ΠΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
1 Παρακαλώ οὖν ὑμᾶς, ἀδελφοί, διὰ τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τὰ σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τὴν λογικὴν λατρείαν ὑμῶν,
Σας παρακαλώ λέει, στο όνομα της ευσπλαχνίας, με την οποία σωθήκατε· σαν να παρουσίαζε κάποιος ικέτη τον ίδιο τον ευεργέτη, επειδή ήθελε να ελέγξει εκείνον που ευεργετήθηκε πολύ. Και πες μου, τι παρακαλείς; «Να προσφέρετε τα σώματά σας ζωντανή θυσία, άγια, ευάρεστη στο Θεό, τη λογική λατρεία σας».
Επειδή δηλαδή είπε «θυσία», για να μη νομίσει κανείς, ότι διατάσσει να θυσιάσουν τα σώματά τους, αμέσως πρόσθεσε «ζωντανή». Έπειτα ξεχωρίζοντας τη θυσία αυτή από την Ιουδαϊκή, λέει, «άγια, ευάρεστη στο Θεό, τη λογική λατρεία σας». Καθόσον εκείνη είναι σωματική και όχι πάρα πολύ ευάρεστη.
Σε πολλά σημεία φαίνεται άλλωστε ο Θεός πως αποκρούει τον παλαιό τρόπο θυσίας, στην πραγματικότητα δεν απέκρουε αυτή καθ’ αυτή τη θυσία, αλλά ζητούσε την όντως θυσία. Γι’ αυτό έλεγε «θυσία δοξολογίας θα με δοξάσει» (ψαλμ. 49,23) και πάλι «μήπως έχω ανάγκη να φάω κρέατα ταύρων και να πιω αίμα τράγων»; (Ψαλμ. 68, 31 32).
Γι’ αυτό το λόγο έρχεται τώρα ο Παύλος και ζητά να προσφέρουν τα σώματά τους θυσία ζωντανή.
Δηλαδή πως μπορεί να γίνει αυτό; Ας μη βλέπει το μάτι τίποτα πονηρό κι έγινε θυσία, ας μη λέγει η γλώσσα τίποτα το αισχρό κι έγινε προσφορά, ας μη κάνει το χέρι τίποτα το παράνομο κι έγινε ολοκαύτωμα. Ή καλύτερα δε φτάνουν αυτά, αλλά μας είναι απαραίτητη και η αγαθοεργία, ώστε το χέρι να κάνει ελεημοσύνη, το στόμα να ευλογεί εκείνους που μας κακομεταχειρίζονται, και το αυτί ν’ ασχολείται διαρκώς με την ακρόαση των λόγων του Θεού. Η θυσία αυτή είναι ευάρεστη, ενώ των Ιουδαίων ακάθαρτη, γιατί «οι θυσίες τους είναι σαν άρτος πένθους γι’ αυτούς» (Ωσηέ 9,4), αλλά δεν είναι τέτοια και η δική μας θυσία.
Στην παλιά θυσία το θυσιαζόμενο από ζωντανό παρουσιάζονταν νεκρό, ενώ σ’ αυτήν εκείνο που θυσιάζεται ζωοποιείται. Όταν λοιπόν νεκρώσουμε τα μέλη μας, τότε θα μπορέσουμε να ζήσουμε.
Αυτή τη θυσία ζητούσε από την αρχή ο Θεός, γι’ αυτό και ο πρόφήτης έλεγε: «θυσία για το Θεό είναι συντριμμένη ψυχή» (ψαλμ 50,19)
Τι σημαίνει όμως «λογική λατρεία»; Η πνευματική διακονία, η ζωή που είναι σύμφωνη με τη διδασκαλία του Χριστού. Όπως ακριβώς εκείνος που είναι διάκονος και ιερωμένος στον οίκο του Θεού, όποιος κι αν είναι, συμμαζεύεται τότε και γίνεται πιο σεμνός, έτσι και μείς πρέπει να συμπεριφερόμαστε σ’ όλη μας τη ζωή, σαν να προσφέρουμε λατρεία και να είμαστε ιερωμένοι. Και θα γίνει αυτό, αν καθημερινά προσφέρεις σ’ αυτόν θυσίες και γίνεις ιερέας του δικού σου σώματος και της αρετής της ψυχής σου.
Αφού λοιπόν εξύψωσε τον ακροατή και απέδειξε τον καθένα χωριστά ως ιερέα του δικού του σώματος με τη ζωή του, λέει τώρα και τον τρόπο:
2 καὶ μὴ συσχηματίζεσθαι τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλὰ μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοὸς ὑμῶν, εἰς τὸ δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ἀγαθὸν καὶ εὐάρεστον καὶ τέλειον.
Καθόσον το σχήμα του κόσμου αυτού είναι μηδαμινό και τιποτένιο και προσωρινό, διότι τα πάντα πλέον έχουν διαστραφεί. Και είπε «σχήμα» γιατί τίποτα απ’ αυτά που συναντάμε στον κόσμο δεν είναι ακίνητο και σταθερό, αλλά τα πάντα είναι προσωρινά.
Γιατί είτε πεις τον πλούτο, την δόξα, την ομορφιά του σώματος ή οτιδήποτε άλλο, σχήμα είναι μόνο, όχι αλήθεια πράγματος, επίδειξη και προσωπείο, όχι υπόσταση που μένει για πάντα.
