Ρωμ. θ' 1-33
Η εκλογή του λαού Ισραήλ από το Θεό | |
1 Ἀλήθειαν λέγω ἐν Χριστῷ, οὐ ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι τῆς συνειδήσεώς μου ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ, 2 ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου. 3 ηὐχόμην γὰρ αὐτὸς ἐγὼ ἀνάθεμα εἶναι ἀπὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν μου, τῶν συγγενῶν μου κατὰ σάρκα, 4 οἵτινές εἰσιν ᾿Ισραηλῖται, ὧν ἡ υἱοθεσία καὶ ἡ δόξα καὶ αἱ διαθῆκαι καὶ ἡ νομοθεσία καὶ ἡ λατρεία καὶ αἱ ἐπαγγελίαι, 5 ὧν οἱ πατέρες, καὶ ἐξ ὧν ὁ Χριστὸς τὸ κατὰ σάρκα, ὁ ὢν ἐπὶ πάντων Θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν. 6 Οὐχ οἷον δὲ ὅτι ἐκπέπτωκεν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. οὐ γὰρ πάντες οἱ ἐξ ᾿Ισραήλ, οὗτοι ᾿Ισραήλ, 7 οὐδ᾿ ὅτι εἰσὶ σπέρμα ᾿Αβραάμ, πάντες τέκνα, ἀλλ᾿ ἐν ᾿Ισαὰκ κληθήσεταί σοι σπέρμα· 8 τοῦτ᾿ ἔστιν οὐ τὰ τέκνα τῆς σαρκὸς ταῦτα τέκνα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τέκνα τῆς ἐπαγγελίας λογίζεται εἰς σπέρμα. 9 ἐπαγγελίας γὰρ ὁ λόγος οὗτος· κατὰ τὸν καιρὸν τοῦτον ἐλεύσομαι καὶ ἔσται τῇ Σάρρᾳ υἱός. 10 οὐ μόνον δέ, ἀλλὰ καὶ Ρεβέκκα ἐξ ἑνὸς κοίτην ἔχουσα, ᾿Ισαὰκ τοῦ πατρὸς ἡμῶν· 11 μήπω γὰρ γεννηθέντων μηδὲ πραξάντων τι ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἵνα ἡ κατ᾿ ἐκλογὴν τοῦ Θεοῦ πρόθεσις μένῃ, οὐκ ἐξ ἔργων, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ καλοῦντος, 12 ἐρρέθη αὐτῇ ὅτι ὁ μείζων δουλεύσει τῷ ἐλάσσονι, 13 καθὼς γέγραπται· τὸν ᾿Ιακὼβ ἠγάπησα, τὸν δὲ ᾿Ησαῦ ἐμίσησα. 14 Τί οὖν ἐροῦμεν; μὴ ἀδικία παρὰ τῷ Θεῷ; μὴ γένοιτο. 15 τῷ γὰρ Μωϋσῇ λέγει· ἐλεήσω ὃν ἂν ἐλεῶ, καὶ οἰκτειρήσω ὃν ἂν οἰκτείρω. 16 ἄρα οὖν οὐ τοῦ θέλοντος οὐδὲ τοῦ τρέχοντος, ἀλλὰ τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ. 17 λέγει γὰρ ἡ γραφὴ τῷ Φαραὼ ὅτι εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐξήγειρά σε, ὅπως ἐνδείξωμαι ἐν σοὶ τὴν δυναμίν μου, καὶ ὅπως διαγγελῇ τὸ ὄνομά μου ἐν πάσῃ τῇ γῇ. 18 ἄρα οὖν ὃν θέλει ἐλεεῖ, ὃν δὲ θέλει σκληρύνει. | 1 Αλήθεια λέω με το Χριστό, δεν ψεύδομαι, γιατί συμμαρτυρεί σ’ εμένα και η συνείδησή μου με Πνεύμα Άγιο, 2 ότι έχω μεγάλη λύπη και αδιάλειπτη οδύνη στην καρδιά μου. 3 Θα ευχόμουν μάλιστα εγώ ο ίδιος να είμαι ανάθεμα από το Χριστό υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα, 4 οι οποίοι είναι Ισραηλίτες, στους οποίους ανήκουν η υιοθεσία και η δόξα και οι διαθήκες και η νομοθεσία και η λατρεία και οι υποσχέσεις. 