Ο άνθρωπος δεν έχει γνώση της αλήθειας - Μισέλ ντε Μονταίν - Point of view

Εν τάχει

Ο άνθρωπος δεν έχει γνώση της αλήθειας - Μισέλ ντε Μονταίν





Είναι άραγε στο χέρι του ανθρώπου να βρει αυτό που ψάχνει; 


Αυτή η αναζήτηση της αλήθειας στην οποία ο άνθρωπος έχει εμπλακεί εδώ και τόσους αιώνες, τον πλούτισε μήπως με κάποια νέα ισχύ ή κάποια σταθερή αλήθεια; 

Τώρα επιτέλους είναι η ώρα να δούμε αυτό το ζήτημα.


Πιστεύω πως ο άνθρωπος θα μου ομολογήσει, αν μιλήσει με καθαρή συνείδηση, ότι όλη κι όλη η ωφέλεια που αποκόμισε από μια τόσο μακρόχρονη αναζήτηση, είναι πως έμαθε να αναγνωρίζει την αδυναμία του. 

Την αμάθεια, που από φυσικού υπήρχε μέσα μας, με την μακρόχρονη μελέτη, την επιβεβαιώσαμε και την αποδείξαμε. 

Συνέβη στους πραγματικά μορφωμένους ανθρώπους αυτό που συμβαίνει στα στάχυα· όλο και ψηλώνουν, όλο και τραβούν κατά πάνω, με το κεφάλι όρθιο και περήφανο, όσο είναι άδεια· όμως, όταν είναι γεμάτα και φουσκωμένα από ώριμα σπυριά, αρχίζουν να γέρνουν και να χαμηλώνουν τις κεραίες. 

(ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ)




Κατά τον ίδιο τρόπο, καθώς οι άνθρωποι προσπάθησαν και βυθομέτρησαν τα πάντα, δίχως να έχουν βρει (σε αυτόν το σωρό γνώσης και αποθήκευσης τόσων ποικίλων πραγμάτων) τίποτα ογκώδες και σταθερό και τίποτε άλλο εκτός από ματαιότητα, αποτίναξαν την οίησή τους και αναγνώρισαν τη φυσική τους κατάσταση.

Η μομφή που ο Βέλλειος αποδίδει στον Κόττα και στον Κικέρωνα είναι ότι είχαν μάθει από τον φιλόσοφο Φίλωνα πως δεν είχαν μάθει τίποτα.

Ο Φερεκύδης, ένας των επτά σοφών, γράφοντας στον Θαλή την ώρα που έβγαινε η πνοή του, λέει: 

“Έδωσα εντολή στους δικούς μου, αφού με θάψουν, να σου φέρουν τα κείμενά μου· αν ικανοποιούν τόσο εσένα όσο και τους άλλους σοφούς, δημοσίευσέ τα· αν όχι, εξαφάνισέ τα· δεν περιέχουν καμία βεβαιότητα που να ικανοποιεί εμένα τον ίδιο. 

Έτσι, δεν επαγγέλλομαι ότι γνωρίζω την αλήθεια και ότι την έφτασα. 

Περισσότερο αποκαλύπτω τα πράγματα, παρά τα ανακαλύπτω” 

(ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΗΣ, ΦΕΡΕΚΥΔΗΣ).



Ο σοφότερος άνθρωπος που υπήρξε ποτέ ο Σωκράτης, όταν ρωτήθηκε τι ήξερε, απάντησε ότι ένα πράγμα ήξερε, ότι δεν ήξερε τίποτα. 

Επιβεβαίωνε με αυτό τον τρόπο το λεγόμενο ότι το μεγαλύτερο κομμάτι αυτού που ξέρουμε είναι μικρότερο από το ελαχιστότατο κομμάτι αυτών που αγνοούμε.


Με λίγα λόγια, αυτά ακριβώς που νομίζουμε ότι ξέρουμε είναι ένα κομμάτι, πολύ μικρό μάλιστα, της άγνοιάς μας.

Ξέρουμε τα πάντα στο όνειρό μας, λέει ο Πλάτων, και τα αγνοούμε στην πραγματικότητα.

Όλοι σχεδόν οι Αρχαίοι είπαν πως τίποτα δεν μπορούμε να καταλάβουμε, τίποτα ν’ αντιληφθούμε, τίποτα να μάθουμε: οι αισθήσεις μας είναι περιορισμένες, η νόηση μας αδύναμη, ο βίος μας βραχύς.