Εσύ όμως να μην εξομοιώνεσαι με όλα αυτά, αλλά «να μεταμορφώνεσαι», με την «ανακαίνιση του πνεύματός σου». Δεν είπε «να μετασχηματίζεσαι», αλλά «να μεταμορφώνεσαι», για να δείξει ότι το σχήμα είναι του κόσμου, ενώ της αρετής δεν είναι το σχήμα, αλλά κάποια αληθινή μορφή που έχει αληθινή φυσική ομορφιά χωρίς να χρειάζεται τα εξωτερικά καλλυντικά και σχήματα, τα οποία συχρόνως και φαίνονται και καταστρέφονται. Αν λοιπόν πετάξεις το σχήμα, γρήγορα θα φτάσεις στη μορφή. Γιατί τίποτα δεν είναι πιο ανίσχυρο από την κακία, τίποτα δεν παλιώνει τόσο εύκολα.
Και πως γίνεται αυτή η ανακαίνιση; -Επειδή είσαι άνθρωπος και καθημερινά αμαρτάνεις, καθημερινά ανακαίνιζε τον εαυτό σου. Όπως το ίδιο κάνουμε με τα σπίτια μας που πάντοτε τα διορθώνουμε όταν παλιώνουν. Αμάρτησες σήμερα; Πάλιωσες την ψυχή σου; Μην απελπίζεσαι, ούτε να χάνεις το θάρρος σου, αλλά ανακαίνισέ την με μετάνοια, τα δάκρυα, την εξομολόγηση και την αγαθοεργία και μη σταματήσεις ποτέ να το κάνεις αυτό.
«Διακρίνοντας τα συμφέροντά σας και γνωρίζοντας ποιο είναι το θέλημα του Θεού και τι είναι καλό και ευάρεστο και τέλειο».
Αν λοιπόν ανακαινισθείς θα μάθεις τότε ποιό είναι το συμφέρον σου και τι θέλει ο Θεός. Γιατί αν ξέρεις αυτό και μάθεις να ξεχωρίζεις τις φύσεις των πραγμάτων, έφθασες στον δρόμο που οδηγεί σε κάθε αρετή.
Και ποιος λέει δεν ξέρει τα συμφέροντά σου και ποιο είναι το θέλημα του Θεού; Εκείνοι που συγκινούνται από τα παρόντα πράγματα, εκείνοι που νομίζουν ότι ο πλούτος είναι ζηλευτός και εξευτελίζουν τη φτώχεια, εκείνοι που επιδιώκουν την εξουσία, εκείνοι που παραδίνονται στην κοσμική δόξα, εκείνοι που πιστεύουν ότι είναι μεγάλοι κτίζοντας λαμπρά σπίτια, αγοράζοντας πολυτελείς τάφους, έχοντας πάρα πολλούς δούλους και περιφέρουν μαζί τους μεγάλο πλήθος ευνούχων. Αυτοί αγνοούν και τα συμφέροντα σ’ αυτούς και τα θελήματα του Θεού. Καθόσο αυτά τα δύο είναι ένα.
Και τι τέλος πάντων θέλει από μας ο Θεός;
-Να ζούμε με φτώχεια, με ταπεινοφροσύνη, με περιφρόνηση της δόξας, με εγκράτεια, όχι με απολαύσεις, με θλίψη, όχι με άνεση, με πένθος, όχι με διαχύσεις και γέλια και με όλα τα άλλα που νομοθέτησε. Αλλά οι πολλοί αυτά τα θεωρούν μαντεύματα· τόσο πολύ απέχουν από το να γνωρίζουν τα συμφέροντα και τα θελήματα του Θεού.
Και πως θα μπορέσουμε να απομακρυνθούμε από την παλιά ζωή μας;
-Ας ξεκινήσουμε ασκώντας πρώτα απ’ όλα την κρίση μας για τα πράγματα. Κι αν ακόμη δεν ασκούμε την αρετή, να επαινούμε την αρετή, κι αν δεν αποφεύγουμε την κακία, να κακίζουμε την πονηρία, για να έχουμε πρώτα απ’ όλα αδέκαστες αποφάσεις. Γιατί προχωρώντας έτσι σιγά σιγά, θα μπορέσουμε να φθάσουμε και στα έργα.
3 Λέγω γὰρ διὰ τῆς χάριτος τῆς δοθείσης μοι παντὶ τῷ ὄντι ἐν ὑμῖν, μὴ ὑπερφρονεῖν παρ᾿ ὃ δεῖ φρονεῖν, ἀλλὰ φρονεῖν εἰς τὸ σωφρονεῖν, ἑκάστῳ ὡς ὁ Θεὸς ἐμέρισε μέτρον πίστεως. (Με τη χάρη λοιπόν που μου δόθηκε, λέγω στον κάθε πιστό που βρίσκεται μεταξύ σας, να μην έχει για τον εαυτό του μεγαλύτερη ιδέα από εκείνη που πρέπει να έχει, αλλά να σκέπτεται με σύνεση, ανάλογα με το μέτρο της πίστεως που ο ο Θεός μοίρασε στον καθένα)
Πρόσεχε ταπεινοφροσύνη διδασκάλου, πρόσεχε διάθεση συνεσταλμένη. Πουθενά δε λέει ότι ο ίδιος είναι αξιόπιστος για μια τέτοια παραίνεση και συμβουλή, αλλά πότε παίρνει μαζί του την ευσπλαχνία του Θεού και πότε τη χάρη. Γιατί δε λέγω δικό μου λόγο λέει, αλλά το λόγο του Θεού. Και δεν είπε, σας ομιλώ λοιπόν εξ’ ονόματος της σοφίας του Θεού, αλλά είπε, σας ομιλώ εξ’ ονόματος της νομοθεσίας του Θεού, ώστε τους κάνει περισσότερο ευγνώμονες και να δείξει και έτσι πως είναι υπεύθυνοι για την υπακοή όσων λέγονται.
