ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Σε χαιρετώ, παλάτι μου, πύλες τ᾽ αρχοντικού μου,
χαρούμενος σ᾽ αντίκρισα, ξανά στο φως σαν ήρθα.
ΦΙΛΟΣ
Αυτός δεν είναι ο Μένιππος ο κυνικός; Όχι, δεν είναι άλλος, αν δεν με γελούν τα μάτια μου. Ο Μένιππος ολόκληρος. Τι νόημα έχει όμως αυτή η παραξενιά στην εμφάνισή του, ο ταξιδιωτικός σκούφος και η λύρα και το δέρμα του λιονταριού; Θα πρέπει μάλλον να τον πλησιάσω. Γεια χαρά, Μένιππε· κι από πού μας έρχεσαι; Πολύ καιρό τώρα δεν έχεις εμφανιστεί στην πόλη.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Απ’ τα λημέρια των νεκρών, του σκοταδιού τις πύλες, ήρθ’ από κει που ο Άδης ζει, θεούς απ’ άλλους χώρια.
ΦΙΛΟΣ
Ηρακλή μου, είχε πεθάνει ο Μένιππος, χωρίς να το πάρουμε είδηση, κι έπειτα, ξανά από την αρχή, ξαναγύρισε στη ζωή;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Όχι, αλλ’ ακόμη ζωντανό με δέχτηκε ο Άδης.
ΦΙΛΟΣ
Και ποια λοιπόν η αιτία αυτού του καινούργιου και παράξενου ταξιδιού; Τι σου χρειάστηκε το ταξίδι στον κάτω κόσμο; Στο κάτω κάτω το συγκεκριμένο δρομολόγιο δεν είναι κάτι ευχάριστο, ούτε και αξιοζήλευτο.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Με κατέβασε, φίλε, στον Άδη η μεγάλη ανάγκη που υπήρχε του Θηβαίου Τειρεσία του μάντη η ψυχή να μου δώσει χρησμό.
Πες μου, όμως, πώς είναι τα πράγματα πάνω στη γη, και τι κάνουν οι άνθρωποι στην πόλη;
ΦΙΛΟΣ
Τίποτε καινούργιο, όλα τα ίδια, όπως και πριν· αρπάζουνε, καταπατούνε τους όρκους τους, ασκούνε τοκογλυφία, ζυγίζουνε τα κέρματά τους.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Αξιοθρήνητοι και κακομοίρηδες· δεν έχουν ιδέα τι λογής θεσμοί άρχισαν να ισχύουν πρόσφατα στον κάτω κόσμο, και τι λογής ψηφίσματα εγκρίθηκαν με ψηφοφορία εναντίον των πλουσίων. Αποφασίστηκε λοιπόν αυτοί οι πλούσιοι, με τις μεγάλες περιουσίες, που κρατάνε το χρυσάφι κλειδαμπαρωμένο σαν τη Δανάη –
ΦΙΛΟΣ
Μη μου πεις, καλέ μου φίλε, τι αποφασίστηκε, προτού διηγηθείς εκείνα που θα λαχταρούσα πάρα πολύ να ακούσω, για ποιο δηλαδή σκοπό αποφάσισες την κάθοδο στον κάτω κόσμο, ποιος σε καθοδήγησε στο ταξίδι σου, κι έπειτα με τη σειρά όσα είδες και άκουσες ανάμεσα σ’ εκείνους.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Θα πρέπει να σου κάνω κι αυτή τη χάρη. Άλλωστε τι άλλο θα μπορούσε να κάνει κανείς, όταν ένας φίλος τον πιέζει; Πρώτα λοιπόν θα σου εκθέσω το δικό μου σκεπτικό, από που ξεκίνησε η απόφασή μου να κατέβω κάτω. Εγώ, ξέρεις, όσο ακόμη ήμουνα παιδί, καθώς άκουγα τον Όμηρο και τον Ησίοδο να περιγράφουν πολέμους και εξεγέρσεις όχι μόνο των ημίθεων, αλλά ακόμη και των ίδιων των θεών, και επιπλέον κάποιες μοιχείες τους και βιαιοπραγίες και αρπαγές και δίκες και εκδιώξεις των πατέρων τους και γάμους μεταξύ των αδερφών τους, νόμιζα ότι όλα αυτά ήταν σωστά πράγματα, και άρχισα να στρέφομαι σ’ αυτά με προθυμία.
