Καλλιεργώντας ετοιμολογία με έμπνευση το Διογένη
via
Ο πιο εύκολος τρόπος να καλλιεργήσεις χιούμορ είναι παίρνοντας ιδέες από ανθρώπους που φαίνεται να το έχουν στη φύση τους. Κάποια πρόσωπα της ιστορίας έχουν γίνει μυθικά για την ευφυΐα και την ταχύτητα με την οποία απαντούσαν σε καυστικά σχόλια των άλλων. Ένα από αυτά ήταν και ο Διογένης ο Κυνικός.
Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η ιστορία του και τα επεισόδια που έχουν γίνει γνωστά με τον ίδιο πρωταγωνιστή.
Ο Διογένης ο Κυνικός, ο πρώτος αναρχικός performer της καταγεγραμμένης ιστορίας. Αναρχικός στη σκέψη και την πράξη, κοσμοπολίτης που γύριζε αδέσποτος εντός και εκτός Αττικής, μα πάνω απ’ όλα φιλόσοφος performer με απαράμιλλο ταλέντο στην πανηγυρική γελοιοποίηση και διάλυση κάθε αξίας και θεσμού τής οργανωμένης κοινωνίας…
Δυο λόγια για την ιστορία του
Συνειδητός αυνανιστής σε δημόσιους χώρους, ενίοτε μέχρι και στη μέση της αθηναϊκής Αγοράς , ο Διογένης ο Κυνικός (ή Κύων), γνωστός κι ως ο Διογένης ο Σινωπεύς, ήταν Έλληνας φιλόσοφος, που γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου περίπου το 412 π.Χ. (σύμφωνα με άλλες πηγές το 399 π.Χ.) και θεωρείται ο κυριότερος εκπρόσωπος της Κυνικής Φιλοσοφίας.
Εξορισμένος από τη Σινώπη του Πόντου για αδιευκρίνιστους ακόμη λόγους, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ως πολιτικός εξόριστος το 370π.Χ., διαμένοντας εκεί τους χειμώνες, επιλέγοντας για τα καλοκαίρια την Κόρινθο.
Μαθητής του Αντισθένη, διαπρεπούς μαθητή του Σωκράτη, ο Διογένης ξεπέρασε το δάσκαλό του σε φήμη και προσκόλληση στον κυνικό τρόπο ζωής, καταφέρνοντας έτσι να θεωρηθεί το αρχέτυπο των Κυνικών: με έμβλημά τους τον Κύνα (τον σκύλο), διατείνονταν ότι διέφεραν από τους άλλους σκύλους, διότι εκείνοι δεν δάγκωναν τους εχθρούς αλλά τους φίλους, για να τους διορθώσουν…
Ο Διογένης πίστευε πως ο άνθρωπος είναι από τη Φύση εφοδιασμένος με όλα όσα χρειάζεται και δεν έχει ανάγκη από περιττά πράγματα. Μόνος του δημιουργεί για τον εαυτό του πλήθος τεχνητές ανάγκες και επιθυμίες, που τελικά τον υποδουλώνουν. Για τον Διογένη μόνο η ικανοποίηση των φυσικών αναγκών οδηγεί στην ευτυχία και καμία σωματική ανάγκη δεν μπορεί να θεωρηθεί ανήθικη, αφού η φύση τις δημιουργεί όλες.
Ωστόσο, οι φυσικές ανάγκες μπορούν να δαμαστούν με την άσκηση, δηλαδή με το να ασκεί κάποιος το σώμα του, ώστε να περιορίζονται οι ανάγκες του στο ελάχιστο δυνατό. Αυτό θα βοηθήσει τον άνθρωπο να αποκτήσει αυτάρκεια: όσο πιο λίγες και απλές είναι οι ανάγκες του, τόσο πιο εύκολα θα μπορεί να τις ικανοποιεί. Εξού και η εικασία ότι ενδεχομένως να αποτελεί τον πατέρα του …βιολογικού μινιμαλισμού: Less is more!
Λάβρος αρνητής του Πολιτισμού και του Νόμου, των ανθρώπινων δηλαδή προϊόντων που αντιβαίνουν στο αντικειμενικό κύρος της Φύσης, χρησιμοποιούσε τον αστεϊσμό και τα λογοπαίγνια για να πλήξει τους ρήτορες αντιπάλους του, βγάζοντάς τους έτσι νοκ—άουτ.
