Δεκαήμερο - Point of view

Εν τάχει

Δεκαήμερο



 Η επιδημία του 1348, έδωσε στον Βοκκάκιο το σκηνικό για το Δεκαήμερο. 

  Σήμερα, που τα μέτρα περιορισμού έχουν αγριέψει, μια και η πανδημία δεν έχει ακόμα καταλαγιάσει, νομίζω πως είναι η κατάλληλη στιγμή να παρουσιάσω ένα απόσπασμα από το Δεκαήμερο.

  Το έργο του Βοκκάκιου έχει τεράστια σημασία, διότι είναι το πρώτο πεζό λογοτεχνικό έργο σε νεότερη ευρωπαϊκή γλώσσα, σε μια εποχή που οι λόγιοι έγραφαν λατινικά. Είναι και το πρώτο νεότερο μυθιστόρημα, αν και στην πραγματικότητα πρόκειται για συλλογή από ανεξάρτητες ιστορίες. Πάντως, άσκησε τεράστια επιρροή στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία.

O Ιωάννης Βοκκάκιος (1313-1375) έγραψε το Δεκαήμερο στα αμέσως επόμενα χρόνια μετά την επιδημία του 1348. Το 1352 το είχε τελειώσει. Καθώς η Φλωρεντία δοκιμάζεται από την πανούκλα, εφτά γυναίκες της καλής τάξης αποσύρονται στην εξοχή σε μια έπαυλη που έχει μείνει έρημη, μαζί με τρεις νεαρούς. Για να περάσει η ώρα, διηγούνται ιστορίες: κάθε μέρα μία ή ένας από τους δέκα χρίζεται βασίλισσα ή βασιλιάς της ημέρας και ορίζει το θέμα που θα έχουν οι ιστορίες. Στη συνέχεια το κάθε μέλος της δεκαμελούς συντροφιάς αφηγείται μια ιστορία και στο τέλος ο βασιλιάς ή η βασίλισσα κάνει μιαν ανακεφαλαίωση. Δέκα μέρες επί δέκα αφηγητές, εκατό ιστορίες.

Οι ιστορίες του Δεκαημέρου συχνά είναι ευτράπελες, απηχούν λαϊκές διηγήσεις, πολλές έχουν θέμα τον έρωτα ή την απιστία, άλλες παρουσιάζουν έξυπνα κόλπα με τα οποία ο ήρωας μπόρεσε να βγει από μια δύσκολη θέση ή δίνουν ένα ηθικό δίδαγμα κτλ.

Το Δεκαήμερο έχει μεταφραστεί πολλές φορές στα ελληνικά αλλά δεν ξέρω αν υπάρχει στο εμπόριο αυτή τη στιγμή κάποια έκδοσή του. Τα κείμενα που εγώ θα παρουσιάσω σήμερα προέρχονται από την δίτομη έκδοση από τα Γράμματα σε μετάφραση του μεγάλου τεχνίτη Κοσμά Πολίτη.

Διάλεξα να παρουσιάσω την εισαγωγή, όπου ο Βοκκάκιος περιγράφει την επιδημία της πανούκλας στη Φλωρεντία. Σταματάω αμέσως πριν από το σημείο όπου γνωρίζουμε τις εφτά ηρωίδες.

Και για να μην μείνουμε με την πικρή γεύση, προσθέτω μιαν ευτράπελη ιστορία απιστίας, την 7η ιστορία της 7ης ημέρας, από την οποία καθιερώθηκε σε διάφορες γλώσσες η έκφραση «κερατάς, δαρμένος κι ευχαριστημένος».

  ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΜΕΡΑΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟΥ

  Ο συγγραφέας εκθέτει για ποιο λόγο συγκέντρωσε ορισμένα πρόσωπα που δε θ’ αργήσουν να εμφανι­στούν. Ύστερα, κάτω από την ηγεμονία της Παμπινέας, καθένα από τούτα τα πρόσωπα καταπιάνεται με το θέμα που του είναι περισσότερο αγαπητό.

Κάθε φορά, χαριτωμένες αναγνώστριες, που στοχάζομαι πόσο ευαίσθητο, από την ίδια του τη φύση, είναι το φύ­λο σας, λέω μέσα μου πως τούτο το βιβλίο θα σας κάνει στην αρχή οδυνηρή εντύπωση. Η θανατηφόρα πανού­κλα, που έχει περάσει τώρα πια, μα που η θύμησή της εί­ναι τόσο θλιβερή για όσους έχουν δει ή έχουν πληροφορηθεί το ρήμαγμα που είχε κάνει — αυτή είναι η προμε­τωπίδα του βιβλίου μου. Όμως δε θα ‘θελα η φρίκη να σας εμποδίσει να προχωρήσετε. Μη νομίζετε πως τούτο το ανάγνωσμα θα συνεχιστεί μέσα στα δάκρυα και τους στεναγμούς. Ο βραχνάς της αρχής; Φανταστείτε ένα βου­νό, που οι κακοτράχαλες πλαγιές του ορθώνονται μπρο­στά στους ταξιδιώτες· μα εκεί πλάι απλώνεται ένας κάμ­πος, που η ομορφιά του θέλγει και μαγεύει τόσο περισ­σότερο, όσο δυσκολότερο ήταν το σκαρφάλωμα και το κατηφόρισμα. Αν η θλίψη γειτονεύει με την ευθυμία, οι συμφορές σκορπούν σαν έρχεται η χαρά. Αυτή τη σύν­τομη στενοχώρια (τη λέω σύντομη γιατί πιάνει μονάχα μερικές αράδες) τη διαδέχονται αμέσως η γλύκα κι η ευ­χαρίστηση που σας υποσχέθηκα πιο πάνω και που, δί­χως καμιά υποχρέωση από μέρους μου, η εισαγωγή δε σας επιτρέπει καθόλου να ελπίζετε. Αχ! Αν μπορούσα να σας οδηγήσω εκεί όπου επιθυμώ, ακολουθώντας ένα δρό­μο διαφορετικό από το τραχύ μονοπάτι που σας προτεί­νω, θα το ’κανα μ’ όλη μου την καρδιά. Αλλά πώς μπο­ρώ, δίχως να αναφερθώ σ’ εκείνη τη συμφορά, να εξηγή­σω την προέλευση των όσων θα διαβάσετε παρακάτω; Η ανάγκη με κάνει ν’ αποφασίσω αυτό τον πρόλογο.