«Στον κάθε πιστό που βρίσκεται μεταξύ σας». Όχι στον τάδε και στον τάδε μόνο, αλλά και στον άρχοντα και στον πολίτη, και στο δούλο και στον ελεύθερο, και στον απλοϊκό και στο σοφό, και στη γυναίκα και στον άνδρα, και στο νέο και στο γέρο.
«Να μην έχει μεγαλύτερη ιδέα για τον εαυτό του από κείνη που πρέπει να έχει»: Εδώ παρουσιάζει τη μητέρα των αγαθών, την ταπεινοφροσύνη, μιμούμενος το διδάσκαλό του. Αλλά με «σωφροσύνη» λέει να σκέπτεται.
Διότι εκείνος που δεν έχει μετριοφροσύνη δεν έχει σωφροσύνη, δηλαδή δεν μπορεί να σταθεί σωστά και να κρίνει σωστά, αλλά παραπαίει και έχει παραφρονήσει ένας τέτοιος άνθρωπος και είναι πιο μανιακός από κάθε παράφρονα.
«Ανάλογα με το μέτρο της πίστεως που ο Θεός μοίρασε στον καθένα»: Επειδή λοιπόν η χορήγηση των χαρισμάτων ξεσήκωσε πολλούς σε αλαζονεία και σ’ αυτούς και στους Κορινθίους, πρόσεχε με ποιο τρόπο την αιτία της ασθένειας την κάνει φανερή και την υπονομεύει σιγά-σιγά.
Με το να πει όμως ότι τη «μοίρασε» και εκείνον που έχει λάβει το μικρότερο παρηγόρησε και εκείνον που απόλαυσε το μεγαλύτερο συγκράτησε. Εάν λοιπόν ο Θεός μοίρασε και δεν είναι δικό σου το κατόρθωμα, γιατί περηφανεύεσαι;
Γιατί αν ακούσει κανείς τα λόγια του αλαζόνα απ’ αυτά του ανόητου δεν θα μπορέσει να διακρίνει τη διαφορά. Γιατί τα δύο αυτά ελαττώματα είναι το ίδιο και το αυτό. Γιατί η απόνοια, χάνοντας το κοινό μέτρο και που προέρχεται από το νου, κάνει και ανόητους και αλαζόνες. Καθόσον η αρχή της σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου. επομένως η αρχή της μωρίας είναι η άγνοια του Κυρίου. Εάν λοιπόν η γνώση είναι σοφία, η άγνοια είναι μωρία και αυτή η άγνοια προέρχεται από υπερηφάνεια. Γιατί η αρχή της υπερηφανείας είναι η άγνοια του Κυρίου. Άρα η υπερηφάνεια είναι η χειρότερη μωρία. Όποιος δε χάσει το μέτρο της φρονήσεως γίνεται και δειλός και θρασύς, αφού η ψυχή του αρρωσταίνει. Γιατί όπως ακριβώς το σώμα, όταν χάσει την καλή κράση του και γίνει καχεκτικό, κυριεύεται απ’ όλα τα πάθη, έτσι και η ψυχή, όταν χάσει τη μεγαλοφροσύνη και την ταπεινοφροσύνη και δεχθεί κάποια συνήθεια άρρωστη, γίνεται και δειλή και αναίσχυντη και ανόητη, και αγνοεί πλέον τον εαυτό του. εκείνος όμως που αγνοεί τον εαυτό του, πως θα γνωρίσει τα ανώτερα απ’ αυτόν; Γιατί, όπως ακριβώς εκείνος που είναι κυριευμένος από φρενίτιδα, όταν αγνοήσει τον εαυτό του, δε γνωρίζει ούτε αυτά που είναι μπροστά στα πόδια του, και το μάτι πάλι, όταν τυφλωθεί το ίδιο, ρίχνει στο σκοτάδι όλα τα υπόλοιπα μέλη του σώματος, έτσι συμβαίνει και με την αλαζονεία. Γι’ αυτό είναι πιό δυστυχισμένοι και από τους τρελλούς και από τους ανόητους, που από τη φύση τους είναι τέτοιοι. Καθόσον όμοια μ’ αυτούς άτομα προκαλούν γέλια και όμοια μ’ εκείνους είναι ενοχλητικοί. Και είναι βέβαια τρελλοί όπως ακριβώς εκείνοι, αλλά δεν τους ευσπλαχνίζονται όπως εκείνους. Είναι δε παράφρονες όπως ακριβώς αυτοί, δε συγχωρούνται όμως όπως αυτοί, αλλά μισούνται μόνο. Κι ενώ έχουν τα ελαττώματα και τα δύο, όμως στερούνται τη συγγνώμη και των δύο και είναι καταγέλαστοι όχι μόνο από τα λόγια τους, αλλά και από όλη την παρουσία τους.
4 καθάπερ γὰρ ἐν ἑνὶ σώματι μέλη πολλὰ ἔχομεν, τὰ δὲ μέλη πάντα οὐ τὴν αὐτὴν ἔχει πρᾶξιν, 5 οὕτως οἱ πολλοὶ ἓν σῶμά ἐσμεν ἐν Χριστῷ, ὁ δὲ καθ᾿ εἷς ἀλλήλων μέλη. (Γιατί όπως ακριβώς σ’ ένα σώμα έχουμε πολλά μέλη, αλλ’ όλα τα μέλη δεν έχουν το ίδιο έργο, έτσι κι εμείς οι πολλοί είμαστε ένα σώμα εξαιτίας της νώσεώς μας με το Χριστό και ο καθένας είμαστε μέλη ο ένας του άλλου).
