Τον 6ο αιώνα μ.Χ., ο ρωμαίος φιλόσοφος Σεβερίνο Μποέτσιο γράφει το έργο του: Η Παρηγορία της Φιλοσοφίας. Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας, από την εξορία όπου βρίσκεται, οργισμένος και θλιμμένος, κατηγορεί την τύχη που τον εγκατέλειψε και επέτρεψε να χάσει «άδικα» όλη τη δύναμη, τη φήμη και τα πλούτη που είχε κάποτε.
Ο μύθος της θεάς Τύχης
Στην αρχή του τέταρτου βιβλίου, η ίδια η τύχη παίρνει τον λόγο και του λέει:
Γιατί με κατηγορείς, Μποέτσιο; Γιατί μου παραπονιέσαι;
Τι σου έκανα; Τι σου πήρα απ’ ό,τι ήταν δικό σου;
Θυμήσου ότι σε βρήκα γυμνό…
Και σ’ έντυσα με τα ΔΙΚΑ ΜΟΥ αγαθά.
Σου έδωσα όλα όσα έχεις και σε φρόντισα με αγάπη…
Δεν ήξερες τις συνήθειές μου; Δε διάβασες τα κατορθώματά μου;
Είσαι λοιπόν κι εσύ ένας άνθρωπος, σαν όλους τους ανθρώπους.
Φιλάργυρος, ζήτουλας, καβγατζής και φιλόδοξος.
Χαιρόσουν τα καπρίτσια μου και καυχιόσουν σε όλους,
και τώρα που αποφάσισα να μη σου δίνω τόσα,
παραπονιέσαι και απαιτείς αντί να ευγνωμονείς
για όλον τον καιρό που είχες ό,τι δεν σου ανήκε.
Μάθε τώρα στον κατήφορο όσα δεν ήξερες στον ανήφορο.
Πως οι τιμές και τα πλούτη δεν σου ανήκαν ποτέ.
Ήταν πάντα σκλάβοι μου, που εγώ τους είχα φέρει.
Και βέβαια, τώρα που φεύγω θα τρέξουν ξωπίσω μου…
και δεν θα μείνουν μαζί σου.