Είχε φτάσει κιόλας το σωτήριο έτος 1348 της καρπο­φόρας ενσάρκωσης του Υιού του Θεού, όταν, στη Φλω­ρεντία, ωραιότερη ανάμεσα στις περιφημότερες πόλεις της Ιταλίας, χύμηξε άγρια η θανατερή επιδημία. Η πανούκλα, είτε στάθηκε έργο της αστρικής επιρροής, είτε αποτέλεσμα των παρανομιών μας, οπότε ο Θεός, μέσα στον δίκαιο θυμό Του, την ξαπόλυσε πάνω στους ανθρώπους για να τιμωρήσει τα κρίματά μας, πάντως είχε εκδηλωθεί, μερικά χρονιά πρωτύτερα, στις χώρες της Ανα­τολής και είχε γίνει αιτία να χαθούν αμέτρητες ανθρώπι­νη ζωές. Ύστερα, ασταμάτητα, πλησιάζοντας ολοένα, είχε απλωθεί, για την κακή μας τύχη, προς τη Δύση. Κά­θε προφύλαξη αποδείχτηκε ατελέσφορη. Άδικα οι δημοτικοί υπάλληλοι καθάρισαν την πόλη από τις στοιβαγμέ­νες ακαθαρσίες. Άδικα απαγόρεψαν την είσοδο κάθε αρ­ρώστου στην πόλη και πολλαπλασίασαν τις διατάξεις περί υγιεινής. Άδικα προσφύγανε —και όχι μια και δυο φορές, χίλιες φορές— στις παρακλήσεις και τις προσευ­χές που συνηθίζονται στις λιτανείες, καθώς και στις άλ­λες, που ο κάθε πιστός αναπέμπει στο Θεό. Κανένα απο­τέλεσμα. Από τις ανοιξιάτικες κιόλας μέρες της χρονιάς που προανέφερα, η φριχτή θεομηνία άρχισε ξαφνικά τις φοβερές καταστροφές της.

Εδώ, όμως, δεν ήταν όπως στην Ανατολή, όπου η αι­μορραγία της μύτης ήταν σίγουρο σημάδι αναπόφευκτου θανάτου. Σ’ εμάς, στην αρχή της επιδημίας, τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες, φανερώνονταν κάτι οιδή­ματα στους βουβώνες ή στη μασχάλη: άλλα γίνονταν με­γάλα σαν ένα συνηθισμένο μήλο, άλλα σαν αυγό, άλλα λίγο μεγαλύτερα ή λίγο μικρότερα. Ο κοσμάκης τα ’λεγε «βουβώνες». Ύστερα, από τα δυο μέρη όπου είχαν εμφα­νιστεί στην αρχή, οι βουβώνες δεν άργησαν, για να σπείρουν το θάνατο, να βγαίνουν σε οποιοδήποτε μέρος του κορμιού. Έπειτα, τα συμπτώματα της αρρώστιας εξε­λίχθηκαν σε βούλες μαύρες ή ωχρές, που σε πολλούς εμ­φανίζονταν στα μπράτσα, στα μεριά και σε διάφορα άλ­λα σημεία, άλλοτε μεγάλες και αραιές, άλλοτε πυκνές και μικρές. Όπως ο βουβώνας ήταν στην αρχή —κι εξα­κολουθούσε να ’ναι— ένδειξη βέβαιου θανάτου, το ίδιο ήταν και για όσους είχαν αυτές τις βούλες. Όσο για τη θεραπεία της αρρώστιας, δεν υπήρχε αποτελεσματικό φάρμακο για να γίνει καλά ο άρρωστος ή για να ξαλαφρώσει κάπως. Ο χαρακτήρας της αρρώστιας να ’ταν τέ­τοιος; Να ’φταιγαν οι γιατροί; Ξέχωρα από τους διπλωματούχους γιατρούς, ξεφύτρωναν σε απίστευτα μεγάλο αριθμό ένα σωρό άντρες και γυναίκες, που έκαναν το γιατρό δίχως να ’χουν καθόλου ιατρικές γνώσεις. Να ’ταν η αμάθειά τους ανίκανη να ανακαλύψει τη ρίζα ταυ κακού και να βρει το κατάλληλο φάρμακο; Πάντως, οι θεραπείες ήταν σπάνιες, και μέσα σε τρεις μέρες από τό­τε που εμφανίζονταν τα συμπτώματα, γρηγορότερα ή αρ­γότερα, ανάλογα με την περίπτωση, αλλά γενικά δίχως πυρετό και δίχως άλλη φανερή ενόχληση, πέθαιναν όλοι σχεδόν όσοι προσβάλλονταν.

Η επιδημία επιδεινώθηκε από το γεγονός πως οι άρρω­στοι, από την καθημερινή επαφή τους με τους υγιείς, τους μόλυναν κι αυτούς. Το ίδιο συμβαίνει και με τη φω­τιά, που θρέφεται από όσες ξερές ή λιπαρές ύλες βρί­σκονται εκεί κοντά. Αυτό που είχε συμβάλει στη διάδο­ση της συμφοράς, δεν ήταν μονάχα πως ο συγχρωτισμός και η συνομιλία με τους αρρώστους τη μετέδιδαν στους υγιείς, προκαλώντας το θάνατό τους, αλλά και το ότι η επαφή με τα ρούχα ή με ό,τι είχαν αγγίξει οι πανουκλιασμένοι, φαινόταν να μεταδίδει την αρρώστια. Ακούστε τώρα το θαύμα που θα σας διηγηθώ. Κι αν δεν το ’χα δει, όπως και πολλοί άλλοι, με τα ίδια μου τα μάτια, δύσκο­λα θα τολμούσα να το πιστέψω, κι ακόμα περισσότερο να το γράψω, έστω κι αν το ‘χα ακούσει από αξιόπιστα πρόσωπα. Η αρρώστια μεταδιδόταν από τον έναν στον άλλο με τόση ένταση και φυσικότητα, που όχι μονάχα η μόλυνση είχε διάφορες παραλλαγές από άνθρωπο σε άν­θρωπο, αλλά εμφανιζόταν κι ένα φαινόμενο περισσότερο εκπληκτικό, που διαπιστώθηκε μάλιστα πολλές φορές. Αν ένα αντικείμενο, που ανήκε σ’ έναν άρρωστο ή σ’ ένα θύμα της πανούκλας, τύχαινε να το αγγίξει ένα πλάσμα δίχως καμιά σχέση με το ανθρώπινο είδος, αυτό το πλά­σμα όχι μονάχα προσβαλλόταν, αλλά και πέθαινε σύντο­μα. Ορίστε, ανάμεσα σε άλλα, τι είδαν τα μάτια μου — σας το ‘χω πει πιο πάνω— μια μέρα. Είχαν πετάξει στον δημόσιο δρόμο τα κουρέλια κάποιου δύστυχου που είχε πεθάνει από την επιδημία. Δυο χοίροι έπεσαν πάνω τους —το ’χουν συνήθειο αυτά τα ζώα— τα ποδοπάτη­σαν, τα ‘πιασαν με τα δόντια τους, έτριψαν πάνω τα μου­σούδια τους. Σχεδόν αμέσως, θαρρείς και δηλητηριάστη­καν, κι οι δυο τους φανερώνουν σημάδια ζαλάδας και πέ­φτουν νεκροί πάνω στα κουρέλια που είχαν τραβολογήσει για το χαμό τους.

Αυτά τα επεισόδια, και πολλά άλλα του ίδιου χαρα­κτήρα, αν όχι και χειρότερα, γέννησαν σε όσους ήταν ακόμα ζωντανοί, κάθε λογής φανταστικούς πανικούς. Και όλοι οι πανικοί κατέληγαν στο ίδιο αξιοθρήνητο αποτέλεσμα: να φεύγει ο κόσμος μακριά από τους αρρώστους και το περιβάλλον τους. Στη σκέψη όλων, αυτό ήταν το μόνο μέσον για να σωθούν.

