ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΙ ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΘΥΡΑΘΕΝ: Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η διαφορά στους τρόπους με τους οποίους η θεολογία και ο
αθεϊσμός χρησιμοποίησε τον αγνωστικισμό, την δήλωση αδυναμίας εύρεσης της
γνώσης, ώστε να προωθήσει ο καθένας τα ιδεολογικά συμφέροντά του.
Η
θεολογία υπερασπίστηκε έναν θεολογικό αγνωστικισμό, ο οποίος καταπολεμά την
δυνατότητα έλλογης, δηλαδή αυτόνομης ανθρώπινης γνώσης για το Θεό, με σκοπό να
κρατήσει τον Θεό και την πίστη μακριά από κάθε επικίνδυνη επαφή με την κριτική
του Λόγου. Το χαρακτηριστικότερο και πιο εκλεπτυσμένο παράδειγμα είναι η
ορθόδοξη χριστιανική θεολογία: ο Θεός είναι άγνωστος ως «ουσία» («φύση»), αλλά
μπορεί και γίνεται γνωστός ως «ενέργειες». Έτσι αφήνεται ένα παράθυρο μεν στον
άνθρωπο να ξέρει ότι «κάτι υπάρχει», ωστόσο ο Θεός ως «υπέρλογος» και ουσία
απρόσιτη ολότελα, ήταν αδύνατο να γίνει αντικείμενο κριτικής, εξέτασης άρα
(ενδεχομένως και) αμφισβήτησής Του από την ανθρώπινη λογική.
Η
απόλυτη εκλέπτυνση του ορθόδοξου «αγνωστικισμού» διαφαίνεται από το γεγονός ότι
στην δυτική Ευρώπη, ο Καθολικισμός μη δεχόμενος τη διάκριση μεταξύ «ενεργειών»
και «ουσίας» του Θεού, κατέληξε σε έναν απόλυτο αγνωστικισμό, τύπου Πρωταγόρα.
Κατά ειρωνεία της τύχης, ο απόλυτος αγνωστικισμός, αλληλεπιδρώντας με τις
οικονομικοκοινωνικές συνθήκες «έσμπρωξε» στο προσκήνιο τον θύραθεν αγνωστικισμό
του αθεϊσμού.
Αντίθετα
ο αθεϊσμός υπερασπίστηκε έναν θύραθεν αγνωστικισμό, ώστε να τονίσει την αδυναμία
έλλογης, άρα άξιας αποδοχής, γνώσης του Θεού· κι αυτό το έκανε, όχι για να
προστατεύσει το Θεό από τα βέλη της κριτικής, αλλά για να δηλώσει ότι δεν μπορεί
να περιμένει κανείς τίποτα από κάτι άγνωστο και απροσδιόριστο άρα και ανύπαρκτο:
κι έτσι να κατοχυρώσει την αυτοτέλεια της έλλογης θύραθεν Γνώσης έναντι της
θεολογικής. Γράφει χαρακτηριστικά ο Φρειδερίκος Νίτσε (Λυκόφως των ειδώλων):
«Ο αληθινός κόσμος – απρόσιτος; Σίγουρα. Και αφού είναι απρόσιτος είναι και
άγνωστος. Κατά συνέπεια, δεν παρηγορεί, δεν λυτρώνει, δεν επιβάλλει καμμία
υποχρέωση: πώς είναι δυνατόν να μας επιβάλλει κάποια υποχρέωση κάτι άγνωστο; Ο
"αληθινός κόσμος" – μια ιδέα που δεν χρησιμεύει πια σε τίποτε, που δεν
υποχρεώνει πια για τίποτε – μια ιδέα που ‘χει γίνει άχρηστη και περιττή – άρα
μια ιδέα που έχει απορριφτεί: ας την καταργήσουμε!»
Ενδιαφέρον είναι ότι ο πρωταρχικός αγνωστικισμός, του Πρωταγόρα ήταν απόλυτος.