Όταν όμως έφτασα στην ανδρική ηλικία, άκουγα πάλι τους νόμους εδωπέρα να ορίζουν αντίθετα από τους ποιητές, δηλαδή να μην επιτρέπουν ούτε τη μοιχεία ούτε την εξέγερση ούτε την αρπαγή. Βρέθηκα λοιπόν σε μεγάλη αμηχανία μην ξέροντας πως να κανονίσω τη ζωή μου. Γιατί πίστευα ότι ούτε οι θεοί ποτέ θα διέπρατταν μοιχείες και εξεγέρσεις ο ένας εναντίον του άλλου, αν δεν είχαν τη γνώμη πως είναι σωστές οι ενέργειες αυτές, ούτε όμως οι νομοθέτες θα καθόριζαν τα αντίθετα, αν δεν τα θεωρούσαν ωφέλιμα.
Καθώς λοιπόν βρισκόμουν σε αδιέξοδο, αποφάσισα να πάω σ’ αυτούς που ονομάζονταν φιλόσοφοι και να αφήσω τον εαυτό μου στα χέρια τους, παρακαλώντας τους να με χειριστούνε όπως θέλουνε και να μου υποδείξουν έναν απλό και σίγουρο δρόμο της ζωής. Αυτά λοιπόν είχα στο μυαλό μου όταν τους πλησίασα, δεν κατάλαβα όμως ότι τρέχοντας να φύγω από τον καπνό, που λέει ο λόγος, έπεσα στη φωτιά. Γιατί παρατηρώντας τους διαπίστωνα ότι ειδικά σ’ αυτούς η άγνοια και η αμηχανία ήταν ακόμη περισσότερη, με αποτέλεσμα να μου αποδείξουν συντομότατα ότι η ζωή αυτή των απλών ανθρώπων είναι χρυσαφένια.
Για παράδειγμα, ο ένας από αυτούς πρότρεπε να αναζητά κανείς σε όλα την ηδονή και αυτήν να επιδιώκει με κάθε τρόπο, γιατί εκεί βρίσκεται η ευδαιμονία. Ο άλλος πάλι, αντίθετα, δίδασκε να αποκτά κανείς τα πάντα με κόπο και μόχθο, και να ταλαιπωρεί το σώμα του βρόμικος και άλουστος, να στεναχωρεί και να κακολογεί τους πάντες. Άλλος συμβούλευε να περιφρονούμε τα χρήματα και να θεωρούμε “αδιάφορο” την απόκτησή τους. Αντίθετα, κάποιος άλλος χαρακτήριζε και τον πλούτο ως αγαθό.
Και το πιο εξωφρενικό απ’ όλα ήταν ότι ο καθένας τους, υποστηρίζοντας τις πιο αντίθετες απόψεις, έβρισκε ακαταμάχητα και πειστικά επιχειρήματα, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να αντικρούσω ούτε αυτόν που υποστήριζε, για το ίδιο πράγμα, ότι είναι ζεστό ούτε αυτόν που υποστήριζε ότι είναι κρύο, ενώ ήξερα πολύ καλά ότι δεν είναι ποτέ δυνατό κάτι να είναι την ίδια στιγμή και ζεστό και κρύο.