Πάλι χρησιμοποιεί το ίδιο παράδειγμα, που χρησιμοποίησε και στους Κορινθίους, για να καταπολεμήσει το ίδιο ακριβώς πάθος. Για ποιό λόγο λοιπόν υπερηφανεύεσαι εσύ; Ή γιατί πάλι άλλος εξευτελίζει τον εαυτό του; δεν είμαστε ένα σώμα όλοι, και μεγάλοι και μικροί; Όταν λοιπόν κατά το σπουδαιότερο είμαστε ένα και μέλη ο ένας του άλλου, γιατί με την αλαζονεία ξεχωρίζεις τον εαυτό σου; Γιατί περιφρονείς τον αδελφό σου;
6 ἔχοντες δὲ χαρίσματα κατὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα, εἴτε προφητείαν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως,
Και για τα χαρίσματα, δεν έχει άλλος μικρότερο και άλλος μεγαλύτερο, αλλά «διαφορετικά». Τι σημασία λοιπόν αν ο Θεός δεν σου διέταξε τα ίδια, γιατί το σώμα είναι το ίδιο.
«Κατά την αναλογία της πίστεως»: Δηλαδή αυτοί οι ίδιοι δίνουν τις αφορμές για να λάβουν μεγαλύτερο ή μικρότερο χάρισμα. Και με αυτό το λόγο παρακινεί τώρα και τους αδιάφορους. Γιατί αν και είναι χάρη, όμως δεν δίνεται τυχαία, αλλά λαμβάνοντας τα μέτρα από εκείνους που τη δέχονται. Τόση χάρη εκχύεται, ανάλογα με το σκεύος πίστεως στο οποίο προσφέρεται.
7 εἴτε διακονίαν, ἐν τῇ διακονίᾳ,
Ως διακονία ονομάζει το αποστολικό έργο. Αλλά και κάθε πνευματικό έργο είναι διακονία.
εἴτε ὁ διδάσκων, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ,
Πρόσεχε πως αναφέρει τα χαρίσματα όχι ανάλογα με την αξία και τη σειρά, αλλά τυχαία, για να διδάξει ακριβώς το ίδιο πράγμα, να μην αλαζονεύονται δηλαδή και να μην υπερηφανεύονται.
8 εἴτε ὁ παρακαλῶν, ἐν τῇ παρακλήσει, Αν έχετε να πείτε κάτι, να το πείτε.
ὁ μεταδιδούς, ἐν ἁπλότητι, ὁ προϊστάμενος, ἐν σπουδῇ, ὁ ἐλεῶν, ἐν ἱλαρότητι.
Γιατί δεν φτάνει να δίνουμε, αλλά πρέπει να δίνουμε και με γενναιοδωρία. Γιατί και οι παρθένες είχαν λάδι, αλλά επειδή δεν είχαν αρκετό τα έχασαν όλα.
Εκείνος, λέει που είναι προϊστάμενος ας εργάζεται με ζήλο. Γιατί δε φτάνει να είσαι προϊστάμενος. Κι εκείνος που ελεεί, ας ελεεί με χαρά, δηλαδή να ελεείς δίχως λύπη, αλλά αντιθέτως με χαρά. Γιατί κι αν ακόμη δώσεις πολλά αλλά με λύπη έκανες τα πολλά λίγα. Γιατί η χήρα με δύο λεπτά ξεπέρασε πολλά τάλαντα, γιατί ήταν γενναιόδωρη η διάθεσή της.
Και πως είναι δυνατόν, λέγει, να κάνει κανείς με προθυμία αυτό, όταν ζει μέσα στη χειρότερη φτώχεια και στερείται τα πάντα; Ρώτησε τη χήρα και θ’ ακούσεις τον τρόπο και θα μάθεις ότι δεν κάνει τη δυσχέρεια η φτώχεια, αλλά η διάθεση κάνει και αυτό και το αντίθετο. Γιατί μπορεί κανείς και στη φτώχεια να είναι μεγαλόψυχος και στον πλούτο μικρολόγος.
9 ῾Η ἀγάπη ἀνυπόκριτος.
Αν έχεις αυτή, δε θα καταλάβεις τη δαπάνη των χρημάτων, ούτε τον κόπο των σωμάτων, ούτε την κούραση των λόγων, ούτε τον ιδρώτα και τη διακονία, αλλά θα τα υποφέρεις όλα γενναία, είτε με το σώμα, είτε με χρήματα, είτε με λόγο, είτε με οτιδήποτε άλλο πρέπει να βοηθήσεις τον πλησίον.
ἀποστυγοῦντες τὸ πονηρόν, κολλώμενοι τῷ ἀγαθῷ,
Και το λέει αυτό για να καθαρίσει την αγαθή αγάπη από την αγάπη για τα πονηρά πράγματα. Και δεν είπε «να απέχετε», αλλά υπερβολικά να μισείτε.
Και δεν είπε μόνο να πράττετε το καλό, αλλά «να είστε προσηλωμένοι στο καλό». Έτσι και ο Θεός όταν ένωνε τον άνδρα με τη γυναίκα, έλεγε, «θα προσηλώνεται στη γυναίκα του».
Στη συνέχεια αναφέρει και τις αιτίες, για τις οποίες πρέπει ο ένας να αγαπάει τον άλλο:
10 τῇ φιλαδελφίᾳ εἰς ἀλλήλους φιλόστοργοι,
Είστε αδελφοί, λέγει, και γεννηθήκατε ύστερα από τους ίδιους πόνους του τοκετού. Επομένως και γι’ αυτό θα ήταν δίκαιο ν’ αγαπάτε ο ένας τον άλλο. Δηλαδή δε ζητά απλώς να αγαπά ο ένας τον άλλο, αλλά να αισθάνονται στοργή. Γιατί δεν πρέπει λέγει, η αγάπη να είναι μόνο χωρίς υποκρισία, αλλά να είναι και δυνατή και ζωηρή και ολόθερμη.