(ΚΙΚΕΡΩΝ)


Για τον ίδιο τον Κικέρωνα, που στη μάθηση όφειλε όλη του την αξία, ο Βαλέριος λέει ότι στα γεράματά του είχε αρχίσει να μην έχει σε εκτίμηση τα γράμματα. 

Και όσον καιρό ασχολιόταν με το γράψιμο, το έκανε δίχως καμία δέσμευση έναντι καμίας φιλοσοφικής σχολής, ακολουθώντας ό,τι του φαινόταν πιθανό, πότε στη μια σχολή, πότε στην άλλη, παραμένοντας όμως διαρκώς υπό [τον περιορισμό] της αμφιβολίας [που δίδασκε η Πλατωνική] Ακαδημία: 

Πρέπει να μιλήσω, έτσι όμως που σε τίποτα να μην είμαι κατηγορηματικός· θα ψάξω τα πάντα, αμφιβάλλοντας για τα περισσότερα και δυσπιστώντας έναντι του εαυτού μου. 

(ΚΙΚΕΡΩΝ)


Θα μου ήταν πανεύκολη υπόθεση να περιοριζόμουν να εξετάσω τον άνθρωπο στη συνηθισμένη του κατάσταση και χονδρικά. 

Θα ήμουν δικαιολογημένος να το κάμω, σεβόμενος τον κανόνα του ανθρώπου, που κρίνει τη αλήθεια όχι από το βάρος των ψήφων, αλλά από τον αριθμό. 

 Ας αφήσουμε λοιπόν στην άκρη τον λαό.

Που ροχαλίζει ξυπνητός 
που η ζωή του νεκρή είναι, ας ζει κι ας βλέπει, 










που δεν έχει συνείδηση του εαυτού του, που διόλου δεν κρίνει τον εαυτό του, που αφήνει σε απραξία τις περισσότερες φυσικές του ιδιότητες. 


Θέλω να πάρω τον άνθρωπο στο ανώτατο επίπεδό του. 



















Ας εξετάσουμε αυτόν το μικρό αριθμό έξοχων και διαλεκτών ανθρώπων, που προικισμένοι με όμορφα και ξεχωριστά φυσικά προσόντα, τα όξυναν και τα ενίσχυσαν ακόμα περισσότερο με φροντίδα, μελέτη και τέχνη και τα ανέβασαν στο ψηλότερο σημείο σοφίας που μπορεί να φτάσουν.



















 Δούλεψαν τις ψυχές τους με τρόπους που τις κρατούν ανοιχτές από κάθε πλευρά προς κάθε κατεύθυνση, τις στήριξαν με τη συνδρομή κάθε εξωτερικής βοήθειας που τους ταίριαζε και τις πλούτισαν και στόλισαν με όλα όσα μπόρεσαν να δανειστούν προς όφελός τους, από τα μέσα και τα έξω του κόσμου. 



















Σε αυτούς τους ανθρώπους βρίσκεται η ύψιστη μορφή της ανθρώπινης φύσης. 



















Αυτοί τακτοποίησαν τον κόσμο με θεσμούς και νόμους, αυτοί δίδαξαν τον κόσμο με τις τέχνες και τις επιστήμες τους και τον δίδαξαν επιπλέον με το παράδειγμα της θαυμαστής ηθικής τους ακεραιότητας. 



















Δεν θα λάβω υπόψη μου άλλο από τη μαρτυρία και εμπειρία τέτοιων ανθρώπων. 



















Ας δούμε ως που έφτασαν και σε ποια συμπεράσματα κατέληξαν.



















Τις ασθένειες και μειονεξίες που θα βρούμε σε τέτοια ομήγυρη, ο κόσμος θα μπορεί με παρρησία να ομολογήσει πως είναι δικές του.


(ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ)










Όποιος κάτι ψάχνει, καταλήγει στο σημείο να λέει πως το βρήκε ή πως δεν μπορεί να βρεθεί ή πως ακόμα το αναζητάει. 

(ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)


Όλη η φιλοσοφία χωρίζεται σε αυτά τα τρία είδη. 

Σκοπός της είναι να ψάξει για την αλήθεια, την γνώση, τη βεβαιότητα. 

Οι Περιπατητικοί, οι Επικούρειοι, οι Στωικοί και άλλοι νόμισαν πως την βρήκαν. 