Και το πολύ πιο παράλογο απ’ όλα αυτά ήταν το εξής: Παρατηρώντας τους διαπίστωνα ότι αυτοί ακριβώς οι ίδιοι κανόνιζαν τη ζωή τους εντελώς αντίθετα από τα ίδια τους τα λόγια. Αυτούς δηλαδή που δίδασκαν να περιφρονούμε τα χρήματα τους έβλεπα να είναι γαντζωμένοι πάνω σ’ αυτά και να καυγαδίζουνε για τόκους και να διδάσκουν για να πάρουνε λεφτά, και να υπομένουν τα πάντα για να τα κερδίσουνε.
Αυτούς πάλι που απέρριπταν τη δόξα τούς έβλεπα και να κάνουν και να λένε τα πάντα επιδιώκοντας αυτήν και μόνο. Την ηδονή πάλι έβλεπα σχεδόν όλους να την κατηγορούνε, αλλά στην ιδιωτική τους ζωή να είναι προσκολλημένοι μόνο σ’ αυτήν.
Αφού λοιπόν διαψεύστηκε κι αυτή η ελπίδα μου, στεναχωριόμουν ακόμη περισσότερο, αν και παρηγορούσα σιωπηλά τον εαυτό μου ότι μαζί με πολλούς σοφούς και εξαιρετικά φημισμένους για τη σύνεσή τους είμαι κι εγώ ανόητος και τριγυρνώ αγνοώντας ακόμη την αλήθεια. Καθώς λοιπόν κάποτε ξαγρυπνούσα γι’ αυτά τα πράγματα, αποφάσισα να πάω στη Βαβυλώνα και να παρακαλέσω κάποιον από τους μάγους, τους μαθητές και διαδόχους του Ζωροάστρη.
Μου είχαν πει ότι αυτοί με ξόρκια και με κάποιες τελετές ανοίγουν τις πύλες του Άδη και κατεβάζουν με ασφάλεια κάτω οποιονδήποτε θέλουν και έπειτα τον ξαναφέρνουν πάλι πίσω. Θεωρούσα λοιπόν ότι το καλύτερο θα ήταν να κανονίσω με κάποιον απ’ αυτούς την κάθοδό μου και να πάω να βρω τον Τειρεσία από τη Βοιωτία*, για να μάθω από εκείνον, μια και ήταν μάντης και σοφός, ποιος είναι ο σωστότερος τρόπος ζωής και ποιον θα έπρεπε να διαλέξει ένας λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος.
* Ο Μένιππος θέλει, όπως και ο Οδυσσέας στην ομηρική Νέκυια, να συναντήσει τον Τειρεσία, επειδή είναι ο μόνος νεκρός που διατηρεί στον κάτω κόσμο ακέραιες τις νοητικές του ικανότητες, σύμφωνα με την Οδύσσεια κ 493 – 495: μάντιος ἀλαοῦ, τοῦ τε φρένες ἔμπεδοί εἰσι· /τῶ καί τεθνηῶτι νόον πόρε Περσεφόνεια/ οἴω πεπνῦσθαι· τοί δέ σκιαί ἀΐσσουσιν.
Άλλωστε ο Μένιππος, αν και καταγόταν από τα Γάδαρα, είχε εγκατασταθεί στη Θήβα της Βοιωτίας, συνεπώς ήταν “συμπατριώτης” του Βοιώτιου Τειρεσία.
MENIΠΠΟΣ
Πετάχτηκα λοιπόν επάνω και ξεκίνησα όσο μπορούσα γρηγορότερα κατευθείαν για τη Βαβυλώνα. Όταν έφτασα εκεί, γνωρίστηκα με κάποιον από τους Χαλδαίους, έναν άνθρωπο σοφό και με θεόσταλτες ικανότητες, ασπρομάλλη, με μια πολύ σεβάσμια γενειάδα, που το όνομά του ήτανε Μιθροβαρζάνης. Τον θερμοπαρακάλεσα και τον ικέτεψα, και μόλις και μετά βίας κατάφερα, με όση αμοιβή ήθελε, να με καθοδηγήσει στον δρόμο. Αυτός λοιπόν ντύθηκε με μια μαγική στολή που έμοιαζε πολύ με τη μηδική, ενώ εμένα με εξόπλισε με αυτά εδώ, τον ταξιδιωτικό σκούφο και το δέρμα του λιονταριού κι ακόμη τη λύρα, και με δασκάλεψε, αν κανένας με ρωτήσει το όνομά μου, να μην πω “Μένιππος”, αλλά “Ηρακλής” ή “Οδυσσέας” ή “Ορφέας”.