Γιατί ποιο το κέρδος, αν αγαπάς βέβαια χωρίς δόλο, αλλά δεν αγαπάς με θέρμη; Να μην αρκείσαι λοιπόν στο ν’ αγαπιέσαι από τον άλλο, αλλά ο ίδιος να τρέχεις σ’ αυτό και να κάνεις την αρχή. γιατί έτσι θα κερδίσεις και το μισθό της δικής του αγάπης.
τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι, (στην τιμή ο ένας να ξεπερνάει τον άλλο)
Γιατί έτσι η αγάπη και γίνεται και αφού γίνει, παραμένει. Και τίποτα δεν κάνει τόσο φίλους, όσο το να προσπαθεί κανείς να ξεπεράσει τον πλησίον του στην τιμή.
Στη συνέχεια, για να μην τιμούμε μόνο, απαιτεί και κάτι άλλο παραπάνω λέγοντας:
11 τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί, (στο ζήλο να μην είστε οκνηροί)
Γιατί πραγματικά και αυτό γεννάει αγάπη, όταν μαζί με την τιμή δείξουμε και φροντίδα για κάποιον. Καθόσον τίποτα δε συμβάλλει τόσο στο ν’ αγαπιέται κανείς, όσο η τιμή και η φροντίδα. Ή καλύτερα και από την αγάπη γίνεται κι αυτό. Καθόσον υπάρχουν πολλοί που αγαπούν με τη σκέψη τους, αλλά δεν απλώνουν το χέρι τους για βοήθεια. Γι’ αυτό από παντού οικοδομεί την αγάπη.
Και πως θα ήταν να μη γίνουμε οκνηροί στο ζήλο;
τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες,
Εάν λοιπόν κάνεις όλα εκείνα που προαναφέρθηκαν θα προσελκύσεις και το Πνεύμα. Και αν παραμένει αυτό κοντά σου και προς εκείνα θα σε κάνει να τρέξεις, και όλα από το Πνεύμα και την αγάπη θα είναι εύκολα.
«Υπηρετώντας τον Κύριο»
Γιατί όσα κάνεις στον αδελφό σου, πηγαίνουν στον Κύριό σου.
Στη συνέχεια, για να δείξει πως μπορεί ν’ αναφθεί η φλόγα του Πνεύματος, λέγει:
12 τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑπομένοντες, τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες, (Να χαίρεστε για την ελπίδα σας, να έχετε υπομονή στη θλίψη, να επιμένετε στην προσευχή)
Γιατί όλα αυτά είναι προσανάμματα της φωτιάς εκείνης.
Κι επειδή η ελπίδα ανήκε στα μελλοντικά, είπε : «να έχετε υπομονή στη θλίψη». Γιατί και πριν από τα μελλοντικά θα κερδίσεις στο παρόν μεγάλο καλό από τη θλίψη, το να γίνεσαι καρτερικός και δόκιμος.
Και μαζί μ’ αυτό δίνει και άλλη βοήθεια λέγοντας, «να επιμένετε στην προσευχή». Όταν λοιπόν και η αγάπη κάνει εύκολο το πράγμα, και το Πνεύμα βοηθάει και η ελπίδα ελαφρύνει, και η θλίψη σε κάνει δόκιμο και ικανό για να τα υποφέρεις όλα γενναία, και έχει μαζί μ’ αυτά και άλλο όπλο πάρα πολύ μεγάλο, την προσευχή και τη βοήθεια από την παράκληση, ποιο από τα προστάγματα πλέον θα είναι δύσκολο; Κανένα.
13 ταῖς χρείαις τῶν ἁγίων κοινωνοῦντες, (να συμμετέχετε στις ανάγκες των χριστιανών)
Πρόσεχε πάλι πως καταπιάνεται με την ελεημοσύνη, ή καλύτερα όχι απλώς με την ελεημοσύνη, αλλά με την ελεημοσύνη στους χριστιανούς.
Και δεν είπε να δίνετε στις ανάγκες τους, αλλά «να μετέχετε στις ανάγκες τους», δείχνοντας ότι μεγαλύτερα παίρνουν, παρά δίνουν, και ότι το πράγμα είναι εμπορία, γιατί είναι κοινωνία. Προσφέρεις εσύ χρήματα; Σου προσφέρουν εκείνοι την παρρησία προς το Θεό.
τὴν φιλοξενίαν διώκοντες.
Δεν είπε να εκτελείτε, αλλά «να επιδιώκετε», διδάσκοντάς μας να μην περιμένουμε πότε να έρθουν σ’ εμάς εκείνοι που έχουν ανάγκη, αλλά να τρέχουμε πίσω τους και να τους καταδιώκουμε.
Αυτό έκανε ο Λωτ, αυτό έκανε ο Αβραάμ. Καθόσον την ημέρα την ξόδευε περιμένοντας αυτό το καλό κυνήγι. Όχι όπως εμείς, όταν δούμε κάποιον ξένο ή φτωχό, κατεβάζουμε τα φρύδια μας και δεν τους θεωρούμε άξιους ούτε για χαιρετισμό. Κι αν ύστερα από χίλια παρακάλια μαλακώσουμε και διατάξουμε τον υπηρέτη να δώσει λίγα χρήματα, νομίζουμε πως κατορθώσαμε το παν. Όμως εκείνος δεν συμπεριφερόταν έτσι, αλλά έπαιρνε τη θέση του ικέτη και του υπηρέτη, αν και βέβαια δεν ήξερε ποιούς επρόκειτο να φιλοξενήσει. Ενώ εμείς βρίζουμε εκείνους που μας πλησιάζουν.
