Καημένη Ελλάδα! Τι τέλος σε περίμενε! Μα δεν έχεις μήτε κάποιον να σε κλάψει, γιατί την κηδεία σου τη γιορτάζουνε σαν γάμο, με χαρές και με τραγούδια, που αυτά ευτυχώς δεν είναι ελληνικά.
η χταπόδα βοσκά στον πάτο της θάλασσας, μαζί με το χταποδάκι. ’αξαφνα το καμακίζουνε.
Το χταποδάκι φωνάζει: με πιάσανε μάνα!
Η μάνα του του λέγει: μην φοβάσαι παιδί μου!
Ξαναφωνάζει το μικρό: με βγάζουν από την θάλασσα!
Πάλι λέγει η μάνα: μην φοβάσαι παιδί μου.
Και πάλι: με σγουρίζουνε μάνα!
Μην φοβάσαι παιδί μου!
Με κόβουνε με το μαχαίρι!
Μην φοβάσαι παιδί μου!
Με βράζουνε μάνα!
Μην φοβάσαι παιδί μου!
Με μασάνε μάνα!
Μην φοβάσαι παιδί μου!
Πίνουνε κρασί μάνα!
Τότε εκείνη αναστέναξε και φώναξε: Αχ, σε έχασα παιδί μου! Γιατί το κρασί είναι ο αντίμαχος του χταποδιού, επειδή το λιώνει στο στομάχι.
Ελλάδα σαν το χταποδάκι πέρασε από φωτιές, δόντια, μαχαίρια, αλλά πνεύμα ΔΕΝ παρέδινε. Ο Ταγός δεν έρχεται με μαχαίρια, πιστόλια και φωτιές. Ήρθε με χάδια και γλυκόλογα. Ήρθε με δώρα, με λεφτά, να ανακουφίσει την φτώχεια μας, να διασκεδάσει μαζί μας, να χορέψει μαζί μας, να μας ευκολύνει την ζωή με τα μηχανήματά του. Όπως το χταποδάκι έλιωσε στο κρασί, έτσι και η Ελλάδα κοντεύει να χαθεί από το γλυκό κρασί που την μέθυσε και δεν ξέρει τι κάνει και ξεγυμνώθηκε και στρήνιασε και εκ του στρήνους αυτής επλούτισεν.