Το ταξίδι μου έκανε καλό. Άφησα όχι μόνο το Παρίσι αλλά και το υπέδαφος, ή μάλλον το έδαφος, το φλοιό γης γης. Ουρανός και βουνά σκεπασμένα ακόμη από χιόνια. Η μοναξιά στα δέκα χιλιάδες μέτρα, και κείνη η αίσθηση μέθης που σου δίνει η πτήση, η πίεση, η ελαφριά αναταραχή. Σκεφτόμουν ότι μόνο εκεί ψηλά πατούσα γερά στη γη. Και αποφάσισα να αποσαφηνίσω τα πράγματα, στην αρχή ταξινομώντας τα, σημείο προς σημείο, στο μπλοκάκι μου, κι έπειτα κλείνοντας τα μάτια κι αφήνοντας τον εαυτό μου να τα σκεφτεί.
«Ο κόσμος διψάει για σχέδια, όταν του προσφέρεις ένα, ρίχνεται πάνω του σαν αγέλη λύκων. Εσύ επινοείς κι αυτοί πιστεύουν. Δε χρειάζεται να υποκινείς περισσότερες φαντασίες απ’ όσες υπάρχουν».
Τιποτένιο αίνιγμα ήταν αυτό; Και παρακινούσε τους πατέρες της εκκλησίας να συναγάγουν και ύστερα να δηλώσουν ότι ο Θεός είναι Ένας και Τριαδικός και ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, όμως ο Υιός δεν εκπορεύεται από τον Πατέρα και από το Άγιο Πνεύμα. Ήταν μια δοξασιούλα για Υλικούς αυτή; Κι όμως εκείνοι, που είχαν ήδη τη σωτηρία μπροστά στα μάτια τους -do it youself-, δεν έκαναν τίποτα. Αυτή εδώ είναι η αποκάλυψη; Τι κοινοτοπία: και άρχισαν να τριγυρίζουν υστερικοί με τις βαρκούλες τους σ’ ολόκληρη τη Μεσόγειο αναζητώντας μια άλλη χαμένη γνώση, της οποίας το δόγμα των τριάκοντα αργυρίων ήταν απλώς το επιφανειακό πέπλο, η παραβολή για τους πτωχούς τω πνεύματι, το συμβολικό ιερογλυφικό, το κλείσιμο του ματιού στους Πνευματικούς. Τριαδικό μυστήριο; Πανεύκολο, κάτι άλλο θα πρέπει να κρύβεται από κάτω.