Εκ πεποιθήσεως άκληρος, δεν δημιούργησε ποτέ δική του οικογένεια και θεωρούσε τον εαυτό του «πολίτη του κόσμου». Οι Αθηναίοι αγαπούσαν τον Διογένη για την ετοιμότητα και την ευφυΐα του, με τις οποίες απαντούσε σε κάθε ερώτηση που του έκαναν, καθώς και για τον αδυσώπητο και τραχύ τρόπο με τον οποίο έσκωπτε τα κακώς έχοντα στην κοινωνία.
Σ’ εκείνον αποδίδονται και τα ακόλουθα επεισόδια και αποφθέγματα, κάποια εκ των οποίων είναι ίσως επινοήσεις των μεταγενέστερων θαυμαστών του:
ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ
Ο Διογένης είχε συλληφθεί αιχμάλωτος και κατάληξε στα δουλοπάζαρα. Ο δουλέμπορος δεν τον άφηνε να καθίσει, γιατί ήθελε να βλέπει ο κόσμος την «πραμάτεια» του. Ο Διογένης τότε του είπε: «Δεν έχει σημασία η στάση, γιατί και τα ψάρια όπως και να στέκονται το ίδιο πωλούνται».
Ο Ξενιάδης, πλούσιος αριστοκράτης της εποχής είδε τον Διογένη και θέλησε να τον αγοράσει. Συζήτησε με τον δουλέμπορο και ο δουλέμπορος πλησίασε τον Διογένη και του είπε, «Αυτός ενδιαφέρεται να σε αγοράσει, τί δουλειά ξέρεις να κάνεις να του πω;».
Ο Διογένης του απάντησε: «Ανθρώπων άρχειν», και συμπλήρωσε: «Φώναξε μήπως κάποιος θέλει δούλο για αφεντικό». Η φράση αυτή ενός δούλου που δήλωνε «άρχων ανθρώπων» άρεσε στον Ξενιάδη που χαμογέλασε και τον αγόρασε, αφού αντιλήφθηκε τις δύο έννοιες που με οξυδέρκεια έθεσε ο Διογένης, «διοικώ τους ανθρώπους και διδάσκω στους ανθρώπους αρχές».
Ο Ξενιάδης ανέθεσε στον Διογένη την διδασκαλία των παιδιών του, και έτσι ο Διογένης έμεινε στο Κράθειον, ένα προάστιο της Κορίνθου.
Οι φίλοι του Διογένη θέλησαν να τον ελευθερώσουν (από δούλο του Ξενιάδη) και εκείνος τους απεκάλεσε ανόητους, γιατί όπως είπε: «Τα λιοντάρια δεν είναι δούλοι αυτών που τα τρέφουν, αλλά αυτοί που τρέφουν τα λιοντάρια είναι δούλοι των λιονταριών, αφού ο φόβος χαρακτηρίζει τους δούλους, ενώ τα θηρία προκαλούν φόβο στους ανθρώπους».
Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν στη Κόρινθο θέλησε να γνωρίσει τον Διογένη και έστειλε ένα υπασπιστή του να τον βρει στο Κράθειο και να του τον φέρει. Ο υπασπιστής βρήκε τον Διογένη και του είπε, «Ζητάει ο Βασιλεύς Αλέξανδρος να σε δει».
Ο Διογένης απάντησε: «Εγώ δεν θέλω να τον δω. Εάν θέλει αυτός ας έρθει να με δει». Και όντως ο Αλέξανδρος πήγε να δει τον Διογένη. Τον πλησιάζει ο Αλέξανδρος και του λέει, «Είμαι ο Αλέξανδρος ο Βασιλεύς».
Ο Διογένης ατάραχος απαντά: «Κι εγώ είμαι ο Διογένης ο Κύων». Ο Μέγας Αλέξανδρος απορεί και του λέει, «Δεν με φοβάσαι;». Ο Διογένης απαντά: «Και τί είσαι; Καλό ή κακό;».
Ο Αλέξανδρος μένει σκεπτικός. Δεν μπορεί ένας Βασιλεύς να πει ότι είναι κακό, και άμα είναι καλό, γιατί κάποιος να φοβάται το καλό; Αντί να απαντήσει ο Αλέξανδρος τον ρωτάει εκ νέου, «Τί χάρη θες να σου κάνω;»
και ο Διογένης ξανά με λογοπαίγνιο απαντά: «Αποσκότησόν με». (=βγάλε με δηλαδή από το σκότος, την λήθη, και δείξε μου την αλήθεια). Με το έξυπνο λογοπαίγνιο του Διογένη, η απάντηση του μπορεί και να εννοηθεί και ως «Μη μου κρύβεις τον ήλιο», καθώς οι κυνικοί πίστευαν πώς η ευτυχία του ανθρώπου βρίσκεται στη λιτότητα, στη ζεστασιά του ήλιου και δεν έχει ανάγκη κανείς από τα υλικά πλούτη.