ΦΙΛΟΣ
Και γιατί αυτό, Μένιππε; Δεν καταλαβαίνω την αιτία ούτε της εμφάνισης ούτε των ονομάτων.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Κι όμως, αυτό τουλάχιστον είναι ολοφάνερο και δεν είναι εντελώς απόρρητο. Επειδή αυτοί είχαν κατέβει πριν από εμάς ζωντανοί στον Άδη, νόμιζε ότι, αν με έκανε να μοιάζω σ’ αυτούς, εύκολα θα μπορούσα να ξεφύγω από την προσοχή της φρουράς του Αιακού και να περάσω χωρίς προβλήματα, μια και θα φαινόμουν σαν παλιός γνώριμος, καθώς θα με προωθούσε η επιβλητική μου εμφάνιση.
Ο λεβέντης λοιπόν ο Χάροντας, όταν είδε το δέρμα του λιονταριού, νόμισε ότι ήμουν ο Ηρακλής, γι’ αυτό και με δέχτηκε μέσα στο καράβι, με πέρασε ευχαρίστως απέναντι και, όταν πια αποβιβαστήκαμε, μας έδειξε και το μονοπάτι. Προχωρώντας σιγά σιγά φτάσαμε στο δικαστήριο του Μίνωα, ο οποίος καθόταν εκείνη την ώρα πάνω σε έναν υπερυψωμένο θρόνο, ενώ γύρω του στέκονταν οι Ποινές και οι Ερινύες και οι Αλάστορες.
Από την άλλη μεριά τού έφερναν πολλούς με τη σειρά, δεμένους με μια μακριά αλυσίδα. Λέγανε πως ήτανε τελώνες και μοιχοί και προαγωγοί και συκοφάντες και ένα τέτοιου είδους πλήθος από αυτούς που μέσα στη ζωή προκαλούν αναταραχή σε όλα. Χωριστά πλησίαζαν οι πλούσιοι και οι τοκογλύφοι, με χλωμά πρόσωπα, μεγάλες κοιλιές, και πόδια πρησμένα από την ποδάγρα· καθένας τους κουβαλούσε πάνω του ένα περιλαίμιο και έναν γάντζο που ζύγιζε πενήντα κιλά. Εμείς λοιπόν στεκόμασταν εκεί κοντά και βλέπαμε όσα γίνονταν και ακούγαμε όσους απολογούνταν. Κατήγοροί τους ήταν κάποιοι καινούργιοι και παράξενοι ρήτορες.
ΦΙΛΟΣ
Για όνομα του Δία, ποιοι ήταν αυτοί; Μη διστάσεις να μου το πεις κι αυτό.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Γνωρίζεις καθόλου αυτές εδώ τις σκιές που σχηματίζονται από τα σώματα μπροστά στον ήλιο;
ΦΙΛΟΣ
Φυσικά.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Αυτές λοιπόν, μόλις πεθάνουμε, μας κατηγορούν και καταθέτουν τη μαρτυρία τους εναντίον μας και αποκαλύπτουν όσα κάναμε στη ζωή μας. Θεωρούνται μάλιστα εξαιρετικά αξιόπιστοι μάρτυρες, μια και βρίσκονται πάντα μαζί μας και ποτέ δεν απομακρύνονται από τα σώματά μας.
