Όταν όμως εξέτασα τη γένεση της ίδιας της οργής, παρατήρησα πως οι άνθρωποι ρέπουν προς την οργή ο καθένας από διαφορετικές αιτίες, όλοι σχεδόν όμως έχουν την πεποίθηση ότι περιφρονούνται ή παραμελούνται.
Γι’ αυτό πρέπει να βοηθήσουμε όσους πασχίζουν ν’ αποφύγουν την οργή, απομακρύνοντας όσο γίνεται την πράξη που ξυπνάει την οργή απ’ οποιαδήποτε υποψία περιφρόνησης ή θρασύτητας και αποδίδοντας τη στην άγνοια ή στην ανάγκη ή στο συναίσθημα ή σε ατύχημα.
Όπως λέει ο Σοφοκλής:
ούτε της λογικής το χάρισμα, βασιλιά, μένει
στους δυστυχισμένους, αλλά μακριά τους φεύγει·
έτσι ο Αγαμέμνων αποδίδει την αρπαγή της Βρισηίδας σε θεϊκή τρέλα, και “θέλει να επανορθώσει, λύτρα αμέτρητα δίνοντας”.
(ΟΜΗΡΟΣ)
Πραγματικά, η ικεσία είναι πράξη ανθρώπου που δεν περιφρονεί· και όταν εκείνος που έχει αδικήσει φανεί να ταπεινώνεται, διαλύει κάθε εντύπωση περιφρόνησης.
Όμως ο οργισμένος δεν πρέπει να περιμένει τέτοια ταπεινότητα, αλλά ν’ ακολουθεί το παράδειγμα του Διογένη, που, όταν κάποιος του είπε:
“Σε κοροϊδεύουν, Διογένη”,
εκείνος απάντησε:
“Εγώ όμως δεν κοροϊδεύομαι”,
και δεν πρέπει να νιώθει καταφρονεμένος, αλλά να καταφρονεί μάλλον τον άνθρωπο που τον προσβάλλει σαν να ενεργεί από αδυναμία [ή σφάλμα], από προπέτεια ή απερισκεψία ή έλλειψη ελεύθερου φρονήματος, από έλλειψη επίγνωσης επειδή είναι πολύ γέρος ή πολύ νέος.
Με κανένα τρόπο, όμως, δεν πρέπει να εκδηλώνεται τέτοια στάση απέναντι στους δούλους ή τους φίλους· και τούτο γιατί οι δούλοι παίρνουν μεγάλο θάρρος από τον ακέραιο χαρακτήρα μας και οι φίλοι από την αγάπη μας, και μας αψηφούν και οι δύο, όχι επειδή είμαστε ανίσχυροι ή αποτυχημένοι αλλά εξαιτίας της επιείκειας ή της φιλικής διάθεσής μας.