Μόλις το άκουσε αυτό ο Αλέξανδρος, λέγεται πως είπε το περίφημο, «Εάν δεν ήμουν Αλέξανδρος, θα ήθελα να ήμουν Διογένης»…
Όταν ο Πλάτων τον είδε μια μέρα να γευματίζει μονάχα με ψωμί κι ελιές, δεν κρατήθηκε και τον πείραξε λέγοντας, «Αν είχες πάει στο Διονύσιο, δεν θα ‘τρωγες τώρα ελιές».
Ο Διογένης όμως δεν του τη χάρισε: «Αν έτρωγες κι εσύ ελιές, δε θα χρειαζόταν να πας στον Διονύσιο» (Ο Διονύσιος ήταν ο τύραννος των Συρακουσών, κι ο Πλάτων είχε πάει κοντά του προσπαθώντας να εφαρμόσει στην πράξη τις ιδέες που είχε διατυπώσει στην «Πολιτεία» του).
Ο Διδύμων, ένας οφθαλμίατρος της εποχής, εξέταζε το μάτι μιας κοπέλας. Ο Διογένης τον είδε. Γνωρίζοντας λοιπόν ο Διογένης ότι ο Διδύμων ήταν τύπος ερωτύλος, κοινώς γυναικάς, του λέει: «Πρόσεξε, Διδύμονα, μήπως εξετάζοντας τον οφθαλμό, διαφθείρεις την κόρη».
Ήταν ο Διογένης καλεσμένος σε ένα γεύμα και πήγε στο λουτρό για να πλυθεί πριν φάει. Αλλά το λουτρό είναι πολύ βρώμικο. Δεν παραπονιέται, δεν λέει «είναι βρώμικο το λουτρό», αλλά μετά ρωτάει: «Οι εδώ λουόμενοι πού πλένονται κατόπιν;».
Όταν ο Διογένης ρωτήθηκε πού είδε ενάρετους σύμφωνα με τις αρχές του άνδρες, αποκρίθηκε: «Άνδρες πουθενά, στη Σπάρτη όμως, είδα μερικά παιδιά».
Ο Διογένης καυτηρίαζε τον πόλεμο με τον δικό του ιδιότυπο τρόπο: οι Κορίνθιοι προετοιμάζονταν πυρετωδώς για να πολεμήσουν τον Φίλιππο της Μακεδονίας και για να μη φανεί ότι ο Διογένης μένει άπρακτος, πήρε κι αυτός το πιθάρι του και άρχισε να το τσουλάει πάνω —κάτω…
Θέλησε κάποτε να πειράξει ένα ευνούχο μοχθηρό τύπο, γιατί έβλεπε τις πράξεις του και είχε ακούσει γι’ αυτόν. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν πάνω από την θύρα της οικίας τους ένα θυρεό. Αυτό ήταν ένα σήμα ή ρητό που διάλεγαν ως σύμβολο για τη ζωή τους.
Ο κακός αυτός άνδρας είχε βάλει άνωθεν της πόρτας του το εξής ρητό: «Μηδέν κακόν εισίτω» (=να μην περάσει αυτή την πόρτα κακό κανένα). Και ο Διογένης χτύπησε τότε την πόρτα και ρώτησε: «Άρα, ο οικοδεσπότης από πού θα μπαίνει;».
Όταν ρωτήθηκε ποιανού ζώου το δάγκωμα είναι το χειρότερο, λέγεται πως απάντησε: «Ανάμεσα στα άγρια του συκοφάντη κι ανάμεσα στα ήμερα του κόλακα».