Μη λοιπόν πολυεξετάζεις κι εσύ, γιατί δέχεσαι εξαιτίας του Χριστού. Και αν θελήσεις να περιεργάζεσαι πάντοτε, πολλές φορές θα παραλείψεις τον δόκιμο άνδρα και θα χάσεις το μισθό εξαιτίας αυτού.
Μη πολυεξετάζεις λοιπόν τους τρόπους ζωής και τις πράξεις καθόσον αυτό είναι γνώρισμα της πιο χυδαίας συμπεριφοράς, να εξετάζεις σχολαστικά ολόκληρη ζωή εξαιτίας ενός ψωμιού. Είτε λοιπόν είναι δολοφόνος αυτός, είτε είναι ληστής, είτε είναι οτιδήποτε, δε σου φαίνεται άξιος για ψωμί και λίγα χρήματα; Κι ενώ ο Κύριός σου και τον ήλιο ανατέλλει σ’ αυτόν, εσύ τον θεωρείς ανάξιο και για την καθημερινή σου τροφή;
14 εὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε.
Αφού τους δίδαξε πως πρέπει να συμπεριφέρονται μεταξύ τους και αφού ένωσε με ακρίβεια τα μέλη, έτσι τους οδηγεί πλέον προς την έξω από την εκκλησία παράταξη. Γιατί όπως ακριβώς εκείνος που δεν πέτυχε τις υποχρεώσεις του προς τους συγγενείς, δυσκολότερα θα τακτοποιήσει τις υποχρεώσεις του προς τους ξένους, έτσι κι εκείνος που άσκησε τον εαυτό του σ’ αυτά, ευκολότερα θα νικήσει τους ξένους.
Και δεν είπε να μη μνησικακείτε, ούτε να τους πολεμάτε, αλλά ζήστε πολύ περισσότερα απ’ αυτά. Γιατί εκείνο είναι γνώρισμα ανθρώπου πιστού, ενώ αυτό αγγέλου. Και αφού είπε «να ευλογείτε», πρόσθεσε «και να μην καταριέστε». Για να μη κάνουμε και αυτό και εκείνο, αλλά μόνο εκείνο.
Και σκέψου το πώς θα καταπλήξεις έτσι τους εχθρούς σου διδάσκοντας ότι βαδίζεις προς άλλη ζωή. Γιατί αν σε δει να χαίρεσαι και να πετάς από χαρά γιατί σε κακομεταχειρίζεται, θα μάθει καλά με τα πράγματα, ότι έχεις άλλες ελπίδες μεγαλύτερες από τα παρόντα. Γιατί αν δεν κάνεις αυτό, αλλά κλαις και οδύρεσαι, από πού θα μπορέσει να μάθει εκείνος ότι περιμένεις άλλη ζωή; και μαζί μ’ αυτό θα πετύχεις και κάτι ακόμη. Αν σε δει να μη στενοχωριέσαι για τις ύβρεις, αλλά να ευλογείς, θα σταματήσει να σε καταδιώκει.
Κοίταξε λοιπόν πόσα καλά γίνονται από δω. Και ο μισθός θα είναι μεγαλύτερος για σένα και ο πειρασμός μικρότερος και εκείνος θα σταματήσει να σε καταδιώκει και ο Θεός θα δοξασθεί και η πίστη σου θα γίνει διδασκαλία και ευσέβεια σ’ εκείνον που έχει βρεθεί σε πλάνη.
15 χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων.
Επειδή λοιπόν είναι δυνατό να ευλογήσουμε και να μην καταρασθούμε, αλλά να μη το κάνουμε αυτό από αγάπη, θέλει να θερμαινόμαστε εντελώς με την αγάπη. Γι’ αυτό πρόσθεσε και αυτό, ώστε να μην ευλογούμε μόνο, αλλά να συμπονούμε και να συμπάσχουμε, αν κάποτε τους βλέπαμε να έχουν πέσει σε συμφορά. Ναι, λέγει, αλλά το να συμπονούμε μ’ εκείνους που κλαίνε πολύ σωστά το διέταξε, το άλλο όμως γιατί τέλος πάντων το πρόσταξε, αφού δεν είναι κανένα μεγάλο πράγμα; Κι όμως εκείνο χρειάζεται φιλοσοφότερη ψυχή, δηλαδή το να χαιρόμαστε μαζί μ’ εκείνους που χαίρονται, παρά το να κλαίμε μαζί μ’ εκείνους που κλαίνε. Γιατί αυτό βέβαια το κατορθώνει και η ίδια η φύση και κανένας δεν είναι τόσο σκληρός σαν πέτρα, που να μην κλαίει εκείνον που βρίσκεται σε συμφορές, εκείνο όμως χρειάζεται πάρα πολύ γενναία ψυχή, ώστε όχι μόνο να μην φθονούμε αυτόν που ευημερεί, αλλά και να χαιρόμαστε μαζί του. γιατί τίποτα δε δυναμώνει τόσο την αγάπη, όσο όταν μετέχουμε μεταξύ μας και στη χαρά και στη λύπη.
16 τὸ αὐτὸ εἰς ἀλλήλους φρονοῦντες. μὴ τὰ ὑψηλὰ φρονοῦντες, ἀλλὰ τοῖς ταπεινοῖς συναπαγόμενοι.
