Η γνώση του Θεού - Point of view

Εν τάχει

Η γνώση του Θεού




  Θεογνωσία, θεοπτία, όραση του Θεού ή θέα του Θεού

  Κατά την Ορθόδοξη πατερική αντίληψη, η οποία πηγάζει μέσα από τη βιβλική θεώρηση (Ιω. 12, 41), η γνώση του Όντος (Θεού) δύναται να συμβεί με το λόγο και το νου, κατά τη θεωρία (όραση) Του. Η ίδια η ψυχή του ανθρώπου δηλαδή, που με το λόγο ερευνά τη φύση, καλείται με τις ίδιες γνωστικές δυνάμεις να λάβει με μία φιλόπονη εξεταστική έρευνα, τη γνώση του Θεού. Απαραίτητη προϋπόθεση σε μία τέτοια περίπτωση είναι η κάθαρση της ψυχής από τα πάθη.

 Η γνώση των θείων πραγμάτων δε μπορεί να νοηθεί με άλλο μέσο παρά μόνο με το νου, ο οποίος συνεργεία της χάριτος του Θεού, καθαίρεται ανεβαίνοντας σε υψηλότερες βαθμίδες. Ο νους λοιπόν που είναι η πιο οξεία λειτουργία του λόγου, στην κατάσταση της κάθαρσης, γνωρίζει τόσο τα αισθητά (με την επιστημονική έρευνα), όσο όμως και τα νοητά (με την κάθαρση, τη χάρη και τη δεκτικότητα). Τα όρια όμως αυτής της δυνατότητας θεογνωσίας είναι πεπερασμένα, καθώς ο νους παραμένει κτιστός.

 Σύμφωνα με το Μέγα Βασίλειο η κατάκτηση της γνώσης εκκινά από τις αισθήσεις και ανέρχεται σε υψηλότερες βαθμίδες έως ότου ο χαριτωμένος νους σταματήσει στα κτιστά όριά του, που είναι η αδυναμία να προσπελάσει τη γνώση της θείας ουσίας.

  Ο λόγος και ο νους είναι τα μοναδικά όργανα που μπορούν νοήσουν το μυστήριο της φύσης του Θεού. Έτσι ο λόγος (για ορισμό της έννοιας του λόγου, βλ. υποσημείωση*), που κάνει επιστήμη και φιλοσοφία, φτάνει σε ένα σημείο θεογνωσίας δια μέσου της κτίσης και εν συνεχεία ανελίσσεται σε ψηλότερες βαθμίδες.

 Η ψυχή δηλαδή δια των αισθήσεων, του λόγου και του νου, μπορεί να οδηγηθεί στη γνώση του Θεού, στη μετοχή των θείων ενεργειών και όχι της ουσίας Του, με την προϋπόθεση της κάθαρσης από τα πάθη. Εδώ όμως τίθεται ένα ερώτημα. 

  Είναι δυνατόν να ψηλαφίσει ο νους, στο ίδιο επίπεδο, τα αισθητά όπως τα νοητά πράγματα;

  Κατά την πατερική θεολογία τα μυστήρια της θεογνωσίας ξεπερνούν τα μυστήρια των φυσικών δεδομένων, αλλά δεν δέχεται πως ο νους δε μπορεί να μετάσχει σε αυτή την υπαρξιακή εμπειρία. Αυτό διότι ύπαρξη δίχως νου και λόγο δε νοείται. Αυτή λοιπόν η γνώση επιτυγχάνεται με την ανάλογη δεκτικότητα-ικανότητα του ανθρώπου να δεχτεί τις θείες αλήθειες και φυσικά με ένα ξεδίπλωμα και άπλωμα του νου, πέρα από τα γνωστά όρια. Σε αυτή την περίπτωση ο άνθρωπος έχει ένα άλλο σημείο εκκίνησης, μία διαφορετική μέθοδο και δρόμο για να φτάσει στο σκοπό του σε σχέση με την προσπάθειά του να ερευνήσει το φυσικό και ιστορικό επιστητό. Βασική όμως σε κάθε περίπτωση είναι η υπαρξιακή ενότητα του ανθρώπου, όπως συνάμα απαραίτητη είναι η διευκρίνηση πως αυτή η βιωματική εμπειρία, αν οδηγηθεί σε μία διάσπαση της ύπαρξης, του σώματος, της ψυχής και των νοητικών λειτουργιών σε μια αυτονομημένη περιοχή, οδηγεί σε αρνητικές και φθοροποιητικές καταστάσεις. Τις αμαρτιτικές καταστάσεις και τελικά σε αδυναμία κάθαρσης και εύρεσης του Θείου.

  Η θεογνωσία είναι μετοχή του ανθρώπου στις θείες ενέργειες. Εδώ όμως δε συντελείται μόνο μια κίνηση του ανθρώπου προς το Θεό, αλλά πρώτιστα του Θεού προς τον άνθρωπο. Ενώ σχεδόν σε όλα τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά κινήματα έχουμε μία προσπάθεια του ανθρώπου να προσπελάσει τη θεία πραγματικότητα, στην ορθόδοξη εμπειρία έχουμε τη φανέρωση του Θεού, στην οποία ο άνθρωπος καλείται να γίνει μέτοχος και τελικά να οδηγηθεί στη θεογνωσία.