Αυτοί θεμελίωσαν τις επιστήμες που έχουμε αποδεχτεί και ανέπτυξαν τη γνώση τους στο βαθμό της βεβαιότητας. 

Ο Κλιτόμαχος, ο Καρνεάδης και οι φιλόσοφοι της Ακαδημίας απελπίστηκαν κατά την αναζήτησή τους και έκριναν πως η αλήθεια δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή με τις δυνάμεις που διαθέτει ο άνθρωπος. 

Η κατάληξή τους είναι [η αναγνώριση] της ανθρώπινης αδυναμίας και άγνοιας. 

Αυτή η σχολή είχε τους περισσότερους οπαδούς και τους ευγενέστερους θιασώτες.



Ο Πύρρων και οι άλλοι Σκεπτικοί ή Επέχοντες, που τα δόγματά τους αρκετοί αρχαίοι θεώρησαν πως προέρχονται από τον Όμηρο, τους Επτά Σοφούς, τον Αρχίλοχο, τον Ευριπίδη και στους οποίους συγκαταλέγουν τον Ζήνωνα, τον Δημόκριτο, τον Ξενοφάνη, λένε πως ακόμα αναζητούν την αλήθεια. 

Αυτοί κρίνουν πως οι φιλόσοφοι που νομίζουν ότι τη βρήκαν, λαθεύονται από άκρη σε άκρη. 

Και προχωρώντας περισσότερο προσθέτουν ότι η δεύτερη κατηγορία, δηλαδή οι φιλόσοφοι που είναι σχεδόν βέβαιοι πως οι ανθρώπινες δυνάμεις δεν είναι ικανές να φτάσουν την αλήθεια, πάσχουν από αναισχυντία και ματαιοδοξία. 

Γιατί ο καθορισμός του μέτρου της δύναμής μας, της γνώσης και κρίσης της δυσκολίας των πραγμάτων είναι σπουδαία και υπέρτατη γνώση, για την οποία αμφιβάλλουν πως ο άνθρωπος είναι ικανός.


Όποιος νομίζει πως τίποτα δεν ξέρουμε, αγνοεί επίσης αν ξέρουμε αρκετά για να υποστηρίξουμε πως τίποτα δεν ξέρουμε.

(ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ)



Η άγνοια που γνωρίζει τον εαυτό της, κρίνει τον εαυτό της και καταδικάζει τον εαυτό της, δεν είναι ολοσχερής άγνοια: για να είναι ολοσχερής άγνοια, πρέπει να μην ξέρει τον ίδιο της τον εαυτό. 

Κατά συνέπεια, οι δεδηλωμένες αρχές των Πυρρωνιστών είναι να ταρακουνούν κάθε πεποίθηση, να αμφιβάλλουν περί των πάντων και να ψάχνουν, δίχως να είναι βέβαιοι για τίποτα, δίχως να εγγυώνται τίποτα.



Αυτή λοιπόν η κριτική θέση [των Πυρρωνιστών], ολόισα και άκαμπτη, καθώς δέχεται τα πάντα δίχως να προσεταιρίζεται τίποτα και σε τίποτα να μη συναινεί, τους οδηγεί στην Αταραξία, που είναι ειρηνικός και ήρεμος κανόνας ζωής, απαλλαγμένης από τους κλυδωνισμούς που δεχόμαστε εξαιτίας του αποτυπώματος που επιβάλλουν οι γνώμες και της γνώσης της πραγματικότητας, που νομίζουμε ότι έχουμε. 

(ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)



Από αυτή [την εντύπωση] γεννιούνται ο φόβος, η φιλαργυρία, ο φθόνος, τα υπερβολικά πάθη, η φιλοδοξία, η υπερηφάνεια, η δεισιδαιμονία, η αγάπη του νεωτερισμού, η ανταρσία, η ανυπακοή, η ξεροκεφαλιά και τα περισσότερα από τα σωματικά κακά.

 Έτσι, οι Πυρρωνιστές απαλλάσσονται μάλιστα από τη φανατική άμιλλα υποστήριξης των δογμάτων τους, δεδομένου ότι συζητούν με πολύ μαλακό τρόπο και διόλου δεν φοβούνται την αντίκρουση των λόγων τους.

