Μετατρέπω το: «Έτσι συνέβη» σε «Έτσι το θέλησα» - Point of view

Εν τάχει

Μετατρέπω το: «Έτσι συνέβη» σε «Έτσι το θέλησα»





[…]Τι μεγάλο ξάφνιασμα, να συνειδητοποιεί ξαφνικά πως δεν αποτελούσε πια την ανώτερη μορφή ζωής. Παράτησε το διάβασμα. Είχε περάσει πάνω από μια βδομάδα, κι είχε έρθει η ώρα να προχωρήσει πέρα απ’ τον αντιπερισπασμό. Είχε έρθει η στιγμή να δει κατάματα τι ακριβώς του συνέβαινε. Κάτσε κάτω, Τζούλιους, είπε στον εαυτό του. Κάτσε κάτω κι αναλογίσου ότι πεθαίνεις. Έκλεισα τα μάτια.


Έτσι λοιπόν, σκέφτηκε, ο θάνατος είχε τελικά κάνει την εμφάνισή του στη σκηνή. Και τι μπανάλ εμφάνιση – ν’ ανοίγει απότομα η αυλαία μ’ έναν μπουλούκο δερματολόγο που έχει μια μύτη σαν αγγούρι, που κρατάει μεγεθυντικό φακό στο χέρι και φοράει λευκή ιατρική μπλούζα με τ’ όνομα του γραμμένο με μπλε γράμματα στη δεξιά πάνω τσέπη.



Του ήρθε στον νου μία σκηνή που είχε δει πριν από λίγους μήνες στις διακοπές του στη Χαβάη. Κάνοντας έναν περίπατο έφτασε τυχαία σε ένα μεγάλο βουδιστικό κέντρο διαλογισμού, κι είδε μία νέα γυναίκα να περπατάει σ’ έναν κυκλικό λαβύρινθο, φτιαγμένο από μικρές πέτρες λάβας. Όταν έφτασε στο κέντρο του λαβύρινθου σταμάτησε και έμεινε ακίνητη σ’ έναν όρθιο μακρύ διαλογισμό. Η αντανακλαστική αντίδραση του Τζούλιους σε κάτι τέτοιες θρησκευτικές τελετουργίες ήταν πολύ αρνητική, κυμαινόταν συνήθως ανάμεσα στην αίσθηση του γέλιου και τον αποτροπιασμό.





Τώρα όμως τα συναισθήματά του για ‘κείνη τη νέα γυναίκα ήταν πιο ήπια - τον πλημμύριζε η συμπόνια, όχι μόνο γι’ αυτήν αλλά και για όλους τους συνανθρώπους του, τα θύματα αυτής της παράξενης εξελικτικής διαστροφής που, ενώ σου χαρίζει τη συνειδητότητα, δε σου δίνει τον απαραίτητο ψυχολογικό εξοπλισμό, για ν’ αντιμετωπίσεις την οδύνη για το εφήμερο της ύπαρξης. 

Κι έτσι μέσα στα χρόνια, στους αιώνες, στις χιλιετίες κατασκευάζουμε ακούραστα πρόχειρες αρνήσεις της θνητότητάς μας. Θα πάψουμε ποτέ, θα πάψει κανένας από μας ν’ αναζητάει μία ανώτερη δύναμη, με την οποία να μπορεί να συγχωνευτεί, ώστε να υπάρχει για πάντα, ή κάποιο θεόσταλτο εγχειρίδιο οδηγιών, ή ένα ίχνος ότι είμαστε μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου, ή την ιεροτελεστία και την τελετουργία;


Κι όμως, καθώς αναλογιζόταν τ’ όνομά του στον κατάλογο του θανάτου, ο Τζούλιους αναρωτήθηκε μήπως λίγη τελετουργία δεν είναι τελικά τόσο κακό πράγμα. Εγκατέλειψε αμέσως την ίδια του τη σκέψη, σαν να τον έκαψε - τέτοια ήταν η παραφωνία της με τον αγώνα που έκανε σ’ όλη του τη ζωή ενάντια στην ιεροτελεστία. 

Περιφρονούσε πάντα τα εργαλεία με τα οποία οι θρησκείες απογυμνώνουν τους οπαδούς τους από κάθε λογική κι ελευθερία: τα τελετουργικά κοστούμια, τα λιβάνια, τα ιερά βιβλία, τους υπνωτιστικούς ψαλμούς, τα κομποσκοίνια, τα χαλιά της προσευχής, τις εσάρπες και τα καλπάκια, τις μίτρες και τις ράβδους των επισκόπων, τις όστιες και τα ιερά κρασιά, την τελευταία κοινωνία, τα κεφάλια που χαμηλώνουν και τα κορμιά που λικνίζονται στον ρυθμό αρχαίων ψαλμών, - όλα εξαρτήματα αυτού που θεωρούσε το ισχυρότερο και μακροβιότερο παιχνίδι εξαπάτησης στην ιστορία, ένα παιχνίδι που δίνει ακόμη περισσότερη ισχύ στους ηγέτες και ικανοποιεί τη δίψα των εκκλησιασμάτων για υποταγή.