Μερικοί φαντάζονταν πως μια ζωή λιτή και αποχής από κάθε περιττό επιβαλλόταν για την καταπολέμηση μιας τόσο φοβερής επιδημίας. Σχημάτιζαν λοιπόν μια παρέα και ζούσαν μακριά απ’ όλους τους άλλους. Συγκεντρωμένοι και κλεισμένοι μέσα σε σπίτια όπου δεν υπήρχαν άρρωστοι κι όπου η ζωή περνούσε ευχάριστα έτρωγαν με μέτρο ελαφρά φαγητά κι έπιναν εξαίσια κρα­σιά, απέφευγαν κάθε ευκαιρία κραιπάλης και ακολασίας, δεν άφηναν κανέναν να τους μεταδώσει νέα απ’ έξω σχετικά με την αρρώστια ή με θανάτους, και αρκούνταν να περνούν την ώρα τους με μουσική ή με όποια άλλη δια­σκέδαση μπορούσαν.

Άλλοι περνούσαν διαφορετική ζωή: να παραδίνονται αχαλίνωτα στο πιοτό και στις ηδονές, να τριγυρνούν στην πόλη γλεντώντας και με το τραγούδι στα χείλια, να ικανοποιούν όσο περισσότερο μπορούν τα πάθη τους, να γελούν και να παίρνουν στο αστείο τα πιο θλιβερά γεγο­νότα — αυτό ήταν, κατά τη γνώμη τους, το πιο σίγουρο φάρμακο γι’ αυτή τη φριχτή αρρώστια. Για να περάσουν από μια τέτοια θεωρία στην πράξη, πήγαιναν μέρα νύχτα από ταβέρνα σε ταβέρνα, πίνοντας δίχως ντροπή και μέ­τρο. Μα ήταν πολύ χειρότερα στις ιδιωτικές κατοικίες, φτάνει να ‘βρισκαν αφορμή για γλέντι. Άλλωστε, τίποτα δεν ήταν ευκολότερο. Έχαναν κάθε ελπίδα πως θα ζήσουν, κι άφηναν στο έλεος της τύχης και τα αγαθά τους και τον εαυτό τους. Τα περισσότερα σπίτια κατάντησαν «μπάτε, σκύλοι, αλέστε», ξένοι είχαν εγκατασταθεί σαν αφεντικά, και εννοείται πως, κοντά στη σκαιότητα της διαγωγής τους, απέφευγαν πάση θυσία και τους πανουκλιασμένους. Αλίμονο! Μες στη μεγάλη θλίψη και τη συμφορά όπου βούλιαζε η πόλη μας, το κύρος και η επι­βολή των θεϊκών και των ανθρώπινων νόμων είχε ολότελα θρυμματιστεί και καταρρεύσει. Οι θεματοφύλακες και οι λειτουργοί του νόμου, ή άρρωστοι ήταν ή είχαν πεθάνει ή είχαν τόσο μεγάλη έλλειψη από βοηθούς, που τους ήταν αδύνατον να ενεργήσουν. Ο καθένας λοιπόν ήταν ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει.

Κοντά σ’ αυτούς που έβαζαν σε πράξη τις δυο μεθόδους ζωής που προανέφερα, πολλοί υιοθετούσαν έναν μέσο όρο. Φροντίζοντας λιγότερο από τους πρώτους να περιορίσουν το φαγητό τους, δεν παραδίνονταν ωστόσο στην κατάχρηση του πιοτού και στην κραιπάλη των δεύτερων. Δίχως τίποτα να στερούνται, έβαζαν κανονισμό στις επιθυμίες τους Αντί να κλείνονται στα σπίτια τους, κυκλοφορούσαν στα περίχωρα, κρατώντας στα χέρια τους είτε λουλούδια είτε αρωματικά βοτάνια είτε διάφορα μπαχαρικά. Τα ’φερναν συχνά στα ρουθούνια τους κι έκριναν καλό να προφυλάγουν τον εγκέφαλό τους ρουφώντας τις μυρωδιές, επειδή η ατμόσφαιρα ήταν μολυσμένη από τη δυσωδία των πτωμάτων, των αρρώστων και των γιατρικών. Μερικοί εκδήλωναν περισσότερη απονιά, αλλά ίσως περισσότερη σύνεση. Έλεγαν πως η ασφαλέστερη εγγύηση κατά της μόλυνσης ήταν η φυγή. Έχοντας αυτή την πεποίθηση, δε φρόντιζαν παρά μονάχα για τον εαυτό τους, και πολλοί άντρες και γυναίκες παρατούσαν την πόλη, τους συγγενείς τους, την κινητή και ακίνητη περιουσία τους, κι έφευγαν για τις γειτονι­κές επαρχίες ή, τουλάχιστον, για τα περίχωρα της Φλω­ρεντίας. Να πίστευαν άραγε πως η οργή του Θεού, οπλι­σμένη με τούτη τη μάστιγα, δε θα τους ανακάλυπτε όπου κι αν πήγαιναν, για να χτυπήσει τις παρανομίες των αν­θρώπων; Και πως, μια κι ο Θεός είχε ξαπολύσει την ορ­γή Του, θα περιοριζόταν να τιμωρήσει μονάχα όσους εί­χαν μείνει πίσω από τα τείχη της Φλωρεντίας; Μπορεί όμως και να φαντάζονταν πως κανένας δε θ’ απόμενε και πως η τελευταία τους ώρα είχε φτάσει.

Αν δεν πέθαιναν αναγκαστικά επειδή είχαν κανονίσει τη ζωή τους σύμφωνα με τη μια ή την άλλη μέθοδο, ωστόσο δε γλίτωναν όλοι από τη μοίρα τους. Όποια κι αν ήταν η θεωρία τους, πολλούς χτυπούσε το κακό, όπου κι αν βρίσκονταν. Πριν αρρωστήσουν, οι ίδιοι είχαν δώ­σει το παράδειγμα σ’ αυτούς που ήταν ακόμα υγιείς. Τώ­ρα, λοιπόν, κείτονταν κι αυτοί εδώ κι εκεί, εγκαταλειμ­μένοι, περιμένοντας το θάνατο. Είναι άραγε ανάγκη να προσθέσω πως οι πολίτες απέφευγαν ο ένας τον άλλο και πως κανένας δε νοιαζόταν για το γείτονά του; Επισκέ­ψεις ανάμεσα σε συγγενείς, αν υποθέσουμε πως γίνον­ταν, ήταν σπάνιες και σε αραιά διαστήματα. Η συμφορά είχε τόσο πολύ κατατρομάξει άντρες και γυναίκες, που ο αδερφός παρατούσε τον αδερφό, ο θείος τον ανιψιό, η αδερφή τον αδερφό, συχνά, μάλιστα, η γυναίκα τον άντρα της. Ορίστε ακόμα κάτι φοβερό και σχεδόν απίστευτο: οι πατέρες και οι μητέρες, σαν να μην ήταν πια δικά τους τα ίδια τους τα παιδιά, απέφευγαν να πηγαί­νουν να τα δουν και να τα βοηθήσουν. Οι άρρωστοι κι από τα δυο φύλα -και ήταν αμέτρητοι— δεν έβρισκαν άλλο αποκούμπι από τη στοργή των φίλων (αλλά πόσο λίγοι είχαν αυτή την ευτυχία!) ή από την απληστία κάποιου υπηρέτη. Οι πελώριες αμοιβές τραβούσαν άντρες και γυναίκες, που μίσθωναν τις υπηρεσίες τους. Ήταν άνθρωποι με άξεστους τρόπους και οι περισσότεροι δεν ήξεραν τη δουλειά τους. Οι υπηρεσίες τους περιορίζον­ταν στο να δίνουν στους άρρωστους ό,τι ζητούσαν ή να τους παραστέκονται στην ώρα του θανάτου. Να προσθέ­σω κι ότι, για να προσποριστούν αυτό το κέρδος, έβρι­σκαν συχνά και οι ίδιοι το θάνατο.