 Η διαδικασία που αναφέρθηκε αποτελεί τη βουλητική διάθεση του ανθρώπου να ανέλθει στο θείο, αλλά όχι τον τρόπο πραγμάτωσής της. Ο Θεός λοιπόν, αποκαλύπτει τον εαυτό του στην κτίση και την ιστορία, όχι μέσω της ουσίας του, που είναι απροσπέλαστη από τον άνθρωπο, αλλά μέσω των ενεργειών του.




  Αυτό αποκαλείται θεοφάνεια. Η αποκάλυψη του Θεού, η Θεοφάνειά Του, παρέχεται διαρκώς στην κτίση για να τη συντηρεί και να την πλουτίζει, συνάμα όμως καλεί τον άνθρωπο σε μετοχή στη θεία δόξα για τη γνώση του αληθινού όντος. Αυτή η γνώση δεν πρέπει λοιπόν ποτέ να νοηθεί ως μία ηθική πραγμάτωση, αλλά ως μια οντολογική κατάσταση. Ο Θεός παρέχει και ο άνθρωπος λαμβάνει, σε μια ενεργειακή σχέση. Αυτή είναι η μυστηριακή σχέση ανθρώπου και Θεού. Αυτή η μυστηριακή σχέση όμως, δε συντελείται σε μία θεωρητική σφαίρα, αλλά μέσω των μυστηρίων.

 Τα μυστήρια λοιπόν αποτελούν τον ιστορικό καρπό της κοινότητας, ως απαραίτητες λειτουργίες του εκκλησιαστικού σώματος για να προκόψουν τα μέλη, να καθαρθούν, να τελειωθούν και να οδηγηθούν στη θεογνωσία, καθώς πρώτα η θεία φανέρωση (θεοφάνεια είναι και το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας φερ ειπείν) γιατρεύει τη φυσική υποδομή και έπειτα παρέχει θεογνωσία. Γι αυτό και τα μυστήρια συντελούν στην διόρθωση της βούλησης και τη φύσης που είναι η απαραίτητη οδό της θεογνωσίας. Γι αυτό και στην ορθόδοξη πατερική διδασκαλία δεν υπάρχουν σχολαστικοί ορισμοί για τη γνώση του πράγματος ή θεωρητικές συλλήψεις του όντος (του Θεού), αλλά η μετοχή σε αυτό, που αποτελεί τη γνώση.

 Η διακοπή λοιπόν τη δυνατότητας του ανθρώπου να μετέχει σε αυτό που γι αυτόν είναι προορισμένος και είναι φυσιολογικό, να βλέπει το θείο Ον και να μετέχει της θείας γνώσης, προκύπτει από τη διασάλευση της σχέσης ανθρώπου-Θεού, δηλαδή την αμαρτία.

  Ο Θεός παραμένει να παρέχει τη γνώση του πάντοτε μέσω της παρουσίας του στην κτίση. Ο άνθρωπος όμως αποκόπτει αυτό το δεσμό, που για να επανέλθει απαιτεί θεραπεία της βούλησης και της ύπαρξης.

Η θεογνωσία στην Ορθόδοξη παράδοση επίσης, διατηρεί μια πολύ βασική διαφοροποίηση. Ως μετοχή στις θείες ενέργειες κι ως φωτισμός, που γίνεται μέσω του νου και του λόγου, που είναι λειτουργίες της ψυχής, δεν εννοείται ποτέ ξεκομμένη από τη ορθή φυσιολογία και ζωή του ανθρώπου. 

  Δεν εννοείται δηλαδή ως κάποια διατάραξη της ανθρώπινης αρμονίας ή παραμερισμό κάποια άλλης λειτουργίας.

 Εννοείται μόνο μέσα σε υγιή πλαίσια, δίχως άλογους συναισθηματισμούς, βουλησιαρχικές ορμές ή εκστατικές καταστάσεις. Εννοείται μόνο ως μια μεταμόρφωση των ανθρωπίνων λειτουργιών προς μια φυσιολογία, που η ψυχή νοεί κατά θεωρία και λογίζεται κατά πράξη, δίχως αποσπάσεις από το ιστορικό πεδίο, δίχως αποδράσεις από τη φυσική πραγματικότητα. Τελικά η θεογνωσία αυτή έχει ως άμεση συνέπεια την αύξηση και την τελείωση της ύπαρξης, μέσα σε φυσικά πλαίσια.




 * Λόγος αποκαλείται στη φιλοσοφική διάλεκτο μια λειτουργική ικανότητα του ανθρώπου, με την οποία μπορεί να πραγματώνει το στοχασμό ή τη σκέψη. Ο στοχασμός αυτός ξεχωρίζει τον άνθρωπο από την υπόλοιπη πραγματικότητα καθώς μπορεί να την εκτιμά, να τη μετρά, να τη γνωρίζει, όπως και να διακρίνει το ορθό από το σφάλμα ή το καλό ή το κακό.


 


 

Pages