Τώρα όμως, έχοντας πλάι του τον θάνατο, διαπίστωνε ότι δεν ένιωθε πια το ίδιο μένος. Ίσως αυτό που δεν του άρεσε να ήταν η επιβεβλημένη τελετουργία. Ίσως μπορούσε να πει κανείς μια καλή κουβέντα για τις μικρές προσωπικές τελετουργίες. Τον είχαν συγκινήσει οι περιγραφές των εφημερίδων για ‘κείνον τον πυροσβέστη στη Νέα Υόρκη, στο Σημείο Μηδέν, που σταματούσε, σηκωνόταν κι έβγαζε το καπέλο του προς τιμήν των νεκρών, κάθε φορά που έφερνε στην επιφάνεια άλλη μια σορό μέσα απ’ τα ερείπια. 

Δεν είναι κακό να τιμάς τους νεκρούς… όχι, όχι τους νεκρούς, αλλά τη ζωή όσων έχουν πεθάνει. Ή μήπως ήταν κάτι παραπάνω από τιμή, μήπως ήταν κάτι περισσότερο από ιερή χειρονομία; Μήπως η τελετουργία των πυροσβεστών σήμαινε σύνδεσμο; Την αναγνώριση της σχέσης τους, της ταύτισής τους με το κάθε θύμα;


[…]Κι ίσως να ήταν ένας τρόπος για να τιμήσουν και τις δικές τους τις ζωές, σκέφτηκε. Τι άλλο έχουμε; Τι άλλο εκτός απ’ αυτό το θαυμαστό, το ευλογημένο διάλειμμα ύπαρξης και συνειδητότητας; Αν υπάρχει κάτι να τιμήσει και να ευλογήσει κανείς, είναι αυτό – το ανεκτίμητο δώρο της ύπαρξης και μόνο. Να ζεις μέσα στην απόγνωση, επειδή η ζωή έχει ένα τέλος ή επειδή δεν έχει ανώτερο σκοπό ή κάποιο εγγενές σχέδιο, είναι σκέτη αχαριστία. 

Να οραματιστείς έναν παντογνώστη δημιουργό και ν’ αφιερώσεις τη ζωή σου σε ατελείωτη γονυκλισία, μοιάζει ματαιότητα. Και σπατάλη, επίσης: γιατί να πετάξεις τόση αγάπη σε μια φαντασίωση, όταν έτσι κι αλλιώς φαίνεται να υπάρχει τόσο μεγάλο έλλειμμα αγάπης στη γη; Καλύτερα ν’ ασπαστείς τη λύση του Σπινόζα και του Αινστάιν: να κλίνεις λίγο το κεφάλι, ν’ αγγίξεις το καπέλο σου σε αναγνώριση των κομψών νόμων και του μυστηρίου της φύσης και να συνεχίσεις το εγχείρημα του ζην.


[…]Έπειτα από μερικές μέρες που ένιωσε πιο ήρεμος, και που λιγόστεψαν τα κύματα του πανικού, οι σκέψεις του στράφηκαν στο μέλλον. «Μια καλή χρονιά», είχε πει ο Μπομπ Κίνγκ, «δεν υπάρχει εγγύηση, αλλά δεν είναι παράλογο να ελπίζει κανείς πως θα ζήσει μια χρονιά με καλή υγεία». Πώς να περάσει όμως αυτήν τη χρονιά; Ένα πράγμα που αποφάσισε ήταν να μη μετατρέψει αυτήν την καλή χρονιά σε κακή, πενθώντας που είναι μόνο μία.






Μια νύχτα, μη μπορώντας να κοιμηθεί κι αναζητώντας παρηγοριά, έψαξε πολλή ώρα στη βιβλιοθήκη του. Στα βιβλία που είχαν σχέση με τη δουλειά του δεν έβρισκε τίποτα που να πλησιάζει έστω και ελάχιστα τη δική του τωρινή κατάσταση, τίποτα που ν’ αφορά το πώς να ζήσει κανείς, ή πώς να δώσει ένα νόημα στις μέρες που του απομένουν. Τότε όμως το μάτι του έπεσε σ’ ένα ταλαιπωρημένο αντίτυπο του Τάδε έφη Ζαρατούστρα του Νίτσε. 

Αυτό το βιβλίο το γνώριζε πολύ καλά: πριν από πολλές δεκαετίες, γράφοντας ένα άρθρο για τη σημαντική αλλά παραγνωρισμένη επιρροή του Νίτσε στον Φρόυντ, το είχε μελετήσει διεξοδικά. Ο Ζαρατούστρα είναι ένα γενναίο βιβλίο που σε διδάσκει, όσο κανένα άλλο, πώς να σέβεσαι και να γιορτάζεις τη ζωή, σκέφτηκε. Ναι, ίσως αυτό να ήταν το εισιτήριο. Έχοντας πάρα πολύ άγχος για να το διαβάσει απ’ την αρχή, το ξεφύλλισε τυχαία και διάβασε επιλεκτικά κάποια κομμάτια που είχε υπογραμμίσει.