Πάλι φροντίζει πολύ για την ταπεινοφροσύνη. Καθόσον ήταν φυσικό να έχουν αυτοί υψηλό φρόνημα, και από την πόλη(Ρώμη) και από άλλες αιτίες. Τίποτα δεν διαιρεί τόσο το σώμα της Εκκλησίας, όσο η αλαζονεία. Και τι σημαίνει «να έχετε μεταξύ σας το ίδιο φρόνημα»; Ήρθε στο σπίτι σου κάποιος φτωχός; Να γίνεις στο φρόνημα όπως εκείνος και μη φουσκώσεις περισσότερο εξαιτίας του πλούτου. Δεν υπάρχει πλούσιος και φτωχός στο Χριστό. Να μην τον αρνηθείς εξαιτίας της εξωτερικής εμφανίσεώς του, αλλά να τον δεχτείς εξαιτίας της εσωτερικής πίστεώς του. Ούτε αν δεις κάποιον να πενθεί, να τον θεωρήσεις ανάξιο του εαυτού σου να τον παρηγορήσεις. Ούτε αν δεις κάποιον να ευημερεί, να κοκκινίσεις από ντροπή για να πάρεις μέρος στη χαρά και να χαρείς μαζί του, αλλά αυτό το φρόνημα που έχεις για τον ευατό σου να έχεις και γιά εκείνον. Για παράδειγμα· νομίζεις ότι είσαι μεγάλος; Λοιπόν νόμιζε ότι είναι και εκείνος κ.τ.ο(και τα όμοια) απομακρύνοντας έτσι κάθε ανισότητα.
μὴ γίνεσθε φρόνιμοι παρ᾿ ἑαυτοῖς. (Να μη θεωρείτε τους εαυτούς σας σοφούς)
Δηλαδή, να μη νομίζετε ότι είστε αυτάρκεις. Γιατί αλλού η Γραφή λέει «αλοίμονο σ’ εκείνους που νομίζουν ότι είναι σοφοί και παρουσιάζονται στα μάτια τους σαν επιστήμονες» (Ησ 5,21) Και μ’ αυτά πάλι υπονομεύει την αλαζονεία. Γιατί τίποτα δεν αποκόβει περισσότερο κάποιον από τους υπόλοιπους, όσο το να νομίζει κανείς ότι είναι αυτάρκης. Γι’ αυτό και ο Θεός μας έκανε να έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Και αν ακόμη λοιπόν είσαι σοφός, θα έχεις ανάγκη του άλλου, αν όμως νομίσεις ότι δεν έχεις, έγινες πιο ανόητος και πιο αδύνατος απ’ όλους. Γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος και τη βοήθεια θα στερήσει από τον ευατό του και σ’ εκείνα που θα συμβεί ν’ αμαρτήσει, δε θ’ απολαύσει ούτε καμιά διόρθωση, ούτε καμιά συγγνώμη, αλλά και το Θεό θα εξοργίσει με την αλαζονεία του, και πολλές αμαρτίες θα κάνει.
Μη νομίσεις λοιπόν ότι μειώνεσαι, επειδή έχεις την ανάγκη άλλου. Γιατί αυτό περισσότερο σε υψώνει, αυτό σε κάνει πιο δυνατό, αυτό σε κάνει και πιο λαμπρό και πιο σταθερό.
17 μηδενὶ κακὸν ἀντὶ κακοῦ ἀποδιδόντες. προνοούμενοι καλὰ ἐνώπιον πάντων ἀνθρώπων·
Γιατί αν κατηγορείς άλλον που σε επιβουλεύεται, γιατί κάνεις τον εαυτό σου υπεύθυνο για κατηγορία; Διότι αν εκείνος ενήρηγσε κακώς, γιατί δεν αποφεύγεις να τον μιμείσαι; Και πρόσεχε πως εδώ δεν έκανε διάκριση, αλλά όρισε κοινό το νόμο. Γιατί δεν είπε στον πιστό μην αντοποδώσεις κακό, αλλά «σε κανέναν», είτε είναι εθνικός, είτε μιαρός, είτε οποιοσδήποτε.
«Να φροντίζετε να κάνετε το καλό μπροστά σε όλους τους ανθρώπους». Για να ζούμε όχι για ματαιοδοξία, αλλά για να μη δίνουμε σ’ εκείνους που επιθυμούν αφορμή εναντίον μας.
18 εἰ δυνατόν, τὸ ἐξ ὑμῶν μετὰ πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες.
Πολύ σωστά είπε «αν είναι δυνατόν», γιατί υπάρχουν περιπτώσεις που δεν είναι δυνατό, όπως όταν ο λόγος είναι για την ευσέβεια, όταν ο αγώνας είναι για εκείνους που αδικούνται. Και τι απορείς, αν στους ανθρώπους τους άλλους δεν είναι αυτό δυνατό, τη στιγμή που έλυσε αυτήν και στον άνδρα και τη γυναίκα «αν ο άπιστος θέλει να χωρίσει, ας χωρίσει» (Ά Κορ. 7,15).
Αυτό που λέει σημαίνει το εξής: Να δίνεις όλες τις δυνάμεις σου, και σε κανέναν να μη δίνεις αφορμή αντιδικίας και φιλονικείας ούτε στον Ιουδαίο, ούτε στον εθνικό, αλλά αν δεις κάπου ότι ζημειώνεται η ευσέβεια να μην προτιμήσεις την ομόνοια από την αλήθεια, αλλά να σταθείς γενναία μέχρι θανάτου και ούτε έτσι να πολεμάς με την ψυχή, ούτε να αποστρέφεσαι τη γνώμη, αλλά να μάχεσαι μόνο με τα πράγματα. Γιατί αυτό σημαίνει «όσο εξαρτάται από σας, να έχετε ειρηνικές με όλους τους ανθρώπους». Και αν εκείνος δεν ειρηνεύει, εσύ να μη γεμίσεις την ψυχή σου με πάθος, αλλά να είσαι φίλος προς τη διάθεση, πράγμα που προανέφερα, χωρίς να προδίδεις πουθενά την αλήθεια.