Ο Μίνωας λοιπόν τους εξέταζε με προσοχή και τους έστελνε έναν έναν στον χώρο των ασεβών για να τιμωρηθούν όπως τους άξιζε, ανάλογα με όσα είχαν τολμήσει να κάνουν. Ιδιαίτερα μάλιστα αντιμετώπιζε όσους έδειχναν υπερβολική έπαρση για τον πλούτο και την εξουσία τους, και όσους περίμεναν ούτε λίγο ούτε πολύ να τους προσκυνάνε, επειδή αηδίαζε τη λιγόχρονη αλαζονεία και υπεροψία τους, και γιατί δεν θυμούνταν ότι και οι ίδιοι ήταν θνητοί και τα αγαθά που απέκτησαν ήταν θνητά.
Κι αυτοί, ξεντυμένοι απ’ όλα εκείνα τα λαμπρά, εννοώ τους πλούτους και τις καταγωγές και τις κυριαρχίες τους, στέκονταν εκεί γυμνοί και σκυμμένοι κάτω, αναπολώντας σαν όνειρο την ευτυχία που είχαν στον δικό μας κόσμο. Εγώ λοιπόν, βλέποντάς τα αυτά, ήμουν καταχαρούμενος και, κάθε φορά που αναγνώριζα κάποιον απ’ αυτούς, τον πλησίαζα με ηρεμία και του θύμιζα τι λογής ήταν όσο ζούσε, και πόσο φούσκωνε από υπερηφάνεια τότε, όταν πολλοί συγκεντρώνονταν από τα χαράματα μποστά στις πύλες του σπιτιού του, περιμένοντας την εμφάνισή του και σμπρώχνοντας ο ένας τον άλλο, ενώ οι υπηρέτες τους έκλειναν απ’ έξω.
Κι αυτός κάποτε επιτέλους ξεπρόβαλε σαν ήλιος, πορφυροντυμένος ή χρυσοστόλιστος ή με πολύχρωμα ρούχα, και νόμιζε πως πρόσφερε ευτυχία και μακαριότητα σε όσους τον χαιρετούσαν, ιδιαίτερα αν τους άφηνε να του φιλήσουν το στήθος ή το απλωμένο δεξί του χέρι. Εκείνοι λοιπόν τα άκουγαν αυτά και εκνευρίζονταν.
Εμείς πάντως απομακρυνθήκαμε από το δικαστήριο και φτάσαμε στο κολαστήριο. Εκεί λοιπόν, φίλε μου, μπορούσε κανείς να ακούσει και να δει πολλά θλιβερά πράγματα. Ακουγόταν ταυτόχρονα ο θόρυβος από τα μαστίγια και οι θρήνοι όσων ψήνονταν στη φωτιά. Τιμωρούνταν συγχρόνως όλοι, βασιλιάδες, δούλοι, σατράπες, φτωχοί, πλούσιοι, πάμφτωχοι, και όλοι μετάνιωναν για όσα είχαν τολμήσει να κάνουν.
Στους φτωχούς ωστόσο δινόταν απαλλαγή από το μισό του βασανισμού τους, και η τιμωρία τους επαναλαμβανόταν ξανά έπειτα από διαδοχικά διαστήματα ανάπαυλας. Είδα επίσης κι εκείνα τα μυθικά, τον Ιξίονα και τον Σίσυφο και τον Φρύγα Τάνταλο, που βρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση, και το γιο της, τον Τιτυό.
Καθώς λοιπόν τα έβλεπα αυτά, μου φάνηκε πως η ανθρώπινη ζωή είναι παρόμοια με μια μεγάλη πομπή, στην οποία η Τύχη είναι χορηγός και κανονίζει το καθετί, εμφανίζοντας όσους συμμετέχουν στην πομπή με διάφορες και πολύχρωμες φορεσιές. Τον έναν τον πήρε – έτσι έτυχε – και τον έντυσε βασιλικά, φορώντας του τιάρα και δίνοντάς του σωματοφύλακες και στέφοντας το κεφάλι του με το διάδημα, ενώ σε κάποιον άλλο έδωσε φορεσιά υπηρέτη. Άλλον πάλι τον στόλισε ώστε να είναι όμορφος, ενώ έναν άλλο τον έφτιαξε άσχημο και γελοίο.
