Πλούσιος μια και καλή - Point of view

Εν τάχει

Πλούσιος μια και καλή




Ο Θαλής, γύρω στο 580 π.Χ., στην περιοχή της Μιλήτου...

«Κοιτάζει τα άστρα, αλλά δεν ξέρει καν τι υπάρχει πάνω στη γη!

— Είναι αλήθεια! Πάντοτε ακίνητος, με το κεφάλι προς τα πάνω, αναρωτιέται κανείς τι βρίσκει το τόσο ενδιαφέρον εκεί πάνω...

— Στο πόδι όλη τη νύχτα, δεν είναι ζωή αυτή! Και όλα αυτά για να παρατηρεί επί ώρες ολόκληρες τον ουρανό! Θα το δεις, μια μέρα, μη βλέποντας πού πατάει, θα κατα-λήξει να πέσει... Οπουδήποτε! Μέσα σ’ένα πηγάδι ή μέσα σ’ ένα χαντάκι...

— Αλήθεια, αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι φυσιολογικοί, δεν ξέρουν να ζουν. Πάντα με τη μύτη στον ουρανό, αντί να κοιτάνε τις υποθέσεις τους!

— Το κεφάλι γεμάτο, η σιταποθήκη άδεια!

— Συνεχώς να κάνει υπολογισμούς, να σχεδιάζει πάνω στην άμμο κύκλους, τρίγωνα, γραμμές ασταμάτητα...

— Δεν χρειάζεται να μετράει την περιουσία του! Λένε ότι δεν έχει πια ούτε πανωφόρι για το χειμώνα!»



Τέτοιου είδους κουτσομπολιά ο Θαλής δεν τα αντέχει πια. Για καιρό νόμιζε πως μπορούσε να κάνει την καρδιά του πέτρα. Τι τον ενδιέφεραν οι κακές γλώσσες, οι ιστορίες των υπηρετριών, τα γέλια πίσω από την πλάτη του; Μήπως αυτός δεν ήταν επιστήμονας, σοφός, φίλος των αριθμών, στοχαστής των ανώτερων αληθειών; Μήπως δεν ήταν ένας από τους λίγους που μπορούσαν να κατανοήσουν την τέλεια κίνηση των ουράνιων σφαιρών; Υπήρχε τέτοια απόσταση ανάμεσα σε αυτά τα ανόητα χαχανίσματα και την ευρύτητα των ιδεών του, ώστε δεν είχε τίποτα να απαντήσει. Ήταν άσκοπο να τον απασχολεί. Έπρεπε να συνεχίσει το δρόμο του. Να αφήσει να σβήσουν από μόνα τους αυτά τα χαζά τιτιβίσματα. Ανοησίες ανίδεων γυναικών, σχόλια ηλιθίων. Όλα αυτά θα περάσουν. Ναι, το είχε πει αυτό στον εαυτό του.

Αλλά τίποτα δεν περνούσε. Το αντίθετο. Είχε δει τους σαρκασμούς να πολλαπλασιάζονται, την έλλειψη κατανόησης να αυξάνεται. Τώρα, ακόμα και τα παιδιά γελούσαν στο πέρασμά του. Αυτό έπρεπε να σταματήσει. Δεν ήταν ζήτημα υπερηφάνειας, ούτε καν αξιοπρέπειας. Αυτό που είχε πείσει τον Θαλή να βάλει τέρμα σε αυτούς τους σαρκασμούς, ήταν ο οφειλόμενος σεβασμός στη γνώση και στους φύλακες της. Οι αδαείς μπορούσαν να παραμείνουν ανόητοι και τυφλοί. Αλλά δεν έπρεπε να κάνουν κακό στην επιστήμη. Την αναίσχυντη αυτή περιφρόνησή τους έπρεπε να τη συνθλίψει, να τη σταματήσει οριστικά.



Πώς;

Εκείνο το βράδυ, ανεβαίνοντας όπως πάντα την ίδια ώρα στην κορυφή του λόφου, ο Θαλής, για πρώτη φορά, δεν αναλογίζεται την πορεία των άστρων ούτε τη διάταξη του ουρανού. Καθώς σκαρφαλώνει με γοργούς ρυθμούς, τελειοποιεί το σχέδιό του. Πρώτα πρώτα, πρέπει να κάνει κάποιες παρατηρήσεις, κάποιους υπολογισμούς. Δεν θα του πάρει πολύ αυτό. Σε μερικές ώρες, καθώς μετράει με μεγάλα βήματα, ως συνήθως, τον ελαιώνα, όπου τελειώνει ο δρόμος, έχει βεβαιωθεί για το στρατήγημά του. Ώστε αυτοί οι κακομοίρηδες πιστεύουν ότι είναι ανίκανος να μαζέψει κάποια χρυσά νομίσματα; Είναι πεπεισμένοι ότι η επιστήμη του δεν αξίζει τίποτα, ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα, ότι δεν αποφέρει τίποτα; Χρειάζονται μια χειροπιαστή απόδειξη, μια λαμπρή επιτυχία; Ε λοιπόν, θα δουν!