19 μὴ ἑαυτοὺς ἐκδικοῦντες, ἀγαπητοί, ἀλλὰ δότε τόπον τῇ ὀργῇ· γέγραπται γάρ· ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος.
Σε ποια οργή; Στην οργή του Θεού. Επειδή λοιπόν αυτό κυρίως επιθυμεί να δει αυτός που αδικήθηκε, να παίρνει δηλαδή μόνος του εκδίκηση, τούτο παραχωρεί με πολλή αφθονία. Γιατί αν αυτός δεν εκδικηθεί, θα γίνει ο Θεός τιμωρός. Και φού κέρδισε την εύνοιά του έτσι, απαιτεί πιο πολλή πίστη απ’ αυτόν λέγοντας:
20 ἐὰν οὖν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου, ψώμιζε αὐτόν, ἐὰν διψᾷ, πότιζε αὐτόν· τοῦτο γὰρ ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. 21 μὴ νικῶ ὑπὸ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακόν.
Και τι λέγω, λέγεις, ότι πρέπει να έχεις ειρηνικές σχέσεις; Καθόσον δίνω εντολή και να ευεργετείς. Γιατί λέγει, δίνε του ψωμί και πότιζέ τον. Έπειτα επειδή πρόσταξε κάτι υπερβολικά επίπονο και μεγάλο πρόσθεσε: «γιατί κάνοντας αυτό, θα μαζέψεις πολλά αναμμένα κάρβουνα στο κεφάλι του».
Αυτά τα έλεγε με σκοπό και εκείνον να συγκρατήσει με το φόβο και αυτόν να κάνει πιο πρόθυμο με την ελπίδα της ανταποδόσεως. Γιατί ο αδικημένος όταν είναι αδύνατος, δεν καταγίνεται τόσο πολύ με τα δικά του καλά, όσο με την τιμωρία εκείνου που τον έχει λυπήσει. Γιατί τίποτα δεν του είναι τόσο ευχάριστο, όσο το να δει ότι ο εχθρός του τιμωρείται. Κι αφού λοιπόν αυτός αφήσει το δηλητήριο της εκδικήσεως στην άκρη τότε τον συμβουλεύει τα ανώτερα λέγοντας: «να μη νικιέσαι από το κακό». Γιατί ήξερε ότι κι αν ακόμη ο εχθρός είναι θηρίο, όμως δεν παραμένει εχθρός όταν τρέφεται κι αν ακόμη ο αδικημένος είναι χίλιες φορές μικρόψυχος, όταν τον τρέφει και τον ποτίζει, ούτε αυτός θα επιθυμήσει στο εξής την τιμωρία του.
Κι αν θέλεις να λάβεις σαφή απόδειξη των όσων λέχθηκαν, ρώτησε τον ίδιο τον εχθρό, πότε στενοχωριέται περισσότερο, όταν οργισθείς και ανταποδώσεις τις ύβρεις ή με οποιοδήποτε τρόπο ανταποδώσεις στην κακία κακία ή όταν αυτός βρίζει και συ γελάσεις; Και αυτό θ’ακούσεις μάλλον. Γιατί δεν ευχαριστιέται τόσο με το ότι βρίζεται, όσο στενοχωριέται με το ότι δεν μπορεί να σε προσβάλει.
Γι’ αυτό μου έρχεται να κλάψω με δυνατές κραυγές, γιατί εμείς που μπορούμε και τα παρόντα αγαθά να έχουμε, αν ακούγαμε τους νόμους του Χριστού όπως έπρεπε, και τα μελλοντικά να επιτύχουμε και τα δύο τα χάνουμε, επειδή δεν υπακούμε στα όσα λέχθηκαν και φιλοσοφούμε περιττά. Καθόσον εκείνος τα νομοθέτησε όλα σύμφωνα με το συμφέρον μας και δίδαξε τι μας κάνει ένδοξους και τι αισχρούς.
Γιατί αγαπητοί μου στους μεν Ολυμπιακούς αγώνες που τελούνται προς χάριν του διαβόλου η νίκη προέρχεται από την κακοποίηση του άλλου. Έτσι νικούν όλοι οι αθλητές.
Αλλά στο στάδιο του Χριστού δεν ισχύει αυτός ο νόμος των βραβείων, αλλά το εντελώς αντίθετο· έχει νομοθετήσει να στεφανώνεται ο νικημένος και όχι ο νικητής. Γιατί τέτοιο είναι το δικό του στάδιο, όλα έχουν ορισθεί αντίθετα, ώστε όχι μόνο με τη νίκη, αλλά και με τον τρόπο της νίκης το θαύμα γίνεται μεγαλύτερο. Όταν λοιπόν εκείνα που αλλού ανήκουν στην ήττα, τα παρουσιάζει πρόξενα νίκης, αυτό είναι δύναμη Θεού, αυτό είναι το στάδιο του ουρανού, αυτό είναι το θέατρο των αγγέλων. Γνωρίζω ότι διαθερμανθήκατε τώρα, και ότι γίνατε πιο μαλακοί από κάθε κερί, αλλά όταν αναχωρήσετε όλα τα πετάτε.