Το θέαμα, φαντάζομαι, θα πρέπει να έχει κάθε λογής ποικιλία. Πολλές φορές μάλιστα στη μέση της πομπής τροποποίησε την εμφάνιση κάποιων, και δεν τους άφησε να τελειώσουν την πομπή όπως τους είχε καθοριστεί αρχικά, αλλά τους άλλαξε αμφίεση, και ανάγκασε τον Κροίσο να αποδεχτεί την φορεσιά του υπηρέτη και του αιχμαλώτου, ενώ τον Μαιάνδριο, που προηγουμένως πορευόταν ανάμεσα στους υπηρέτες, τον μεταμφίεσε ντύνοντάς τον με την τυραννίδα του Πολυκράτη. Και για ένα χρονικό διάστημα τους αφήνει να διατηρήσουν αυτή την εμφάνιση.
Όταν όμως περάσει ο καιρός της πομπής, τότε ο καθένας επιστρέφει τη στολή και ξεντύνεται τη φορεσιά μαζί με το σώμα του, και γίνεται ακριβώς όπως ήταν πριν να υπάρξει, χωρίς να διαφέρει καθόλου από τον διπλανό του. Μερικοί όμως από αγνωμοσύνη, όταν εμφανίζεται η Τύχη και απαιτεί να της επιστραφούν τα στολίδια, στεναχωριούνται και αγανακτούν, σαν κάποιος να τους στερεί πράγματα δικά τους, και όχι σαν να επιστρέφουν αυτά που τους δόθηκαν για προσωρινή χρήση.
Φαντάζομαι ότι πολλές φορές θα έχεις δει τους ανθρώπους του θεάτρου, εκείνους τους ηθοποιούς που παίζουν τραγωδία, ανάλογα με τις ανάγκες του δράματος τη μια να γίνονται Κρέοντες, την άλλη Πρίαμοι ή Αγαμέμνονες, και ο ίδιος, άμα τύχει, που λίγο πριν είχε παίξει πολύ μεγαλόπρεπα τον ρόλο του Κέκροπα ή του Ερεχθέα, μετά από λίγο εμφανίζεται σαν υπηρέτης, επειδή αυτή την εντολή του έδωσε ο ποιητής.
Κι όταν τελειώσει η παράσταση, ο καθένας απ’ αυτούς ξεντύνεται τη χρυσοποίκιλτη εκείνη φορεσιά, αφήνει στην άκρη το προσωπείο, κατεβαίνει από τα ξυλοπάπουτσα, και τριγυρνάει φτωχός και παρακατιανός, όχι πια ο Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, ούτε ο Κρέοντας, ο γιος του Μενοικέα, αλλά με το δικό του όνομα: ο Πώλος, ο γιος του Χαρικλή, από το Σούνιο, ή ο Σάτυρος, ο γιος του Θεογείτονα, από τον Μαραθώνα. Παρόμοια μου φάνηκε τότε και η ζωή των ανθρώπων, με όλα αυτά που έβλεπα.
ΦΙΛΟΣ
Πες μου, Μένιππε, εκείνους που έχουν πάνω στη γη αυτούς τους πολυτελείς και υπερυψωμένους τάφους και τις επιτύμβιες στήλες και τα αγάλματα και τις επιγραφές δεν τους έχουν εκεί κάτω σε μεγαλύτερη υπόληψη από τους κοινούς νεκρούς;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Ανοησίες, φίλε μου. Αν έβλεπες τον ίδιο τον Μαύσωλο – εννοώ αυτόν από την Καρία, τον ξακουστό για τον τάφο του –, ξέρω καλά πως δεν θα μπορούσες να σταματήσεις να γελάς, έτσι παρακατιανός που ήταν, ριγμένος σε μια γωνιά, χωρίς να τον έχει πάρει είδηση το υπόλοιπο πλήθος των νεκρών.
