Εξελίχτηκα σε επιδέξιο ακροβάτη ανάμεσα στον κόσμο της επαίσχυντης φτώχειας και του αναίσχυντου πλούτου, επειδή ο μακαρίτης πλέον άντρας της αδελφής μου, ο αρχιδούκας Γιοχάνες φον Τουρν ουντ Τάξις, ήθελε να με έχει στην ακολουθία του. Έτσι ήμουν υποχρεωμένος να προσαρμοστώ ώστε τη μια μέρα να κάθομαι δίπλα σε πρίγκιπες και μαχαραγιάδες και την επομένη να πηγαίνω στο σχολείο, να μελετάω ή να τα βγάζω πέρα ως ελεύθερος ρεπόρτερ.
Σε όλη μου τη ζωή είχα να αναμετρηθώ με το σύνδρομο «του σερβιτόρου στο Χίλτον», μ’ αυτό το μικρόβιο που συνήθως κατασπαράζει σερβιτόρους ξενοδοχείων υπερπολυτέλειας και δεν μπορούν να συμβιβαστούν με το γεγονός ότι ενώ περιβάλλονται μονίμως από τη χλιδή και τα λούσα, μόλις σχολάσουν επιστρέφουν στο δυάρι με τη βρύση που στάζει.
Αντιδρώντας στη φειδώ των γονιών μου και για να γευτώ την ποθητή πολυτέλεια, ανέπτυξα, για παράδειγμα, την αδυναμία να ταξιδεύω στην Α’ θέση. Όταν η μητέρα μου με έφερνε στην αποβάθρα του τρένου στο Μόναχο, ανέβαινα μπροστά της στο βαγόνι της Β’ θέσης, περίμενα ώσπου να βρεθώ έξω από το οπτικό της πεδίο και στη συνέχεια πήγαινα στην Α’ θέση. Ήμουν αναγκασμένος να κρατώ κρυφή την προτίμησή μου, αφού διαφορετικά θα γινόμουν ο περίγελος της οικογένειάς μου.
Όταν κάποτε η μητέρα μου ανακάλυψε ένα τιμολόγιο από το οποίο προέκυπτε ότι είχα τυπώσει στον Πραντλ ακριβό επιστολόχαρτο, πίστεψε ότι επρόκειτο για παρανόηση. Κι όταν κάποτε μια ξαδέλφη μου που δούλευε στο ξενοδοχείο «Μπρένερ Παρκ» στο Μπάντεν-Μπάντεν την πληροφόρησε ότι διανυκτέρευσα μια φορά εκεί, η μητέρα μου ήταν σίγουρη ότι με είχε μπερδέψει με κάποιον άλλο.
Όταν έκοψα τον ομφάλιο λώρο με το σπίτι των γονιών μου και συγκατοικούσα με φίλους στο Λονδίνο, αμειβόμουν μεν πολύ καλά ξόδευα όμως κατά βάση τα χρήματα πριν καν τα εισπράξω. Σαν από θαύμα ωστόσο, έρρεαν με κάποιον τρόπο πάντα από το ΑΤΜ όπως το ρεύμα από τα καλώδια και το νερό από τη βρύση.
Χρειάστηκε πρώτα να συνειδητοποιήσω ότι δεν έφευγα ποτέ από βενζινάδικο ή κιόσκι σιδηροδρομικού σταθμού χωρίς γεμάτα χέρια, ότι βουρτσίζοντας τα δόντια άφηνα το νερό να τρέχει επειδή απλά ο ήχος ήταν μέρος της διαδικασίας, ότι δεν έσκυβα πια να σηκώσω νομίσματα που μου έπεφταν απ’ την τσέπη στη θέση του συνοδηγού, για να αρχίσω να καταλαβαίνω ότι η καταναλωτική μου μανία ήταν μια γελοία αντίδραση στην υστερία φειδούς των γονιών μου.
Σταδιακά ανακάλυψα ότι η τέχνη της εγκράτειας που είχαν τελειοποιήσει οι γονείς μου, όχι μόνο υπερείχε κάθε καταναλωτικής μανίας για λόγους αισθητικής, αλλά εξυπηρετούσε πάνω απ’ όλα κι έναν πολύ πρακτικό σκοπό: το μάξιμουμ της απόλαυσης.
Εφευρέτης αυτής της αρχής είναι ο Επίκουρος: Να αποφεύγεις τη μανία της απόλαυσης, όχι γιατί οι απολαύσεις των αισθήσεων είναι κακές, αλλά λόγω της κακοδιαθεσίας που ακολουθεί την υπερκατανάλωσή τους. Για τον Επίκουρο η περιοδική εγκράτεια οδηγεί σε αύξηση των δυνατοτήτων απόλαυσης. Όποιος ζει μονίμως έκλυτα, πολύ σύντομα δεν είναι πια σε θέση να απολαμβάνει τα εκλεκτά πράγματα.