Ο χειμώνας φτάνει στο τέλος του. Ο βοριάς δεν λέει να σταματήσει. Σχεδόν κάνει παγωνιά. Οι αγρότες όλοι πιστεύουν ότι, για μία ακόμα φορά, η σοδειά της ελιάς κινδυνεύει να είναι πενιχρή. Οι καρποί όλες τις τελευταίες χρονιές ήταν πολύ μικροί, σχεδόν ξεροί. Όσο για το λάδι, σκέτη καταστροφή! Έχει, βέβαια, άρωμα, πυκνότητα, είναι απαλό και γλυκό, αλλά μόνο για όσους έχουν την τύχη να έχουν μια σταλιά λάδι στο φαί τους, δηλαδή όχι για πολλούς.

Θα πίστευε κανείς ότι η Αθηνά ξέχασε τους ανθρώπους της Μιλήτου!





Ο Θαλής αποφασίζει να νοικιάσει ένα ελαιοτριβείο για την επόμενη περίοδο. Άλλη μία παράξενη ιδέα, λένε αυτοί όσοι το έμαθαν. Αλλά σωπαίνουν, γιατί δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Τι μπορεί να σκοπεύει να κάνει ο Θαλής με ένα ελαιοτριβείο; Το νέο δεν κυκλοφορεί σχεδόν καθόλου. Ο επιστήμονας είναι διακριτικός, πειστικός. Λέει στον έναν ότι το θέλει για να ευχαριστήσει τη θεία του, στον άλλον ότι το θέλει για να θεραπεύσει τις ξινίλες που έχει στο στομάχι. Νοικιάζει δύο, τρία, πέντε, έξι ελαιοτριβεία στα περίχωρα. Με ελάχιστα χρήματα. Είμαστε μόλις στις αρχές της άνοιξης, όλοι είναι πεπεισμένοι ότι δεν θα υπάρχουν ελιές για το πιεστήριο.

Ο Θαλής στέλνει τους ανιψιούς του στα γύρω χωριά, ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα. Σύντομα, και ενώ η άνοιξη δεν έχει ακόμα μπει για τα καλά, δεν υπάρχει πια ούτε ένα ελαιοτριβείο στην περιοχή που δεν το έχει κρατήσει για τον εαυτό του. Όσα βρίσκονται σε απόσταση τεσσάρων ημερών με το μουλάρι γύρω από τη Μίλητο, τα έχει όλα κλείσει για τον εαυτό του! Δεν του στοίχισε πολλά. Κανείς δεν το αντιλήφθηκε. Η καλοκαιρία επιστρέφει.

Ο καιρός είναι θαυμάσιος, λαμπερός, ήπιος όταν χρειάζεται, ζεστός και ξερός την κατάλληλη στιγμή, υγρός εκεί που πρέπει, ένας καιρός για ελιές, που ούτε στον ύπνο του δεν θα τον έβλεπε κανείς! Τα δέντρα γεμίζουν καρπούς. Οι καρποί φουσκώνουν, αναπτύσσονται, γεμίζουν χυμούς. Τίποτα δεν τους απειλεί. Όταν το φθινόπωρο τελειώνει, η σοδειά είναι αντάξια των θεών! Τα καρότσια λυγίζουν κάτω από το βάρος. Οι μέρες είναι μικρές. Στα ελαιοτριβεία οι άνθρωποι κάνουν ουρά.





Εδώ, ο Θαλής επιβάλλει την τιμή του. «Δεν θέλετε να δείτε μία τόσο όμορφη σοδειά να χάνεται;... Θα έχετε λάδι για χρόνια... Ναι, μπορείτε να πληρώσετε σε πολλές δόσεις... Όχι, δέχομαι μόνο χρυσά ή αργυρά νομίσματα... Πώς τα κατάφερα; Ε λοιπόν, χάρη στην επιστήμη! Χάρη στα άστρα, χάρη στους υπολογισμούς! Τα υπόλοιπα είναι το μυστικό μου».



~ Είναι τρελοί αυτοί οι σοφοί! Συγγραφείς: Ροζέ-Πολ Ντρουά και Ζαν-Φιλίπ ντε Τονάκ

by Αντικλείδι , http://antikleidi.com

Pages