Δεν μπορούσε να γνωρίζει αν υπάρχουν θεοί ο φιλόσοφος αυτός. Δεν μπορούσε να πει
τίποτα γι’ αυτούς, τόσο την πιθανότητα ύπαρξης όσο και τα χαρακτηριστικά τους,
εάν αυτοί υπήρχαν. Ενώ αργότερα σχεδόν όλοι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι
(Επίκουρος, Πλάτων, Αριστοτέλης) απάντησαν ότι μπορούμε να ξέρουμε αν ο Θεός
έχει αυτά ή τα άλλα χαρακτηριστικά, δηλαδή παραμέρισαν τον αγνωστικισμό στο
ζήτημα της μεταφυσικής, ο αγνωστικισμός ως θεωρητικό χρήσιμο πολεμικό «βοήθημα»
επανήλθε δριμύτερος στην χριστιανική εποχή, τόσο στα χέρια των θεολόγων όσο και
των αθεϊστών.
Η
συνάφεια μεταξύ του θεολογικού αγνωστικισμού και του νεωτερικού αθεϊστικού
αγνωστικισμού (δηλαδή η α-συνάφεια νεωτερικού αθεϊστικού αγνωστικισμού και
αρχαίου πρωταγόρειου αγνωστικισμού) διαφαίνεται από την κατάληξη του κειμένου
του Φρ. Νίτσε: «Ο αληθινός κόσμος – τον καταργήσαμε: ποιος κόσμος έμεινε; Μήπως
ο φαινομενικός;... Αλλά όχι! Μαζί με τον αληθινό κόσμο εξαλείψαμε και τον
φαινομενικό!»
(17/7/2006).
Η δισημία
του αγνωστικισμού έγκειται λοιπόν ακριβώς ότι μπορεί να χρησιμεύσει τόσο για την
καταξίωση ή και για την απαξίωση της έννοιας στην οποία αναφέρεται. Για την
καταξίωση χρησιμεύει, όταν καθιστά την έννοια υπέρλογη, ενώ για την απαξίωση,
όταν την καθιστά πρακτικά αδιάφορη. Γιατί, όσο κι αν δεν φαίνεται αυτό, στην
δεύτερη περίπτωση, όταν ισχυριζόμαστε ότι κάτι είναι αδύνατον να γνωσθεί,
ταυτοχρόνως είναι σα να λέμε ότι μπορούμε να ζήσουμε και δίχως αυτό, δίχως την
παρουσία του.
Έτσι
μόνον εξηγείται το παράδοξο αλλιώς φαινόμενο και οι (πρώιμοι) Διαφωτιστές
αλλά και οι πατέρες της Εκκλησίας να διακηρύσσουν ή να απαιτούν τον
χωρισμό των αληθειών της Πίστης από της αλήθειες της Φύσης· οι Διαφωτιστές
πράττουν έτσι ώστε έμπρακτα να αποδεσμευτούν από τις πρώτες και να αφιερωθούν
ανενόχλητοι στις δεύτερες θεωρώντας πως αυτές είναι το σημαντικό, ενώ οι Πατέρες
έπρατταν έτσι ώστε έμπρακτα να αδιαφορήσουν με σεβασμό στις δεύτερες και να
αφιερωθούν με ήσυχη τη συνείδησή τους στις πρώτες θεωρώντας πως αυτές είναι οι
πλέον ουσιώδεις για τον άνθρωπο (6/1/2007).
Μάλιστα η αμφισημία του
αγνωστικισμού κάνει δυνατό άλλο ένα, ακόμη πιο ενδιαφέρον, παιχνίδι ανάμεσα στην
Εκκλησία και στους θεϊστές Διαφωτιστές.