Στη γλώσσα της Οικονομίας αυτό αποκαλείται «μειούμενη οριακή χρησιμότητα»: Έπειτα από ένα ορισμένο σημείο το πλεόνασμα δεν κάνει καμιά διαφορά. Ούτε και η ποιότητα ζωής αυξάνεται όταν κρεμάς πίνακες του Πικάσο στην τουαλέτα των φιλοξενούμενων όπως ο Χάινι Τύσεν ή φέρνεις κάθε βδομάδα τον Νικ Φάλντο με το αεροπλάνο για λίγες ώρες στον Κόλπο όπως συνήθιζε να κάνει ο γιος ενός σάχη από τα Εμιράτα.
Στην κοινωνία της αφθονίας οι καταναλωτές οδηγούνται αναπόφευκτα στην απογοήτευση. Η Οικονομία προσπάθησε επανειλημμένως να μας υποβάλει με μια επιτηδευμένη πλύση εγκεφάλου ότι η ευτυχία δήθεν αγοράζεται. Στο μεταξύ αυτό έχει αποδειχτεί σκέτη παραπλάνηση.
Η βιομηχανία επιχειρεί ακόμη να μας αποπροσανατολίσει με προσφορές ευζωίας, από αγιουρβεδικό τσάι μέχρι πουτίγκα σοκολάτα για τη διατήρηση καλής φυσικής κατάστασης, ωστόσο δεν είναι πια σε θέση να το κρύψει: χρειάζεται μια νέα αντίληψη περί πολυτέλειας! Η ευημερία δεν εξαρτάται από το πόσα χρήματα και υλικά αγαθά συσσωρεύουμε, την κατακτάς μόνο με τη σωστή στάση.
Στη στάση αυτή περιλαμβάνεται η ικανότητα να αρνείσαι να απλώσεις το χέρι σου εκεί που το κατευθύνουν όλοι- να μην ετεροκαθορίζεσαι από τα πρότυπα ζωής των άλλων να κατανοείς ότι ο οικονομικός μαρασμός μπορεί να μην είναι η απόλυτη δυστυχία, ίσως μάλιστα να είναι και μια ευκαιρία εξευγενισμού του τρόπου ζωής μας. Σύμφωνα με τον Μαξ Φρις, η κρίση είναι ένα εξαιρετικά παραγωγικό περιβάλλον πρέπει απλώς να της αφαιρέσεις την παράλληλη γεύση της καταστροφής.
Σε μια εποχή απόλυτης ομογενοποίησης και τυποποίησης, μια κρίση μπορεί να εξελιχτεί και σε μια ευκαιρία να αναταχθείς στην ισοπέδωση, αρκεί να μην πέφτεις στην παγίδα του κάθε διαφημιστικού τρικ. Αν οι αλυσίδες των cafe θέλουν να μας επιβάλουν να πίνουμε «Super Grande Supremo», αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να παραγγείλουμε έναν απλό στιγμιαίο καφέ χωρίς γάλα και ζάχαρη.
Αν κάποιο τμήμα μάρκετινγκ έχει ξαφνικά τη φαεινή ιδέα να βαφτίσει ένα μέγεθος φλιτζανιού «μεγακούπα σούπερ-ντούπερ», πρέπει να τους ακολουθήσουμε; Δείτε την «περίπτωση rucola»: Όσο λέγαμε αυτό το λαχανικό ρόκα, δεν είχε θέση ούτε και στις πιο εξεζητημένες σαλάτες- ο κόσμος την έβρισκε απλώς πολύ πικρή. Στη συνέχεια, κάποιος σκέφτηκε να την φωνάζει ρούκολα στα ιταλικά αντί για ρόκα και από τότε δεν υπάρχει πια σχεδόν τίποτα στη Γερμανία που να μη σερβίρεται μαζί με ρούκολα.
Στους λαμπρούς καιρούς της έκρηξης της Νέας Οικονομίας υπήρχε μεταξύ Έπεντορφ του Αμβούργου και Γκρούνβαλντ του Μονάχου τέτοια ζήτηση σε ρόκα, ώστε μόνο το Βρανδεμβούργο και το Μεκλεμβούργο- Δυτική Πομερανία διέθεταν επαρκείς καλλιεργήσιμες εκτάσεις για να καλύψουν τις ανάγκες.
Πλούσιος μπορείς να γίνεις χωρίς χρήματα μόνο αν επανεκτιμήσεις τις ανάγκες σου με βάση το ερώτημα αν τελικά είσαι πλουσιότερος χωρίς αυτές.
Αν αναγκαστούμε να ξεσκαρτάρουμε, να αναθεωρήσουμε τις συνήθειές μας, αυτό θα μας προσφέρει την ευκαιρία να μάθουμε να εκτιμάμε τα αυθεντικά πολυτελή πράγματα στη ζωή. Ο οικονομικός μαρασμός μπορεί και να μας διδάξει ώστε να θέσουμε διαφορετικές προτεραιότητες ή γενικότερα να διακρίνουμε τις πραγματικές μας ανάγκες.