«Να μετατρέψεις το ‘‘έτσι συνέβη’’ σε ‘‘έτσι το θέλησα’’ – αυτό και μόνο ονομάζω λύτρωση».


Αυτό που καταλάβαινε ο Τζούλιους σ’ αυτά τα λόγια του Νίτσε ήταν ότι έπρεπε να επιλέξει τη ζωή του – έπρεπε να τη ζήσει κι όχι να την αφήσει να τον ζήσει εκείνη. Μ’ άλλα λόγια έπρεπε ν’ αγαπήσει τη μοίρα του. Και πάνω απ’ όλα υπήρχε εκείνο το ερώτημα που έθετε κάθε τόσο ο Ζαρατούστρα, αν θα ήμασταν πρόθυμοι να επαναλάβουμε αυτούσια τη ζωή που ζήσαμε ξανά και ξανά στον αιώνα τον άπαντα. Παράξενο διανοητικό πείραμα – κι όμως, όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο πιο πολλή καθοδήγηση του πρόσφερε: Το μήνυμα που μας στέλνει ο Νίτσε είναι να ζήσουμε με τέτοιον τρόπο, ώστε να είμαστε πρόθυμοι να επαναλαμβάνουμε την ίδια ζωή αενάως.


Συνέχισε να ξεφυλλίζει το βιβλίο και σταμάτησε σε δυό φράσεις έντονα υπογραμμισμένες με τον ροζ φωσφορίζοντα μαρκαδόρο του:

«Ανάλωσε τη ζωή σου». «Πέθανε τη σωστή στιγμή».


Αυτές τον αφορούσαν. Ζήσε τη ζωή σου στον υπέρτατο βαθμό. Και τότε, μόνο τότε, πέθανε. Μην αφήσεις αβίωτη ζωή πίσω σου. Ο Τζούλιους παρομοίαζε τα λόγια του Νίτσε με μια ψυχολογική δοκιμασία Rorschach. Πρόσφεραν και τα δυό τόσο πολλές αντίθετες οπτικές γωνίες, ώστε το τι θα έπαιρνε απ’ αυτά ο αναγνώστης καθοριζόταν απ’ την προσωπική του κατάσταση. Τώρα διάβαζε με μια πολύ διαφορετική διάθεση. Η παρουσία του θανάτου τον ωθούσε σε μια άλλη, πιο φωτισμένη ανάγνωση: σελίδα τη σελίδα, έβρισκε ενδείξεις για έναν πανθεϊστικό σύνδεσμο που παλιότερα δεν του είχε δώσει μεγάλη σημασία. 

Όσο και να εξυμνούσε, ακόμα και να δόξαζε, ο Ζαρατούστρα τη μοναξιά, όσο και να αναζητούσε την απομόνωση για να δώσει ζωή σε μεγάλες σκέψεις, παρ’ όλ’ αυτά ήταν αφοσιωμένος στο ν’ αγαπά και να εξυψώνει τους άλλους, να τους βοηθάει να τελειοποιήσουν και να υπερβούν τον εαυτό τους, να μοιράζεται μαζί τους την ωριμότητά του – αυτό μάλιστα.


Ξανάβαλε τον Ζαρατούστρα στη θέση του και κάθισε στο σκοτάδι κοιτάζοντας τα φώτα των αυτοκινήτων που διέσχιζαν τη γέφυρα Γκόλντεν Γκέητ. Σκεφτόταν τα λόγια του Νίτσε και προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα. Σε λίγα λεπτά συνήλθε: ήξερε ακριβώς τι να κάνει και πώς να ξοδέψει την τελευταία του χρονιά. Θα ζούσε ακριβώς όπως είχε ζήσει την περασμένη χρονιά – και την προηγούμενη και τη χρονιά πριν από ‘κείνη. Λάτρευε τη δουλειά του ψυχοθεραπευτή. 

Λάτρευε να συνδέεται με άλλους ανθρώπους και να βοηθάει να ζωντανέψει κάτι μέσα τους. Ίσως η δουλειά του να ήταν μια μετουσίωση του χαμένου του συνδέσμου με τη γυναίκα του. Ίσως να είχε ανάγκη τον θαυμασμό, την επιβεβαίωση και την ευγνωμοσύνη όσων βοηθούσε. Ακόμα κι έτσι, ας έπαιζαν τον ρόλο τους και κάποια σκοτεινά κίνητρα, ήταν ευγνώμων που ήταν αυτή η δουλειά του. Ευλογημένη δουλειά.



***


Irvin D. Yalom - Η Θεραπεία του Schopenhauer

Pages