Οι δεύτεροι, προκειμένου να
αμφισβητήσουν την αυθεντία της ιεραρχίας της (δυτικής) Εκκλησίας, υποστήριζαν
ότι οι ιδιότητες και η βούληση του Θεού είναι ανεξιχνίαστες. Πράγματι από έναν
ανεξιχνίαστο Θεό δεν μπορούν να αντληθούν συγκεκριμένες δεσμευτικές επιταγές
και, επομένως, δεν μπορούν κάποιοι (εδώ: η Εκκλησία) να ισχυρίζονται ότι
δικαιούνται να απαιτούν, ως τοποτηρητές του Θεού, την εφαρμογή αυτών των
επιταγών. Έτσι οι Διαφωτιστές απελευθερώνονται από την κυριαρχία της Εκκλησίας
μετασχηματίζοντας την έννοια του Θεού, ώστε ο τελευταίος να είναι ανεξιχνίαστος
και να μη δίνει καμμία εντολή. Όταν όμως οι Διαφωτιστές ήθελαν – στον αγώνα τους
για την ανατίμηση της Φύσης και την αποκατάσταση των αισθητών – να αρνηθούν το
«προπατορικό αμάρτημα» ή την «κόλαση» των αμαρτωλών, τα οποία κήρυττε ο
Χριστιανισμός αποκτώντας μέσω αυτών κοινωνική κυριαρχία, ισχυρίζονταν ότι ο Θεός
είναι πανάγαθος και καλός, κι επομένως δε θα μπορούσε ποτέ να βασανίζει
ανθρώπους εις τους αιώνας των ανθρώπων ούτε να μεταχειρίζεται το κακό και το
προπατορικό αμάρτημα για να πραγματώσει τα προαιώνια σχέδιά του. Δηλαδή όποτε
συνέφερε τους Διαφωτιστές, αυτοί ήξεραν τις ιδιότητες του Θεού, συγκεκριμένα ότι
μια από αυτές είναι η καλοσύνη, ενώ όποτε τους συνέφερε αλλιώτικα, τότε
ήξεραν ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε καμμία ιδιότητα του Θεού. Αυτές οι
δύο, αντιφατικές, αν εξεταστούν ταυτόχρονα, αντιλήψεις των ίδιων ανθρώπων είναι
αποτέλεσμα της πολεμικής χρησιμοποίησης της ιδέας του Θεού (π.χ. αντιφατικές
απόψεις για το ζήτημα αυτό: Bayles,
Oeuvres Diverses,
III,
214-5, και ΙΙΙ, 812, 824, 846 καθώς και IV
59· Βολταίρος, Oeuvres completes,
XVIII,
359, και ΙΧ, 460 καθώς και VIII,
176· Ρουσσώ, Oeuvres Completes,
IV,
565, 599, και IV,
588-9, 591-2).
Την ίδια όμως πολεμική
χρησιμοποίηση της ιδέας του Θεού έκανε (πολύ πριν τους αντικληρικαλιστές θεϊστές
Διαφωτιστές) και κάνει ο Χριστιανισμός, μόνο που την κάνει κατ’ αντίστροφο
τρόπο. Ενώ οι Διαφωτιστές αρνούνταν τη δυνατότητα γνώσης για τις ιδιότητες του
Θεού ώστε να μην προκύπτουν από αυτές συγκεκριμένες ηθικές επιταγές κι έτσι να
μην δικαιώνεται η εξουσία-αυθεντία των επίγειων ερμηνευτών-τοποτηρητών του Θεού,
ο Χριστιανισμός ισχυρίζεται ότι οι ιδιότητες αυτές είναι γνωστές (π.χ. «ο Θεός
είναι αγάπη») και επομένως προκύπτουν συγκεκριμένες ηθικές και λατρευτικές
επιταγές για τους ανθρώπους, την λειτουργία και τον συντονισμό των οποίων
αναλαμβάνει η Εκκλησία. Αλλά, επίσης αντιφατικά, προκειμένου για να εξηγήσει την
αιτία του κακού στον κόσμο (π.χ. γιατί υποφέρουν τα μικρά παιδιά, γιατί γίνονται
σεισμοί κ.λπ.), ο Χριστιανισμός καταφεύγει στο «άγνωσται αι βουλαί του Κυρίου»,
το οποίο βέβαια έρχεται σε αντίφαση με την γνώση ενός αγαπητικού Θεού· ένας
τέτοιος Θεός δεν έχει άγνωστες βουλές, αλλά βουλές οι οποίες καθοδηγούνται (άρα
γίνονται γνωστές) από τον «κανόνα» της αγάπης.
Βλέπουμε δηλαδή ότι, με τη
βοήθεια του αγνωστικισμού, η χρησιμοποίηση του Θεού γίνεται επιλεκτικά, από
Χριστιανούς και Αντιχριστιανούς, ώστε να καλύπτονται τα κενά της κοσμοθεωρίας
του καθενός και ταυτόχρονα να αντικρούονται οι αντιλήψεις του αντιπάλου.