Μπορούμε -για να μιλήσουμε στη γλώσσα των μάνατζερ που έχουν τον κόσμο μας στα χέρια τους- να συγκεντρωθούμε επιτέλους στην κύρια απασχόλησή μας και να ασκήσουμε lean management (λιτή διαχείριση). Όπως ακριβώς έπραξε και η Οικονομία, να απαντήσουμε πατώντας φρένο στα έξοδα. Το πώς ενεργείς σε αυτήν τη διαδικασία για να κερδίσεις επιπλέον σε ποιότητα ζωής το αποκαλύπτει αυτό το βιβλίο.
Εξαρχής ο αναγνώστης θα πρέπει να γνωρίζει ότι σε καμιά περίπτωση δεν είναι στις προθέσεις μας εδώ, ούτε καν έμμεσα, να υποτιμήσουμε την απόλαυση. Ωστόσο τίθεται το ερώτημα μήπως τελικά υπάρχει κάτι που να μπορεί να γίνει πηγή μεγαλύτερης ευχαρίστησης από την παρούσα υστερία των εκδρομών του Σαββατοκύριακου. Ή μήπως αυτό που αποκαλούμε «καλό φαγητό» είναι τελικά φρικτά άγευστο. Αν όλα αυτά υπηρετούν την αναζήτηση της καλής ζωής, του «ευ ζην», όχι την άρνησή του.
Η απόλαυση είναι η αλυσίδα σύνδεσης με τον κόσμο· χωρίς αυτήν ο άνθρωπος θα έπληττε. Η απαξίωση των υλικών αγαθών, το γύρισμα της πλάτης σε κάθε απόλαυση και η στροφή στον ασκητισμό είναι ο δρόμος της δειλίας και του φανατισμού. Αν κάθεσαι με τη θέλησή σου όπως ο Διογένης στο πιθάρι μέσα στη βρόμα και έχεις φτάσει σε τέτοια επίπεδα τραχύτητας ώστε να είσαι αντίθετος σε κάθε ευχαρίστηση, τότε η άρνηση των υλικών αγαθών δεν μπορεί να θεωρηθεί πια ούτε τέχνη.
Τέχνη είναι η ικανότητα, πρώτον να αναγνωρίζεις τα αληθινά ωραία πράγματα και δεύτερον να τα κατανέμεις με τρόπο ώστε να διαρκούν όσο το δυνατόν περισσότερο. Η τέχνη της εγκράτειας είναι η πραγματική προϋπόθεση της απόλαυσης.
Θα ήθελα να παραθέσω μια σημαντική θεμελιώδη αρχή μεγιστοποίησης της απόλαυσης και υπό αυτή την έννοια και της ευτυχίας: όσο πιο ακόρεστος είσαι, όσο περισσότερο δηλαδή εξαρτάσαι από πράγματα, τόσο φτωχότερος γίνεσαι. Γι’ αυτόν το λόγο και πολλοί πλούσιοι είναι πάρα πολύ στερημένοι άνθρωποι, επειδή υπάρχει πάντα κάτι που δεν τους ικανοποιεί -το μεταξωτό πουκάμισο δεν είναι καλά σιδερωμένο, για άλλη μια φορά ο καγκελάριος δεν τους χαιρέτησε, ο σοφέρ μυρίζει σκόρδο και τα λοιπά.
Ο αριθμός των δυστυχισμένων ανάμεσα στους πλούσιους είναι αρκετά άνω του μέσου όρου και αυτό θα πρέπει να βάλει σε σκέψεις εμάς που θεωρούμαστε πλούσιοι συγκριτικά με κάποιους άλλους. Οι μοναδικοί πλούσιοι που σε κάποιο βαθμό δείχνουν ευτυχισμένοι είναι εκείνοι που ξέρουν να αυτοπεριορίζονται.
Είναι αδιάφορο αν πρόκειται για μικροπράγματα, όπως ο καπουτσίνο που υποτίθεται ότι χρειαζόμαστε το πρωί ή αν, όπως ο πρίγκιπας της Ουαλίας, δεν μπορούμε να φάμε παρά μόνο με ασημένια μαχαιροπίρουνα- κάθε ομολογία ότι χρειαζόμαστε κάτι «οπωσδήποτε» σημαίνει ταυτόχρονα και συνθηκολόγηση.
Στην πάλη κατά της παντοδύναμης χυδαιότητας της μαζικής κουλτούρας δεν υπάρχουν παρά μόνο μικροί θρίαμβοι και ένας τέτοιος θρίαμβος μπορεί να είναι όταν, για παράδειγμα, τα βγάζουμε πέρα δίχως κάτι που νομίζαμε ότι μας ήταν απαραίτητο.
ΞΟΔΕΨΤΕ ΛΙΓΟΤΕΡΑ
ΖΗΣΤΕ ΚΑΛΥΤΕΡΑ
ALEXANDER VON SCHΟNBURG
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΛΕΙΔΑΡΙΘΜΟΣ