν: «Κύριε, να χτυπήσουμε με μάχαιρα;» 50 Και χτύπησε ένας, κάποιος από αυτούς, το δούλο του αρχιερέα και αφαίρεσε το αυτί του το δεξί. 51 Αποκρίθηκε τότε ο Ιησούς και είπε: «Αφήστε τα πράγματα ως αυτό το σημείο» – και αφού άγγιξε το αυτί, τον γιάτρεψε. 52 Είπε λοιπόν ο Ιησούς προς τους αρχιερείς και στρατηγούς του ναού και πρεσβυτέρους, που ήρθαν εναντίον του: «Σαν ενάντια σε ληστή εξήλθατε με μάχαιρες και ξύλα; 53 Κάθε ημέρα, ενώ ήμουν μαζί σας μέσα στο ναό, δεν εκτείνατε τα χέρια πάνω μου. Αλλά αυτή η ώρα είναι δική σας και η εξουσία του σκότους». |
Ο Πέτρος απαρνείται τον Ιησού | |
54 Συλλαβόντες δὲ αὐτὸν ἤγαγον καὶ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχιερέως. ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει μακρόθεν. 55 ἁψάντων δὲ πυρὰν ἐν μέσῳ τῆς αὐλῆς καὶ συγκαθισάντων αὐτῶν ἐκάθητο ὁ Πέτρος ἐν μέσῳ αὐτῶν. 56 ἰδοῦσα δὲ αὐτὸν παιδίσκη τις καθήμενον πρὸς τὸ φῶς καὶ ἀτενίσασα αὐτῷ εἶπε· καὶ οὗτος σὺν αὐτῷ ἦν. 57 ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· γύναι, οὐκ οἶδα αὐτόν. 58 καὶ μετὰ βραχὺ ἕτερος ἰδὼν αὐτὸν ἔφη· καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ. ὁ δὲ Πέτρος εἶπεν· ἄνθρωπε, οὐκ εἰμί. 59 καὶ διαστάσης ὡσεὶ ὥρας μιᾶς ἄλλος τις διισχυρίζετο λέγων· ἐπ᾿ ἀληθείας καὶ οὗτος μετ᾿ αὐτοῦ ἦν· καὶ γὰρ Γαλιλαῖός ἐστιν. 60 εἶπε δὲ ὁ Πέτρος· ἄνθρωπε, οὐκ οἶδα ὃ λέγεις. καὶ παραχρῆμα, ἔτι λαλοῦντος αὐτοῦ, ἐφώνησεν ἀλέκτωρ. 61 καὶ στραφεὶς ὁ Κύριος ἐνέβλεψε τῷ Πέτρῳ, καὶ ὑπεμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ λόγου τοῦ Κυρίου, ὡς εἶπεν αὐτῷ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι ἀπαρνήσῃ με τρίς· 62 καὶ ἐξελθὼν ἔξω ὁ Πέτρος ἔκλαυσε πικρῶς. | 54 Αφού λοιπόν τον συνέλαβαν, τον οδήγησαν και τον εισήγαγαν στην οικία του αρχιερέα. Και ο Πέτρος ακολουθούσε από μακριά. 55 Αφού άναψαν τότε φωτιά στο μέσο της αυλής και κάθισαν μαζί, ο Πέτρος καθόταν στο μέσο τους. 56 Όταν τον είδε τότε κάποια μικρή δούλη να κάθεται κοντά προς το φως της φωτιάς και τον ατένισε, είπε: «Και αυτός ήταν μαζί του». 57 Εκείνος το αρνήθηκε, λέγοντας: «Δεν τον ξέρω, γυναίκα». 58 Και μετά από λίγο, άλλος, όταν τον είδε, είπε: «Και εσύ είσαι από αυτούς». Αλλά ο Πέτρος είπε: «Άνθρωπε, δεν είμαι». 59 Και όταν πέρασε περίπου μια ώρα, κάποιος άλλος ισχυριζόταν έντονα, λέγοντας: «Στ’ αλήθεια, και αυτός ήταν μαζί του, γιατί είναι και Γαλιλαίος». 60 Είπε τότε ο Πέτρος: «Άνθρωπε, δεν ξέρω τι λες». Και αμέσως, ενώ ακόμη αυτός μιλούσε, λάλησε ένας πετεινός. 61 Και αφού στράφηκε ο Κύριος, κοίταξε μέσα στα μάτια τον Πέτρο, και θυμήθηκε ο Πέτρος το λόγο του Κυρίου, καθώς του είπε: «Πριν ο πετεινός λαλήσει σήμερα, θα με απαρνηθείς τρεις φορές». 62 Και αφού βγήκε έξω, έκλαψε πικρά. |
Εμπαίζουν και δέρνουν τον Ιησού | |
63 Καὶ οἱ ἄνδρες οἱ συνέχοντες τὸν ᾿Ιησοῦν ἐνέπαιζον αὐτῷ δέροντες, 64 καὶ περικαλύψαντες αὐτὸν ἔτυπτον αὐτοῦ τὸ πρόσωπον καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· προφήτευσον τίς ἐστιν ὁ παίσας σε; 65 καὶ ἕτερα πολλὰ βλασφημοῦντες ἔλεγον εἰς αὐτόν. | 63 Και οι άντρες που τον κρατούσαν σφιχτά τον ενέπαιζαν δέρνοντάς τον 64 και, αφού του περικάλυψαν το πρόσωπο, τον επερωτούσαν, λέγοντας: «Προφήτεψε, ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε;» 65 Και άλλα πολλά, βλαστημώντας, έλεγαν σ’ αυτόν. |
Ο Ιησούς μπροστά στο μεγάλο συνέδριο | |
66 Καὶ ὡς ἐγένετο ἡμέρα, συνήχθη τὸ πρεσβυτέριον τοῦ λαοῦ, ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ συνέδριον ἑαυτῶν λέγοντες· εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, εἰπὲ ἡμῖν. 67 εἶπε δὲ αὐτοῖς· ἐὰν ὑμῖν εἴπω, οὐ μὴ πιστεύσητε, 68 ἐὰν δὲ καὶ ἐρωτήσω, οὐ μὴ ἀποκριθῆτέ μοι ἢ ἀπολύσητε· 69 ἀπὸ τοῦ νῦν ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καθήμενος ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. 70 εἶπον δὲ πάντες· σὺ οὖν εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ; ὁ δὲ πρὸς αὐτοὺς ἔφη· ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐγώ εἰμι. 71 οἱ δὲ εἶπον· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτυρίας; αὐτοὶ γὰρ ἠκούσαμεν ἀπὸ τοῦ στόματος αὐτοῦ. | 66 Και μόλις ξημέρωσε, συνάχτηκε το πρεσβυτέριο του λαού, αρχιερείς και γραμματείς, και τον οδήγησαν στο συνέδριό τους, 67 λέγοντας: «Αν εσύ είσαι ο Χριστός, πες το μας». Είπε τότε σ’ αυτούς: «Αν σας το πω, δε θα πιστέψετε. 68 κι αν σας ρωτήσω, δε θα αποκριθείτε. 69 Από τώρα όμως ο Υιός του ανθρώπου θα κάθεται συνεχώς από τα δεξιά της δύναμης του Θεού». 70 Είπαν τότε όλοι: «Εσύ λοιπόν είσαι ο Υιός του Θεού;» Εκείνος είπε προς αυτούς: «Κι εσείς το λέτε ότι εγώ είμαι». 71 Εκείνοι είπαν: «Τι ανάγκη μαρτυρίας έχουμε ακόμα; Γιατί εμείς οι ίδιοι το ακούσαμε από το στόμα του». |