Μπορούμε να πούμε ότι
ο αγνωστικισμός, ως θεωρία, είναι ένας «αδύναμος αθεϊσμός»; Από την άποψη των
πεπεισμένων αγνωστικιστών, αυτών που θέλουν να έχουν κάποια αυτοτέλεια μεταξύ
πιστών και άπιστων, δεν είναι. Από την άποψη των πεπεισμένων αθέων, είναι·
επίσης είναι βήμα προς την αλήθεια του υλισμού. Από την μεριά των πιστών ο
αγνωστικισμός ως θεωρητική στάση μάλλον πρέπει να θεωρηθεί παιδική στάση. Ωστόσο
ο αγνωστικισμός διόλου δεν χρειάζεται, στο θεωρητικό επίπεδο, να αποτελεί
απαραίτητα βήμα προς την πίστη ή την απιστία κι άρα δεν μπορεί να θεωρηθεί
«αδύναμος αθεϊσμός». Μπορεί να παραμένει εκεί, ως άρνηση επιλογής της μίας από
των δύο πίστεων («υπάρχει» και «δεν υπάρχει» Θεός). Μπορεί και όχι· λ.χ. είναι
δυνατόν αγνωστικιστές πεπεισμένοι για την αδυναμία γνώσης για τα έσχατα
ερωτήματα να επιλέξουν την πίστη ή την απιστία (και όταν το κάνουν, το κάνουν
λόγω αισιοδοξίας ή απαισιοδοξίας). Βέβαια η επίγνωση της αδυναμίας γνώσης για τα
έσχατα ζητήματα κάνει συνήθως ελκυστική την άποψη ότι πρέπει να αποφασίσει η
«δόξα» αντί της (ανύπαρκτης) γνώσης. Επίσης ορισμένες φορές είναι αδύνατο να
τηρηθεί μη αντιφατική αγνωστικιστική στάση. Λ.χ. δεν γίνεται να υπάρξει
αγνωστικιστής ο οποίος απορρίπτει ταυτόχρονα και την υπόθεση ότι η ζωή
δημιουργήθηκε από μη ζωή και την υπόθεση ότι η ζωή μόνο από ζωή
δημιουργείται, γιατί όταν υπάρχουν μόνο οι Α και (-Α) θέσεις, είναι
αδύνατη η
απόρριψη και των δύο: όποιος απορρίπτει την Α θέση, αναγκαστικά (εφόσον
δεν
υπάρχει εναλλακτική πλην της (-Α)) αποδέχεται την (-Α) θέση, την οποία
όμως, ως
συνεπής αγνωστικιστής, οφείλει αναγκαστικά επίσης να απορρίψει. Άλλο
θέμα βέβαια είναι η πρακτική στάση του
αγνωστικιστή· γιατί μπορεί κανείς να δηλώνει θεωρητικά τέτοιος, αλλά –
κι εδώ
έχουν δίκαιο οι αθεϊστές αλλά και όσοι θρησκευόμενοι κατηγορούν τους
αντιχριστιανούς ότι κρύβονται πίσω από έναν δήθεν αγνωστικισμό –
πρακτικά δεν ασχολείται με τις εκκλησιαστικές τελετές κ.ο.κ. Έτσι μάλλον
θα πρέπει να κάνουμε διαχωρισμό του αγνωστικιστή σε
«αδιάφορο» για τη μεταφυσική, ο οποίος είναι πρακτικά άθεος, και σε
ενδιαφερόμενο για την ενδεχόμενη ύπαρξη μεταφυσικής. Μια άλλη διάκριση
μπορούμε
να κάνουμε μεταξύ του αγνωστικιστή ο οποίος αναγνωρίζει τη σημασία της
απάντησης
στο μεταφυσικό πρόβλημα, αλλά υποστηρίζει ότι είναι αδύνατον να βρεθεί
απάντηση, και του αγνωστικιστή ο οποίος δεν αναγνωρίζει τη σημασία της
απάντησης
στο μεταφυσικό πρόβλημα, όσο κι αν υποστηρίζει και αυτός ότι είναι
αδύνατον να
βρεθεί λύση. (25/2/2007).