Καθώς οι γειτόνοι, οι συγγενείς και οι φίλοι εγκατέλειπαν τους αρρώστους και καθώς σπάνιζαν οι υπηρέτες, επικράτησε μια συνήθεια άγνωστη ως τότε. Όταν αρρώσταινε μια κυρία, όσο κι αν ήταν κομψευόμενη, όμορφη κι από μεγάλο τζάκι, δεν έπαιρνε υπόψη τον άντρα που είχε στην υπηρεσία της, είτε γέρος ήταν είτε νέος. Φτά­νει να το απαιτούσε κάπως η αρρώστια της, και του φα­νέρωνε οποιοδήποτε μέρος του κορμιού της, σαν να ’χε μπροστά της μια γυναίκα. Πιθανόν, μια τέτοια αφροντι­σιά να γινόταν ύστερα, σε όσες γιατρεύονταν, η απαρχή για πιο ακόλαστα ήθη. Όσο γι’ αυτούς που τους άφηναν στην τύχη τους, πολλοί θα μπορούσε να ’χαν σωθεί αν βρισκόταν κάποιο πονετικό χέρι να τους βοηθήσει. Με τους αρρώστους δίχως την κατάλληλη περιποίηση και με την επιδημία να φουντώνει αδιάκοπα, τόσο πολλοί άνθρωποι πέθαιναν νύχτα μέρα, που έμενες μ’ ανοιχτό το στόμα σαν άκουγες να το λένε, κι ακόμα περισσότερο σαν το ’βλεπες με τα μάτια σου. Τέλος, σαν αποτέλεσμα της ανάγκης, επικράτησαν έθιμα αντίθετα μ’ εκείνα που συνηθίζονταν πρωτύτερα στην πόλη.

Ήταν συνήθεια -μια συνήθεια που διατηρείται ακόμα και τώρα- οι ξαδέλφες ή οι γειτόνισσες του νεκρού να μαζεύονται στο σπίτι του για να ενώσουν τα δάκρυα τους με τα δάκρυα πιο στενών συγγενών. Από την άλλη, οι γειτόνοι -και αρκετοί άλλοι πολίτες— συγκεντρώνον­ταν μαζί με την οικογένεια μπροστά στο σπίτι του νε­κρού. Πήγαιναν και οι κληρικοί, ανάλογα με την κοινω­νική τάξη του μακαρίτη. Ύστερα, πρόσωπα από την ίδια κοινωνική τάξη τον φορτώνονταν στους ώμους, και η νεκρική πομπή, μετά ψαλμών και λαμπάδων, τον μετέφερε στην εκκλησία που είχε διαλέξει ο ίδιος πριν πεθάνει. Μα όταν η επιδημία άρχισε να φουντώνει, παράτησαν αυτές τις συνήθειες ολοκληρωτικά ή κατά μεγάλο μέρος. Άλλες συνήθειες τις αντικατέστησαν. Πολλοί πέθαιναν δίχως να ’χουν γύρω τους πολυάριθμη γυναικεία συντρο­φιά. Πολλοί, μάλιστα, πέθαιναν έρημοι και μονάχοι. Και πολύ σπάνιοι ήταν εκείνοι που δεν τους έλειπαν οι σπα­ραχτικοί θρήνοι και τα πικρά δάκρυα των δικών τους. Σε αντάλλαγμα, ακούγονταν τα γέλια και τα αστεία κάποιος περαστικής παρέας γλεντζέδων. Οι γυναίκες, γενικά, ξε­χνώντας τη φυσική τους ευλάβεια και φροντίζοντας μο­νάχα για την υγεία τους, βολεύονταν περίφημα με την καινούργια συνήθεια. Και πολύ σπάνιοι ήταν εκείνοι που το ξόδι τους το συνόδευαν δέκα με δώδεκα νομάτοι πάνω κάτω. Δεν ήταν τίποτα έντιμοι και γνωστοί πολί­τες, αλλά κι εγώ δεν ξέρω τι λογής νεκροθάφτες, που προέρχονταν από τον όχλο, λέγονταν πεθαμενατζήδες, και οι υπηρεσίες τους ήταν πληρωτικές. Άδραχναν το φέρετρο και με γρήγορο βήμα το μετέφεραν, όχι στην εκκλησία που είχε ορίσει ο μακαρίτης πριν πεθάνει, αλ­λά στην πιο κοντινή. Πέντ’ έξι παπαδοπαίδια προπο­ρεύονταν, κρατώντας μια λεπτή λαμπάδα, που έλειπε κι αυτή ολότελα κάποιες φορές. Με τη βοήθεια των πεθαμενατζήδων και δίχως τη νεκρώσιμη ακολουθία να τρα­βάει σε μάκρος ή σ’ επισημότητα, κατέβαζαν στα γρήγο­ρα το φέρετρο στον πρώτο αδειανό τάφο που έβρισκαν μπροστά τους.

Ο λαουτζίκος, ίσως κι ένα μεγάλο μέρος από τη με­σαία τάξη, παρουσίαζε ένα θέαμα της πιο φριχτής εξα­θλίωσης. Η φτώχεια ή κάποια αόριστη απαντοχή κρα­τούσε τους περισσότερους στα σπίτια τους. Δεν ξεμά­κραιναν καθόλου από τη γειτονιά τους, και κάθε μέρα έπεφταν άρρωστοι κατά χιλιάδες. Δίχως καμιά βοήθεια, δίχως καμιάς λογής εξυπηρέτηση, πέθαιναν, σαν να λέ­με, ανελέητα. Μερικοί ξεψυχούσαν, νύχτα ή μέρα, μες στο δρόμο· και πολλοί άλλοι, αν και πέθαιναν στο σπίτι τους, ανάγγελναν στους γειτόνους το θάνατό τους με την μπόχα που ανάδιναν οι αποσυνθεμένες σάρκες τους. Η πόλη ξεχείλιζε από τούτα τα πτώματα κι από τα πτώματα άλλων που πέθαιναν παντού.