5 Στους οποίους ανήκουν οι πατέρες καί από τους οποίους προέρχεται ο Χριστός κατά σάρκα, ο οποίος είναι πάνω σε όλους Θεός ευλογητός στους αιώνες, αμήν. 6 Δε συνέβηκε όμως τέτοιο πράγμα, ότι έχει ξεπέσει ο λόγος του Θεού. Γιατί δεν είναι όλοι όσοι κατάγονται από τον Ισραήλ, αυτοί Ισραηλίτες. 7 Ούτε επειδή είναι σπέρμα του Αβραάμ είναι όλοι παιδιά του, αλλά: Μέσω του Ισαάκ θα κληθούν σ’ εσένα απόγονοι. 8 Τουτέστι δεν είναι τα παιδιά της σάρκας, αυτά παιδιά του Θεού, αλλά τα παιδιά της επαγγελίας λογίζονται απόγονοι. 9 Γιατί ο λόγος της επαγγελίας είναι αυτός: Κατά τον καιρό αυτό θα έρθω και θα έχει η Σάρρα γιο. 10 Και όχι μόνο η Σάρρα, αλλά και η Ρεβέκκα συνέλαβε από έναν άντρα έχοντας κοινό κρεβάτι, τον Ισαάκ τον πατέρα μας. 11 Γιατί ενώ ακόμα τα παιδιά δεν είχαν γεννηθεί μήτε είχαν πράξει κάτι καλό ή κακό, για να μένει κατ’ εκλογή η πρόθεση του Θεού 12 όχι από έργα, αλλά από αυτόν που καλεί, της ειπώθηκε ότι ο μεγαλύτερος θα υπηρετήσει ως δούλος στο μικρότερο 13 καθώς είναι γραμμένο: Τον Ιακώβ αγάπησα, τον Ησαύ όμως μίσησα. 14 Τι λοιπόν θα πούμε; Μήπως υπάρχει αδικία στο Θεό; Είθε να μη γίνει! 15 Γιατί λέει στο Μωυσή: Θα ελεήσω αυτόν που ελεώ και θα σπλαχνιστώ αυτόν που σπλαχνίζομαι. 16 Άρα, λοιπόν, δεν εξαρτάται από αυτόν που θέλει ούτε από αυτόν που τρέχει, αλλά από το Θεό που ελεεί. 17 Γιατί λέει η Γραφή για το Φαραώ: Γι’ αυτό ακριβώς σε εξύψωσα, για να δείξω μ’ εσένα τη δύναμή μου και για να διαλαληθεί το όνομά μου σε όλη τη γη. 18 Άρα, λοιπόν, όποιον θέλει ελεεί και όποιον θέλει σκληραίνει. |
Η οργή και το έλεος του Θεού | |
19 ᾿Ερεῖς οὖν μοι· τί ἔτι μέμφεται; τῷ γὰρ βουλήματι αὐτοῦ τίς ἀνθέστηκε; 20 μενοῦνγε, ὦ ἄνθρωπε, σὺ τίς εἶ ὁ ἀνταποκρινόμενος τῷ Θεῷ; μὴ ἐρεῖ τὸ πλάσμα τῷ πλάσαντι, τί με ἐποίησας οὕτως; 21 ἢ οὐκ ἔχει ἐξουσίαν ὁ κεραμεὺς τοῦ πηλοῦ, ἐκ τοῦ αὐτοῦ φυράματος ποιῆσαι ὃ μὲν εἰς τιμὴν σκεῦος, ὃ δὲ εἰς ἀτιμίαν; 22 εἰ δὲ θέλων ὁ Θεὸς ἐνδείξασθαι τὴν ὀργὴν καὶ γνωρίσαι τὸ δυνατὸν αὐτοῦ ἤνεγκεν ἐν πολλῇ μακροθυμίᾳ σκεύη ὀργῆς κατηρτισμένα εἰς ἀπώλειαν; 23 καὶ ἵνα γνωρίσῃ τὸν πλοῦτον τῆς δόξης αὐτοῦ ἐπὶ σκεύη ἐλέους, ἃ προητοίμασεν εἰς δόξαν; 24 οὓς καὶ ἐκάλεσεν ἡμᾶς οὐ μόνον ἐξ ᾿Ιουδαίων, ἀλλὰ καὶ ἐξ ἐθνῶν, 25 ὡς καὶ ἐν τῷ ῾Ωσηὲ λέγει· καλέσω τὸν οὐ λαόν μου λαόν μου, καὶ τὴν οὐκ ἠγαπημένην ἠγαπημένην· 26 καὶ ἔσται ἐν τῷ τόπῳ οὗ ἐρρέθη αὐτοῖς, οὐ λαός μου ὑμεῖς, ἐκεῖ κληθήσονται υἱοὶ Θεοῦ ζῶντος. 