 Όταν λένε πως τα βαριά πράγματα πηγαίνουν κατά κάτω, θα ένιωθαν μεγάλη λύπη, αν κάποιος τους πίστευε· και ψάχνουν την αντιλογία για να δημιουργήσουν την αμφιβολία και τον κριτικό μετεωρισμό, που είναι ο σκοπός τους. 

Δεν προβάλλουν τις προτάσεις τους παρά για να καταπολεμήσουν εκείνες που νομίζουν ότι πιστεύουμε.

 Αν δεχτείτε την πρότασή τους, εξίσου πρόθυμα θα διαλέξουν να υποστηρίξουν την αντίθετη: όλα τους είναι ένα· δεν έχουν καμία προτίμηση. 

Αν καθορίζετε πως το χιόνι είναι μαύρο, επιχειρηματολογούν αντιστρόφως πως είναι άσπρο. 

Αν λέτε πως δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, είναι δουλειά τους να υποστηρίξουν πως είναι και τα δύο.

 (ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ)


Αν με σίγουρη κρίση επιμένετε πως δεν ξέρετε τίποτα από αυτά, θα σας ισχυριστούν ότι τα ξέρετε. 

Μάλιστα! 

Και αν βεβαιώνετε πως η αμφιβολία σας είναι αξίωμα, θα φροντίσουν να αντιπαραβάλλουν ότι δεν αμφιβάλλετε ή πως δεν μπορείτε να κρίνετε και να ορίσετε πως αμφιβάλλετε. 

Και ωθώντας την αμφιβολία στα άκρα σείονται τα ίδια της τα θεμέλια, όποτε ξεχωρίζουν και αποδεσμεύονται από αρκετές άλλες [φιλοσοφικές] θεωρίες, ακόμα και από εκείνες που διδάσκουν ποικιλοτρόπως την αμφιβολία και την άγνοια.


Τόσο πιο ελεύθεροι κι ανεξάρτητοι, όσο η δύναμή τους για κρίση είναι ακέραια. 

Δεν είναι πλεονέκτημα να βρίσκεται κανείς αποδεσμευμένος από την ανάγκη που βάζει χαλινό στους άλλους; 

Δεν αξίζει περισσότερο να κρατιέσαι σε εκκρεμότητα παρά να μπερδεύεσαι στα τόσα σφάλματα που δημιούργησε η ανθρώπινη φαντασία; 

Δεν αξίζει περισσότερο να μεταθέτεις σε ένα απροσδιόριστο μέλλον στη προσκόλλησή σου στα πράγματα παρά να ανακατεύεσαι σε φατρίες που ερίζουν και στασιάζουν; 

“- Τι θα έπρεπε να διαλέξω;
 – Ότι σας αρέσει, αρκεί να διαλέξετε!” 



Να μια ανόητη απάντηση, στην οποία ωστόσο φαίνεται πως καταλήγει κάθε είδος δογματισμού και η οποία μας απαγορεύει να μην ξέρουμε ό,τι δεν ξέρουμε.





Ο Μισέλ ντε Μονταίν (επίσης Μοντέν, Μονταίνι και Μονταίνιος, γαλλ. Michel Eyquem de Montaigne, 28 Φεβρουαρίου 1533 – 13 Σεπτεμβρίου 1592) ήταν Γάλλος δοκιμιογράφος. Θεωρείται ο τελευταίος ουμανιστής της Αναγέννησης αλλά και θεμελιωτής ενός ιδιόμορφου σκεπτικισμού επηρεασμένου από τον ακαδημαϊκό σκεπτικισμό του Πλάτωνα και του Πύρρωνα. Η ιδιομορφία του σκεπτικισμού του έγκειται στη διδασκαλία της πιστιοκρατίας, σύμφωνα με την οποία οι θεμελιώδεις αλήθειες δεν είναι δυνατόν να αποδειχτούν μέσω του ορθολογισμού, αλλά είναι δυνατόν να τις συλλάβει κανείς μέσω της πίστης. Ο Μονταίν υποστήριξε την αδυναμία του λόγου να αποκαλύψει την αλήθεια, κάτι που γίνεται μόνο με τη χάρη του θεού.




Βαθύς γνώστης της λατινικής γραμματείας ο Μονταίν είχε ως πρότυπά του τον Σενέκα, τον Κάτωνα και γνώριζε πολύ καλά τις μεταφράσεις του Σέξτου Εμπειρικού. Εμπνεύστηκε από αυτά τα πρότυπα και έγινε ιδιότυπος σκεπτικιστής.