Ο τρομερός κίνδυνος που συνεπαγόταν η αποσύνθεση των πτωμάτων, καθώς και η στοργή της οικογένειας απέναντι στο μακαρίτη, υπαγόρευε γενικά στους γειτόνους την ακόλουθη συμπεριφορά: μονάχοι τους ή, αν ήταν δυνατόν, με τη βοήθεια μερικών βαστάζων, έβγαζαν τα πτώματα από τα σπίτια και τ’ αράδιαζαν μπροστά στις πόρτες. Αν έκανες μια βόλτα εκεί γύρω — προπάντων το πρωί- θα ‘βρισκες αμέτρητα πτώματα. Ύστερα έφερναν τα φέρετρα, Κι αν τα φέρετρα δεν ήταν αρκετά, τοποθετούσαν τους νεκρούς πάνω σε τάβλες. Πολλά νεκροσέντουκα χρησίμευαν για να κουβαλήσουν δυο και τρεις μα­ζί. Συχνά, πάνω στις ίδιες τάβλες ήταν πλαγιασμένο ένα αντρόγυνο, δυο τρία αδέρφια, πατέρας και γιος ή κάποιο ανάλογο ζευγάρι. Ποιος θα μπορούσε να πει πόσες φο­ρές, σε μια κηδεία, τρία ή τέσσερα φέρετρα που τα σήκωναν βαστάζοι, πήγαιναν πίσω από δυο παπάδες με το σταυρό στο χέρι; Ενώ οι παπάδες νόμιζαν πως είχαν μο­νάχα έναν νεκρό να θάψουν, έβρισκαν έξι ή οχτώ μαζί, κάποιες φορές και περισσότερους. Αλλά τους δύστυχους δεν τους τιμούσαν, ανάλογα, με δάκρυα, με λαμπάδες ή με συνοδεία. Το γεγονός καταντούσε τόσο κοινό και συ­νηθισμένο, ώστε κανείς δε νοιαζόταν για το θάνατό τους περισσότερο απ’ ό,τι θα νοιαζόταν σήμερα για το θάνατο μιας κατσίκας. Κι αυτό που η συνηθισμένη σειρά της ζωής κι ο σιγανός ρυθμός των συμφορών μας δεν είχαν μπορέσει να κάνουν τους μυαλωμένους ανθρώπους να υπομένουν αγόγγυστα, το μέγεθος της συμφοράς, όπως έγινε τότε ολοφάνερο, έκανε ως και τους απλοϊκούς να το πάρουν ξέγνοιαστα.

Με το πλήθος των πτωμάτων, όπως είπα πιο πάνω, που τα μετέφεραν κάθε μέρα και σχεδόν κάθε ώρα σ’ όλες τις εκκλησίες, τα νεκροταφεία δεν επαρκούσαν για όλους τους ενταφιασμούς, προπάντων αν ήθελαν, σύμφωνα με το παλιό έθιμο, να παραχωρήσουν στον καθένα μια θέση αποκλειστικά δική του. Και καθώς όλοι οι τάφοι ήταν γεμάτοι, έσκαβαν, στα νεκροταφεία που συνέχονταν με τις εκκλησίες, λάκκους πολύ βαθιούς, κι εκεί μέσα βόλευαν, εκατοστές εκατοστές, τους νεοφερμένους. Όπως μέσα στο αμπάρι ενός καραβιού στοιβάζουν στρώσεις στρώσεις τα εμπορεύματα, έτσι σκέπαζαν κι αυτά τα πτώ­ματα με μια φτυαριά χώμα κάθε στρώση, όσο το κατάφερναν, όπως όπως, από ψηλά.

Για να μη διηγηθώ με λεπτομέρειες όλες τις συμφορές που έπεσαν τότε πάνω στην πόλη, θα αρκεστώ να πω πως εκείνες οι μέρες, οι τόσο καταστροφικές γι’ αυτήν, δε χαρίστηκαν ούτε στις γύρω εξοχές. Ας μη μιλήσουμε για τα χωριά που, κλεισμένα στον περίβολό τους, αποτελούσαν σαν μια μικρογραφία της μεγάλης πόλης. Στα χωριουδάκια, σκόρπια στον κάμπο, καμιά ιατρική βοήθεια, κανένας που να μπορούσες να λογαριάσεις στις υπηρε­σίες του. Στις δημοσιές, στα χωράφια, στα σπίτια, οι δύ­στυχοι ζευγολάτες κι οι φαμίλιες τους πέθαιναν νύχτα-μέρα, όχι σαν άνθρωποι, αλλά σαν τα ζώα. Αδιαφορών­τας όσο και οι αστοί για τις δουλειές τους, δε νοιάζονταν για το κτηματάκι τους και για την καλλιέργειά του. Θα ’λεγες πως όλοι τους περίμεναν το θάνατο, την κάθε μέ­ρα που ξημέρωνε. Δε φρόντιζαν για το τι θα αποδώσουν τα κοπάδια, οι σοδειές, οι καλλιέργειες, και για όλα όσα χρειάζονται προκαταβολική δουλειά, μην έχοντας άλλη σκέψη παρά να σκορπάνε όσα χρήματα είχαν στην μπάντα. Μια συνέπεια ήταν πως τα βόδια, τα γαϊδούρια, οι κατσίκες, τα γουρούνια, οι κότες, ακόμα και οι σκύ­λοι, οι πιο πιστοί σύντροφοι του ανθρώπου, το ’σκαγαν από τα υποστατικά και τριγυρνούσαν εδώ κι εκεί μες στα χωράφια, που το σιτάρι τους όχι μονάχα δεν ήταν αλωνι­σμένο, μα ούτε καν θερισμένο. Πολλά από τα ζωντανά, σαν να ’ταν όντα λογικά, βοσκούσαν όλη μέρα, και το βράδυ, με το στομάχι χορτάτο, ξανάπαιρναν το δρόμο για την αγροικία, δίχως κανένας τσοπάνης να τα ’χει προγκήσει.

Ας αφήσουμε όμως την εξοχή κι ας ξαναγυρίσουμε στην πόλη. Τι άλλο να προσθέσω πέρα από τούτη την απλή παρατήρηση; Η απονιά του ουρανού, ίσως και των ανθρώπων, στάθηκε τόσο αμάλαγη, η επιδημία αφάνισε τόσο άγρια τον τόπο από Μάρτιο σε Ιούλιο, ένα πλήθος άρρωστοι είχαν τόσο κακή περίθαλψη, ή ακόμα, από το φόβο που ενέπνεαν στους υγιείς, είχαν εγκαταλειφθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε υπάρχει κάθε λόγος να υπολογίζον­ται σε πάνω από εκατό χιλιάδες οι άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους μέσα στην πόλη. Πριν απ’ τη θεομηνία, ίσως κανένας να μη φανταζόταν πως η πόλη μας είχε τό­σο πολλούς κατοίκους. Πόσα μεγάλα παλάτια, πόσα ωραία σπίτια, πόσες αριστοκρατικές κατοικίες, πρωτύτε­ρα γεμάτες υπηρέτες, αφεντάδες και κυρίες, είδαν να χά­νεται ώς κι ο πιο ταπεινός παραμάγειρας! Πόσες επιφα­νείς οικογένειες, πόσα επιβλητικά αρχοντικά, πόσες ξα­κουστές περιουσίες έμειναν δίχως νόμιμους κληρονόμους! Πόσοι γενναίοι άντρες, πόσες ωραίες κυρίες, πόσοι χαριτωμένοι νεαροί, που όχι κανένας άλλος μα ο ίδιος ο Γαληνός, ο Ιπποκράτης, ακόμα κι ο Ασκληπιός, θα τους είχαν δώσει ένα πιστοποιητικό ρωμαλέας υγείας, κολάτσισαν το πρωί μαζί με τους συγγενείς και φίλους, και το ίδιο βράδυ κάθισαν, στον άλλο κόσμο, στο δείπνο των προγόνων τους!

