«Το ρόδο κείνο τ’ όμορφο και το γλυκό σαν αίμα
που άλικο τ’ απίθωσες απάνω στην καρδιά της
μαύρο βελούδο υφαίνεται στου δειλινού το γέρμα
λάμια και κόρη όμορφη που τρώει τα παιδιά της»!..
Είναι η τελευταία στροφή από το ποίημα Η ΝΥΧΤΑ, πρώτο στη δεύτερη συλλογή της Σοφίας Πόταρη «Ασφόδελοι και Κυπάρισσοι, Ποιήματα και Θρήνοι», εκδόσεις Όστρια 2017.
Εκτός από τη λέξη «θρήνοι» στον υπότιτλο, σελίδες πιο μπροστά από τη ΝΥΧΤΑ (το πρώτο ποίημα) το ρητό του Ηράκλειτου μας προϊδεάζει για το θέμα:
« Αθάνατοι θνητοί, θνητοί αθάνατοι, ζώντες τον εκείνων θάνατον, τον δε εκείνων βίον τεθνεώτες»!..
Μετά το μότο, αντί προλόγου σελίδα από Βιβλίο πέμπτο της Σιωπής Βασιλείου Γεωργιάδη, ιστορικού-συγγραφέως με τίτλο Ο ΑΓΕΝΝΗΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ, όπου η εκπάγλου ομορφιάς Ευρυάνθη έχει το θάνατο μέσα της.
Στη σελίδα αυτή, πρώτη των ιερών μύθων «Περί Ζωής», μια φωνή μέσα σ’ άλλη φωνή, μια σκέψη μέσα σε ξένη σκέψη ο Αγέννητος Θάνατος, Μόνος Θεός, είναι η δεύτερη βούληση και συνείδηση της νέας για να πεθάνει ηρωίδας, που η μορφή της «συμπυκνωμένο φως έφτανε μέχρι μέσα της και με τύφλωνε»!..
Συγκάτοικος στην ομορφιά και τη φθορά της και πιστός -άχρι θανάτου- στην αποστολή της «αυτοκαταστροφής» της, που την «διαλαλεί»:
«είμαι εντός σου και καταγράφω τα γεγονότα της ζωής σου.
Τις εμπειρίες σου.
Γνωρίζω όλες σου τις επιθυμίες.
Παρακολουθώ τις κινήσεις σου.
Σχεδόν τις ελέγχω…».
Αλλά χάνει τον έλεγχο από την αδημονία του για την τελική έκβαση που την εκβιάζει με τις επαναλαμβανόμενες προστακτικές:
«Κάνε μια έξοχη στραβοτιμονιά στη ζωή σου!..
Ξερίζωσε την καρδιά σου απ’ το πάθος!..
Πνίξου απ’ την πολλή χαρά.
Υπάρχουν χίλιοι τρόποι να πεθάνεις!
Επιτέλους κάνε κάτι…».
Το μυστήριο θαύμα συντελείται γρήγορα, με την ταχύτητα του φωτός!..
Θάνατος είναι ή μια ζωή κλωθόταν άλλη;
«Τον πλησίασε και του ψιθύρισε το όνομά της:
Ευρυάνθη…
Δεν της το έδωσαν οι άνθρωποι αλλά η Άνοιξη, που πάντα απλόχερα προσφέρει ό,τι της ζητήσεις…».
Σύμφωνα με τις Γραφές
«Ένα άσπρο ξέσαρκο κουφάρι» είναι ο αυτός ο Αγέννητος Θάνατος, κάτι «σαν φως αρχαίου ναυαγίου με κόκκινα μάτια…
κι άλλες φορές μια σκελετωμένη οπτασία, με απροσδιόριστο, τρομαχτικό κρανίο με την τσουγκράνα στον ώμο, να δρασκελίζει τις σελίδες και να έρχεται κατά πάνω της.
Για να της πάρει την τελευταία πνοή…
Για να φυλαχθεί καλά το μυστικό σ’ αυτό το σύμπαν, που το λένε Σιωπή.
Το μυστικό που πήρε μαζί του, ο κλέφτης των ψυχών που αναλήφθηκε.
Σ’ αυτό το σύμπαν τα πάντα συνωμοτούν!..
Κι ένα ψίθυρος ακόμα, θα μπορούσε να σκοτώσει αυτή τη Σιωπή.
Κανείς, μα κανείς δεν ξέρει».
Παρακάτω αποδελτιώνονται από την πρώτη ενότητα της συλλογής ποιήματα που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, φέρουν την απερίγραπτη οδύνη του Θανάτου, ποιήματα που, όπως η Νύχτα, μας πάνε πολύ βαθιά, στην πρώτη αρχή, στο διάφανο βυθό, στο άκτιστο φως μιας άλλης εποχή, στον παράξενο άδενδρο κήπο, που είναι γυμνός όπως ένα σώμα χωρίς αγκάλη!..
Είναι ίσως, όπως σημειώνει η ίδια η ποιήτρια, ένα ταξίδι του ανθρώπου στην πλήρη αντιστροφή!..
Ένα ταξίδι, μια γέννηση, μια έξοδος από δεσμά ή μήπως απόδραση από το πλατωνικό σπήλαιο;
Παράξενο κι αμφίδρομο, προς τα πίσω και προς τα εμπρός, ταξίδι!..
Υπάρχει όμως ένα υπερβατικό σημείο όπου όλες οι «ευθείες απορίες» συναντώνται:
η Απόλυτη διαφάνεια του Έρωτα.
«Ετοιμοθάνατο θέλω του Έρωτα το Σώμα
φύλλο παραδαρμένο στο μίσος του χειμώνα
να σπαρταρά ελάφι τρυπημένο από βέλος
πουλί να χάνεται που κρύο σκιάζεται το τέλος
ετοιμοθάνατο θέλω του έρωτα το σώμα
ξεγέννημα βασιλικό που σήπεται στο χώμα
ήλιο καταπλούμιστο σ’ άγριο βαθύ π’ οδεύει
νερό που λίγο σώνεται και η ζωή αγριεύει
έτσι το λαχταρώ εγώ του έρωτα το σώμα
χρεωμένο στου χρόνου τ’ αργαστήρι σώσμα
ψυχή αποσταμένη που πριν απ’ το στόμα βγει
μ’ έρωτα μεθοκοπά κι ας φρικτά αιμορραγεί»
είναι η ομολογία της Σοφίας (όνομα και ιδέα).
Αλλά ας αφήσουμε μόνα τους τα ποιήματα να μας πουν τα μυστικά γι’ αυτές τις αλήθειες:
via