Ο σκεπτικισμός του Μονταίν ωστόσο, δε χαρακτηρίζεται από την άρνηση κάθε θεμελιακής γνώσης όπως συμβαίνει με τον σκεπτικισμό του Ρενέ Ντεκάρτ αργότερα, αλλά πηγάζει από ένα ζωντανό, διαρκώς εν εγρηγόρσει, ερευνητικό πνεύμα, το οποίο προσπαθεί να φωτίσει όλες τις παραμέτρους που καθορίζουν τη φύση και τη συμπεριφορά του ανθρώπου, όλα τα βιώματα που προέρχονται από την καθημερινή ζωή, από τις προσωπικές εμπειρίες και τα επακόλουθα «υποκειμενικά» συμπεράσματα. Ο Μονταίν δεν έχει αμφιβολίες μόνο για τις βάσεις των διαφόρων απόψεων. Αμφιβάλλει και για τα δικά του συμπεράσματα, γεγονός που τον ώθησε στην πορεία της ζωής του να αλλάζει τις προγενέστερες απόψεις του. Αμφιβάλλοντας και αλλάζοντας πρωτεϊκά[ασαφές] τις διαμορφωμένες αντιλήψεις του αποφεύγει τον δογματισμό και ωθείται στην ελευθερία της σκέψης.

Επηρεασμένος από τις αρχές του ορθολογισμού ο Μονταίν κατέγραψε τις κριτικές παρατηρήσεις του και δημιούργησε ένα νέο λογοτεχνικό ύφος, ένα κράμα επιστημονικού και δημιουργικού πνεύματος, το δοκίμιο. Τα δοκίμια που συνέγραψε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, μεταβάλλονταν και εμπλουτίζονταν διαρκώς με νέες ιδέες και απόψεις, θεμέλιο των οποίων υπήρξε η κριτική του κόσμου στον οποίο έζησε. Βέβαια, αντικείμενο της κριτικής του δεν είναι μόνο οι σύγχρονοί του, ή οι τάσεις της εποχής του, αλλά και ο ίδιος ο εαυτός του, «[..]ἐπανέρχομαι στις ἀτέλειές μου καί σταματάω σε αὐτές συχνότερα».

Ο Μονταίν αφιέρωσε τη ζωή του στην αναζήτηση της αλήθειας. Παρόλο που εμπνεύστηκε από τα πρότυπα του ουμανισμού, ωστόσο, μίλησε σαφώς για την ατέλεια του ανθρώπινου νου, κάτι που οι προκάτοχοί του ουμανιστές απέφυγαν να πράξουν. Το ουμανιστικό ιδανικό μιας πλήρους παιδείας στη συγκεκριμένη περίοδο φαινόταν ανέφικτο πλέον, ενώ παράλληλα είχε ατονήσει πλέον η ιδέα μιας αυστηρής και λόγιας προσήλωσης στην εξειδικευμένη γνώση. Ο Μονταίν διασαφήνισε ότι η γνώση για τον κόσμο δε μπορεί να πηγάζει από καμιά εκ των προτέρων διδασκαλία, αλλά πρέπει να στηρίζεται στην προσωπική εμπειρία και κρίση. Αυτή είναι κατά τον φιλόσοφο και η μόνη εγγύηση για την εξαγωγή βέβαιων συμπερασμάτων. Η αναζήτηση της αλήθειας γινόταν για τον Μονταίν μέσω της διαλογικής συζήτησης, άλλοτε με τον εαυτό του και άλλοτε με τους άλλους.

Στο έργο του Μονταίν υπάρχουν αναφορές στην κλασική γραμματεία, μέσω των οποίων διακρίνονται και οι επιρροές του. Επίσης, χρησιμοποίησε τα έργα των Σωκράτη, Αντισθένη, Πλάτωνα, Κικέρωνα και άλλων, προκειμένου να τεκμηριώσει τις θέσεις του. Εν τούτοις ο Μονταίν δεν ταυτίζεται με τον κλασικισμό. Αντίθετα καυτηριάζει και επικρίνει ξεκάθαρα τόσο το ρεύμα του κλασικισμού όσο και του μπαρόκ. Θεωρεί ότι η χρήση της γλώσσας όσο επιτηδευμένη και αν είναι, αν δεν οδηγεί σε νέα συμπεράσματα, είναι χωρίς περιεχόμενο και λόγο ύπαρξης.





