





- Η πρώτη είναι ότι το νόημα δεν επινοείται αλλά ανακαλύπτεται. Βρίσκεται στον έξω κόσμο και είναι έργο του κάθε ατόμου να το βρει στις συγκεκριμένες περιστάσεις της ζωής του.
- Η δεύτερη αναφέρεται στο υπέρτατο νόημα, το οποίο όντως υπάρχει και είναι προσιτό στον καθένα εφόσον έχει επίγνωση ότι, παρά το φαινομενικό χάος, υπάρχει τάξη στο σύμπαν και ότι αυτός αποτελεί μέρος αυτής της τάξεως. Η ύπαρξη του υπέρτατου νοήματος δεν μπορεί ν’ αποδειχτεί εκτός αν το άτομο κάνει τους δικούς του πειραματισμούς: δηλαδή ένα άτομο μπορεί να ζει ως εάν υπήρχε Νόημα, Τάξη, Σκοπός, Προσανατολισμός και Έργο (είτε βλέπει αυτές τις έννοιες με θρησκευτικό ή με αθεϊστικό πνεύμα), ή μπορεί να ζει ως εάν το κάθε τι να ήταν ένα αυθαίρετο χάος. Και να δει ποια απ’ αυτές τις εναλλακτικές υποθέσεις του γεμίζουν πιο πολύ τη ζωή. Η απόδειξη βρίσκεται στο αποτέλεσμα της έρευνας.
- Η τρίτη πρόταση είναι η επίγνωση ότι υπάρχουν νοήματα και μπορούν, και μάλιστα πρέπει, να βρεθούν αν πρόκειται να πληρωθεί το υπαρξιακό κενό. Ακριβώς όπως δεν μπορεί κανείς να βρει την αλήθεια, αλλά πολλά αληθινά αξιώματα, με τον ίδιο τρόπο δεν μπορεί να βρει το νόημα, αλλά πολλές εμπειρίες γεμάτες με νόημα.