27 ῾Ησαΐας δὲ κράζει ὑπὲρ τοῦ ᾿Ισραήλ· ἐὰν ᾖ ὁ ἀριθμὸς τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης, τὸ κατάλειμμα σωθήσεται· 28 λόγον γὰρ συντελῶν καὶ συντέμνων ἐν δικαιοσύνῃ, ὅτι λόγον συντετμημένον ποιήσει Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς. 29 καὶ καθὼς προείρηκεν ῾Ησαΐας, εἰ μὴ Κύριος Σαβαὼθ ἐγκατέλιπεν ἡμῖν σπέρμα, ὡς Σόδομα ἂν ἐγενήθημεν καὶ ὡς Γόμορρα ἂν ὡμοιώθημεν. | 19 Θα μου πεις τότε: «Γιατί λοιπόν ακόμα κατηγορεί; Επειδή ποιος έχει αντισταθεί στο θέλημά του;» 20 Ω άνθρωπε, πραγματικά, εσύ ποιος είσαι που αντιλέγεις στο Θεό; Μήπως θα πει το πλάσμα στον Πλάστη: «Γιατί με έκανες έτσι;» 21 Ή δεν έχει εξουσία ο κεραμέας του πηλού, από το ίδιο μείγμα να κάνει ένα σκεύος για τιμητική χρήση και άλλο για ευτελή; 22 Και τι θα πεις αν, θέλοντας ο Θεός να δείξει την οργή του και να γνωρίσει τη δύναμή του, υπόφερε με πολλή μακροθυμία σκεύη οργής καταρτισμένα για απώλεια, 23 και αυτό για να γνωρίσει τον πλούτο της δόξας του σε σκεύη ελέους που προετοίμασε για δόξα; 24 Τους οποίους και κάλεσε, εμάς, όχι μόνο από Ιουδαίους αλλά και από εθνικούς. 25 Όπως και στον Ωσηέ λέει: Θα καλέσω λαό μου αυτόν που δεν είναι λαός μου και αγαπημένη αυτήν που δεν είναι αγαπημένη. 26 Και θα συμβεί, στον τόπο που τους ειπώθηκε: «Εσείς δεν είστε λαός μου», εκεί θα κληθούν γιοι του ζωντανού Θεού. 27 Και ο Ησαΐας φωνάζει για το λαό Ισραήλ: Αν και είναι ο αριθμός των γιων του Ισραήλ όπως η άμμος της θάλασσας, μόνο το υπόλειμμα θα σωθεί. 28 Γιατί το λόγο του θα συντελέσει και μάλιστα σύντομα θα το κάνει ο Κύριος πάνω στη γη. 29 Και καθώς έχει προείπει ο Ησαΐας: Αν ο Κύριος Σαβαώθ δεν άφηνε σ’ εμάς απογόνους, σαν τα Σόδομα θα γινόμασταν και με τα Γόμορρα θα μοιάζαμε. |
Ο Ισραήλ και το Ευαγγέλιο | |
30 Τί οὖν ἐροῦμεν; ὅτι ἔθνη τὰ μὴ διώκοντα δικαιοσύνην κατέλαβε δικαιοσύνην, δικαιοσύνην δὲ τὴν ἐκ πίστεως, 31 ᾿Ισραὴλ δὲ διώκων νόμον δικαιοσύνης εἰς νόμον δικαιοσύνης οὐκ ἔφθασε. 32 διατί; ὅτι οὐκ ἐκ πίστεως, ἀλλ᾿ ὡς ἐξ ἔργων νόμου· προσέκοψαν γὰρ τῷ λίθῳ τοῦ προσκόμματος, 33 καθὼς γέγραπται· ἰδοὺ τίθημι ἐν Σιὼν λίθον προσκόμματος καὶ πέτραν σκανδάλου, καὶ πᾶς ὁ πιστεύων ἐπ᾿ αὐτῷ οὐ καταισχυνθήσεται. | 30 Τι λοιπόν θα πούμε; Ότι τα έθνη που δεν επιδίωκαν τη δικαιοσύνη, κατέκτησαν τη δικαιοσύνη, αλλά δικαιοσύνη που προέρχεται από την πίστη. 31 Ενώ ο Ισραήλ που επιδίωκε ένα νόμο δικαιοσύνης, στο νόμο δεν έφτασε. 32 Γιατί; Γιατί δεν το επιδίωξαν από την πίστη, αλλά το επιδίωξαν σαν να μπορούσε να γίνει από τα έργα. Σκόνταψαν στο λίθο του προσκόμματος 33 καθώς είναι γραμμένο: Ιδού, θέτω στη Σιών λίθο προσκόμματος και πέτρα σκανδάλου, και όποιος πιστεύει σ’ αυτόν δε θα καταντροπιαστεί. |