Βλέπω στα μάτια σου θυμό, οργή, ανασφάλεια… στέκομαι απέναντι και απλά προσπαθώ να διεισδύσω στην ψυχή σου, θέλοντας έτσι να σε κατανοήσω, να σου δώσω έστω ένα δύο ελαφρυντικά. Όμως, αυτό δε γίνεται. Πώς να στο πω στη γλώσσα που καταλαβαίνεις; Δε μου βγαίνει που να πάρει η ευχή!
Υποσυνείδητα, γνωρίζω την απάντηση, ξέρω πολύ καλύτερα από τον καθένα τι μου συμβαίνει. Εσύ, το προκάλεσες, εγώ απλά συνέχισα αυτό που δημιούργησες με την εγωιστική σου στάση. Ναι, ομολογουμένως το τερμάτισα, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, μπορώ να πω μάλιστα πως μου ήταν εύκολο, εσύ μου το έκανες εύκολο και στο χρωστάω, άλλωστε, δεν είμαι αχάριστη! Αν το τελείωνα αλλιώτικα, μπορεί να ΄βγαινε κάπως μελό, όμως, εσύ, πάντα εσύ, με τον τρόπο σου, με την αδιαφορία σου, την απουσία και την αναισθησία σου, με άλλαξες, με δυνάμωσες, με έκανες κάπως πιο σκληρή, πιο αποφασιστική, πιο τολμηρή μπροστά σε ένα ξεκαθάρισμα, ενώπιον μιας ευθύνης αλλά και μιας απόφασης που μπορεί σ’ εσένα αυτή τη στιγμή να έφερε τα πάνω κάτω.
Κάποτε, μπορεί να ήταν διαφορετικά, αυτό θα μου έλεγες αν σε ρωτούσα. Ίσως…Διαφορετικά για ποιον και γιατί; Γιατί εγώ θυμάμαι μια ζωή να ζητιανεύω ψίχουλα από το χρόνο σου; Σου τηλεφωνούσα για να ρωτήσω πώς είσαι κι εσύ βιαζόσουν πάντα, λέγοντάς μου πως έχεις δουλειά, πως οι υποχρεώσεις τρέχουν, λες κι ήσουν ο μόνος που είχε υποχρεώσεις και ο μόνος που δούλευε. Σου μιλούσα για ένα μου πρόβλημα κι απλά εσύ χανόσουν στα δικά σου, σε προσκαλούσα για έναν καφέ κι εσύ με αγνοούσες. Με θυμόσουν μονάχα όταν με χρειαζόσουν, όταν ήθελες κάποιον να σε ακούσει, να σε καταλάβει, να σε βοηθήσει. Κι εγώ ήμουν εκεί…πάντα εκεί! Λαμπάδα αναμμένη, γιατί νόμιζα πως άξιζες το χρόνο που σου αφιέρωνα…Μ’ ακούς τι σου λέω; Νόμιζα πως άξιζες. Τώρα δεν νομίζω, τώρα είμαι σίγουρη, πως δεν άξιζες ούτε για μια δεκάρα. Οι άδειοι τενεκέδες δεν έχουν δικαίωμα στην αξία! Απαγορεύεται να διεκδικούν, να απαιτούν αλλά και να παίρνουν. Άνθρωποι ρηχοί, που δεν έμαθαν ποτέ στη ζωή τους να δίνουν, αλλά μόνο να παίρνουν, πρέπει να τιμωρούνται παραδειγματικά… Και ξέρεις πώς; Πληρώνοντάς τους με το ίδιο νόμισμα! Αυτό της αδιαφορίας, που είναι ίσως το πιο ακριβό, το πιο σκληρό, αλλά και το πιο δίκαιο!
Μ’ έμαθες να ζω χωρίς εσένα, μακριά από εσένα. Μου έδειξες το δρόμο της συμφιλίωσης με τον εαυτό μου, μ’ έκανες να ανακαλύψω τη δύναμή μου, τα χαρίσματα, τις προσδοκίες μου. Μ’ έκανες να δω τη ζωή μου από απόσταση, σε άλλη διάσταση, να τη δω στο μικροσκόπιο κάποιες φορές, αξιολογώντας τις στιγμές αλλά και τους ανθρώπους ένα προς ένα. Δεν ξέρω αν θα μπορέσω ποτέ να στο ξεπληρώσω όλο αυτό και δε γνωρίζω αν θα έχω ξανά την ευκαιρία να παρακολουθήσω κάπου αλλού αυτό το πανάκριβο σεμινάριο ζωής, αλλά πίστεψέ με, θα στο χρωστώ και θα σε ευγνωμονώ εφ όρου ζωής, γι’ αυτό που έγινα, για όσα έμαθα, για όσα έζησα.
Έχω αναγκαστικά στην ψυχή μου, ένα κομμάτι δικό σου κι ένα της μαμάς. Δίχως εσάς, δε θα υπήρχα, δε θα σκορπούσα δεξιά κι αριστερά σαν θρύψαλα από ακριβή πορσελάνη. Μη με κοιτάς λοιπόν μ’ αυτό το βλέμμα, μη μου θυμώνεις που δε νιώθω όπως εσύ. Μη με τιμωρείς επειδή τα έκανες θάλασσα. Μεγάλωσα βλέπεις, είναι αργά για εξηγήσεις και συγγνώμες, είναι αργά για άλλα δάκρυα! Τώρα πια μπορώ και μόνη μου κι ας έχω σπάσει τα μούτρα μου χιλιάδες φορές κι αν σε έχω βρίσει άλλες τόσες, σημειώνοντάς σου τόσες απουσίες στο χονδρό απουσιολόγιο της ψυχής μου, τώρα μπορώ να σε αντιμετωπίσω χωρίς να φοβάμαι μήπως θυμώσεις, δε με αφορά εξάλλου…
Ακόμα κι από εκεί ψηλά,
σε βλέπω να κλείνεις τ’ αυτιά σου.
Έχτισες γι’ άλλη μια φορά, ένα υπερυψωμένο τοίχος ανάμεσά μας, απ’ αυτά τα μεγάλα που σου αρέσουνε, κάνοντας σίγουρα τη σκέψη πως μπορείς να με τρομάξεις. Δε με τρομάζουν τα τείχη μπαμπά, ούτε οι καταιγίδες που συνάντησα στο δρόμο μου, ούτε όμως κι αυτές που πρόκειται να συναντήσω. Χάρη σ’ εσένα, κατάφερα πολλά κι έχω άλλα τόσα μπροστά μου για να καταφέρω. Σ’ ευχαριστώ που μ’ έμαθες να επιβιώνω και να ζω μακριά σου!
της Μαρίας Στυλιανού