Αισθάνομαι όμως κάποια αποστροφή να σας διηγού­μαι λεπτομερειακά τόσες αποτρόπαιες συμφορές. Θ’ απο­φύγω από δω κι εμπρός να θίξω οποιοδήποτε τέτοιο θέμα που να μπορώ να το αποσιωπήσω. Η πόλη μας είχε φτάσει σε τέτοιο έσχατο κίνδυνο, είχε σχεδόν ερημωθεί, και ιδού, όπως μου ανέφερε ένα πρόσωπο αξιόπιστο, τι είχε συμβεί μια Τρίτη πρωί στη σεβάσμια εκκλησία της Σάντα Μαρία Νοβέλα.

Στην εκκλησία δεν ήταν κανένας άλλος πιστός εκτός από εφτά κυρίες. Ντυμένες πένθιμα, όπως ήταν πρεπού­μενο σε τέτοια περίσταση, άκουσαν τη θεία λειτουργία και υστέρα μαζεύτηκαν όλες μαζί σε μια παρέα. Όλες συνδέονταν μεταξύ τους με φιλία ή με συγγένεια. Καμιά δεν ήταν περισσότερο από είκοσι οχτώ χρόνων, και η νεότερη δεν ήταν λιγότερο από δεκαοχτώ. Προικισμένες με γνώση, με ευγενική καταγωγή και με ομορφιά, είχαν για στόλισμα τη χάρη και την αρμονία. Θα σας έλεγα τα αληθινά τους ονόματα, αλλά σοβαροί λόγοι με υποχρεώ­νουν να αποσιωπήσω.

(…..)




  Kαι τώρα η ευτράπελη ιστορία:





   ENA ΚΑΛΟ ΞΥΛΟΚΟΠΗΜΑ

   Ο Λοντοβίκο ξομολογείται τον έρωτά του στην ντόνα Βεατρίκη, που στέλνει στον κήπο τον άντρα της, τον Εγκάνο, αφού τον ντύσει μ’ ένα δικό της φόρεμα, και πλαγιάζει με τον Λοντοβίκο. Ύστερα, σηκώνεται ο Λοντοβίκο, πηγαίνει στον κήπο και δέρνει μ’ ένα μπαστούνι τον Εγκάνο.

Όλοι θαύμασαν τη γρήγορη επινόηση της ντόνας Ισαβέλας, που διηγήθηκε η Παμπινέα. Μα η Φιλομένη, που την πρόσταξε ο βασιλιάς να πάρει τη συνέχεια, άρχισε:

Ερωτευμένες μου κυρίες, αν δε γελιέμαι, η ιστορία που πρόκειται να διηγηθώ αμέσως τώρα, δεν είναι λιγότερο ωραία από την προηγούμενη.

Ξέρετε, ασφαλώς, πως ένας φλωρεντινός ευπατρίδης, που κατοικούσε στο Παρίσι, αναγκάστηκε απ’ τη φτώ­χεια να γίνει έμπορος, και οι δουλειές του πήγαν τόσο καλά, που έκανε μεγάλη περιουσία. Από τη γυναίκα του απόκτησε μονάχα ένα γιο, τον Λοντοβίκο, που πήρε απ’ τον πατέρα του μονάχα τις αριστοκρατικές ροπές και κα­μιά κλίση για το εμπόριο. Για τούτο ο πατέρας του δεν του εμπιστεύτηκε τη δουλειά του, αλλά τον έβαλε μαζί με άλλους νεαρούς ευγενείς στην υπηρεσία του βασιλιά της Γαλλίας, όπου έμαθε καλούς τρόπους και συμπερι­φορά.

Στο διάστημα που έμενε στην Αυλή, πολλοί ιππότες, που γύριζαν απ’ τους Αγίους Τόπους, τύχαινε να κουβεν­τιάζουν μπροστά του, όπως συνηθίζουν οι νέοι, για τις ωραίες γυναίκες της Γαλλίας, της Αγγλίας κι άλλων χω­ρών του κόσμου. Ένας από τους ιππότες άρχισε να λέει πως στις διάφορες περιπλανήσεις του δεν είχε δει ομορ­φιά που να μπορεί να συγκριθεί με την ομορφιά της ντό­νας Βεατρίκης, της γυναίκας του Εγκάνο Γκαλούτσι, στην Μπολόνια. Και όλοι οι σύντροφοί του, που την εί­χαν δει στην Μπολόνια, συμφώνησαν μαζί του.

Σαν το άκουσε ο Λοντοβίκο, που ήταν ακόμη αρχάριος στον έρωτα, ένιωσε τόσο μεγάλη επιθυμία να τη δει, που δεν είχε άλλη σκέψη στο νου του. Μ’ αυτό το σκοπό, αποφάσισε να πάει οπωσδήποτε στην Μπολόνια, και μά­λιστα να μείνει εκεί, αν του άρεσε η κυρά. Είπε λοιπόν στον πατέρα του πως ήθελε δήθεν να πάει στον Πανάγιο Τάφο για προσκύνημα, και με τα πολλά κατάφερε να πάρει την άδειά του. Έφτασε στην Μπολόνια με το όνομα Ανιτσίνο, και τα ’φερε η τύχη να δει την άλλη μέρα κιόλας την κυρά σε μια γιορτή. Τη βρήκε ακόμα πιο ωραία απ’ ό,τι είχε φανταστεί, την ερωτεύτηκε φλογερά κι αποφάσισε να μη φύγει απ’ την Μπολόνια δίχως να χαρεί τον έρωτά της.

Κάθισε να σκεφτεί πώς θα το πετύχαινε, και βρήκε πως ο μόνος τρόπος που παρουσίαζε κάποιες πιθανότητες ήταν να μπει στην υπηρεσία του άντρα της, που είχε πολυάριθμο υπηρετικό προσωπικό. Πούλησε τα άλογά του, βόλεψε τους υπηρέτες του και τους έδωσε οδηγίες να κάνουν πως δεν τον γνωρίζουν αν τύχαινε να τον αν­ταμώσουν. Ύστερα, πήρε παράμερα τον ξενοδόχο και του ανακοίνωσε την επιθυμία του να μπει, αν ήταν δυνατόν, στην υπηρεσία κάποιου μεγάλου αφέντη.

«Μου φαίνεται» του αποκρίθηκε ο ξενοδόχος, «πως εί­σαι ό,τι χρειάζεται για ν’ αρέσεις σ’ έναν μεγάλο άρχον­τα αυτού του τόπου, τον Εγκάνο με τ’ όνομα. Έχει πολ­λούς υπηρέτες και τους θέλει με καλό παρουσιαστικό, σαν εσένα. Άσε — θα του μιλήσω».

Έκανε όπως είπε, κι ο Εγκάνο δέχτηκε να προσλάβει τον Ανιτσίνο, που η χαρά του δεν περιγράφεται.