Αποφθέγματα – Γνωμικά – Ρήσεις

«Βρήκα πως η καλύτερη αρετή μου είναι ένα είδος παραλλαγής κάποιου ελαττώματός μου.»

«Δεν έχει καμιά σπουδαιότητα για μένα σε ποια θρησκεία πιστεύουν ο γιατρός και ο δικηγόρος μου. Οι αντιλήψεις των ανθρώπων δεν έχουν τίποτε κοινό με το αίσθημα της φιλίας που μας ενώνει μαζί τους.»

«Είδε ποτέ κανείς γέρο που να μην επαινεί τα παλιά χρόνια και να μην κατακρίνει τα καινούρια;»

«Ένας άντρας δεν εγκαταλείπει εύκολα την επιδίωξή του, επειδή συνάντησε άρνηση. Αρκεί η άρνηση να μην προήλθε από λόγους αρετής, αλλά από λόγους επιλογής.»

«Έτσι μίλησε ένας παλιός καπετάνιος στον Ποσειδώνα, σε μια μεγάλη φουρτούνα: Ω Θεέ! Μπορείς να με σώσεις, αν το θελήσεις. Στο χέρι σου πάλι είναι να μ’ αφανίσεις, αν το θελήσεις. Είτε το ένα κάνεις είτε το άλλο, μάθε πως ατάραχα θα κυβερνάω το πλοίο.»

«Η ακολασία μοιάζει με το άγριο θηρίο. Στην αρχή είναι τρομερό, με τον καιρό εξημερώνεται.»

«Η ευγένεια είναι μια επιστήμη μεγάλης σπουδαιότητας. Μοιάζει με την ανθρώπινη ομορφιά και χάρη, που θέλγει στην πρώτη θέα, και που οδηγεί σε μεγαλύτερη οικιότητα και φιλία.»

«Η ισχυρογνωμοσύνη και η θερμοκεφαλιά είναι τα πιο σίγουρα κριτήρια της βλακείας.»

«Ο άνθρωπος είναι ένας καταπληκτικός τρελός. Ενώ δεν μπορεί ούτε ένα σκουλήκι να φτιάσει, φτιάνει δεκάδες θεούς.»

«Οι αρχές της συνειδήσεως, που οι άνθρωποι υποστηρίζουν πως πηγάζουν από τη φύση, προέρχονται από τα έθιμα.»

«Οι πιο γενναίοι, συχνά, είναι οι πιο άτυχοι.»

Υπάρχουν ήττες πιο θριαμβευτικές από νίκες.

Προτιμώ τη συντροφιά χωρικών, γιατί δεν έχουν μορφωθεί αρκετά για να επιχειρηματολογούν λανθασμένα.

Ξέρω πολύ καλά από τι τρέχω να ξεφύγω, αλλά δεν ξέρω τι ψάχνω να βρω.

Όποιος έμαθε να πεθαίνει, ξέμαθε να είναι δούλος.

Η ανυπομονησία ποτέ δεν εξασφαλίζει επιτυχία.

Τίποτα δεν είναι τόσο ακλόνητα πιστευτό, όσο αυτό που γνωρίζουμε λιγότερο.

Μπορεί να είμαστε μορφωμένοι χάρη στη μόρφωση κάποιου άλλου, σοφοί ωστόσο μπορούμε να είμαστε μονάχα χάρη στη δική μας σοφία

Δεν υπάρχει πιο ταπεινωτική απάντηση από την περιφρονητική σιωπή.

Όποιος φοβάται να υποφέρει, υποφέρει ήδη απ’ αυτό που φοβάται.

Η αδιαμφισβήτητη απόδειξη σοφίας είναι η συνεχώς καλή διάθεση.

Όσο ψηλά κι αν κάθεται κανείς, κάθεται στον πισινό του.

Ας μην ντρεπόμαστε να πούμε αυτό που δεν ντρεπόμαστε να σκεφτούμε.

Η ανυπομονησία ποτέ δεν εξασφαλίζει επιτυχία.

Τα εύφορα χωράφια παράγουν στείρα πνεύματα.


Πρέπει να είσαι πάντα έτοιμος φορώντας τις μπότες σου για να φύγεις γι’ αλλού.

Que sai-je? μτφρ: Τι ξέρω;





Πηγή:
Αντιφωνίες


via

Pages