Και θα γελούσες, φαντάζομαι, πολύ περισσότερο, αν έβλεπες αυτούς που σ’ εμάς ήταν βασιλιάδες και σατράπες να ζούνε ζητιανεύοντας εκεί κάτω και να πουλάνε παστά ψάρια από τη φτώχεια.
Και πολλούς ακόμη άλλους μπορούσε κανείς να δει να ζητιανεύουν στα τρίστρατα, εννοώ Ξέρξες και Δαρείους και Πολυκράτες.
ΦΙΛΟΣ
Απίθανα είναι αυτά που διηγείσαι για τους βασιλιάδες και σχεδόν απίστευτα. Ο Σωκράτης όμως τι έκανε, και ο Διογένης και όποιος άλλος σοφός ήταν εκεί;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Ο Σωκράτης τριγυρνάει και εκεί αντικρούοντας τους πάντες. Συντροφιά του είναι ο Παλαμήδης και ο Οδυσσέας και ο Νέστορας και κάθε άλλος φλύαρος νεκρός.
Ο λεβέντης ο Διογένης όμως έχει εγκατασταθεί κοντά στον Σαρδανάπαλλο τον Ασσύριο και στον Μίδα από τη Φρυγία και σε κάποιους άλλους πάμπλουτους· τους ακούει να θρηνούν και να αναπολούν την παλιά τους τύχη, και γελάει και το ευχαριστιέται, και πολύ συχνά ξαπλωμένος ανάσκελα τραγουδάει με πολύ τραχιά και σκληρή φωνή, υπερκαλύπτοντας τους θρήνους τους, ώστε οι άνθρωποι να στεναχωριούνται και να εξετάζουν το ενδεχόμενο να μετακομίσουν, επειδή δεν τον αντέχουνε τον Διογένη.
ΦΙΛΟΣ
Αρκετά μου είπες· ποιο όμως ήταν εκείνο το ψήφισμα, που μου έλεγες στην αρχή ότι θεσμοθετήθηκε εναντίον των πλουσίων;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Καλά που μου το θύμισες· γιατί, ενώ γι’ αυτό σκόπευα να μιλήσω, κι εγώ δεν ξέρω πώς, απομακρύνθηκα πάρα πολύ από το θέμα.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου κοντά τους οι πρυτάνεις συγκάλεσαν συνέλευση για ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος. Βλέποντας λοιπόν πολλούς να τρέχουν προς την ίδια κατεύθυνση, χώθηκα ανάμεσα στους νεκρούς, και αμέσως έγινα και εγώ ένα από τα μέλη της συνέλευσης. Διευθετήθηκαν βέβαια και άλλα ζητήματα, τελευταίο όμως ήταν το θέμα των πλουσίων.
Αφού λοιπόν απαγγέλθηκαν εναντίον τους πολλές και φοβερές κατηγορίες, βιαιοπραγίες και αλαζονείες και υπεροψίες και αδικίες, στο τέλος σηκώθηκε κάποιος από τους δημαγωγούς και διάβασε το εξής ψήφισμα:
ΨΗΦΙΣΜΑ
“Επειδή οι πλούσιοι κάνουν πολλές παρανομίες στη ζωή τους, αρπάζοντας και εξαναγκάζοντας και περιφρονώντας με κάθε τρόπο τους φτωχούς, να αποφασιστεί από τη βουλή και τον δήμο, από τη στιγμή που θα πεθάνουν, τα σώματά τους να τιμωρούνται όπως και εκείνα των υπόλοιπων κακόψυχων, οι ψυχές τους όμως να ξαναστέλνονται επάνω, στη ζωή, και να μπαίνουν σε γαϊδούρια, ώσπου να συμπληρώσουν σ’ αυτή τη κατάσταση διακόσιες πενήντα χιλιάδες χρόνια, κατά τα οποία θα γεννιούνται γαϊδούρια από γαϊδούρια, και θα κουβαλάνε φορτία και θα τραβολογιούνται από τους φτωχούς, και από κει και πέρα να τους επιτρέπεται να πεθάνουν”.