Ο Ανιτσίνο, στην υπηρεσία τώρα του Εγκάνο, είχε συ­χνά την ευκαιρία να βλέπει την κυρά. Και υπηρετούσε τον αφέντη του τόσο καλά και με τόση αφοσίωση, που ο Εγκάνο τον συμπάθησε σε σημείο που να μην μπορεί τί­ποτα να κάνει δίχως αυτόν. Και εκτός που τον είχε στην προσωπική του υπηρεσία, του ανέθεσε και τη διαχείριση όλης της περιουσίας του.

Μια μέρα, ο Εγκάνο βγήκε να κυνηγήσει πουλιά, δί­χως να πάρει μαζί του τον Ανιτσίνο.

Η Βεατρίκη δεν είχε καταλάβει ακόμα πως ο Ανιτσίνο ήταν ερωτευμένος μαζί της, αλλά οι τρόποι του και το παρουσιαστικό του την έκαναν πολλές φορές να σκεφτεί πως ήταν χαριτωμένος και πως της άρεσε. Κάθισαν λοιπόν σ’ ένα τραπέζι και βάλθηκαν να παίζουν σκάκι, κι ο Ανιτσίνο, θέλοντας να την ευχαριστήσει, άφησε μ’ επιτηδειότητα να νικηθεί, προς μεγάλη χαρά της Βεατρίκης. Οι κοπέ­λες της συνοδείας της παράτησαν τότε να παρακολουθούν το παιχνίδι, και τους άφησαν μόνους. Ο Ανιτσίνο αναστέναξε βαθιά, και τότε εκείνη τον κοίταξε και τον ρώτησε:

«Τι έχεις, Ανιτσινο: Σου κακοφάνηκε που σε κέρδισα! «Ντόνα» της αποκρίθηκε, «μια πολύ πιο σοβαρή αιτία με κάνει κι αναστενάζω».

«Για το καλό που μου θέλεις» του λέει, «πες μου την».

Ο Ανιτσίνο, ακούγοντας τη γυναίκα που αγαπούσε περισσότερο από καθετί στον κόσμο να τον εξορκίζει «για το καλό που της θέλει», αναστέναξε ακόμα πιο βαθιά. Η Βεατρίκη τον παρακάλεσε και πάλι να της πει ποια αιτία τον έκανε να αναστενάζει.

«Ντόνα» της αποκρίθηκε ο Ανιτσίνο, «φοβάμαι πως θα σας ενοχλήσω αν σας το πω. Φοβάμαι μην το πείτε και σε άλλους».

«Σου υπόσχομαι» του λέει, «να μη στενοχωρηθώ. Πες μου ό,τι έχεις να μου πεις, και να ’σαι βέβαιος πως δε θα το πω σε κανέναν δίχως τη συγκατάθεσή σου».

«Αφού μου το υπόσχεστε» είπε ο Ανιτσίνο, «θα σας το πω».

Λες και τρεμόπαιζαν δάκρυα στα βλέφαρά του, όσο της διηγόταν ποιος ήταν, τι είχε μάθει γι’ αυτήν, πού και πώς την είχε ερωτευτεί, και για ποιο λόγο είχε μπει στην υπη­ρεσία του άντρα της. Ύστερα, όσο γίνεται πιο ταπεινά, την παρακάλεσε να τον λυπηθεί και να στέρξει στον τόσο μυστικό και φλογερό πόθο του. Αν όχι, δίχως τίποτα ν’ αλλάξει στις σχέσεις τους, να ανεχτεί τη λατρεία του.

Ω, αίμα μπολονέζικο, μοναδικό για τη γλύκα σου! Πό­σες φορές δε σ’ έχουν υμνήσει σε τέτοιες περιστάσεις! Μακριά τα δάκρυα κι οι αναστεναγμοί, και πάντα υποκύπτεις στις ικεσίες και στον ερωτικό πόθο· κι αν ήμουν κατάλληλη να εγκωμιάσω τις αρετές σου, ποτέ δε θα ’σβηνε η φωνή μου.

Όσο μιλούσε ο Ανιτσίνο, η όμορφη κυρά τον κοίταζε κατάματα και πίστευε απόλυτα όσα της έλεγε. Οι ικεσίες κι ο έρωτας του νεαρού τρύπησαν τόσο βαθιά την καρδιά της, που άρχισε κι αυτή να αναστενάζει. Κι αφού αναστέναξε μερικές φορές, του αποκρίθηκε:

«Γλυκέ μου Ανιτσίνο, μην απελπίζεσαι. Έχω τραβήξει -και τραβάω ακόμα— ένα πλήθος θαυμαστές. Μα ούτε τα δώρα, ούτε οι υποσχέσεις, ούτε το φλογερό πάθος, απ’ όποιον κι αν προέρχονταν, είτε από ιππότη, είτε από με­γάλο άρχοντα, είτε απ’ όποιον άλλο, δεν μπόρεσαν ποτέ να συγκινήσουν την καρδιά μου. Κι έφτασε τόσο λίγη ώρα. όσο κράτησαν τα λόγια σου, για να γίνει η καρδιά μου περισσότερο δική σου παρά δική μου. Μπόρεσες να κερδίσεις απόλυτα τον έρωτά μου. Σου τον χαρίζω και σου υπόσχομαι να τον χαρείς πριν να περάσει η νύχτα που έρχεται. Και για να κρατήσω την υπόσχεσή μου, έλα στην κάμαρά μου τα μεσάνυχτα — θ’ αφήσω την πόρ­τα ανοιχτή, ξέρεις σε ποια μεριά του κρεβατιού κοιμά­μαι, έλα εκεί, κι αν τύχει και κοιμάμαι, σκούντησε με ανάλαφρα για να ξυπνήσω, και θα σε αποζημιώσω για τον μακροχρόνιο πόθο σου. Και για να με πιστέψεις, πά­ρε για αρραβώνα ένα φιλί».

Τον αγκάλιασε απ’ το λαιμό, κι έδωσαν ένα μακρόσυρτο ερωτικό φιλί.

Ύστερα, ο Ανιτσίνο την άφησε για ν’ ασχοληθεί με διάφορες υποθέσεις, περιμένοντας με χαρούμενο καρδιο­χτύπι να νυχτώσει.

Ο Εγκάνο γύρισε απ’ το κυνήγι, κάθισε να φάει, κι όπως ήταν κουρασμένος, πήγε να πλαγιάσει. Δεν άργησε ν’ ανέβει κι η γυναίκα του, και σύμφωνα με την υπόσχε­σή της, άφησε την πόρτα ανοιχτή. Την ορισμένη ώρα πήγε κι ο Ανιτσίνο, μπήκε στην κάμαρα πατώντας στ’ ακροδάχτυλα κι έκλεισε πίσω του την πόρτα. Τράβηξε προς το μέρος όπου πλάγιαζε η ντόνα Βεατρίκη, της άγ­γιξε το στήθος και είδε πως ήταν ξύπνια. Όταν κατάλαβε η Βεατρίκη πως ήταν ο Ανιτσίνο, του έπιασε το χέρι και το έσφιξε δυνατά. Ύστερα, γύρισε απ’ την άλλη, ξύπνη­σε τον άντρα της που κοιμόταν, κι άρχισε να του λέει: «Δε θέλησα να σου πω τίποτα σαν ήρθες, γιατί μου φάνηκες κουρασμένος. Μα πες μου, ο Θεός μαζί σου, Εγκάνο, απ’ όλους τους υπηρέτες σου, ποιος είναι ο καλύτε­ρος, ο πιο πιστός, αυτός που προτιμάς;»