Καλλιεργώντας χιούμορ με έμπνευση το Διογένη
Ο καλύτερος τρόπος να διαχειριζόμαστε τους ανθρώπους που μας επιτίθενται ή μας κριτικάρουν είναι με χιούμορ και ετοιμολογία. Οι αρχαίοι έλληνες φιλόσοφοι ήταν μοναδικοί σε αυτό. Έχουν μείνει στην ιστορία ατάκες τους που μας εμπνέουν ακόμα και σήμερα. Συνεχίζοντας το άρθρο για το Διογένη τον Κυνικό ας γνωρίσουμε και άλλες σπαρταριστές τους ατάκες που έγραψαν ιστορία…
Μια μέρα, ενώ συζητούσε επί σοβαρού θέματος κι ελάχιστοι τον άκουγαν, άρχισε να σφυρίζει· τότε, καθώς πλήθος μαζεύτηκε αμέσως γύρω του, κι εκείνος τότε τους επέπληξε λέγοντας: «Εσείς σπεύδετε με όλη σας τη σοβαρότητα όταν ακούτε ανοησίες, αλλά είστε πολύ αργοί και περιφρονητικοί όταν το θέμα είναι σοβαρό».
Όταν κάποιος του είπε, «Οι περισσότεροι άνθρωποι γελούν μαζί σου», η απάντησή του ήταν: «Πιθανόν κι οι γάιδαροι να γελούν μ’ εκείνους· αλλά όπως δεν τους νοιάζει αυτούς για τα γαϊδούρια, ούτε και μένα με νοιάζει γι’ αυτούς».
Ο Μέγας Αλέξανδρος κάποτε θέλησε να πειράξει τον Διογένη και αφού έλεγε ότι ήταν Κύων, του έστειλε ένα πιάτο κόκαλα. Μετά, όταν τον συνάντησε τον Διογένη, τον ρώτησε, «Σου άρεσε, κύον, το δώρο μου;». Ο Διογένης του απάντησε: «Το έδεσμα ήταν άξιο για σκύλο, αλλά το δώρο δεν ήταν καθόλου άξιο για βασιλέα».
Όταν κάποιος είπε στον Διογένη, «Γέρασες, κοίτα να ξεκουραστείς», αυτός απάντησε: «Αν έπαιρνα μέρος σε αγώνα δρόμου, προς το τέλος θα έπρεπε να χαλαρώσω αντί να επιταχύνω;».
Μια μέρα παρακολουθούσε κάποιον να παίζει κιθάρα. Ο κιθαρωδός ήταν ηρακλείων διαστάσεων και πολύ αγριωπός, το δε παίξιμό του είχε τα μαύρα του τα χάλια. Όλοι οι ακροατές αποδοκίμαζαν τον «καλλιτέχνη» και μονάχα ο Διογένης τον χειροκροτούσε. Όταν οι άλλοι τον ρώτησαν απορημένοι γιατί, εκείνος απάντησε: «Διότι τηλικούτος ων κιθαρωδεί και ου ληστεύει» (=επειδή παρά το πώς είναι οπτικά ο άνθρωπος αυτός, παίζει κιθάρα και δεν ληστεύει).
Όταν είδε ένα μουσικό να χορδίζει την άρπα, του είπε: «Δεν ντρέπεσαι να δίνεις στο ξύλο εναρμονισμένους ήχους, τη στιγμή που απέτυχες να εναρμονίσεις την ψυχή με τη ζωή σου;».
Όταν είδε ένα μουσικό να χορδίζει την άρπα, του είπε : «Δεν ντρέπεσαι να δίνεις στο ξύλο εναρμονισμένους ήχους, τη στιγμή που απέτυχες να εναρμονίσεις την ψυχή με τη ζωή σου;».
Στην αγορά της Αθήνας τον έβρισε ένας φαλακρός. Ο Διογένης απάντησε: «Εγώ ου λοιδορώ αλλά τας τρίχας επαινώ, ότι κρανίου κακού απηλλάγησαν». (=εγώ δεν θα σε βρίσω, αλλά θα παινέψω τις τρίχες σου, που εγκατέλειψαν ένα τέτοιο κρανίο).
Τον καιρό που ο Διογένης ζούσε στην Κόρινθο, μεσουρανούσε εκεί η περίφημη εταίρα Λαΐς. Ήταν τόσο όμορφη που κατά τον Προπέρτιο «όλη η Ελλάδα έλιωνε από πόθο μπροστά στην πόρτα της», ενώ ο Αρισταίνετος γράφει πως «τα στήθη της ήταν σαν κυδώνια» και κατά τον Αθήναιο πολλοί ζωγράφοι την είχαν ως πρότυπο. Δεν ήταν όμως μόνο πανέμορφη, ήταν πολύ μορφωμένη, καλλιεργημένη και πάμπλουτη.