Όταν διαβάστηκε αυτό το ψήφισμα, οι αρχές το έθεσαν σε ψηφοφορία, και το πλήθος το υπερψήφισε, η Βριμώ βρυχήθηκε και ο Κέρβερος γάβγισε· γιατί έτσι γίνονται ολοκληρωμένες και έγκυρες οι αποφάσεις.
Αυτά λοιπόν έγιναν στη συνέλευση. Κι εγώ πλησίασα τον Τειρεσία – γι’ αυτό άλλωστε είχα πάει – και, αφού του διηγήθηκα τα πάντα, τον θερμοπαρακαλούσα να μου πει ποιος τρόπος ζωής πιστεύει ότι είναι ο σωστότερος. Κι αυτός γέλασε – είναι ένα τυφλό γεροντάκι, χλωμό και με αδύναμη φωνή – και μου είπε: “Παιδί μου, γνωρίζω την αιτία του αδιεξόδου σου, ότι προήλθε από τους σοφούς, που δεν συμφωνούνε μεταξύ τους. Δυστυχώς όμως δεν επιτρέπεται να σου πω· το έχει απαγορέψει ο Ραδάμανθης”.
“Μην το κάνεις αυτό πατερούλη”, του είπα, “πες μου, και μη με αφήνεις να τριγυρνάω στη ζωή πιο τυφλός κι από σένα”.
Εκείνος τότε με πήρε παράμερα, με απομάκρυνε πολύ από τους άλλους, έσκυψε ήρεμα στο αφτί μου και είπε: “Ο σωστότερος και ο πιο συνετός τρόπος ζωής είναι αυτός των απλών ανθρώπων. Πάψε λοιπόν να ασχολείσαι με τα ουράνια σώματα και να εξετάζεις τον σκοπό και την προέλευση των όντων, περιφρόνησε τους σοφούς αυτούς συλλογισμούς και θεώρησε όλα τα σχετικά μ’ αυτά ανοησίες. Αυτό μονάχα θα επιδιώκεις με κάθε τρόπο, το πως θα τακτοποιήσεις το παρόν και πως θα περάσεις τη ζωή σου γελώντας το μεγαλύτερο διάστημα, χωρίς να παίρνεις τίποτα στα σοβαρά”.
Έτσι είπε και χώθηκε πάλι
σε λιβάδι γεμάτο ασφοδέλους.
Κι εγώ – μια και ήδη ήταν αργά – λέω: “Έλα λοιπόν, Μιθροβαρζάνη, γιατί καθυστερούμε και δεν γυρνάμε ξανά πίσω στη ζωή;”
Κι αυτός μου απάντησε: “Μην ανησυχείς Μένιππε, θα σου δείξω ένα μονοπάτι σύντομο και άνετο”.
Και πραγματικά με οδήγησε σε έναν τόπο πιο σκοτεινό από τον υπόλοιπο χώρο και, δείχνοντάς μου με το χέρι από μακριά ένα θαμπό και αδύναμο φως, που έμπαινε σαν από μια χαραμάδα, είπε: “Εκείνο είναι το ιερό του Τροφωνίου, και από κει κατεβαίνουν όσοι έρχονται από τη Βοιωτία. Ανέβα λοιπόν από δω, και αμέσως θα βρεθείς στην Ελλάδα”.
Κι εγώ, ευχαριστημένος με όσα μου είπε, αποχαιρέτησα τον μάγο και, αφού σύρθηκα με μεγάλη δυσκολία, πέρασα από τη δίοδο και, χωρίς να καταλάβω πώς, βρέθηκα στη Λιβαδειά.