«Ωραία ερώτηση!» της αποκρίθηκε. «Δεν τον ξέρεις; Ούτε είχα ποτέ, ούτε έχω σε κανέναν τόση εμπιστοσύνη, όση στον αγαπητό μου και πιστό Ανιτσίνο. Αλλά γιατί με ρωτάς;»

Ο Ανιτσίνο, βλέποντας πως ο Εγκάνο είχε ξυπνήσει, κι ακούγοντας να μιλούν γι’ αυτόν, φοβήθηκε πως η κυ­ρά τού είχε στήσει παγίδα, και δοκίμασε πολλές φορές να τραβήξει το χέρι του και να το βάλει στα πόδια, μα η Βεατρίκη το κρατούσε τόσο σφιχτά, που δεν μπόρεσε. Στο μεταξύ, αποκρινόταν εκείνη στον Εγκάνο:

«Θα σου πω. Τον νόμιζα κι εγώ, όπως εσύ, πιο αφοσιωμένο απ’ όλους. Και με έβγαλε ο ίδιος απ’ την πλάνη μου. Σαν έφυγες για το κυνήγι, εκείνος έμεινε, διάλεξε τη στιγμή και δεν ντράπηκε να μου κάνει ανήθικες προ­τάσεις. Και τότε εγώ, για να μη χρειαστεί να σου δώσω πολλές αποδείξεις και για να πειστείς με τα μάτια σου, του αποκρίθηκα πως είμαι σύμφωνη και πως απόψε κιόλας, μετά τα μεσάνυχτα, θα πάω να τον περιμένω στον κήπο, κάτω από το πεύκο. Φυσικά, δεν το ’χω σκοπό να πάω. Μα αν θες να διαπιστώσεις πόσο λίγο σου είναι πι­στός, είναι πολύ εύκολο: φόρεσε μια ρόμπα μου, τύλιξε το κεφάλι σου με μια σάρπα και πήγαινε να τον περιμέ­νεις. Είμαι βέβαιη πως θα ’ρθει».

«Σίγουρα θα πάω να δω» αποκρίθηκε ο Εγκάνο στα λόγια της γυναίκας του.

Σηκώθηκε όπως όπως στα σκοτεινά, φόρεσε μια ρόμπα της κυράς, τύλιξε μια σάρπα στο κεφάλι του, ύστερα πή­γε στον κήπο κι άρχισε να παραμονεύει κοντά σ’ ένα πεύκο.

Σαν τον είδε όρθιο η Βεατρίκη και τον άκουσε να βγαίνει, σηκώθηκε κι αυτή και σύρτωσε την πόρτα από μέσα. Ο Ανιτσίνο, που είχε δοκιμάσει τον μεγαλύτερο φόβο της ζωής του, είχε προσπαθήσει να ξεφύγει από τα χέρια της κυράς και καταριόταν εκατό χιλιάδες φορές τη Βεατρίκη, τον έρωτά του και την απλοϊκότητα που είχε δείξει, μα σαν είδε πού κατέληγαν όλα αυτά, ένιωσε ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Η κυρά ξαναγύρισε στο κρεβάτι, κι όταν τον κάλεσε, πλάγιασε κι αυ­τός, γδυτός όπως εκείνη, και για πολλή ώρα χάρηκαν τον αμοιβαίο έρωτά τους.

Σαν έκρινε η κυρά πως ο Ανιτσίνο δεν έπρεπε να μείνει περισσότερο, τον έβαλε να σηκωθεί και να ντυθεί και του είπε:

«Γλυκό μου στοματάκι, πάρε ένα χοντρό ραβδί, πήγαι­νε στον κήπο και προσποιήσου πως είχες θελήσει να με δοκιμάσεις. Βρίσε τον Εγκάνο σαν να ’μουν εγώ, και δώσ’ του κάμποσες με το ραβδί. Θα δεις το αποτέλεσμα και τι ωραία που θα περάσουμε οι δυο μας».

Ο Ανιτσίνο σηκώθηκε, κατέβηκε μ’ ένα ραβδί από ξύ­λο ιτιάς στο χέρι και σίμωσε στο πεύκο. Ο Εγκάνο, που τον είδε να ‘ρχεται, σηκώθηκε και προχώρησε με προ­σποιητή χαρά να τον υποδεχτεί, μα ο Ανιτσίνο έβαλε τις φωνές:

«Α, παλιογυναίκα! Ήρθες, λοιπόν! Πίστεψες πως θα πρόδινα τον αφέντη μου, ε; Χίλιες φορές καταραμένη η ώρα που ήρθες!»

Ο Εγκάνο, ακούγοντας αυτά τα λόγια και βλέποντας το ραβδί, το ‘βαλε στα πόδια, κι ο Ανιτσίνο, ξοπίσω του, δε σταματούσε να φωνάζει:

«Ε, που να το βρεις απ’ το Θεό, παλιοβρόμα! Έννοια σου, όμως, αύριο θα τα πω όλα στον Εγκάνο».

Ο Εγκάνο, που είχε φάει κάμποσες ξυλιές, γύρισε σε κακά χάλια στην κάμαρά του. Η γυναίκα του τον ρώτησε αμέσως αν είχε πάει ο Ανιτσίνο στον κήπο.

«Να ’δινε ο Θεός να μην είχε έρθει!» της αποκρίθηκε. «Με πήρε για σένα, με μαύρισε στο ξύλο και με έβρισε με τα χειρότερα λόγια, σαν να ’μουν καμιά πόρνη. Για να ’μαι ειλικρινής, μου φάνηκε πολύ παράξενο να σου είχε κάνει τέτοιες προτάσεις με την υστεροβουλία να με ατιμάσει. Θέλησε να σε δοκιμάσει, καθώς σ’ έβλεπε πάν­τα γελαστή και πεταχτή».

«Δόξα να ’χει ο Θεός, που εμένα με δοκίμασε με τα λό­για κι εσένα με τα έργα. Και σίγουρα μπορεί να λέει πως υπομένω τα λόγια καλύτερα απ’ ό,τι εσύ τα έργα. Ωστό­σο, μια και σου είναι τόσο πιστός, πρέπει να του δείξεις φιλία και να τον τιμάς».

«Ναι, έχεις δίκιο» αποκρίθηκε ο Εγκάνο.

Κι από κείνη την περιπέτεια, έβγαλε το συμπέρασμα πως είχε, απ’ όλους τους αριστοκράτες του τόπου, την τι­μιότερη γυναίκα και τον πιστότερο υπηρέτη. Και πολλές φορές οι τρεις τους ξεκαρδίζονταν στα γέλια όταν θυμόνταν το επεισόδιο – που, δίχως αυτό, ίσως να μην έβρισκαν, ο Ανιτσίνο και η κυρά, την ίδια ευκολία στις σχέσεις τους, που τις συνέχισαν χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι. Κι ο Ανιτσίνο έμεινε όσον καιρό θέλησε στο σπίτι του Εγκάνο, στην Μπολόνια.

Το Δεκαήμερο - Βοκάκιος...





The Decameron / Il Decameron (1971) [full_width]

Pages