Φυσικά είχε σχέσεις με τους επιφανέστερους και πλουσιότερους Έλληνες, που συνέρρεαν στην Κόρινθο για να τη «γνωρίσουν», με τη βιβλική σημασία του ρήματος. Ανάμεσα στους πελάτες της ήταν και ο μαθητής του Σωκράτη Αρίστιππος, ιδρυτή της ηδονιστικής σχολής. Ο Αρίστιππος ήταν άνθρωπος ρεαλιστής και όταν κάποιοι του είπαν πως η Λαΐδα δεν τον αγαπούσε, αυτός απάντησε, «Και τα ψάρια και το κρασί δε με αγαπάνε, εγώ όμως τα απολαμβάνω».
Ο Διογένης στην αρχή δεν έδινε καμιά σημασία στη Λαΐδα και όταν κάποιος φίλος του τον ρώτησε γιατί δεν την επισκέπτεται, αυτός απάντησε: «Ουκ ωνέομαι εγώ δεκακισχιλίων μίαν μεταμέλειαν» (=δεν αγοράζω με δέκα χιλιάδες δραχμές κάτι για το οποίο θα μετανιώσω). Η Λαΐς μαθαίνοντας το περιστατικό, πειράχτηκε κι αποφάσισε να τιμωρήσει τον φιλόσοφο που καταφρονούσε τη γοητεία της. Κατάφερε να τον πλησιάσει και του υποσχέθηκε μιαν ερωτική νύχτα μαζί της δωρεάν.
Ο Διογένης —τι είχε να χάσει;— συμφώνησε. Η Λαΐδα όμως τον υποδέχτηκε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο και στη θέση της είχε βάλει μια κακάσχημη υπηρέτριά της, από την οποία τελικά ο φιλόσοφος δέχτηκε τις θωπείες που του είχε υποσχεθεί η Λαΐς. Το άλλο πρωί διαπίστωσε το πάθημά του, το οποίο η εταίρα φρόντισε να το μάθει όλη η Κόρινθος. Ο Διογένης όμως απτόητος τής το ανταπέδωσε στα ίσα λέγοντας: «Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή Λαΐς» (=στο σκοτάδι όλες οι γυναίκες είναι ίδιες).
Μια φορά ο Διογένης βρέθηκε σε μια συντροφιά, όπου όλοι έπλητταν θανάσιμα από την απαγγελία ενός ποιητή. Βλέποντας να προβάλει το λευκό στο τέλος του ειληταρίου που κρατούσε ο ποιητής, ο Διογένης είπε: «Κουράγιο, φίλοι! Βλέπω στεριά»…
Όταν ο φιλόσοφος Διογένης είδε μια γυναίκα κρεμασμένη σε μια ελιά αναφώνησε: «Μακάρι να έβγαζαν όλα τα δέντρα τέτοιους καρπούς!».
Κάποιος καλοτύχιζε τον Καλλισθένη, γιατί ζούσε ωραία κοντά στον Μέγα Αλέξανδρο. Ο Διογένης τότε του είπε: «Κακότυχος είναι όποιος προγευματίζει και δειπνεί όποτε αρέσει στον Αλέξανδρο».
Μια φορά άναψε μέρα μεσημέρι έναν λύχνο και κρατώντας τον τριγύριζε στους δρόμους της Αγοράς. Κι όταν ρωτήθηκε γιατί το κάνει αυτό, έδωσε τη γνωστή περίφημη απάντησή του: «Άνθρωπον ζητώ».
Μια μέρα ο Διογένης πήγε στο θέατρο, όταν η παράσταση είχε τελειώσει και ο κόσμος έβγαινε έξω. Αντίθετα με το πλήθος που έβγαινε έξω, αυτός προσπαθούσε ν’ ανοίξει δρόμο και να μπει μέσα. Κι όταν τον ρώτησαν γιατί πάει αντίθετα, αυτός απάντησε: «Σε όλη μου τη ζωή αυτό εξασκούμαι να κάνω».
Όταν είδε μια μέρα ένα παιδί να πίνει νερό με τη χούφτα του χεριού του, έβγαλε καθώς λένε το κύπελλο με το οποίο έπινε νερό και το πέταξε αναφωνώντας: «Παιδίον με νενίκηκεν ευτελεία!» (=ένα παιδί με ξεπέρασε στη λιτότητα).
Ο Διογένης κάποτε στεκόταν μπροστά σ’ ένα άγαλμα ζητώντας του …ελεημοσύνη. Όταν τον ρώτησαν γιατί το κάνει αυτό, εκείνος απάντησε: «Μελετώ αποτυγχάνειν» (=εξασκούμαι στην αποτυχία).